Ο Σολωμός και η ιστορία της ποίησης

Τμήμα σπουδαίο της ιστορίας η ποίηση και δημιούργημά της,
είναι ταυτόχρονα δημιουργός ιστορίας
αλλά και δημιουργός αντιλήψεων και στάσεων απέναντι στην ιστορία,
την καταγεγραμμένη ή τη διαφυλαγμένη από τη συλλογική προσφορικότητα

  • του Παντελή Μπουκάλα

Την ιστορία του 21 μπορούμε βέβαια να τη μελετήσουμε μέσα από τα Ενθυμήματα και τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών καθώς και τις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, σύγχρονες και κατοπινές, αλλά και μέσα από τα σχετικά ποιήματα, δημοτικά ή προσωπικά, θερμά ή νηφαλιότερα, ηρωικά ή παραινετικά, συγκινημένα ή ρητορικά.

Ακόμη κι αν οι δύο λόγοι, ο ιστοριογραφικός και ο ποιητικός, εμφανίζονται αντίδικοι ή παράλληλοι, κατά βάση λειτουργούν συμπληρωματικά, αφού διαφωτίζει ο ένας τον άλλον, υπάρχουν δε και περιπτώσεις όπου ο ένας αρδεύεται από τον άλλον. Και μάλιστα δεν είναι μονόδρομη αυτή η άντληση, όπως ίσως θα αναμενόταν, δεν επηρεάζεται δηλαδή αποκλειστικά η ποίηση από την ιστοριογραφία αλλά και η ποίηση επηρεάζει εν μέρει την ιστοριογραφία και ακόμα περισσότερο τη συλλογική συνείδηση· αυτό συνέβη, επί παραδείγματι, με την «Εις τον προδότην» ωδή του Ανδρέα Κάλβου (το ποίημα, δημοσιευμένο το 1826, κατακεραυνώνει τον Γεώργιο Βαρνακιώτη που «εξάπλωσεν/αδελφικώς την χείρα του / σ’ τους Τούρκους, κ’ επροσκύνησε βάρβαρον νόμον», αφού ο οπλαρχηγός του Ξηρομέρου ήταν αποκηρυγμένος τη χρονιά εκείνη, αποκαταστάθηκε όμως το 1827, πλην η ποίηση είχε σφραγίσει την εικόνα του) καθώς και με το ποίημα «Το κρυφό σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη.

Η εξέγερση ως έμπνευση

Οι ποιητές της Επανάστασης, κι ας μη βρίσκονταν στα πεδία της εξέγερσης και των συγκρούσεων, εμπιστεύονταν την έμπνευσή τους συναρθρωμένη με τη γνώση, ίσως με τη σκέψη ότι η Μελέτη ήταν μία από τις τρεις μούσες της αρχικής «γενεαλογίας». Για να περιοριστούμε εδώ στον Διονύσιο Σολωμό, η προτροπή του να θεωρούμε εθνικό το αληθές δεν είναι αφ’ υψηλού πατριαρχική παραίνεση προς τρίτους αλλά πρωτίστως αυστηρότατη οδηγία προς εαυτόν και εμπεδωμένος ποιητικός και πολιτικός τρόπος.

Τα «φιλελεύθερα τραγούδια» του, όπως αυτοπροσδιορίζονται, είναι εσωτερικώς ελευθερωμένα, κι αυτό το βλέπουμε να αποδεικνύεται περίτρανα στις στροφές του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» που ιστορούν την άλωση της Τριπολιτσάς, από την 35η έως την 73η: «Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει/της αθλίας Τριπολιτσάς·/τώρα τρόμου αστροπελέκι/να της ρίψεις ‘πιθυμάς…» Ο τόνος του εγκωμίου και του αίνου δεν ωθεί τον Σολωμό στην παρασιώπηση, την εξιδανίκευση ή τη βιαστική δικαιολόγηση, κι αυτό ακριβώς τον υψώνει σε εθνικό ποιητή, ενώ γνωρίζουμε πια πως όσοι επέλεξαν να πολιτευτούν σαν «εθνικοί ιστοριογράφοι», ακολούθησαν οδούς που τις είχε απορρίψει ο στοχαστικός και ακριβοδίκαιος Ζακύνθιος· το παράδειγμά του συνεχίζει να καθιστά υποχρεωτική την επανανάγνωση της ιστορίας, κι όχι για την ευκολία της αυτάρεσκης κρημνιστικής αναθεώρησης παρά για το άλλως ανεύρετο και οπωσδήποτε τεράστιο όφελος της αυτογνωσίας.

Η αυτοψία στα έργα του Σολωμού θα κόμιζε πολλά και αναμφισβήτητα τεκμήρια για το πόσο ενήμερος ήταν ο ποιητής για όσα συνέβαιναν στην επαναστατημένη Ελλάδα, στα πεδία των μαχών, των ιδεολογικών συμπεριλαμβανομένων. Ο Σολωμός διάβαζε κι άκουγε. Διάβαζε εφημερίδες της εποχής, όπως τα «Ελληνικά Χρονικά» που εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγιερ (έχω και με άλλη αφορμή σημειώσει εδώ πως η φράση «άκρα σιωπή και από τα δύο αντιμαχόμενα μέρη» της εφημερίδας του Μεσολογγίου θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μήτρα που απέφερε το στίχο «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»), και τον «Φίλο του Νόμου», την εφημερίδα της νήσου Υδρας, το πρώτο φύλλο της οποίας τυπώθηκε στις 10 Μαρτίου του 1824. Και άκουγε όχι μόνο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, φίλο και μέντορά του, που τον ενημέρωνε έγκαιρα για τα καθέκαστα της Επανάστασης, αλλά, σύμφωνα και με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, τον κόσμο γύρω του όταν μιλούσε κι όταν τραγουδούσε, για να πάρει «από το στόμα του λαού» τρόπους, σχήματα, νοήματα.

Δύο από τις «Σημείωσες του ποιητή», με τις οποίες ο ίδιος ο Σολωμός αποσαφηνίζει πτυχές του «Υμνου», υποδεικνύουν τις πηγές του. Η πρώτη τον εμφανίζει ευαίσθητο αποδέκτη της «κοινής φήμης»: «Αγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Τριπολιτσά, ο ποιητής ακολούθησε την κοινήν φήμην, οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό της εσυνέβηκε τρεις ώρες έπειτα από τα μεσάνυχτα». Η δεύτερη υποδηλώνει ότι γνώριζε ήδη όσα έστρωνε εν θερμώ στο χαρτί ο αναγνωρισμένα συνετός και μετριοπαθής Σπυρίδων Τρικούπης για να γίνουν εν καιρώ η «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» (η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1857): «Τα περιστατικά του περάσματος του ποταμού (Αχελώου), της μάχης των Χριστουγέννων και της πολιορκίας του Μεσολογγίου) ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του Σπυρίδωνος Τρικούπη, εγκαρδίου φίλου του ποιητή. Αυτή η ιστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει και την γλώσσαν μας και την φιλολογίαν μας».

Για τις στροφές που «Ύμνου», λοιπόν, που αναφέρονται στο «πάρσιμο» της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, στροφές όπου ο πατριώτης συλλειτουργεί με τον αντιπολεμικό άνθρωπο, ο Σολωμός στηρίχτηκε στις ειδήσεις (ή και «φήμες») που μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα, και οι οποίες, ανεξάρτητα από το ύφος και την ερμηνεία κάθε αναμεταδότη και αφηγητή, δεν θα μπορούσε να απέχουν πολύ από όσα διηγήθηκε το 1836 ο ήρωας της άλωσης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον Γεώργιο Τερτσέτη, για να περιληφθούν στα «Απομνημονεύματά» του: «Βλέποντες οι Ελληνες ότι θα πέσει η Τριπολιτσά, εμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). […] μέσα εις την Τριπολιτσά έκοβαν. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. […] Το ασκέρι οπού ήταν μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ενας Υδραίος έσφαξε ενενήντα. Ελληνες εσκοτώθηκαν εκατόν. Ετσι επήρε τέλος. Τελάλη, να παύσει ο σφαγμός.. […] Οταν εμβήκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον πλάτανο οπού εκρέμαγαν τους Ελληνας. Αναστέναξα και είπα: »Αϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί», και διέταξα και τον έκοψαν. Επαρηγορήθηκα και διά τον σκοτωμόν των Τούρκων».

Στηρίχτηκε επίσης ο Σολωμός στις περιγραφές του Τρικούπη, που δεν μπορεί παρά να του αναπαρέστησαν έναν κόσμο σαν κι αυτόν που υπάρχει στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Απειρα και πολύτιμα ήταν τα λάφυρα, αλλ’ όσα διηρπάγησαν άνευ παραμικράς ωφελείας του κοινού, αν και ηλπίζετο να θεραπευθούν οπωσούν εκείθεν αι κατεπείγουσαι ανάγκαι της πατρίδος. Τόση δε ήτο η επισυμβάσα λεηλασία ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξυλώσεώς των. Ουδαμώς προτιθέμεθα να δικαιολογήσωμεν τας επί της αλώσεως της Τριπολιτζάς απανθρωπίας των Ελλήνων, ως απανθρωπίας των ομογενών: υπενθυμίζομεν μόνον, ότι παντός λαού η ιστορία, και αυτών των μάλλον εξευγενισμένων, έχει σελίδας απανθρωπίας». Τι τιμιότερο από μια τέτοια περιγραφή; Και τι τιμητικότερο για έναν ιστορικό που είχε ορίσει πρότυπό του τον Θουκυδίδη από την κοινή αναγνώριση της σύνεσής του;

Τα δημοτικά τραγούδια

Θα μπορούσε άραγε μια τρίτη πηγή του Σολωμού για την άλωση να στάθηκαν τα δημοτικά τραγούδια, αυτά που συνέθεσε ο ανώνυμος συλλογικός ποιητής ούτως ή άλλως συγκλονισμένος από το μέγα γεγονός; Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο δεδομένα: πρώτον, ότι ο Σολωμός συγκέντρωνε με επιμέλεια δημοτικά τραγούδια από διάφορα μέρη της Ελλάδας και δεύτερον, ότι ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν», το μοναδικό ποίημα που ο Σολωμός κατόρθωσε να το τελειώσει μέσα σε ένα μήνα, τον Μάιο του 1823, δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι το 1825 και επίσης το 1825 στο Παρίσι, μεταφρασμένο από τον Stanislas Julien, ως κείμενο με το οποίο, ύστερα από πρωτοβουλία του εκδότη F. Didot, ολοκληρωνόταν ο δεύτερος τόμος της περίφημης συλλογής δημοτικών τραγουδιών του Κλοντ Φοριέλ.

Καθημερινή | Φωτογραφία: Χρήστου Μποκόρου: «πορτραίτο αγγελικό του Σολωμού» (Από την έκθεση «1821, η γιορτή»)

AgrinioStories