Το ανεπανάληπτο προσωπικό στιλ ερμηνείας,
βασισμένο στην ευθύβολη «ξύλινη» φωνή του,
συνδέθηκε με το έντεχνο και προοδευτικό τραγούδι
και ανεδείξε τον λαικό συνθέτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση,
σε κορυφαίο ερμηνευτή, που επηρέασε τις νεώτερες γενιές των τραγουδιστών
Η καταγωγή του ήταν από την Κάρυστο, αλλά γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά του Περιστερίου, στην οδό Μυκήνων 5. Ήταν τo μικρότερο παιδί της οκταμελούς οικογένειας του Ιωάννη και της Τασίας Μπιθικώτση. Από παιδί είχε μεράκι με τη μουσική και από πολύ νωρίς έμαθε να παίζει κιθάρα.
«Στο Περιστέρι. Από τ’ αδέρφια μου κανένας δεν πέρασε στα γράμματα, πήγαν όλοι σε τέχνες, και θέλαν εμένα να με κάνουν να μάθω γράμματα, να πάω παραπέρα απ’ το δημοτικό. Εγώ εν τω μεταξύ από μικρός, από εφτά-οχτώ χρονών, παίζω κιθάρα κι έχω μέσα μου κάτι. […] Του αδερφού μου του μεγάλου ήτανε (η κιθάρα). Είχε πάει και μάθαινε νότες στο ωδείο. Την είχε μέσα σε μια μαξιλαροθήκη κρεμασμένη από ένα καρφί πάνω απ’ το κρεβάτι. Η μητέρα μου, για να μη βγαίνω έξω και παίζω και κρυώνω κι όλ’ αυτά, μ’ άφηνε και γρατσούναγα. Θέλω να πω ότι γεννιόνται όλα στη ζωή. Την κοίταγα εγώ, την κοίταγα… πολύ καιρό την κοίταγα την κιθάρα.
»Η μητέρα μου εκείνη την εποχή σήκωνε τα πάκια. Εγώ για να φεύγει από το σπίτι πήγαινα και της έλεγα: «Πέρασε η πατριώτισσά σου η κυρα-Βαγγέλαινα και είπε να πας από ‘κεί για να της σηκώσεις τα πάκια» – ψέματα έλεγα… Για να πάει εκεί ήθελε μία ώρα μόνο να φτάσει και μία να γυρίσει δύο και καμιά ώρα που θα κουβέντιαζε τρεις. Κατέβαζα εγώ την κιθάρα από τη μαξιλάρα και έπαιζα. Μέχρι που μια μέρα της λέω της μάνας μου: «Να κατεβάσω την κιθάρα από τη μαξιλαροθήκη;». «Οχι», μου λέει, «θα μας σκοτώσει ο μεγάλος». Ηταν ένα τραγούδι τότε που έλεγε: «Θα ‘θελα να σε ξεχάσω, όμως στην καρδιά μου πονώ». Η μητέρα μου δεν ήξερε πολύ απ’ αυτά τα τραγούδια, ήξερε από την πατρίδα της την Κάρυστο. Μόλις λοιπόν άκουσε τον ήχο, ότι εγώ κάτι κάνω, «βρε», μου λέει, «δώσ’ του…». Μου ‘πε βέβαια «μου ‘πες ψέματα, που μ’ έστειλες κτλ. κτλ.» και της είπα «γι’ αυτό σου ‘πα ψέματα, μαμά, την κιθάρα σκάλιζα…», αλλά δε μ’ άφηνε. Μια μέρα που έβρεχε μπήκε και ο αδερφός μου μέσα χωρίς να τον καταλάβουμε, άκουσε που έπαιζα και μου λέει: «Εσύ έπαιζες;». Λέω: «Ναι». Μου λέει: «Πάρ’ τη για δικιά σου».
Ήταν 15 χρονών όταν άκουσε σ’ ένα γραμμόφωνο τη Φραγκοσυριανή και το Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά και «ξελογιάστηκε». Εκείνη την εποχή σ’ ένα κέντρο της γειτονιάς του, όπου τραγουδούσαν κατά καιρούς οι μεγάλοι του ρεμπέτικου, άκουσε το Μάρκο το Στράτο και το Χιώτη.
«Είχε έρθει στο Περιστέρι (ο Βαμβακάρης) κι έπαιξε μαζί με το Χιώτη το ’36-’37… Κι έφαγα και ξύλο εκεί πέρα, γιατί άργησα τρία βράδια που έκατσα και τον άκουσα. Κι ενώ μέχρι τότε ήμουνα στα μοντέρνα, με το που τον ακούω, αλλάζω αμέσως στο λαϊκό. Μέσα μου χτύπησε πολύ ωραιότερα το λαϊκό τραγούδι. […] Δεν ξέρω, κάτι χτύπησε μέσα μου, μια άλλη νότα, μια άλλη μελωδία… ένα πράγμα άλλο. Μόλις άκουσα το Βαμβακάρη αλλάξαν όλα μέσα μου.»
«Έχω ακούσει και το Μάρκο το Βαμβακάρη, το «Σωκράτη» της ελληνικής μουσικής, του λαϊκού μας τραγουδιού… Τον λέω (έτσι) γιατί όλοι αυτόν ακούσαμε, είναι ο δάσκαλός μας. Κάπως έτσι πιστεύω ότι θα ‘τανε κι ο Σωκράτης τότε. Μετά παρουσιάστηκε και ο Πλάτων, που μας είπανε ότι ήταν καλός μαθητής. Μπορεί και να ‘ναι εσφαλμένα πολλά απ’ αυτά που μας λένε, γιατί βλέπω ότι και για τη δική μου τη ζωή άλλοι μου τα λένε αλλιώς, άλλοι αλλιώς… Ενα 70% τα λέει και όπως είναι πραγματικά ο Γρηγόρης. Υπάρχει όμως κι ένα 30% που τα λέει περίπου. Κι έρχομαι κι εγώ να πω ότι απόγονο του Σωκράτη στον αιώνα που πέρασε έχουμε το Μάρκο Βαμβακάρη. Μα όχι μόνο εγώ. Ολοι όσους ρώτησα συμφωνούσαν μ’ αυτό. Και ο Κίτσος, ο αδερφός του Τσιτσάνη, στα Τρίκαλα που πήγα, μες στο καφενείο τους το Βαμβακάρη ακούγανε. Και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, αν και ήταν μικρότερος βέβαια…».
«Ακου να σου πω, αν δεν ήταν ο Βαμβακάρης φοβάμαι ότι δε θα ήταν και όλοι αυτοί. Αυτοί είχανε σπουδάσει να κάνουνε μια άλλη δουλειά, κλασική που λέμε… ορατόρια, σονάτες και τέτοια. Η σχέση τους με το λαϊκό ξεκινάει από τη ρίζα αυτή. […] Διότι αν δεν ήταν αυτό το «σπήλαιο» να βγάζει προς τα έξω όλη αυτή την παραγωγή και να μπούμε εμείς τα «φίδια» μέσα και να μας χωρέσει όλους, θα ‘χαμε παγώσει. Εκείνοι θα ‘τανε ψευτο-Μπετοβενάκηδες κι εγώ ψιλο-Πολυμέρης. Επίσης και ο Παπαϊωάννου, μεγάλη υπόθεσις. Κι εκείνος μεγάλος, πολύ μεγάλος και πιο κοντά στο Βαμβακάρη».
Στα 18 του χρόνια είχε δυο τέχνες. Την ημέρα δούλευε υδραυλικός και το βράδυ έπαιζε κιθάρα και μπουζούκι. Στα χρόνια της κατοχής εργάστηκε σαν μουσικός παίζοντας μπουζούκι σε ταβέρνες μαζί με τον κιθαρίστα Μήτσο Ρεπάνη και γνωρίστηκε με τους λαϊκούς καλλιτέχνες στο μπαράκι του Μάριου.
«Με βάλαν λοιπόν σ’ ένα κατάστημα υδραυλικών στην πλατεία Βάθης, Μάρνη και Βίκτωρος Ουγκώ. Στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, πήγα το ’29, επτά χρονών – είμαι το ’22 γεννηθείς. Τελείωσα το ’35 και μέχρι το ’40 – μέσα σε πέντε χρόνια – είχα γίνει μάστορας. Έπαιζα βέβαια και την κιθάρα.»
«Ηρθε η Κατοχή και μπήκα μέσα σ’ ένα μαγαζί μ’ ένα φίλο μου, το Μήτσο το Ρεπάνη, τον αδερφό του Αντώνη του τραγουδιστή – στον «Παβλιάβα» στο Περιστέρι. Εκείνος έπαιζε σαντούρι, εγώ έπαιζα μπουζούκι, ο Χρήστος κιθάρα κι έτσι κάναμε συγκρότημα.. Εκεί μέσα δούλεψα στην Κατοχή. »
«Μετά ήρθε το ’45, το ’46, φύγαν οι Γερμανοί, το ’47 πήγα στη Μακρόνησο».
Από το 1947 μέχρι το 1949 υπηρέτησε τη θητεία του σαν πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Μαζί με άλλους στρατιώτες μουσικούς έφτιαξε τη λαϊκή ορχήστρα της Μακρονήσου όπου κάθε βράδυ ψυχαγωγούσε τους αξιωματικούς.
«Δεν ήμουνα σε πολλά, αλλά εν πάση περιπτώσει Κατοχή ήτανε, μια κιθαρίτσα έπαιζα, κάποιος έβαφε στο ντουβάρι, κάπου με είχανε γράψει… Δεν είχα κάνει και πολλά.»
«“Τι δουλειά κάνεις;” μου ‘πε ένας αξιωματικός που ήταν εκεί για να μας βάζει στην ουρά. Λέω: «Είμαι μουσικός». Μου λέει: «Κάνε στην άκρη… τι παίζεις;». Εκείνος έπαιζε βιολί. Αν με ρωτήσεις, δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Τον είχαμε βγάλει Βουνοτρυπίδη, επειδή είχε πει: «Θα τρυπήσουμε από ‘δώ το βουνό για να κάνουμε το θέατρο». «Ο Βουνοτρυπίδης» λέγαμε. (γέλια) Έψαξα εκεί, βρήκα ένα ακορντεόν, βρήκα ένα κιθαρίστα, τον Αβραμίδη το Γιώργο – του παπά γιος απ’ τη Θεσσαλονίκη -, ο Λημναίος ο Χρήστος κιθάρα, ένας ντράμερ… Ο ακορντεονίστας ήταν φερμένος από τη Μέση Ανατολή. Έκανα λοιπόν το συγκρότημα και παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών, όπου είχε κι ένα χωνί απ’ έξω κι αφού παίζαμε τη νύχτα μέσα για τους αξιωματικούς – τον υποδιοικητή κι αυτά όλα – απ’ έξω ακούγανε και οι δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες… ένα τάγμα. Εκεί γνώρισα και το Θεοδωράκη, από ‘κεί πέρασε όλη η Αθήνα, όλη η αφρόκρεμα του μυαλού.»
«Ενιωσα τη σκληράδα της ζωής, ένιωσα τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί για να βασανίζουν μ’ αγαπούσαν πολύ εμένανε. Δε μου μίλαγε κανένας. Και γλίτωσα πολλούς ανθρώπους χάρη στο ότι εγώ έπαιζα το μπουζούκι και τους ψυχαγωγούσα, και τους βασανιστές ακόμα, και πήγαινα μετά και τους ζητούσα χάρες για να τη γλιτώνουν τα φιλαράκια… όποιον έβλεπα τέλος πάντων και είχε ανάγκη από βοήθεια.»
Στη Μακρόνησο γνωρίστηκε και μ’ ένα ψηλό παιδί που αργότερα θα έπαιζε τον σημαντικότερο ρόλο στην καλλιτεχνική του ζωή και μαζί θα άλλαζαν τα δεδομένα του λαϊκού τραγουδιού, τον Μίκη Θεοδωράκη.
Από το 1950 μπήκε στους ρυθμούς της κανονικής ζωής και του λαϊκού τραγουδιού. Τον Δεκέμβριο του 1950 παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα Θεόκλεια με την οποία απόκτησε τις δύο κόρες του, την Άννα και την Τασία (αργότερα από το δεύτερο γάμο του απόκτησε το γιο του Γρηγόρη). Δημιούργησε δικά του συγκροτήματα με τα οποία εμφανίστηκε στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά αλλά και στην επαρχία. Δούλεψε στο Αμπρί στην πλατεία Κάνιγγος, στη Ζούγκλα στην πλατεία Βάθη, στο Ροσινιόλ και αλλού.
Η πρώτη περίοδος του Μπιθικώτση στηρίχτηκε στο τρίπτυχο μοντέλο του λαϊκού τραγουδοποιού της εποχής: μπουζουξής, συνθέτης και τραγουδιστής, που αν και τραγουδούσε στα κέντρα δεν είχε δοκιμάσει τη φωνή του στη δισκογραφία, όπου πέρασε τραγούδια με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, το Σταύρο Τζουανάκο, την Καίτη Γκρέυ και τον Καζαντζίδη, ενώ, το 1952, όταν βρέθηκε στην Πάτρα για κάποιες εμφανίσεις, ανακάλυψε την μικρή, μόλις 13 χρόνων, Πόλυ Πάνου στην οποία έδωσε το Πήρα τη στράτα την κακιά. Το 1955 έγραψε το Τύραννε τι θα κερδίσεις σε στίχους Δημήτρη Γκούτη που ερμήνευσε η Ρένα Ντάλλια και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ενώ, προηγουμένως είχε ηχογραφήσει το Τρελοκόριτσο που γνώρισε σχετική επιτυχία, έμεινε όμως κλασικό όταν το επανεκτέλεσε το 1961. Ήταν το πρώτο τραγούδι με τη φωνή του. Ερμηνευτικά δεν είχε ακόμη σχηματοποιηθεί, αν και διέθετε την απαραίτητη λιτότητα και δωρικότητα του ρεμπέτικου, αλλά και τεχνική. Τίποτα έως τότε, όμως, δεν προοιώνιζε την μετέπειτα εξέλιξη. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σαν τραγουδιστής ήταν με τα τραγούδια Γαρύφαλλο στ’ αυτί και Είμαι άντρας των Μάνου Χατζιδάκι, Αλέκου Σακελλάριου και Γιώργου Γιαννακόπουλου που ηχογραφήθηκαν στις 2 Απριλίου του 1956 με δεύτερη φωνή την Ελένη Κώτσογλου, μπουζούκια τους Βασίλη Τσιτσάνη, Ανέστη Αθανασίου και στο πιάνο τον Μάνο Χατζιδάκι.
Το 1959 υπήρξε μια οριακή χρονιά για το λαϊκό τραγούδι. Βγήκαν μεγάλες επιτυχίες και η δισκογραφία άρχισε να γνωρίζει μια περίοδο μακράς άνθισης. Τα τζουκ-μποξ και τα πικ-απ έφεραν τους δίσκους και το τραγούδι σε κάθε γειτονιά. Τα λαϊκά περιοδικά όπως το Ντομινό άρχισαν να φιλοξενούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες στα εξώφυλλα τους και να διοργανώνουν διαγωνισμούς. (Το 1961 ο Μπιθικώτσης ψηφίστηκε από τους αναγνώστες του Ντομινό και βραβεύτηκε με το «Χρυσό μικρόφωνο» ως ο δημοφιλέστερος τραγουδιστής). Το 1959 είχε κάνει ένα δίσκο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τη μια πλευρά του είχε το Σε τούτο το στενό (Το στενό δρομάκι) και από την άλλη το Φεγγάρι χλωμό με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στο Πέραμα, στου Κατσιβαρδάκου μαζί με τον Νίκο Καρανικόλα με τον οποίο υπήρξαν φίλοι και συνεργάτες για πολλά χρόνια. Όταν αργότερα εμφανίστηκαν μαζί στη Συνοικία το όνειρο με τη φοβερή σκηνή του Βρέχει στη φτωχογειτονιά, δούλευαν μαζί στο κέντρο Μυρτιά. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε ακόμη στον Κήπο του Αλλάχ στο Αιγάλεω και στου Κολοκοτρώνη στη Θηβών, με τον Ζαμπέτα, τον Πέτρο Αναγνωστάκη και μεταξύ άλλων την Καίτη Θύμη με την οποία τραγούδησαν μαζί και στους δίσκους και λίγο αργότερα θα αποτελούσαν το ερμηνευτικό ζευγάρι του Επιτάφιου και του Αρχιπελάγους. Τότε ήταν να φύγει με το συγκρότημά του για κάποιες εμφανίσεις στον Καναδά. Είχε πάρει ήδη προκαταβολή και όλα ήταν κανονισμένα όταν ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia Τάκης Λαμπρόπουλος τον κάλεσε εσπευσμένα στο γραφείο του για να τον ενημερώσει ότι ένας καινούριος συνθέτης που έχει μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου θέλει εκείνον για ερμηνευτή του έργου.
«Εγώ καταλαβαίνω. Αυτοί που μιλούν για Μπαχ και Μπετόβεν δεν καταλαβαίνουν. Διότι εγώ έζησα με “Μπετόβεν” δίπλα μου: με το Θεοδωράκη και με το Χατζιδάκι. Είναι σπουδαίοι αυτοί οι δύο, είναι οι “Μπετόβεν” της ελληνικής μουσικής. Μπορεί να πήραν από το Βαμβακάρη, αλλά όμως είχανε βάσεις».
«Κάποια στιγμή ο Θεοδωράκης, ενώ έχουμε πει τον “Καημό”, το “Γωνιά γωνιά σε καρτερώ” κτλ., μου λέει: “Θα πούμε τον Επιτάφιο του Γιάννη του Ρίτσου“».
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Μανώλης Χιώτης έγιναν οι δύο νεότεροι εκπρόσωποι της «φιλολογικής» περιόδου του μπουζουκιού έγραφαν στον τύπο λίγο αργότερα. Στην οδό Λυκούργου ήταν τα γραφεία της Columbia κι ένα μικρό, πρόχειρο στούντιο. Εκεί έγινε η πρώτη συνάντηση τους με τον Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος έπαιξε στο πιάνο τις μελωδίες του Επιτάφιου και μαζί τα Μαργαρίτα Μαργαρώ και Μάνα μου και Παναγιά που έκαναν το Χιώτη και τον Μπιθικώτση κυριολεκτικά να χάσουν τον ύπνο τους. Η αλήθεια ότι είναι σε πρώτη φάση ο Επιτάφιος άφησε μια αίσθηση αμηχανίας. Η ποίηση του Ρίτσου παιγμένη από μπουζούκια και τραγουδισμένη από λαϊκούς τραγουδιστές ήταν κάτι πρωτόγνωρο που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση αλλά και προκάλεσε αντιδράσεις που άνοιξαν ένα μεγάλο κύκλο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων στον τύπο της εποχής. Από αυτό το σημείο και μετά τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο, όχι μόνο για τον Μπιθικώτση αλλά για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Ο Μπιθικώτσης, πάντως, στεκόμενος με ευλαβική προσήλωση πλάι στον Μίκη Θεοδωράκη κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε και η φωνή του πήρε άλλη διάσταση. Η εναρμόνιση των νέων ήχων του Θεοδωράκη με την φωνή του Μπιθικώτση γέννησε στιγμές μοναδικές, μαγικές και συγκινητικές. Στα τέλη του 1960 έχοντας ερμηνεύσει τα οκτώ τραγούδια του Επιτάφιου, τη Δραπετσώνα και το Μάνα μου και Παναγιά από την Πολιτεία και ετοιμάζοντας τα τραγούδια από το Αρχιπέλαγος δήλωνε αναστατωμένος από τις μελωδίες του Θεοδωράκη, τόσο που δυσκολευόταν να γράψει δικά του τραγούδια.
«Ο μόνος έλληνας ποιητής που είχα ακούσει ήταν ο Ρίτσος ο Γιάννης, τίποτ’ άλλο. Είχα ακούσει και Βάρναλη, αλλά από τους μεταγενέστερους είχα κοντά μου το Γιάννη το Ρίτσο. Εντάξει, με τον Επιτάφιο κάπου είναι δίπλα τα πράγματα.
»Αλλά όταν μου ‘φερε τη Ρωμιοσύνη, που λέει «τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά, δύσκολο πια να χαμηλώσουν, δύσκολο και να δουν το μπόι τους… » ή «αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα», εμένα μου ‘ρθαν αμέσως στο μυαλό οι Γερμανοί και η Κατοχή. Αλλά επειδή δεν μπορούσα να μπω και στο νόημα απολύτως, έπιασα το Μίκη, που ήξερε πιο πολλά γράμματα, για να του κάνω συζήτηση και να μπω καλύτερα στο θέμα. Γιατί άμα δεν μπεις μες στο θέμα τι να πεις απ’ αυτά τα τραγούδια; Δε μιλάμε για ένα τραγούδι όπως αυτά που λέμε σήμερα. Αυτά είναι το κάτι άλλο, τέτοιου είδους τραγούδια κινούνται γύρω από το Σύμπαν και – αν μη τι άλλο – θα μείνουν στους αιώνες. Είπα του Μίκη: «Εντάξει… Άσε με να μπω πρώτα στο νόημα και θα τα πούμε. Αλλά, γαμώ τη μάνα του, είχαν περάσει τρεις μήνες και δεν είχα κάνει ούτε «α». Και όλο τράβαγα το κουπί. Κάθε βράδυ που σχόλναγα απ’ τη δουλειά ξανά και ξανά. Κάτι οι μνήμες απ’ την Κατοχή και τους Γερμανούς, κάτι Μακρονήσια, κάτι τα βάσανα και τα λοιπά, συν το ότι έπαιζα όργανο και ήμουν γεννημένος για τραγουδιστής, ήρθε κάποια στιγμή και κόλλησε. Μου φάνηκε όμως πολύ δύσκολο.
»Μετά είπα το Αξιον Εστί. Για μένα δεν μπορεί να το πει κανένας αυτό το τραγούδι – όχι επειδή δεν το ξέρουν, το ξέρουν, αλλά ντρέπονται να το αγγίξουν. Είναι επιστήμη. […] Πρώτα απ’ όλα στο νόημα, που σε αυτά τα τραγούδια είναι πολύ μεγάλο. Επίσης πολύ μεγάλη η μελωδία. Διαφέρουν και στην απαίτηση που έχουν από τον τραγουδιστή. Μπορεί να το πούνε κάποτε και άλλοι, αλλά δε θα ‘ναι αυτό».
Η ιστορική αυτή συνεργασία, ουσιαστικά, κράτησε εφτά χρόνια, μέχρι το 1966 και τη Ρωμιοσύνη. Ήταν αρκετά για να δώσουν το άπαν των δυνατοτήτων του τραγουδιστή η φωνή του οποίου εξέφρασε απόλυτα τη νέα εποχή. Εκτός από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη και μια συνεργασία που ξεκίνησε με τον Επιτάφιο, το Αρχιπέλαγος και την Πολιτεία, συνεχίστηκε με το Τραγούδι του νεκρού αδερφού, την Όμορφη πόλη και τα Επιφάνεια και κορυφώθηκε με το Άξιον Εστί και τη Ρωμιοσύνη, ερμήνευσε τραγούδια και έργα των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου, Σταύρου Ξαρχάκου και Λευτέρη Παπαδόπουλου, Δήμου Μούτση κ.α. Είναι λάθος, όμως, η άποψη που θέλει τον Μπιθικώτση ως τη φωνή που αποτέλεσε την κοινή συνισταμένη των συνθετών του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ήταν τόσο σαφής η υπεροχή του με τα μνημειώδη έργα του Μίκη Θεοδωράκη που εκ των πραγμάτων δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τραγούδησε τους πάντες, δεν είναι όμως έτσι.
Πολύ ισχυρή υπήρξε η ρεμπέτικη πλευρά του που αναδείχτηκε παράλληλα με την έντεχνη. Στα 1960 ήταν εκείνος που κατόπιν προτροπής του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου συνδέθηκε, όσο κανείς άλλος από τη γενιά των τραγουδιστών του 50-60, με το ρεμπέτικο τραγούδι και τους κλασικούς δημιουργούς του. Την πιο καίρια στιγμή, μαζί με το άνοιγμα του κύκλου του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, άνοιξε και ο πρώτος κύκλος της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Η επαναφορά του λησμονημένου Μάρκου Βαμβακάρη στο προσκήνιο και τη δισκογραφία εγκαινίασε αυτό το άνοιγμα και καθόρισε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή συμβολίζοντας την επιστροφή στις ρίζες του λαϊκού τραγουδιού. Τα πρώτα τραγούδια της συνεργασίας τους ηχογραφήθηκαν στις 19 Μαΐου 1960 και ήταν το συγκλονιστικό Απελπίστηκα που είχε έναν προσωπικό τόνο απογοήτευσης που βγήκε από την εξαθλίωση που βίωσε τα προηγούμενα χρόνια ο Μάρκος Βαμβακάρης και το Ο Κάβουρας ένα τραγούδι που αναφερόταν στον μεγάλο τραγουδιστή του ρεμπέτικου Γιώργο Κάβουρα που χάθηκε στα χρόνια της κατοχής. (Σε κάποιο φυλλάδιο του περιοδικού Μοντέρνο τραγούδι το 1960 το τραγούδι αυτό, ως δημιουργία, αποδόθηκε στον Ανέστη Δελιά, ο οποίος επίσης πέθανε στα χρόνια της κατοχής). Παράλληλα με τα έργα του Μίκη και τις συναυλίες στα θέατρα, εμφανίστηκε και στα λαϊκά κέντρα και τη δισκογραφία με το μπουζούκι του και τα κλασικά τραγούδια του Μάρκου, του Χατζηχρήστου, του Μπαγιαντέρα, του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Μητσάκη, του Καλδάρα κ.α. Μια πορεία αξιοθαύμαστη με ερμηνείες συγκλονιστικές που έγραψαν ιστορία. Κατακτώντας το ανεπανάληπτο προσωπικό στιλ ερμηνείας βασισμένος στην ευθύβολη «ξύλινη» φωνή του συνδέθηκε με το έντεχνο και προοδευτικό τραγούδι και αναδείχτηκε σε κορυφαίο ερμηνευτή που επηρέασε τις νεότερες γενιές των τραγουδιστών.
Από το 1967 και μετά τα πράγματα άλλαξαν. Έχοντας ήδη κόψει το ψηλό μουστάκι – το κόψιμο του οποίου τότε παρουσιάστηκε ως αποκοπή της ρίζας του λαϊκού καλλιτέχνη και μπουζουξή, που μετέβη σε άλλα κλιμάκια και σχολιάστηκε πολύ έντονα στους κύκλους του λαϊκού τραγουδιού – άλλαξε και ρότα τραγουδιστική κι έγινε ο Σερ-Μπιθί, όπως τον αποκάλεσε ο Δημήτρης Ψαθάς.
Με την αναγκαστική σιωπή του Μίκη Θεοδωράκη στα χρόνια της δικτατορίας ο Μπιθικώτσης έχασε τα νερά του πράττοντας οτιδήποτε αψυχολόγητο προκειμένου να αποκολληθεί από το τραγουδιστικό παρελθόν του και την μοιραία ταύτισή του με το αριστερό κίνημα του οποίου ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ηγετική μορφή. Στα χρόνια της επταετίας ακόμη και τραγούδια σαν τα Μαργαρίτα Μαργαρώ και Στρώσε το στρώμα σου για δυο, είχαν τη δύναμη της συνειρμικής αντίδρασης και ως εκ τούτου, απαγορεύτηκαν, όπως άλλωστε το σύνολο του έργου του Μίκη Θεοδωράκη. Υπό άλλες, κανονικές, συνθήκες, βέβαια, δεν θα είχαμε αυτή την επικίνδυνη στροφή του Μπιθικώτση, απ’ την οποία εντούτοις γλύτωσε το «μοιραίο». Από την ποίηση του Ελύτη, του Ρίτσου, του Βάρναλη, του Σεφέρη και του Χριστοδούλου πέρασε στην εποχή της Επίσημης αγαπημένης και των εμφανίσεων στις μεγάλες πίστες και από τους καημούς της Ρωμιοσύνης στα Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο, Μια γυναίκα φεύγει και Μια βαθειά υπόκλιση, ένα χειροφίλημα. Παρ’ όλα αυτά, τα εντυπωσιακώς ετερόκλητα, υπήρξαν και πολλές στιγμές που τον κράτησαν ψηλά και ανέδειξαν το σπουδαίο ερμηνευτικό φορτίο του στην νέα εποχή, όπως τα τραγούδια του Άκη Πάνου, του Μούτση, του Ξαρχάκου κ.α. αλλά και κάποια δικά του μιας και απουσία του Μίκη άρχισε να συνθέτει ξανά ο ίδιος, κυρίως, βασισμένος στους στίχους του Κώστα Βίρβου.
Άλλες εποχές Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ο Μπιθικώτσης δεν έχασε, μόνο, κάτι από την παλιά του αίγλη αλλά άρχισε να χάνει κι εκείνη την μοναδική ευστροφία και επιτάχυνση της φωνής του. Ο συγκλονιστικός ερμηνευτής του Μάνα μου και Παναγιά, του Γωνιά-γωνιά σε καρτερώ, ακόμη και του Κλάψτε ουρανοί κι αστέρια και του Μ’ ένα παράπονο άρχισε να μεταβάλλεται σ’ ένα τραγουδιστή που πλέον έδειχνε την ηλικία του. Οι καταλήξεις του έγιναν πιο κοφτές και η ξύλινη ευθύβολη φωνή με τα ρεμπέτικα αδρά χαρακτηριστικά έγινε πιο μπελκάντο. Η πρώτη εποχή του, όμως, αποτελεί πραγματική σπουδή για όλους τους τραγουδιστές. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στο προσκήνιο επανήλθαν και επανεκδόθηκαν σε μεγάλους δίσκους και κασέτες όλα τα έργα του, που μπήκαν σε κάθε σπίτι. Η χαλαρή στάση του Μπιθικώτση στα προηγούμενα χρόνια δεν βοήθησε για μια άμεση συνεργασία, όμως, το καλοκαίρι του 1976 ερμήνευσε το Άξιον Εστί ζωντανά στο Ηρώδειο, υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1978 συνθέτης και τραγουδιστής τιμήθηκαν με χρυσούς δίσκους για το Άξιον Εστί και Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη και στις 26 Οκτωβρίου του 1978 κυκλοφόρησε ο δίσκος της τελευταίας συνεργασίας τους με τον τίτλο Οκτώβρης 78.
Το 1984 έκανε την αποχαιρετιστήρια συναυλία του στο Ολυμπιακό στάδιο, αλλά κατά καιρούς επανερχόταν, είτε δισκογραφικά, είτε με κάποια έκτακτη εμφάνιση στις διάφορες εκδηλώσεις που γίνονταν προς τιμήν του. Στις 7 Απριλίου του 2005 ο τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης και λαϊκός θυμόσοφος πήρε το δρόμο της αιωνιότητας, αφήνοντας έργο ανεκτίμητο, σημαντικό κομμάτι της ιστορικής μας μνήμης και πάνω απ’ όλα της πολιτισμικής μας παρακαταθήκης και ύπαρξης.