Μνήμη χρονολογίου της 2ας Ιουνίου

2 Ιουνίου 2024

Είναι η 154η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 212 ημέρες για τη λήξη του..
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:03 – Δύση ήλιου: 20:42
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 39 λεπτά
🌘  Σελήνη 25 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ανάληψη, Μαρίνο, Έρασμο, Νικηφόρο,
Νικηφορία, Νικηφόρα και Νεφέλη

Γεγονότα

 

1891 – Υιοθετείται από τη Διεθνή Ένωση Ποδοσφαίρου -την οποία αποτελούν οι ομοσπονδίες Αγγλίας, Σκωτίας, Ουαλίας και Ιρλανδίας- ο κανονισμός του πέναλτι. Ως ποδοσφαιρικός όρος είναι η ποινή που επιβάλλεται κατά την κανονική διάρκεια ενός αγώνα σε περίπτωση παράβασης των κανονισμών του αθλήματος μέσα στην περιοχή της αμυνόμενης ομάδας (ανατροπή επιτιθέμενου ποδοσφαιριστή, πιάσιμο της μπάλας με το χέρι κλπ). Η εκτέλεση της «εσχάτης των ποινών», όπως μετέφραζαν παλαιότερα τον αγγλικό όρο «penalty» στα ελληνικά οι γλωσσαμύντορες, εκτελείται με σουτ (λάκτισμα) της μπάλας (σφαίρας) από παίκτη της επιτιθέμενης ομάδας προς το αντίπαλο τέρμα από απόσταση 11 μέτρων, με μόνο αμυνόμενο τον τερματοφύλακα της τιμωρημένης ομάδας.
Στα πρώτα βήματα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Αγγλία δεν υπήρχε ο κανονισμός του πέναλτι. Κατά τη διάρκεια των αγώνων ήταν σύνηθες φαινόμενο να γίνονται πολλά φάουλ με το χέρι από τους αμυνόμενους, προκειμένου να αποτρέψουν παραβίαση της εστίας τους. Γι’ αυτό, το 1890 ο Ιρλανδός Γουίλιαμ ΜακΚραμ, διευθυντής κλωστοϋφαντουργίας, τερματοφύλακας, αλλά και μέλος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Ιρλανδίας από το 1880, σκέφτηκε τον κανονισμό του πέναλτι.
Η ιδέα δεν «περπάτησε», αλλά ένα περιστατικό που συνέβη στις 14 Φεβρουαρίου 1891, κατά τη διάρκεια του προημιτελικού αγώνα για το Κύπελλο Αγγλίας μεταξύ Στόουκ Σίτι και Νοτς Κάουντι, άλλαξε την πορεία των πραγμάτων.
Η Νοτς είχε το προβάδισμα 1-0, αλλά η Στόουκ, αναζητούσε την ισοφάριση. Ένας παίκτης της Νοτς σταμάτησε την μπάλα με το χέρι του μερικά εκατοστά από τη γραμμή του τέρματος. Δόθηκε φάουλ. Τότε, όλοι οι παίκτες της ομάδας του Νότιγχαμ τοποθετήθηκαν μπροστά από τη γραμμή του τέρματος, ο τερματοφύλακας απέκρουσε και η Στόουκ έχασε το παιχνίδι.
Όμως, το αποτέλεσμα θεωρήθηκε άδικο. Και γι’ αυτό μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1891, σ’ ένα ξενοδοχείο στη Γλασκόβη, υιοθετείται επισήμως από τη Διεθνή Ένωση Ποδοσφαίρου, την οποία αποτελούσαν οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες Αγγλίας, Σκωτίας, Ουαλίας και Ιρλανδίας, ο κανονισμός του πέναλτι.

 

1941 – Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση των δωσίλογων του Τσολάκογλου και καθαιρείται. Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει τη δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.» Η τοποθέτηση του Χρύσανθου έναντι της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης ήταν σαφής: αρνείτο να προχωρήσει στην πολιτική νομιμοποίησή της, παραμένοντας πιστός στον βασιλιά και την κυβέρνησή του που συνέχιζαν την πολεμική προσπάθεια στην Κρήτη, όσο και στις συμμαχικές δεσμεύσεις της χώρας με τη Βρετανία. Ο Χρύσανθος είχε προκαλέσει την οργή των Γερμανών για το διάγγελμα που είχε εκφωνήσει με αφορμή την κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας. Ο Γερμανός καθηγητής του πανεπιστήμιου του Μονάχου, Franz Dölger, εξοργισμένος, ζήτησε εξηγήσεις για το διάγγελμα του Χρύσανθου από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιου Σωτηρίου. Για την στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του. Η μεθόδευση της απομάκρυνσής του ενισχυόταν και από τον Δαμασκηνό ο οποίος ήταν πρόθυμος να παράσχει την συναίνεσή του στο σχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης κρίνοντάς το ως μέτρο ανάγκης. Επίσης η τότε κυβέρνηση τονίζοντας τον απολυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ήθελε να ταυτίσει τον Χρύσανθο με τη μεταξική διακυβέρνηση. Ο Χρύσανθος θα αντιδράσει χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση Τσολάκογλου εξίσου δικτατορική με την προκάτοχό της. Ο κατοχικός υπουργός της Εθνικής Οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης, συνδεόταν φιλικά με τον Χρύσανθο και τον θεωρούσε νόμιμο Αρχιεπίσκοπο, ενώ πίστευε ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα, επομένως ήταν αναρμόδια για την επίλυση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν […] η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεώρησε, με απόφασή της, ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ενώ χαρακτηριζόταν ΄΄επιβάτης΄΄ του θρόνου, δηλαδή παράνομα ευρισκόμενος στην ηγεσία της ελλαδικής Εκκλησίας.

 

1941 – Γερμανοί αλεξιπτωτιστές εκτελούν τους άρρενες κατοίκους του χωριού Κοντομαρί των Χανίων, ως αντίποινα για τη συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στη Μάχη της Κρήτης. Είναι τα πρώτα από μία σειρά αντιποίνων που θα γίνουν στην Κρήτη από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Η Σφαγή στο Κοντομαρί αφορά στην εκτέλεση των αρρένων χωρικών, στο Κοντομαρί, στην Κρήτη από ένα εκτελεστικό απόσπασμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, που είχε δημιουργηθεί για αυτόν το σκοπό, στις 2 Ιουνίου 1941, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εκτέλεση αποτελούσε την πρώτη από μια σειρά αντιποίνων στην Κρήτη. Ενορχηστρώθηκε από τον Πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ σε αντίποινα για την συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη της Κρήτης, που είχε καταλήξει με την παράδοση της νήσου, δύο ημέρες νωρίτερα. Η σφαγή καταγράφηκε από τον φωτογραφικό φακό του πολεμικού ανταποκριτή που συνόδευε το απόσπασμα για λογαριασμό της προπαγάνδας του Γερμανικού στρατού. Τα αρνητικά των φωτογραφιών ανακαλύφθηκαν μετά από 39 χρόνια στα Ομοσπονδιακά Γερμανικά Αρχεία από Έλληνα δημοσιογράφο.
Την επόμενη μέρα της Σφαγής του Κοντομαρί, οι δυνάμεις του 1ου Αερομεταφερόμενου Τάγματος Εφόδου προχώρησε στην εκθεμελίωση της Κανδάνου και την εκτέλεση των περισσότερων κατοίκων της.
Τον Ιούλιο του 1941 ο Χόρστ Τρέμπες παρασημοφορήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού για την ηγεσία του κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Τρία χρόνια αργότερα (το 1944) σκοτώθηκε σε κάποια φάση της απόβασης της Νορμανδίας[5].
Μετά το καλοκαίρι του 1941 ο Φραντς Πέτερ Βάιξλερ απαλλάχτηκε από τη Βέρμαχτ για πολιτικούς λόγους. Αργότερα κατηγορήθηκε για προδοσία ενάντια στο Τρίτο Ράιχ, αφού διέρρευσε λογοκριμένο υλικό σχετικά με τη δράση των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών στο Κοντομαρί και γιατί είχε βοηθήσει μερικούς Κρητικούς να διαφύγουν. Ο Βάιξλερ συνελήφθη από τη Γκεστάπο, δικάστηκε από στρατοδικείο και φυλακίστηκε στις αρχές του 1944.

 

1964 – Ο Γιάσερ Αραφάτ ιδρύει στην Ιερουσαλήμ την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (αραβικά: منظمة التحرير الفلسطينية ? Munaẓẓamat at-Tahrir al-Filasṭīniyyah, γνωστή διεθνώς και ως PLO) είναι μια οργάνωση που ιδρύθηκε το 1964 με σκοπό τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους της Παλαιστίνης. Αναγνωρίζεται ως «μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού» από πάνω από 100 χώρες με τις οποίες διατηρεί διπλωματικές σχέσεις, και έχει απολαύσει την ιδιότητα του παρατηρητή στα Ηνωμένα Έθνη από το 1974. Η ΟΑΠ θεωρήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ τρομοκρατική οργάνωση μέχρι τη Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991. Το 1993, η ΟΑΠ αναγνώρισε στο Ισραήλ το δικαίωμα ύπαρξης, αποδέχθηκε τα ψηφίσματα 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας, και απέρριψε «τη βία και την τρομοκρατία». Σε απάντηση, το Ισραήλ αναγνώρισε επίσημα την ΟΑΠ ως εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού.

 

Γεννήσεις

 

1740 – Ντονατιέν Αλφόνς Φρανσουά Ντε Σαντ. Ο Ντονασιάν Αλφόνς Φρανσουά, Κόμης ντε Σαντ (γαλλικά: Donatien Alphonse François de Sade) (Παρίσι, 2 Ιουνίου 1740 – Σαραντόν Σαιν Μορίς, 2 Δεκεμβρίου 1814), ευρύτερα γνωστός ως Μαρκήσιος ντε Σαντ (γαλ.: Marquis de Sade) (όπως ονομαζόταν πριν το θάνατο του πατέρα του και τη λήψη του τίτλου του κόμη), επικαλούμενος από τους θαυμαστές του ο «Θεϊκός Μαρκήσιος», ήταν Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος με ηδονιστικές, κυρίως, και αθεϊστικές θεωρήσεις, που κατέστη περιώνυμος για τη γενετήσια διαστροφή της απόλαυσης του εκδηλούμενου φόβου, τρόμου και πόνου που προκαλούσε στις συντρόφους του, όπου και εκ του τίτλου του η καθιέρωση του όρου σαδισμός. Η φιλοσοφία του πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ηθική ελευθεριότητα, και σκοπεί στην απεξάρτηση του ατόμου από κάθε κατεστημένη νομική, ηθική ή θρησκευτική αρχή με τελικό στόχο την επίτευξη της απόλυτης ατομικής ικανοποίησης, που θεωρεί ως την ανώτατη αξία. Τα έργα του περιέχουν ακραίες μορφές ερωτικών πρακτικών και συχνά οι περιγραφές του κινούνται μέσα στα όρια της πορνογραφίας. Εξ αιτίας της προκλητικής γραφής του και των ιδεών του πέρασε είκοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά. Η δική του άποψη για το έργο του συμπυκνώνεται στην παρακάτω ρήση του : «Ο τρόπος σκέψης μου είναι το αποτέλεσμα των στοχασμών μου. Είναι κομμάτι της εσώτερης ύπαρξής μου, του τρόπου που είμαι φτιαγμένος. Για το σύστημά μου, το οποίο αποδοκιμάζετε, είναι επίσης η μέγιστη παρηγοριά στη ζωή μου, η πηγή της ευτυχίας μου. Σημαίνει περισσότερα για μένα απ’ ό,τι η ίδια μου η ζωή.»

 

1904 – Τζόνι Βαϊσμίλερ (Johnny Weissmuller) ήταν αμερικανός πρωταθλητής της κολύμβησης, κυρίαρχος τη δεκαετία του 1920, με 67 παγκόσμια ρεκόρ και 5 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια. Κέρδισε παγκόσμια φήμη ως ηθοποιός, ενσαρκώνοντας στη μεγάλη οθόνη τον Ταρζάν και δευτερευόντως τον Τζανγκλ Τζιμ, μία παραλλαγή του θρυλικού ήρωα.
Ο Γιόχαν Βαϊσμίλερ γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1904 στην Τιμισοάρα του τότε Βασιλείου της Ουγγαρίας (σήμερα στη Ρουμανία), από γονείς γερμανικής καταγωγής. Σε ηλικία τριών ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στο Σικάγο. Από πολύ νωρίς εντάχθηκε στο κολυμβητικό τμήμα της τοπικής Αθλητικής Λέσχης του Ιλινόις, ενώ παράλληλα εργαζόταν έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο. Γρήγορα ξεχώρισε για τις επιδόσεις του στην ελεύθερη κολύμβηση και αγωνίστηκε στις ομάδες σκυταλοδρομίας και υδατοσφαίρισης του συλλόγου.
Πρωταθλητής των ΗΠΑ, κέρδισε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924, τρία χρυσά μετάλλια στα 100 μ. και 400 μ. ελεύθερης κολύμβησης και στη σκυταλοδρομία 4Χ200 μ. Στην ίδια διοργάνωση κέρδισε κι ένα χάλκινο μετάλλιο ως μέλος της ομάδας υδατοσφαίρισης των ΗΠΑ. Η αθλητική καριέρα του ολοκληρώθηκε το 1928, όταν κέρδισε στο Άμστερνταμ δύο ακόμη χρυσά ολυμπιακά μετάλλια στα 100 μέτρα ελεύθερης κολύμβησης και στη σκυταλοδρομία 4Χ200 μ.
Το 1929 προσλήφθηκε από την εταιρεία ανδρικών εσωρούχων και μαγιό BVD ως μοντέλο για να διαφημίζει τα προϊόντα της. Τον ίδιο χρόνο έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με τη μουσική κωμωδία «Glorifying the American Girl» στο ρόλο του Άδωνι. Το 1931 υπέγραψε επταετές συμβόλαιο συνεργασίας με την MGM για να πρωταγωνιστήσει στο ρόλο του Ταρζάν που τον έκανε διάσημο. Η πρώτη ταινία της σειράς «Ταρζάν, ο Άρχων της Ζούγκλας» («Tarzan the Ape Man»), άρχισε να προβάλλεται από τις 25 Μαρτίου 1932 και εν μια νυκτί ο Τζόνι Βαϊσμίλερ έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους. Πρωταγωνίστησε σε 11 ακόμη ταινίες υποδυόμενος τον λογοτεχνικό ήρωα του Έντγκαρ Ράις Μπάροους.
Το 1948 εγκατέλειψε τον Ταρζάν και την MGM για να υποδυθεί για τη Columbia τον Τζανγκλ Τζιμ, τον «χάρτινο» ήρωα του Άλεξ Ρέιμοντ, σε μία σειρά ταινιών που διάρκεσε έως το 1955, οπότε ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η κινηματογραφική του καριέρα.
Τα επόμενα χρόνια έπαιξε μόνο σε τρεις ταινίες, καθώς ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και με το αγαπημένο του γκολφ. Το 1958, ενώ βρισκόταν στην Κούβα κι έπαιζε γκολφ, περικυκλώθηκε με άγριες διαθέσεις από τους επαναστάτες του Φιντέλ Κάστρο. Μη γνωρίζοντας ποιοι είναι και τι θέλουν, σκέφθηκε ότι με την κραυγή του Ταρζάν ίσως κάτι να πετύχαινε. Πράγματι, οι «μπαρμπούδος» του Φιντέλ τον αναγνώρισαν και τον βοήθησαν να μεταβεί με ασφάλεια στο ξενοδοχείο του.
Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 1984 στο Ακαπούλκο του Μεξικού, σε ηλικία 79 ετών. Παντρεύτηκε συνολικά πέντε φορές και από την τρίτη του σύζυγο απέκτησε τρία παιδιά.

 

1940 – Κωνσταντίνος Β’ (Αθήνα, 2 Ιουνίου 1940) ήταν βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 έως το 1973, οπότε με δημοψήφισμα καταργήθηκε η μοναρχία και κηρύχθηκε έκπτωτη η δυναστεία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Με το Δημοψήφισμα του 1974 εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος. Από το 1967 ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του ιδίου.
Στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ και τελικά μετά από δικαστικές διαμάχες κατάφερε να αποζημιωθεί με 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.
Στον δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφέρεται συνήθως ως τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.

 

1941 – Τσάρλι Γουότς. Ο Γουάτς γεννήθηκε στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησε να ακούει τζαζ μουσική από τα παιδικά του χρόνια, με κύριες επιρροές τους Μάιλς Ντέιβις και Τζον Κολτρέιν. Μετατρέποντας ένα μπάντζο σε ταμπούρο, έπαιξε για πρώτη φορά τύμπανα, ενώ στα δεκαέξι του χρόνια έφυγε από το σχολείο του και εγγράφηκε στο σχολείο τεχνών του Χάροου.
Το 1960, ξεκίνησε να εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία του Λονδίνου, ενώ εξέδωσε και το παιδικό βιβλίο “Ode to a High-Flying Bird”, το οποίο αναφερόταν στον τζαζ μουσικό Τσάρλι Πάρκερ. Παράλληλα, έπαιζε τύμπανα για τους Alexis Korner’s Blues Incorporated, όπου συνεργάστηκε με μουσικούς όπως ο Μπράιαν Τζόουνς, ο Μικ Τζάγκερ και ο Έρικ Κλάπτον. Μη θέλοντας όμως να παραιτηθεί από την καθημερινή του εργασία, αποχώρησε από το συγκρότημα. Ο Γουάτς εντάχθηκε στους Rolling Stones τον Ιανουάριο του 1963, χωρίς να αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη σοβαρότητα το συγκρότημα, αλλά άλλαξε γνώμη όταν το σινγκλ “It’s All Over Now” έφθασε στην τρίτη θέση των βρετανικών τσαρτ το 1964. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Σίρλεϊ Ανν Σέπαρντ και τέσσερα χρόνια αργότερα γεννήθηκε η κόρη του, Σεραφίνα.
Οι Rolling Stones έφθασαν για πρώτη φορά στην κορυφή των αμερικάνικων τσαρτ με το σινγκλ “(I Can’t Get No) Satisfaction”, ακολουθούμενο από τις πολύ μεγάλες επιτυχίες των “Paint It Black” και “Ruby Tuesday”. Οι ίδιοι περιέγραφαν τους εαυτούς τους ως το σπουδαιότερο ροκ συγκρότημα του πλανήτη και συνέχισαν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο δημοτικότητας για τις επόμενες δύο δεκαετίες, με άλμπουμ όπως τα “Aftermath” (1966), “Sticky Fingers” (1971), “Exile on Main St.” (1972), “Black and Blue” (1976), “Some Girls” (1978) και “Tattoo You” (1981). Από τη δεκαετία του ’80, ο Γουάτς ασχολήθηκε με την πρώτη του μουσική αγάπη, την τζαζ, σχηματίζοντας διάφορες μπάντες, συμπεριλαμβανομένης και μίας ορχήστρας 32 ατόμων με την ονομασία Charlie Watts Orchestra. Την ίδια περίοδο, συμμετείχε στους Rocket 88 μαζί με τον Ίαν Στιούαρτ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κυκλοφόρησε μερικούς δίσκους με τους Charlie Watts Quintet, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τον Τζιμ Κέλτνερ στους Charlie Watts/Jim Keltner Project. Το 2004, κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με τους Charlie Watts and the Tentet, ενώ ταυτόχρονα διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα, από τον οποίο απέδρασε εντελώς υγιής μετά από ένα μεγάλο διάστημα θεραπειών. Μετά το 2010, ηχογραφεί και παίζει ζωντανά με τους A B C & D of Boogie Woogie, μία σουίνγκ μπάντα, ενώ το 2016 ανακοινώθηκε η επιστροφή των Rolling Stones στην δισκογραφία μετά από έντεκα χρόνια, με το μπλουζ άλμπουμ “Blue & Lonesome”.

 

Θάνατοι

 

1882 – Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1807 στη Νίκαια της Γαλλίας. Από νεαρή σχετικά ηλικία συμμετείχε στην οργάνωση του επαναστάτη Τζουζέπε Ματσίνι “Νέα Ιταλία”, που είχε ως απώτερο σκοπό την ένωση της Ιταλίας. Αργότερα, συνάντησε τον Ματσίνι στη Γενεύη, ενώ ύστερα, εντάχθηκε στο κόμμα των Καρμπονάρι. Τον Φεβρουάριο του 1834, συμμετείχε μαζί με τους Καρμπονάρι σε μια αποτυχημένη επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Ο Γκαριμπάλντι ταξίδεψε αρχικά στην Τυνησία, ενώ αργότερα ταξίδεψε στη Βραζιλία, όπου συμμετείχε στον αγώνα για ανεξαρτησία της επαρχίας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Εκεί γνώρισε την Άννα Ριμπέιρο ντα Σίλβα, την οποία και παντρεύτηκε το 1842. Το 1841, το ζευγάρι μετακόμισε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, όπου και παντρεύτηκαν εκεί, ενώ απέκτησαν και τέσσερα παιδιά. Εκεί, συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο της Ουρουγουάης με το κόμμα των Κολοράντο, οι οποίου και νίκησαν. Με την εκλογή του Πάπα Πίου Θ΄, η οποία προκάλεσε αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας στους Ιταλούς πατριώτες, ο οποίος και έχρισε τον Γκαριμπάλντι ως νούντσιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, και με το ξέσπασμα επανάστασης στο Παλέρμο το 1848, ο Γκαριμπάλντι αναχώρησε για την Ιταλία. Αν και ο πρώτος πόλεμος για την Ανεξαρτησία απέναντι στην Αυστριακή Αυτοκρατορία ήταν ανεπιτυχής, ο δεύτερος πόλεμος στέφθηκε με επιτυχία και προκάλεσε την δημιουργία του Βασιλείου της Ιταλίας. Στον δεύτερο πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι συμμετείχε με τους Καρμπονάρι αλλά και με το εθελοντικό σώμα που δημιούργησε, γνωστό ως “Κυνηγοί των Άλπεων”, με το οποίο και νίκησε τους Αυστριακούς στο Βαρέζε και στο Κόμο. Σε συνάντησή του το 1860 με τον βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε Β’, ο Γκαριμπάλντι τον αναγνώρισε ως βασιλιά. Ο Γκαριμπάλντι διετέλεσε επίσης βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο. Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι πέθανε στις 2 Ιουνίου 1882 στο νησί Καπρέρα, κοντά στη Σαρδηνία, σε ηλικία 74 ετών.

 

1970 – Ο Μπρους Μακλάρεν (Bruce Leslie McLaren) (Ώκλαντ Νέας Ζηλανδίας 30 Αυγούστου 1937 – Γκούντγουντ Ηνωμένου Βασιλείου 2 Ιουνίου 1970) ήταν Νεοζηλανδός επιχειρηματίας και οδηγός αγώνων, ο οποίος το 1963 ίδρυσε την ομώνυμη ομάδα της Φόρμουλα 1.
Γεννημένος στο Ώκλαντ της Νέας Ζηλανδίας στις 30 Αυγούστου του 1937, ο Μακλάρεν τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο της Μέντοουμπανκ. Όταν έγινε εννέα ετών, προσβλήθηκε από το Σύνδρομο Λεγκ-Καλβέ-Πέρθες και από τότε το αριστερό του πόδι έγινε κοντύτερο απ’ το δεξί κι έμεινε έτσι μέχρι το θάνατό του.
Η 1η συμμετοχή του Μακλάρεν σε αγώνα Φόρμουλα 1 ήταν το Γκραν Πρι της Νέας Ζηλανδίας του 1958 με την ομάδα στην οποία ήταν ο Αυστραλός Τζακ Μπράμπαμ, ο οποίος του είχε πει να πάρει τη θέση η οποία είχε μείνει κενη. Την 1 Απριλίου του 1963 αποφάσισε να ιδρύσει την ομώνυμη ομάδα, η οποία βρίσκεται εκεί από το 1966.
Στις 2 Ιουνίου του 1970 ο Μακλάρεν βρέθηκε στο Γκούντγουντ του Ηνωμένου Βασιλείου, για να δοκιμάσει ένα μονοθέσιο της ομάδας του. Αλλά αυτή έμελε να ήταν και η τελευταία του, καθώς κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμής έχασε τη ζωή του όταν έχασε τον έλεγχο του μονοθεσίου το οποίο οδηγούσε και με περισσότερα από 300 χιλιόμετρα έπεσε στα προστατευτικά ελαστικά. Η κηδεία του έγινε στις 4 Ιουνίου 1970 στην πατρίδα του.

 

2000 – Σβιατοσλάβ Φιοντόροφ. Ο διάσημος Ρώσος οφθαλμολόγος και χειρουργός, Σβιατοσλάβ Φιοντόροφ, που έχει επινοήσει τη θεραπεία της μυωπίας με λέιζερ, σκοτώθηκε, στις 2 Ιουνίου του 2000, όταν έπεσε το ελικόπτερό του κοντά στη Μόσχα, μετέδωσε το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι ORT. Η Αστυνομία «αναγνώρισε» τον νεκρό καθηγητή από την ταυτότητά του καθώς και ένα τεχνητό μέλος ­ ο καθηγητής Φιοντόροφ είχε υποστεί μερικό ακρωτηριασμό και στα δύο πόδια ­ που βρέθηκαν στον τόπο του δυστυχήματος. Ο φημισμένος οφθαλμολόγος τελειοποίησε την τεχνική της θεραπείας της μυωπίας με λέιζερ, για την οποία έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Πολλοί αλλοδαποί πήγαιναν να εγχειριστούν στις κλινικές του, κυρίως στη Μόσχα.
Ο καθηγητής επέστρεφε από το Ταμπόφ (νότια της Μόσχας) όπου είχε εορτάσει τα
δέκα χρόνια μιας από τις κλινικές του στην περιοχή αυτή.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia