Γέγονε την 29η Απριλίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε


| Γεγονότα

 

1091 – Λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη διεξάγεται η μάχη στο Λεβούνιο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός νικά του Πετσενέγκους και τους εξαφανίζει από την ιστορία. Με το δέλεαρ της προσφοράς χρυσού εκ μέρους των Βυζαντινών ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους ενάντια στους Πετσενέγκους, oι Κουμάνοι έσπευσαν να ενωθούν με τον Αλέξιο και τον στρατό του. Στα τέλη της άνοιξης του 1091, οι δυνάμεις των Κουμάνων πέρασαν στη βυζαντινή επικράτεια, και ο στρατός στο σύνολό του ετοιμάστηκε να προσχωρήσει κατά των Πετσενέγκων.

Τη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1091, ο Αλέξιος και οι σύμμαχοί του πλησίασαν το στρατόπεδο των Πετσενέγκων στο Λεβούνιο κοντά στον ποταμό Έβρο.

Οι Πετσενέγκοι φαίνεται πως αιφνιδιάστηκαν και η μάχη που έλαβε χώρα το επόμενο πρωινό στο Λεβούνιον ήταν πρακτικά σφαγή. Οι Πετσενέγκοι είχαν φέρει μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ήταν απροετοίμαστοι για την επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον τους. Οι Κουμάνοι και οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν με σφοδρότητα και σφαγίασαν τους πάντες στο διάβα τους. Οι Πετσενέγκοι κατέρρευσαν γρήγορα, και σχεδόν εξολοθρεύτηκαν. Στη συνέχεια οι εναπομείναντες ζωντανοί εξανδραποδίστηκαν.

Η μάχη του Λεβουνίου ήταν η αποφασιστικότερη νίκη του βυζαντινού στρατού για μια περίοδο μισού αιώνα και σημειώνει ένα σημείο καμπής στη βυζαντινή ιστορία. Η αυτοκρατορία βρισκόταν στο ναδίρ τα τελευταία είκοσι χρόνια και το Λεβούνιον έδειξε ότι βρισκόταν στον δρόμο της ανάκαμψης. Οι Πετσενέγκοι είχαν πλήρως καταστραφεί και οι ευρωπαϊκές κτήσεις της αυτοκρατορίας ήταν ασφαλείς. Ο Αλέξιος ανέδειξε τον εαυτό του σε σωτήρα του Βυζαντίου τη στιγμή της ανάγκης του και έδωσε ένα νέο πνεύμα αναγέννησης στους αδύναμους, εξαιτίας των συχνών πολέμων, Βυζαντινούς.
Στα επόμενα της μάχης χρόνια, η αυτοκρατορία γνώρισε μια πραγματική αναγέννηση υπό τον Αλέξιο και τους απογόνους του, την αποκαλούμενη δυναστεία των Κομνηνών.

Ο βυζαντινός στρατός επέστρεψε στη Μικρά Ασία, ανακτώντας τις χαμένες περιοχές, ανάμεσά τους τα γόνιμα παράλια και πολλές σημαντικές πόλεις. Με την αποκατάσταση της σταθερότητας στην κεντρική κυβέρνηση η αυτοκρατορία έγινε και πάλι πλούσια για έναν αιώνα ακόμη, ενώ η Κωνσταντινούπολη έγινε για άλλη μια φορά μητρόπολη του χριστιανικού κόσμου.

 

1707 – Τα κοινοβούλια Αγγλίας και Σκωτίας συνεδριάζουν και αποφασίζουν την ένωση των περιοχών τους, σχηματίζοντας έτσι τη Μεγάλη Βρετανία. Πριν από αυτές τις πράξεις, η Ιρλανδία είχε στενές σχέσεις με την Αγγλία ήδη από το 1541, όταν το ιρλανδικό κοινοβούλιο πέρασε τον Νόμο 1542 του Βασιλείου της Ιρλανδίας, ορίζοντας τον βασιλιά Ερρίκο VIII της Αγγλίας ως βασιλιά της Ιρλανδίας.

Από τον 12ο αιώνα, ο βασιλιάς της Αγγλίας ήταν ο τεχνικός υπεύθυνος του Βασιλείου της Ιρλανδίας, μιας περιοχής υπό την κατοχή του πάπα. Τόσο το Βασίλειο της Ιρλανδίας όσο και το Βασίλειο της Αγγλίας ενώθηκαν με εκείνο της Σκωτίας με την Πράξη Ένωσης των Βασιλείων 1603. Το 1707 το Βασίλειο της Αγγλίας και το Βασίλειο της Σκωτίας ενώθηκαν σε ένα και μοναδικό βασίλειο: το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας.

Μετά την ένωση, κάθε Βουλή του Κοινοβουλίου της Ιρλανδίας απέστειλε ένα συγχαρητήριο μήνυμα στην Βασίλισσα Άννα, στα οποία δηλωνόταν ότι “Ο Θεός ας θέσει στην βασιλική καρδιά σας να έχετε πιο πολύ δύναμη και λάμψη στο στέμμα σας, από μια ακόμα πιο μεγαλύτερη Ένωση”. Το τότε Κοινοβούλιο της Ιρλανδίας υποβλήθηκε σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι το έθεσαν σε μειονεκτική θέση απέναντι στο Κοινοβούλιο της Αγγλίας (και στο Κοινοβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας, μετά την ένωση της Αγγλίας με την Σκωτία). Ωστόσο η Ιρλανδία απέκτησε νομοθετική ανεξαρτησία από την Μεγάλη Βρετανία με το Σύνταγμα του 1782.

Μέχρι τότε, η πρόσβαση στην θεσμική εξουσία της Ιρλανδίας περιοριζόταν σε μια μειοψηφία του πληθυσμού ενώ η απογοήτευση για την έλλειψη μεταρρυθμίσεων οδήγησε το 1798 σε εξέγερση, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής εισβολής στην Ιρλανδία και της επιδίωξης πλήρους ανεξαρτησίας από την Μεγάλη Βρετανία. Αυτή η εξέγερση τελείωσε με αιματοχυσία ενώ η μετέπειτα προσπάθεια για την ένωση της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας που εγκρίθηκε το 1800 υποκινήθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την πεποίθηση ότι η εξέγερση προκλήθηκε από την αντιδραστική βιαιότητα των δυο βασιλείων.

Επιπλέον, συζητήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία η χειραφέτηση των καθολικών. Οι φόβοι ότι μια νεοφιλελεύθερη καθολική πλειοψηφία θα άλλαζε δραστικά τον χαρακτήρα της ιρλανδικής κυβέρνησης και του κοινοβουλίου συνέβαλαν στην επιθυμία του Λονδίνου να συγχωνεύσει τα κοινοβούλια των δυο χωρώ
Στη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, η Αγγλία κατέκτησε τεράστια εδάφη στις Ινδίες και την Αμερική, αφού συνέτριψε τον γαλλικό στόλο και εξασφάλισε την κυριαρχία των θαλασσών. Στο διάστημα από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιγαλλικού συνασπισμού, που τελικά οδήγησε στη συντριβή του Ναπολέοντα, με αποτέλεσμα να βγει κερδισμένη, αφού απέκτησε και τις γαλλικές αποικίες στην Αφρική και την Ασία.

 

1913 – Ο σουηδός μηχανικός Γκίντιον Σούντμπακ κατασκευάζει και πατεντάρει το φερμουάρ. Αρχικά, ο Σούντμπακ δούλεψε στην εταιρεία Westinghouse και από το 1906 στην Universal Fastener Company, η οποία κατασκεύαζε βίδες, καρφιά και συνδετήρες. Το 1909 παντρεύτηκε την κόρη του αφεντικού του Ελβίρα Άρονσον και ανέλαβε αρχισχεδιαστής της εταιρείας. Από το 1906 έως το 1914 ασχολήθηκε με την εξέλιξη του φερμουάρ, στην οποία αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι μετά τον θάνατο της γυναίκας του, το 1911.

Ο Σούντμπακ στηρίχθηκε στην ανακαλύψεις παλιότερων μηχανικών, όπως των Ιλάιας Χάου, Μαξ Γουλφ και Γουίτκομπ Τζαντσον.

Το 1914 παρουσιάζει ένα μηχανισμό με την ονομασία «Hookless No.2», που αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή – οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ανάμεσα στα δύο απέναντί του. Όταν η λαβή- οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει. Είναι το φερμουάρ, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε στις μπότες αντί του άγκιστρου και από τη δεκαετία του ‘30 στα παντελόνια, τα φορέματα και αργότερα στις βαλίτσες.

 

1992 – Ο δήμαρχος του Λος Άντζελες κηρύσσει την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας του κύματος βίας που ξέσπασε μετά την αθώωση τεσσάρων αστυνομικών, οι οποίοι κατηγορούνταν με αδιάσειστα στοιχεία ότι ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον μαύρο Ρόντνεϊ Κιγκ.

Οι ταραχές του 1992 στο Λος Άντζελες ήταν μια σειρά ταραχών και αστικών διαταραχών που σημειώθηκαν στην κομητεία του Λος Άντζελες τον Απρίλιο και το Μάιο του 1992.

Οι αναταραχές ξεκίνησαν στο Νότιο Κεντρικό Λος Άντζελες στις 29 Απριλίου, μετά από δίκη που αθώωσε τέσσερις αξιωματικούς της αστυνομικής υπηρεσίας του Λος Άντζελες για τη χρήση υπερβολικής βίας στη σύλληψη και τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ στις 3 Μαρτίου 1991.

Ο ξυλοδαρμός είχε βιντεοσκοπηθεί και παιζόταν ευρέως σε τηλεοπτικές εκπομπές.

Οι ταραχές εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή του Λος Άντζελες, καθώς χιλιάδες άτομα διαδήλωσαν σε διάστημα έξι ημερών μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας. Πολλές λεηλασίες, επιθέσεις, εμπρησμοί και δολοφονίες σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών, ενώ οι εκτιμήσεις για τις υλικές ζημιές υπερβαίνουν τα 1 δισεκατομμύριο δολάρια.

Κατά συνέπεια, η τάξη και ειρήνη αποκαταστάθηκαν σε όλη την κομητεία του Λος Άντζελες, αλλά σκοτώθηκαν 63 άτομα, 2.383 άτομα τραυματίστηκαν και υπήρξαν περισσότερες από 12.000 συλλήψεις. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας του Λος Άντζελες Ντέιριλ Γκέιτς, ο οποίος είχε ήδη ανακοινώσει την παραίτησή του τη στιγμή των ταραχών, θεωρείται σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τις ταραχές.

 

Γεννήσεις

 

1957 – Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ο Σερ Ντάνιελ Μάικλ Μπλέηκ Ντέι Λούις είναι πολυβραβευμένος Βρετανός ηθοποιός με διπλή υπηκοότητα (βρετανική και ιρλανδική).

Ο Ντεί Λιούις γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1957 στο Λονδίνο. Ήταν γιος της ηθοποιού Τζιλ Μπάλκον και του Αγγλοϊρλανδού ποιητή Σέσιλ Ντέι Λιούις. Δυο χρόνια μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακόμισε στο Κρουμς Χιλ, όπου ο Ντάνιελ μεγάλωσε μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του, Ταμασίν Ντέι Λιούις. Ο πατέρας του, μετά από προβλήματα υγείας, πέθανε όταν ο Ντάνιελ ήταν 15 ετών.

Το 1968, οι γονείς του Ντέι Λιούις λόγω της απείθαρχης συμπεριφοράς του τον έστειλαν εσώκλειστο στο ιδιωτικό σχολείο Σεβενόουκς, στο Κεντ. Αν και δεν του άρεσε το σχολείο, εκεί ήρθε σε επαφή με τα δυο βασικά του ενδιαφέροντα, την ξυλουργική και την ηθοποιία. Η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία έγινε σε ηλικία 14 ετών στην ταινία “Καταραμένη Κυριακή” (Sunday Bloody Sunday, 1971) στην οποία έπαιζε έναν βάνδαλο ως κομπάρσος. Περιέγραψε αυτή την εμπειρία ως «παράδεισο», καθώς πληρωνόταν (με 2 λίρες) για να σπάει ακριβά αυτοκίνητα. Μετά από δυο χρόνια στο Σεβενόουκς, ο Ντάνιελ μεταγράφηκε στο επίσης ιδιωτικό σχολείο Bedales στην κομητεία του Χαμσάιρ.

Ο πρώτος σημαντικός δεύτερος ρόλος του σε κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους ήρθε το 1984 με την Ανταρσία του Μπάουντι. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, δύο ταινίες – Ωραίο μου πλυντήριο και Δωμάτιο με θέα – έκαναν ταυτόχρονη πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, σηματοδοτώντας την αναγνώρισή του ως ένα από τα πιο υποσχόμενα ταλέντα της εποχής. Οι ερμηνείες του εντυπωσίασαν τόσο κοινό όσο και κριτικούς, με τους Κριτικούς Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης να τον ανακηρύσσουν Καλύτερο Β’ Ανδρικό Ρόλο.

Το 1986 συνεχίζει σε θεατρική και τηλεοπτική τροχιά, με συμμετοχή στο έργο The Futurists του Ρίτσαρντ Έιρ και στην τηλεοπτική παραγωγή The Insurance Man. Την ίδια χρονιά κάνει μια σύντομη εμφάνιση στη βρετανογαλλική ταινία Nanou. Το 1987 αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι του Φίλιπ Κάουφμαν, ενώ την επόμενη χρονιά επιχειρεί ένα πέρασμα στην κωμωδία με το Stars and Bars, που ωστόσο δεν γνώρισε επιτυχία.

Η μεγάλη του καταξίωση έρχεται το 1989 με το Το αριστερό μου πόδι του Τζιμ Σέρινταν, όπου η συγκλονιστική ερμηνεία του ως Κρίστι Μπράουν του χαρίζει μεταξύ άλλων και το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Ακολουθεί μια επιστροφή στο θέατρο, όπου ερμηνεύει τον Άμλετ στο Εθνικό Θέατρο υπό τη σκηνοθεσία του Eyre, αλλά η έντονη ψυχοσωματική επιβάρυνση τον αναγκάζει να αποχωρήσει πρόωρα και να αποτραβηχτεί γενικά από τη σκηνή.

Μετά από μικρό διάλειμμα, επανέρχεται στον κινηματογράφο το 1992 με τον Τελευταίο των Μοϊκανών, μια ταινία που παρά τις ανάμεικτες κριτικές σαρώνει στο box office. Η συνεργασία του με τον Μάρτιν Σκορσέζε στο Τα χρόνια της αθωότητας (1993), βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Edith Wharton, ενισχύει ακόμη περισσότερο το προφίλ του. Την ίδια χρονιά επανασυνδέεται με τον Σέρινταν για το Εις το όνομα του πατρός, σε μια ακόμα καθηλωτική ερμηνεία που του εξασφαλίζει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Το 1996 πρωταγωνιστεί ως Τζον Πρόκτορ στη θεατρική μεταφορά του έργου του πεθερού του Άρθουρ Μίλερ, Οι μάγισσες του Σάλεμ, σε σκηνοθεσία Νίκολας Χάιτνερ. Μετά από ένα σύντομο δημιουργικό διάλειμμα, το 2002 συνεργάζεται ξανά με τον Σκορσέζε για το Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης, κερδίζοντας άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και παγιώνοντας τη φήμη του ως ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της γενιάς του.

 

1970 – Ούμαν Θέρμαν. Η Ούμα Θέρμαν γεννήθηκε στη Βοστόνη. Η μητέρα της ήταν μοντέλο από τη Σουηδία και ο πατέρας της Αμερικανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια με ειδίκευση στο Βουδισμό, γι’ αυτό η Ούμα συναναστρεφόταν συχνά το Δαλάι Λάμα, ο οποίος ήταν καλός φίλος του πατέρα της.

Ο πρώτος μεγάλος ρόλος της ήρθε στα δεκαοκτώ της χρόνια στην ταινία Επικίνδυνες Σχέσεις με τον Τζον Μάλκοβιτς και την Γκλεν Κλόουζ. Ο ρόλος όμως που την έκανε παγκοσμίως γνωστή ήταν αυτός της Μία Γουάλας στο Pulp Fiction του Κουέντιν Ταραντίνο, για τον οποίο προτάθηκε για Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου.

Έκτοτε έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές επιτυχημένες ταινίες. Ο Κουέντιν Ταραντίνο τη θεωρεί μούσα του, γι’ αυτό της εμπιστεύθηκε επίσης το ρόλο της Νύφης στις ταινίες Kill Bill Vol.1 και Kill Bill Vol.2. Το 1990 η Ούμα παντρεύτηκε τον ηθοποιό Γκάρυ Όλντμαν και έζησαν μαζί για δύο χρόνια. Αρκετά χρόνια αργότερα, στα γυρίσματα της ταινίας Gattaca γνώρισε τον ηθοποιό Ίθαν Χοκ με τον οποίο παντρεύτηκε το 1998. Οι δύο τους απέκτησαν μία κόρη, τη Μάγια Ρέι και ένα γιο, τον Λέβον Ρόαν. Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο το 2004.

 

Θάνατοι

 

1933 – Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 (ν.ημ.) – 29 Απριλίου 1933) ήταν Έλληνας ποιητής ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια, της Αιγύπτου γι’ αυτό και αναφέρεται συχνά ως ο Αλεξανδρινός. Δημοσίευσε ποιήματα, ενώ δεκάδες παρέμειναν ως προσχέδια. Τα σημαντικότερα έργα του τα δημιούργησε μετά τα 40 έτη.. Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.Το σώμα των καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά. Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε. Το τελευταίο αναγνωρισμένο ποίημά του είναι το Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας που εκδόθηκε το 1933 και το πρώτο τα Τείχη (1897).
Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.

 

1980 – Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, την School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Επρόκειτο για παράρτημα στην Αγγλική πρωτεύουσα της αμερικανικής Famous Players-Lasky της Paramount Pictures Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ σττη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του ’30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955 συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια.
Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.
Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου / Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλός Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο