Μνήμη χρονολογίου της 22ης Αυγούστου

22 Αυγούστου 2024

Είναι η 235η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 131 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:46 – Δύση ήλιου: 20:09
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 22 λεπτά
🌖  Σελήνη 17.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αγαθόνικο, Ανθούσα,
Θεοπρέπιο, Θεοπρεπή και Θεοπρεπία

Γεγονότα

 

1645 – Η πόλη των Χανίων παραδίδεται από τους Ενετούς στους Τούρκους, μετά από δίμηνη πολιορκία. Παρά τις προσπάθειες, των Βενετών να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού ώστε να αντέξει σε πιθανή τουρκική επίθεση, το μέλλον είναι πλέον προδιαγραμμένο. Οι Τούρκοι καταβάλλουν έντονες προσπάθειες να κυριαρχήσουν στην πολύτιμη για τον έλεγχο της Μεσογείου Κρήτη. Μετά από μια ρευστή περίοδο που συνοδεύεται από επιδρομές, λεηλασίες, διπλωματικές και άλλες ενέργειες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι προσπάθειες και των δύο πλευρών να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό, αρχίζει τελικά στα 1645 η εκστρατεία κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους.
Ο Τουρκικός στόλος φτάνει στο δυτικό μυχό του κόλπου των Χανίων και αποβιβάζει τα στρατεύματα κοντά στη Μονή Γωνιάς, την οποία καίνε και λεηλατούν. Ο στόλος προχωρεί προς την οχυρωμένη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων και ο στρατός από την ξηρά ακολουθεί την ίδια πορεία.
Η οχύρωση του νησιού με δυο φρούρια, ένα χαμηλά προς την πλευρά της παραλίας και ένα στην κορυφή του λόφου, απέβλεπαν στον έλεγχο της προσέγγισης στην παραλία του Πλατανιά και στον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου προς την πόλη. Τα δυο φρούρια είχαν μια μικρή φρουρά 70 ατόμων, αδύναμη να συγκρατήσει τους επιτιθέμενους. Έτσι ο φρούραρχος Biagio Zulian προσποιήθηκε ότι παραδίδεται και άνοιξε την πόρτα του επάνω φρουρίου στους εχθρούς. Όταν πια αρκετοί από αυτούς είχαν μπει μέσα, ανατίναξε έναν υπόνομο με πυρομαχικά με αποτέλεσμα να σκοτωθούν μαζί με τους υπερασπιστές και 200 Τούρκοι. Χωρίς άλλα εμπόδια πλέον ο στρατός και ο στόλος προχώρησαν στην πολιορκία των Χανίων. Μετά από δίμηνη σκληρή πολιορκία, η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645. Στη μικρή αντοχή της πόλης συνέτειναν το σχετικά αιφνιδιαστικό της επίθεσης και οι ατέλειες που υπήρχαν στη σχεδίαση και κατασκευή των οχυρώσεων.
Με βάση τα Χανιά οι Τούρκοι προχωρούν στην κατάληψη και της υπόλοιπης Κρήτης. Οι οχυρωμένες ωστόσο νησίδες της Γραμβούσας και της Σούδας θα παραμείνουν στα χέρια των Βενετών έως το 1692 και το 1715 αντίστοιχα, οπότε και παραδόθηκαν.

 

 

1716 – Οι Οθωμανοί Τούρκοι αποτυγχάνουν να καταλάβουν την Κέρκυρα, την οποία υπερασπίζουν βενετικά στρατεύματα υπό τον Σάξονα κόμη Σούλεμπουργκ και λύουν την πολιορκία της. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 8 Ιουλίου έως τις 22 Αυγούστου. Από τα τέλη Ιουνίου οι Τούρκοι προετοιμάζουν το έδαφος για την επίθεση: οι Ζακυνθινοί καλούνται να μην προβάλουν αντίσταση, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, ενώ στην Κεφαλλονιά ο πληθυσμός τρομοκρατείται από μικρές ομάδες Οθωμανών στρατιωτών. Μονάδες του βενετικού στόλου, οι οποίες σπεύδουν στην περιοχή της Ζακύνθου, ακινητοποιούνται λόγω του ανέμου. Στις 5 Ιουλίου ο οθωμανικός στρατός συγκεντρώνεται στα παράλια της Ηπείρου, απέναντι από την Κέρκυρα, και ο στόλος αγκυροβολεί στο Βουθρωτό, ενώ στέλνονται λίγα πλοία στη νότια Ιταλία και Σικελία, για ν’ αποτρέψει πιθανή συμμαχική ναυτική βοήθεια.
Το πρωί της 8ης Ιουλίου οι πρώτες οθωμανικές δυνάμεις αποβιβάζονται 10 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Κέρκυρας. Ο βενετικός στόλος, που πλησίαζε στο Οτράντο, σπεύδει να επιστρέψει στην Κέρκυρα. Το ίδιο απόγευμα σημειώνεται η πρώτη σύγκρουση, που έχει σαν αποτέλεσμα 120 νεκρούς και 250 τραυματίες από την πλευρά των Βενετών. Είναι η πρώτη ναυτική σύγκρουση Βενετών και Οθωμανών. Ο Σούλενμπουργκ, αφού επιθεώρησε τα φρούρια των άλλων νησιών της περιοχής, επιστρέφοντας στην Κέρκυρα διαπίστωσε τη χαώδη κατάσταση που επικρατεί στον ντόπιο πληθυσμό: άλλοι προσπαθούν να εγκαταλείψουν το νησί για την Απουλία και οι χωρικοί να μπουν στο κάστρο της πόλης ή να καταφύγουν στα βουνά. Ο Σούλενμπουργκ στρατολογεί όλους εκείνους τους άμαχους, είτε ως ως μάχιμους στα τείχη είτε ως βοηθητικούς.
Στις 12 Ιουλίου αποβιβάζονται σταδιακά οθωμανικά στρατεύματα, αλλά δεν εξαπολύεται καμία επίθεση εκ μέρους των αμυνομένων, οι οποίοι τελικά θα διακόψουν τις αμυντικές προεργασίες τους, λόγω έλλειψης χρόνου και προσέγγισης του εχθρού. Στις 18 Ιουλίου φτάνει βενετική ενίσχυση, αποτελούμενη από 1.500 άνδρες, σιτηρά και χρήματα για τη μισθοδοσία των στρατιωτών. Στις 22 Ιουλίου φτάνει η ναυτική μοίρα της Μάλτας (4 πλοία με 70 πυροβόλα κι ένα με 46 πυροβόλα).Το οχυρωμένο στρατόπεδο των πολιορκητικών δυνάμεων εγκαθίσταται στην περιοχή των Γουβιών -6 με 7 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Κέρκυρας. Στις 24 Ιουλίου οι Τούρκοι πραγματοποιούν έφοδο κατά του λόφου Αβραάμ, αλλά αποκρούονται. Την επομένη επιτίθενται στο προάστειο Μαντούκι. Στις 27 Ιουλίου πραγματοποιείται η πρώτη επίθεση των βενετικών δυνάμεων κατά των Τούρκων στις Γουβιές, αλλά αποτυγχάνει. Επίσης, ο άνεμος δεν ευνοεί τους αμυνόμενους. Οι Τούρκοι βομβαρδίζουν συνεχώς την πόλη και τον στόλο που ναυλουχεί κοντά της. Οι Οθωμανοί πληροφορούνται από λιποτάκτες για τον περιορισμένο αριθμό των μάχιμων ανδρών της φρουράς. Έχοντας στρατηγικό στόχο την κατάληψη των δύο λόφων (Αβραάμ και Σωτήρα), που βρίσκονται μπροστά στις οχυρώσεις της πόλης, εξαπολύουν διαδοχικές επιθέσεις και τελικά στις 3 Αυγούστου καταλαμβάνονται. Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί ηγέτες απέστειλαν επιστολές-τελεσίγραφα στις 5 Αυγούστου στους πολιορκημένους για παράδοση, αντί μαζικής σφαγής τους από αυτούς. Οι απειλές απορρίπτονται.
Στις 7 Αυγούστου ξεσπά συνεχόμενο σφυροκόπημα από το οθωμανικό πυροβολικό και διαδοχικά κύματα εφόδων. Στις 15 Αυγούστου φτάνουν ενισχύεις σε έμψυχο υλικό και πολεμοφόδια. Στις 18 με 19 Αυγούστου οι αμυνόμενοι επιχειρούν έξοδο με δύο τάγματα, με σκοπό ν’ αποσταθεροποιήσουν τα σχέδια των πολιορκητών. Η μάχη είναι χαοτική, επικρατεί σύγχυση και τα κτυπήματα είναι τυφλά, καθώς οι αμυνόμενοι κτυπούν και τους δικούς τους, που έχουν βγει για να επιτεθούν στους Τούρκους, με αποτέλεσμα οι απώλειες να είναι βαριές εκατέρωθεν.
Το πρωί της 19ης Αυγούστου εξαπολύεται επίθεση από 3.000 γενιτσάρους, προκαλώντας τη φυγή και τον πανικό των Γερμανών στρατιωτών, μεταξύ της εξωτερικής πλευράς των οχυρών και της εσωτερικής πλευράς της τάφρου. Το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών οχυρώσεων έχει εγκαταλειφθεί από τις αμυνόμενες δυνάμεις και καταληφθεί από τους Τούρκους. Η κινητοποίηση ακόμα και των αμάχων μέσα στο κάστρο είναι γενική. Καθώς επιδιώκεται η απώθηση των προωθημένων εχθρικών μονάδων, οι αμυνόμενοι περνούν στην αντεπίθεση και τρέπουν σε άτακτη φυγή τους Οθωμανούς, με τελικές απώλειες 2.000 άνδρες νεκρούς.
Στις 20 Αυγούστου, κι ενώ οι Βενετοί είναι έτοιμοι να συγκρουσθούν με τον οθωμανικό στόλο, ξεσπά καταιγίδα, που προκαλεί ζημιές στους δύο στόλους και στις οχυρωμένες θέσεις των Οθωμανών. Στο χρονικό διάστημα από 21 έως και 22 Αυγούστου οι οθωμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την Κέρκυρα και μετακινούνται στην απέναντι ακτή, στην Ήπειρο. Στους Βενετούς περιέρχεται μεγάλη ποσότητα πολεμικού υλικού και αρκετοί Οθωμανοί στρατιώτες, οι οποίοι, λόγω της σύγχυσης, κατά την αποχώρηση, εγκαταλείφθηκαν στο νησί.

 

 

1864 – Δώδεκα κράτη υπογράφουν τη Συνθήκη της Γενεύης, με την οποία ιδρύεται ο Ερυθρός Σταυρός. Οι Συμβάσεις της Γενεύης είναι συνθήκες, και τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα, οι οποίες θέτουν τις βάσεις του διεθνούς δικαίου για την ανθρωπιστική διαχείριση των θυμάτων του πολέμου. Ο όρος «Σύμβαση της Γενεύης» στον ενικό αριθμό υποδηλώνει τις συμφωνίες του 1949, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1939 -45), και ανανέωσαν τους όρους των πρώτων τριών συνθηκών (1864, 1906, 1929), προσθέτοντας μία τέταρτη συνθήκη. Τα άρθρα της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης (1949) ορίζουν εκτενώς τα βασικά δικαιώματα των αιχμαλώτων (πολιτών και στρατιωτών) κατά τη διάρκεια του πολέμου, θεμελιώδεις προστασίες για τους τραυματίες και θεμελιώδεις προστασίες για τους πολίτες μέσα ή γύρω από πολεμική ζώνη. Οι Συμβάσεις του 1949 επικυρώθηκαν εν όλω ή με επιφυλάξεις από 194 χώρες.
Επιπλέον, λόγω του ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης αφορούν άτομα σε πόλεμο, τα άρθρα τους δεν μεταχειρίζονται επακριβώς τις πολεμικές επιχειρήσεις ή τη χρήση των όπλων – τα οποία είναι αντικείμενο των Συμβάσεων της Χάγης (1899 και 1907) – και του βιοχημικού πολέμου (Πρωτόκολλο της Γενεύης, 1929).

 

 

1952 – Αρχίζει η περίφημη Δίκη των Αεροπόρων. “Υπόθεση των Αεροπόρων”, ή “Δίκη των Αεροπόρων” ονομάστηκε μια σκευωρία του 1952 εις βάρος της τότε Βασιλικής Αεροπορίας, που συντάραξε τα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας. Στόχος της σκευωρίας αυτής ήταν να παρουσιαστεί η ηγεσία του Όπλου ως έχουσα κομμουνιστικές πεποιθήσεις, με συνέπεια αφενός την απομάκρυνση και δίωξη εξεχόντων στελεχών του και αφετέρου τη δημιουργία πολιτικής αστάθειας στην τότε κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα.

Δημιουργός της σκευωρίας εκείνης ήταν ο μετέπειτα υποπτέραρχος Αντώνιος Σκαρμαλιωράκης και η ομάδα του, που την εποχή εκείνη υπηρετούσε στο Α2 του ΓΕΑ. Ο Α. Σκαρμαλιωράκης εμφανίσθηκε αργότερα στο προσκήνιο, στις 21 Απριλίου 1967, στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, ως στέλεχος αυτής.

Η όλη υπόθεση της επικαλούμενης συνωμοσίας βασίστηκε στην “απόδραση” του Δόκιμου Ίκαρου Νικόλαου Ακριβογιάννη στην Αλβανία και από εκεί στη Ρωσία.  Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Η Δίκη των Αεροπόρων

 

1996 – Φρίκη στο Βέλγιο από την αποκάλυψη της δολοφονίας 16 παιδιών (και σεξουαλικής κακοποίησής τους) από κύκλωμα παιδεραστών, με επικεφαλής τον Μαρκ Ντιτρού και κάλυψη από ανώτερες αρχές.
Το Βέλγιο δεν μπορεί να ξεχάσει αυτή την τρομερή υπόθεση. Τα πρόσωπα της Ζιλί Λεζέν και της Μελίσα Ρούσο, δύο οκτάχρονων συμμαθητριών που εξαφανίστηκαν στις 24 Ιουνίου 1995, όταν πήγαν για βόλτα σε προάστιο της Λιέγης, είχαν στοιχειώσει τη χώρα, καθώς οι αφίσες με τα χαμογελαστά τους πρόσωπα βρίσκονταν παντού – σε τζάμια αυτοκινήτων, σε προθήκες καταστημάτων, σε φανάρια στον δρόμο και σε πολλά φέιγ βολάν, σε μια εκστρατεία ενημέρωσης που είχαν οργανώσει οι γονείς τους. Η Ζιλί και η Μελίσα είχαν απαχθεί από τον Ντιτρού, άνεργο ηλεκτρολόγο, ο οποίος τις πήρε στο σπίτι του στην πόλη Σαρλερουά και τις φυλάκισε στο υπόγειο κελί που είχε φτιάξει. Τις βίαζε συνεχώς και κατέγραφε τις πράξεις του σε βίντεο.
Δύο μήνες αργότερα, στην παραλία της Οστάνδης, στις 23 Αυγούστου, ο Ντιτρού και ο συνεργός του Μισέλ Λελιέβρ απήγαγαν δύο έφηβες, την Αν Μαρσάλ και την Εφγε Λαμπρέκς, φίλες που βρίσκονταν σε διακοπές και επέστρεφαν από νυχτερινή διασκέδαση. Εναν μήνα τις κρατούσε ο Ντιτρού στο ίδιο σπίτι με τη Ζιλί και τη Μελίσα, αλυσοδεμένες σε ένα δωμάτιο, και κατόπιν μαζί με τον συνεργό του Μπερνάρ Ουινστίν τις έθαψαν ζωντανές. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, την ίδια μοίρα επιφύλαξε και στον Ουινστίν. Τον αναζητούσε η Αστυνομία για ένα κλεμμένο φορτηγάκι και ο Ντιτρού αποφάσισε να τον σκοτώσει προκειμένου να μην εμπλέξει το όνομά του. Τον επόμενο μήνα ήταν που συνελήφθη ο Ντιτρού για την ίδια κλοπή και πέρασε 4 μήνες στη φυλακή.
Στη διάρκεια αυτών των μηνών πέθαναν η Ζιλί και η Μελίσα αφού η τότε σύζυγός του ισχυρίστηκε ότι φοβόταν να κατέβει στο υπόγειο κελί για να τους δώσει τροφή, όπως την είχε διατάξει ο σύζυγός της. Ο Ντιτρού, μετά την αποφυλάκισή του, έθαψε τα πτώματά τους στον κήπο ενός σπιτιού που είχε στο χωριό Σαρ-λα-Μπισιέρ.
Τον Μάιο του 1996, ο Ντιτρού και ο Λελιέβρ απήγαγαν τη 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν καθώς επέστρεφε με το ποδήλατο από το σχολείο στο σπίτι της, στην πόλη Τουρνέ, κοντά στα γαλλικά σύνορα. Την κράτησε κι αυτή στο υπόγειο μπουντρούμι επί τέσσερις μήνες, βιάζοντάς την επανειλημμένα και δίνοντάς της ελάχιστο φαγητό και νερό. Τον Αύγουστο, απήγαγε και άλλο κορίτσι μαζί με τον Λελιέβρ, τη 14χρονη Λετισιά Ντελέζ, η οποία γυρνούσε με τα πόδια στο σπίτι της από την πισίνα στην πόλη Μπερτρίξ. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Ντιτρού, η Μαρτίν και ο Λελιέβρ συνελήφθησαν. Ενας αυτόπτης μάρτυρας στην απαγωγή της Λετισιά είχε καταγράψει τον αριθμό κυκλοφορίας του βαν του Ντιτρού και τον έδωσε στην Αστυνομία. Δύο ημέρες αργότερα ομολόγησαν και ο Ντιτρού οδήγησε τους αστυνομικούς στο μπουντρούμι, όπου βρήκαν ζωντανές τη Σαμπίν και τη Λετισιά. Και έπειτα από μερικές ημέρες, οι αστυνομικοί ξέθαψαν τις σορούς της Ζιλί, της Μελίσα, της Αν, της Εφγε και του Ουινστίν.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1862 – Κλοντ Ντεμπισί. Ο Κλοντ Ντεμπισί ήταν γάλλος συνθέτης, που άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική, πάνω στους οποίους βάδισαν πολλοί μεταγενέστεροι συνθέτες (Βέμπερν, Μεσιάν, Μπουλέζ κ.ά.). Ανέπτυξε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σύστημα αρμονίας και μουσικής δομής, εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα ιδανικά στα οποία προσέβλεπαν οι ιμπρεσιονιστές και συμβολιστές ζωγράφοι και συγγραφείς της εποχής του. Εξ αυτού του λόγου, οι μουσικολόγοι τον εντάσσουν στο κίνημα του μουσικού ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος απέρριπτε αυτή την προσέγγιση.
Με τον Ντεμπισί τελειώνει ο μουσικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα και αρχίζει η σύγχρονη μουσική του 20ου αιώνα. Κορυφαία έργα του θεωρούνται το «Φεγγαρόφωτο» («Clair de Lune») από τη «Σουίτα Μπεργκαμάσκ» («Suite bergamasque», 1890-1905), το «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου» («Prélude à l’après-midi d’un faune», 1894), η όπερα «Πελλέας και Μελισάνθη» («Pelléas et Mélisande», 1902) και «Η Θάλασσα» («La mer», 1905).
Ο Ασίλ – Κλοντ (Αχιλλέας – Κλαύδιος) Ντεμπισί γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1862, σ’ ένα φτωχικό προάστιο του Παρισιού, το Σεν-Ζερμέν-Αν-Λε και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του καταστηματάρχη ειδών κεραμικής Μανιέλ-Ασίλ Ντεμπισί και της μοδίστρας Βικτορίν Μανουρί.
Ήδη από τα εννιά του χρόνια έδειξε το χάρισμά του ως πιανίστας με δασκάλα μια αριστοκράτισσα, ονόματι Μαρί Μοτέ ντε λα Φλερβίλ, που ισχυριζόταν ότι ήταν μαθήτρια του Σοπέν. Το 1873 έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού, όπου φοίτησε για 11 χρόνια. Μελέτησε πιάνο και σύνθεση και το 1884, χρονιά της αποφοίτησής του, κέρδισε μία σπουδαία διάκριση, το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης με την καντάτα «Ο άσωτος υιός» («L’enfant prodigue»).
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του βρέθηκε αναπάντεχα υπό την προστασία της πάμπλουτης Ρωσίδας Ναντέζντα φον Μεκ (γνωστή από τις χορηγίες της στον Τσαϊκόφσκι), η οποία τον προσέλαβε για να παίζει ντουέτο με την ίδια και τα παιδιά της. Μαζί της ταξίδεψε σ’ όλη την Ευρώπη, επισκέφθηκε το Μπαϊρόιτ, γοητεύτηκε από το έργο του Βάγκνερ και κατά τη σύντομη παραμονή του στη Ρωσία γνώρισε τη μουσική των συνθετών Μουσόργκσκι και Μποροντίν, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Κατά την ίδια περίοδο ερωτεύθηκε στο Παρίσι την τραγουδίστρια Μαρί – Μπλανς Βανιέ, την όμορφη νεαρή σύζυγο ενός αρχιτέκτονα, η οποία ενέπνευσε πολλά από τα πρώιμα έργα του.
Η βράβευσή του με το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης, του έδωσε το δικαίωμα μιας τρίχρονης παραμονής στην περίφημη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη, όπου απερίσπαστος θα μπορούσε να συνθέτει. Θεωρώντας τη ζωή σ’ αυτό το μεγαλοπρεπές παλάτι βαρετή, δραπέτευσε ύστερα από δύο χρόνια κι επέστρεψε στην αγκαλιά της Βανιέ στο Παρίσι.
Το 1889 αποτέλεσε έτος – σταθμό στη μουσική διαδρομή του Κλοντ Ντεμπισί. Η διεθνής έκθεση των Παρισίων του έδωσε την ευκαιρία να έλθει σ’ επαφή με την εξωτική μουσική της Άπω Ανατολής και ιδιαίτερα με τη μουσική γκαμελάν της Ινδονησίας. Τότε πήρε την απόφαση να απομακρυνθεί από την επιρροή του Βάγκνερ και να χαράξει τον δικό του δρόμο. «Ο Βάγκνερ», είχε πει, «ήταν μία υπέροχη δύση που λαθεμένα θεωρήθηκε ανατολή».
Ύστερα από μια σχετικά μποέμικη ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας γνώρισε και συναναστράφηκε με σπουδαία ονόματα της παρισινής καλλιτεχνικής ζωής (Μαλαρμέ, Σατί, Σοσόν, Ροντέν, Λουίς, Μετερλίνκ κ.ά.), έφτασε η στιγμή της δικής του καλλιτεχνικής αναγνώρισης. Το 1894 παρουσίασε το συμφωνικό ποίημα «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου», ένα έργο πρωτοποριακό για την εποχή του. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε την όπερα «Πελλέας και Μελισσάνθη», που προκάλεσε αίσθηση, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1902. Ο ίδιος ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας του Μορίς Μετερλίνκ δήλωσαν πως το δημιούργημά τους ήταν «στοιχειωμένο» από την τρομακτική ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» .
Ο αντίκτυπος των δύο αυτών έργων ήταν μεγάλος και ανέδειξε τον Κλοντ Ντεμπισί ως τον σημαντικότερο γάλλο συνθέτη των αρχών του 20ού αιώνα. Υπήρξαν όμως και μεγάλες αντιδράσεις από μερίδα κριτικών, που δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν την προωθημένη μουσική του γλώσσα για εκείνη την εποχή. Δημιουργήθηκε τότε ο όρος «Ντεμπισισμός», με θετικό, αλλά και αρνητικό πρόσημο.
Το 1899, ύστερα από μια σειρά θυελλωδών ειδυλλίων, ο συνθέτης παντρεύτηκε το μοντέλο Λιλί Τεξιέ, αφού απείλησε να αυτοκτονήσει αν η αγαπημένη του δεν ενέδιδε στην πρότασή του. O γάμος του κατέρρευσε το 1904, όταν γνώρισε την τραγουδίστρια Έμα Μπαρντάκ, σύζυγο πλούσιου τραπεζίτη, την οποία ερωτεύτηκε σφοδρά. Μόλις το έμαθε η Τεξιέ έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά τελικά επέζησε. Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο για το Παρίσι εκείνης της εποχής και με δεδομένη την εγκυμοσύνη της Μπαρντάκ, το «παράνομο» ζευγάρι αναζήτησε καταφύγιο στην Αγγλία.
Το 1905 ο Ντεμπισί παρουσίασε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του, το συμφωνικό ποίημα «Η Θάλασσα», εμπνευσμένο από τις ιδέες του Γάλλου ζωγράφου Κλοντ Μονέ. Τον ίδιο χρόνο γεννήθηκε η κόρη του Κλοντ-Εμά, την οποία νομιμοποίησε αργότερα, όταν παντρεύτηκε την Μπαρντάκ. Για την κόρη του, που την φώναζε χαϊδευτικά Σουσού, έγραψε τη σουίτα για πιάνο «Παιδική γωνιά» («Children’s Corner», 1908).
Το 1909 ο Κλοντ Ντεμπισί διαγνώστηκε με καρκίνο στο έντερο και οι πρωτοποριακές για την εποχή εγχειρίσεις στις οποίες υποβλήθηκε απλώς του παρέτειναν τη ζωή για μερικά χρόνια. Πέθανε στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 25 Μαρτίου 1918, την ώρα που η γαλλική πρωτεύουσα βομβαρδιζόταν από το γερμανικό πυροβολικό, κατά τη διάρκεια του Α ‘ Παγκοσμίου Πολέμου. Κηδεύτηκε σ’ ένα έρημο Παρίσι και δεν του αποδόθηκαν οι τιμές που του άρμοζαν.

 

 

1920 – Ντέντον Κούλεϊ. Διακεκριμένος αμερικανός καρδιοχειρουργός, ο πρώτος που τοποθέτησε τεχνητή καρδιά σε άνθρωπο.
Ο Ντέντον Άρθουρ Κούλεϊ γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1920 στο Χιούστον του Τέξας και σπούδασε ιατρική στα Πανεπιστήμια του Τέξας (Όστιν) και Τζονς Χόπκινς στη Βαλτιμόρη, όπου ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Το 1946 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Υγειονομικό Σώμα, από το οποίο αφυπηρέτησε το 1948 με το βαθμό του Λοχαγού.
Τη δεκαετία του ‘50, ύστερα από σύντομη παραμονή στο Λονδίνο, επέστρεψε στο Χιούστον και ανέλαβε θέση καθηγητή στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Ιατρικής Μπέιλορ. Εργάστηκε με τον πρωτοπόρο καρδιοχειρουργό Μάικλ ΝτιΜπέικι και ανέπτυξε μία μέθοδο για τη θεραπεία του ανευρύσματος αορτής.
Το 1962 ίδρυσε με ιδιωτικά κεφάλαια το Καρδιολογικό Ινστιτούτο του Τέξας και σύντομα το ταλέντο του αναγνωρίστηκε, ύστερα από τις αναίμακτες εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς που πραγματοποίησε σε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το 1969 αποχώρησε από το Μπέιλορ, λόγω διαφωνίας του με τον ΝτιΜπέικι, με τον οποίο βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση μέχρι το 2007, όταν συμφιλιώθηκαν σε ηλικία 99 ετών ο ΝτιΜπέικι και 87 ετών ο Κούλεϊ. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ανέλαβε θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.
Στις 3 Απριλίου 1969 πραγματοποίησε την πρώτη μεταμόσχευση τεχνητής καρδιάς στον 47χρονο Χάσκελ Καρπ, του οποίου η καρδιά δεν λειτουργούσε επαρκώς μετά την αφαίρεση πάσχοντος τμήματος του μυοκαρδίου. Η καρδιά αυτή λειτούργησε επί 65 ώρες, ώσπου βρέθηκε δότης για μεταμόσχευση πτωματικής καρδιάς. Μολαταύτα, ο πρώτος αυτός ασθενής πέθανε 38 ώρες μετά τη δεύτερη εγχείρηση από πνευμονία και νεφρική ανεπάρκεια.
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στην ιατρική έγραψε ή συνέγραψε 12 βιβλία και περισσότερα από 1400 επιστημονικά άρθρα.
Ο Ντέντον Κούλεϊ πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 2016, σε ηλικία 96 ετών.

 

 

1921 – Ντίνος Δημόπουλος. Ο Ντίνος Δημόπουλος (22 Αυγούστου 1921, Πάλαιρος – 28 Φεβρουαρίου 2003, Αθήνα) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και συγγραφέας, γνωστός κυρίως για την ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο. Υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός και, παρά την άνιση φιλμογραφία του, θεωρείται κεντρική μορφή του ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών του 1950 και του 1960.
Ο Δημόπουλος σκηνοθέτησε περισσότερες από σαράντα ταινίες, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα ειδών. Ίσως η κορυφαία του ταινία είναι η Μανταλένα (1960), που προτάθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Κάποιες από τις πιο επιτυχημένες κωμωδίες του Δημόπουλου, πολλές από τις οποίες περιέχουν αισθηματικά στοιχεία, είναι οι Το κλωτσοσκούφι (1960), Δεσποινίς διευθυντής (1964), Μια τρελλή τρελλή οικογένεια (1965), Τζένη Τζένη (1966), Η αρχόντισσα κι ο αλήτης (1968) και Η νεράιδα και το παλικάρι (1969). Άλλες σημαντικές ταινίες του είναι τα δράματα Λόλα (1964), Κοινωνία ώρα μηδέν (1966) και Κατηγορώ τους ανθρώπους (1966), το νουάρ Πυρετός στην Άσφαλτο (1967) και οι πολεμικές ταινίες Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967) και Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά (1969).
Ο Δημόπουλος ασχολήθηκε εκτεταμένα και με το θέατρο, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης έργων Ελλήνων και ξένων δημιουργών. Ο ίδιος έγραψε επτά θεατρικά έργα και δώδεκα βιβλία, πολλά από τα οποία ανήκουν στην παιδική λογοτεχνία.

 

Θάνατοι

 

1922 – Μάικλ Κόλινς. Ο Μάικλ Κόλινς (αγγλικά: Michael Collins, ιρλανδικά: Mícheál Ó Coileáin, Κομητεία Κορκ, Η. Β. της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, 16 Οκτωβρίου 1890 – 22 Αυγούστου 1922) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), πρωτεργάτης του αγώνα της ανεξαρτησίας και από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της ίδρυσης της Ιρλανδικής Δημοκρατίας κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Διετέλεσε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Ιρλανδίας, υπουργός της, ενώ κατά καιρούς κατείχε και διάφορα άλλα αξιώματα, όπως εκείνο του επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, κ.ά. Ήταν, ακόμη, πρόεδρος της Ιρλανδικής Ρεμπουπλικανικής Αδελφότητας από το Νοέμβριο του 1920 έως και τον θάνατό του. Υπήρξε μέλος της Ιρλανδικής αντιπροσωπείας στις Αγγλο-Ιρλανδικές διαπραγματεύσεις του Λονδίνου οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης για την ίδρυση ανεξάρτητου Ιρλανδικού κράτους. Δολοφονήθηκε από πολέμιους της ειρηνευτικής συνθήκης κατά τη διάρκεια ενέδρας πολύ κοντά στον τόπο γέννησής του, στις 9 Αυγούστου του 1922,ν κατά τη διάρκεια του Ιρλανδικού εμφυλίου. Το 1913, είχαν δημιουργηθεί δύο μεγάλες παραστρατιωτικές ομάδες που αργότερα ξεκίνησαν την Εξέγερση του Πάσχα: η Ιρλανδική Πολιτοφυλακή ιδρύθηκε από τον Τζέιμς Κόνολι και την Ιρλανδική Ένωση Εργαζομένων στις Μεταφορές και Γενικών Εργαζομένων (ITGWU) για την προστασία των απεργών από τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Δουβλίνου. Οι Ιρλανδοί Εθελοντές δημιουργήθηκαν την ίδια χρονιά από τους εθνικιστές ως απάντηση στον σχηματισμό των Εθελοντών του Όλστερ (UVF), που υποσχέθηκε να αντιταχθεί στην ξένη κυριαρχία με τη βία. O Kόλινς διοριστήκε οικονομικός συμβούλος του Κόμη Πλάνκετ, πατέρα ενός από τους διοργανωτές της εξέγερσης του Πάσχα. Ο Κόλινς έλαβε μέρος στην προετοιμασία του οπλισμού και των στρατευμάτων για την εξέγερση.
Όταν ξεκίνησε η εξέγερση του Πάσχα το 1916, ο Κόλινς υπηρέτησε ως βοηθός του Τζόζεφ Πλάνκετ στην έδρα της εξέγερσης στο Γενικό Ταχυδρομείο (GPO) του Δουβλίνου. Εκεί αγωνίστηκε μαζί με τον Πάτρικ Πιρς, τον Τζέιμς Κόνολι και άλλα μέλη της ανερχόμενης ηγεσίας των Ιρλανδών. Η εξέγερση απέτυχε στρατιωτικά, όμως οι αντάρτες πέτυχαν τον πολιτικό τους στόχο, να κρατήσουν δηλαδή τις θέσεις τους για αρκετό χρόνο ώστε να δικαιολογήσουν την ανεξαρτησία τους.

 

 

1936 – Παύλος Κουντουριώτης. Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935[2]) ήταν Ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και Αρχηγός του Β΄ Στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, προξένου και Βουλευτή και της Λουκίας Νεγρεπόντη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη και ήταν εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και πρωθυπουργού της Ελλάδας, καθώς και αδελφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ενώ η μητέρα του Λουκία, από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη, ήταν εγγονή του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Χαντζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας. Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας, κατατάχθηκε το 1875 στο Βασιλικό Ναυτικό.
Το 1886 συμμετείχε ως υποπλοίαρχος σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Πρέβεζα, καθώς και σε αυτές στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του πλωτάρχη. Ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμου «Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων τον Φεβρουάριο του 1897 και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897[3]. Ως Κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο Αντιπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε Πλοίαρχο.
Τον Ιούνιο του 1911 και λόγω απειθαρχίας του πληρώματος του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη θέση του Κυβερνήτη ανέλαβε ο τότε Πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης[4]. Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Υποναύαρχο ενώ στις 16 Απριλίου του 1912 έγινε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1912[5]. Στη συνέχεια γίνεται Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Ως Κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου είχε κατορθώσει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» συμμετείχε σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Η ναυμαχία της Έλλης κερδήθηκε χάρη σε παράτολμο ελιγμό του Κουντουριώτη, ο οποίος θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του ανάγκασαν τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί στα Δαρδανέλλια.
Ο Κουντουριώτης το 1924 ορκίζεται ως ο πρώτος Πρόεδρος της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Ήταν ο πρώτος Έλληνας, μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη, που ελάμβανε αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλεξάνδρου Ζαΐμη και Στεφάνου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης). Το 1917 ανέλαβε για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ναυτικών και την ίδια χρονιά αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Ναυάρχου, τιμής ένεκεν.
Μετά τον θάνατο του Βασιλιά Αλέξανδρου, ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέως μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 και ξανά μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Β΄ από τη χώρα τον Δεκέμβριο του 1923, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής εκλέχθηκε προσωρινά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1926, όταν και παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη Δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Παγκάλου. Στις 10:30 π.μ. της 31 Οκτωβρίου του 1927 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του ενώ μόλις είχε επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο μαζί με τον υπασπιστή του, ακριβώς έξω από το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών[6]. Ο δράστης, ονόματι Ζ. Γκούσιος[7] τον πυροβόλησε με περίστροφο από κοντινή απόσταση, η σφαίρα εξοστρακίστηκε μετά την πρόσκρουσή της με το τζάμι της πόρτας του αυτοκινήτου και ο Π. Κουντουριώτης τραυματίσθηκε ελαφρά στην κροταφική χώρα από τα θραύσματα. Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεκλέχθηκε στο αξίωμα του προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας.
Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο. Ενταφιάστηκε στην Ύδρα, κατόπιν επιθυμίας του. Είχε νυμφευθεί δύο φορές, στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Παιδιά του ήταν ο Θεόδωρος, η Δέσποινα και τέλος η Λουκία, σύζυγος Αλεξάνδρου Διονυσίου Στεφάνου.

 

 

2014 – Εμμανουήλ Κριαράς. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής (Σφακιά), ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του· το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae, το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου». Το 1944 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1965 η πρώτη – και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα – έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών τον απέλυσε για τα δημοκρατικά του φρονήματα.[9] Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του «Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)» (την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956) και συνέχισε το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του. Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000. Ο Κριαράς πέθανε από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, το βράδυ της 22ης Αυγούστου 2014. Ήταν 107 ετών

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia