L’ Ηospice: «Λέσχη» αντίστασης στη Χατζοπούλου

Το L’ Ηospice ήταν ένα δωμάτιο,
στην αυλή του σπιτιού της οικογένειας Παληγιαννοπούλου,
επί της πλατείας Χατζοπούλου

  • του Βαγγέλη Παληγιαννόπουλου

Το δωμάτιο αυτό, εσωτερικά ήταν φιλοτεχνημένο με διάφορα σκίτσα στους τοίχους του από το Γιάννη Μελισσινό και στολισμένο με φωτογραφίες των σταρ της εποχής εκείνης – μιλάμε για προπολεμικά – τις οποίες προμηθευόμαστε από τα ταμπλό και τις προθήκες των κινηματογράφων του Αγρινίου, όπως π.χ. της Γκρέτα Γκάρμπο, του Ζαν Γκαμπέν, του Σαρλ Μπουαγιέ, της Μισέλ Μοργκάν, του Μωρίς Σεβαλιέ, του Γκάρυ Κούπερ, του Έρολ Φλυν, της Ζαννέτ Μακντόναλντ, της Ρίτα Χέηγουρθ, του Κάρυ Γκαίημπλ, της Άβα Γκάρνερ, της Μπέτυ Ντέιβις, της Κάθυ Χέρμπουρν, του Ρίτσαρντ Τέυλορ και του αξέχαστου Σαρλώ, το φαινόμενο ηθοποιού, ο οποίος έγραφε μόνος του το σενάριο, το σκηνοθετούσε, του πρόσθετε τη μουσική και το έπαιζε. Κάθε χίλια χρόνια εμφανίζεται τέτοιος ηθοποιός. Απέναντι της πόρτας της εισόδου, που έβλεπε στην αυλή του σπιτιού, ήταν ένα γραφείο με μαθητικά και εξωσχολικά βιβλία και περιοδικά, δίπλα ένα ντιβάνι και μια κρεμάστρα, απ’ όπου κρέμονταν οι κιθάρες και τα μαντολίνα, που πολλοί από τα μέλη του L’ Ηospice παίζανε και δεξιά το τζάκι για το χειμώνα.

Τα μέλη του L’ Ηospice κυρίως ήτανε ο Βαγγέλης ο Παληγιαννόπουλος με τις αδερφές του Γεωργία και Άννα, ο Κώστας Χρυσικόπουλος, ο Γιάννης Μελισσινός με τις αδελφές του Νόρμα και Αριστέα, ο αείμνηστος Πάνος Χατζόπουλος με τις αδελφές του Ρήνα και Φιφή, ο αείμνηστος Ανδρέας Γκέκας με την αδελφή του Γεωργία, ο αείμνηστος Γιώργος Παπαλάκης με την αδελφή του Μαρία και οι αδελφοί Κολοκοτσά Γεράσιμος και Φώτης με την αδελφή τους Ρηνούλα που ήταν και υπέροχη σοπράνο. Οι περισσότεροι είμαστε συμμαθητές, κι όλοι παιδιά της πλατείας του  Κ. Χατζόπουλου. Τακτικός θαμώνας του L’ Ηospice ήταν και ο συμμαθητής μας Κώστας Σκιαδάς, που έμενε στο σπίτι του παπα-Ρόκου, παπά της ενορίας του Αγίου Δημητρίου, γι’ αυτό και τον φωνάζαμε παπέα. Ήταν ξεφτέρι στα μαθηματικά. Έρχονταν επίσης και φίλοι εξωσχολικοί, όπως π.χ. ο χοροδιδάσκαλος Παζαρίδης, που μας μάθαινε χορούς της εποχής, όπως ο Νίκος ο Κλάδος, ο γιος του Στρατηγού, που έπαιζε βιολί στα μουσικά απογεύματα που δίναμε. Αυτόν τον φωνάζαμε Μπελ-Αμί. Ο Παύλος ο Κόκκαλης που έπαιζε εξαιρετική και μελωδική Χαβάγια. Ο Πάνος ο Χατζόπουλος με τη βαρύτονη φωνή του μας τραγουδούσε το «ένας βράχος στο βουνό», το «ω Τσιτσόρνια» και άλλα που ταίριαζαν στη φωνή του.

Όλα τα μέλη του L’ Ηospice ήμασταν σαν αδέρφια και κάτι παραπάνω και ποτέ μεταξύ μας δεν συνέβη το παραμικρό ερωτικό ή άλλο παρατράγουδο. Υπήρχε σεβασμός, φιλία πραγματική και αλληλοεκτίμηση.

Το L’ Ηospice έμελλε να παίξει ποικιλότροπο και σημαντικό ρόλο στην 7χρονη ιστορία του, ήτοι, από το 1937 έως το 1943, χρόνια αλησμόνητα, εφηβικά, τρυφερά, ανέμελα, γεμάτα ελπίδες, όνειρα και ρομαντισμό, αλλά και δύσκολα, τρομακτικά, που τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ο σκοπός και ο ρόλος του L’ Ηospice ήταν τριπλός. Στην αρχή καλλιτεχνικός, μετά συγγραφικός και τέλος ιστορικός, πατριωτικός.

Άρχισε με την καλλιτεχνική κομπανία που την αποτελούσαν ο Βαγγέλης Παληγιαννόπουλος, ο Γιάννης Μελισσινός, ο Ανδρέας Γκέκας, οι αδελφοί Κολοκοτσά, που παίζανε κιθάρες και μαντολίνα και τραγουδούσαμε. Τη χορωδία τη συμπλήρωνε η υψίφωνος Ρηνούλα και ο βαρύτονος Πάνος Χατζόπουλος.

Στο  L’ Ηospice καθημερινά τ’ απογεύματα, μετά τα συνηθισμένα και απαραίτητα διαβάσματα του σχολείου, γινόντουσαν οι πρόβες της μαντολινάτας και της χορωδίας, για να είμαστε έτοιμοι για το Σαββατοκύριακο ξεφάντωμα. Το Σάββατο το βράδυ γινότανε το καθορισμένο πάρτυ από όλα τα μέλη του L’ Ηospice αφού προηγουμένως βάζαμε ρεφενέ και ανελάμβανε εναλλάξ κάθε οικογένεια να ετοιμάσει τους μεζέδες και το κρασί, απαραίτητα για το χορό, το τραγούδι και τη διασκέδαση που επακολουθούσε. Εκτός από τη χορωδία και τη μαντολινάτα, στα διαλείμματα μας ξεκούραζε κι ένα γραμμόφωνο της εποχής εκείνης που μας το έφερε η οικογένεια Χατζοπούλου.

Πολλά Σαββατόβραδα, η μαντολινάτα και η χορωδία έκανε και περιοδεία στην πόλη. Αφού τρώγαμε πρώτα στα σπίτια μας, συγκενρωνόμασταν στο L’ Ηospice και αφού παίρναμε τα όργανα, πηγαίναμε πίσω και δεξιά από το πάρκο του Παπαστράτου που ήταν η εξοχική ταβέρνα του Γκράβαλου με τη μεγάλη κληματαριά. Εκεί, αφού πίναμε τα κανονισμένα ποτηράκια μας με λίγα μεζεδάκια, αν και τις περισσότερες φορές μας τα κερνούσαν οι θαμώνες-παίζαμε 4-5 τραγουδάκια και γι’ αυτούς και μετά ξεχυνόμασταν σε προκαθορισμένα σταυροδρόμια της πόλης, όπου μελωδικά κάναμε τις κανταδίτσες μας. Τελευταίος σταθμός η πλατεία Χατζόπουλου. Εκεί λέγαμε τα τελευταία τραγουδάκια μας και διαλυόμασταν ήσυχα κι ευχαριστημένοι από την επιτυχία της καντάδας μας.

Το ρεπερτόριό μας το αποτελούσαν τα πιο όμορφα και ρομαντικά τραγούδια της εποχής εκείνης, όπως: «Ίσως μια μέρα να με θυμηθείς» | «Κλαις όταν σκεφθείς ότι μπορείς» […] και πολλά άλλα.

Ήταν παλιές νοσταλγικές καντάδες, που υμνούσαν τη ζωή, τη χαρά και τον έρωτα, που τώρα πια δεν υπάρχουν στην τωρινή εξέλιξη. Έμειναν μακρινές αναμνήσεις και νοσταλγίες. Στην εφηβική εκείνη ηλικία διαμόρφωσαν το χαρακτήρα της μετέπειτα ζωής μας.

Παράλληλα με το καλλιτεχνικό γκρουπ, ωρίμασε σιγά-σιγά η σκέψη να εκδώσουμε και μια φιλολογική εφημερίδα. Την ονομάσαμε «Σάλπιγγα». Ήταν δισέλιδη, χειρόγραφη και εκδιδόταν σε δέκα περίπου αντίτυπα, που τα μοιράζαμε δωρεάν στα μέλη του L’ Ηospice. Σ’ αυτή γράφανε ο Πάνος Χατζόπουλος, που είχε και «φλέβα ποιητική» από το θείο του, ποιητή Κώστα Χατζόπουλο, ο Βαγγέλης Παληγιαννόπουλος, ο Γιάννης Μελισσινός, ο Σπύρος Γερολυμάτος, ο Κώστας Χρυσικόπουλος και άλλοι. Γράφαμε άρθρα, ρεπορτάζ, διηγήματα, ποιήματα και άλλες επιφυλλίδες. Η διάρκεια της έκδοσης κράτησε μέχρι την αρχή της Κατοχής. Θα σας θυμίσω ένα σουρεαλιστικό ποίημα που γράφτηκε τότε στη Σάλπιγγα: «Πέντε έξι μάτσα σέλινα με ζάχαρη δεμένα | μες του κουτιού της ευθυμιάς στην άκρη στριμωγμένα | παράδερναν τις θύμησες στου βράχου την αρένα | κι έλεγαν, πώς θα ξεκινούν του μέλλοντος τα τρένα. | Δίπλα ένα καφόμπρικο, λες και το γαργαλούσαν | κι από ηδονή το αίμα του, εκόχλαζε εκεί πέρα | μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα».

Μετά πλάκωσε η αβάσταχτη σκλαβιά. Ποιος τότε είχε μυαλό για φιλολογικές και λογοτεχνικές καμπάνιες. Κύριος και βασικός σκοπός το ψωμί και η λευτεριά. Και μας, τα νιάτα τότε της Ελλάδας, δε μας άφησε αδιάφορους και μακριά η επιταγή αυτή. Ξύπνησε μέσα μας ο πατριωτισμός και το εθνικό μας ένστικτο. Η παράδοση και η προσταγή των προγόνων μας. Ενστερνιζόμενοι με τις αρχές αυτές, πολλοί από μας, οι περισσότεροι μπορώ να πω, βρεθήκαμε γρήγορα μέσα στις γραμμές και τις τάξεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Ενεργά ως μέλη ή στελέχη με την ατσάλινη νεανική ορμή μας, βάζαμε ένα βοτσαλάκι στην ηρωική Εθνική Αντίσταση.

Το L’ Ηospice, έμελλε να γίνει βασική γιάφκα του αγώνα κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους. Γρήγορα προμηθευτήκαμε γραφομηχανή και πολύγραφο και στήσαμε το πρόχειρο τυπογραφείο μας. Βασικά την ομάδα αποτελούσαν ο Πάνος Χατζόπουλος, ο Βασίλης Σαλάκος-μεγαλύτερος αδερφός του Χρήστου, που κρέμασαν στην πλατεία του Αγρινίου τη Μ. Παρασκευή του 1944 οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, ο Βαγγέλης Παληγιαννόπουλος και ο Σπύρος Γερολυμάτος.

Αποβραδίς, ο Βασίλης Σαλάκος με το ραδιόφωνο που είχε στο σπίτι του, έπιανε τις ειδήσεις από το BBC του Λονδίνου -αν και απαγορευόταν αυστηρά- και το πρωί στο L’ Ηospice τυπωνόταν στον πολύγραφο το «Ημερήσιο Δελτίο Πληροφοριών», όπως το λέγαμε, και μοιραζόταν κρυφά στα μέλη των πολιτικών οργανώσεων ΕΑΜ-ΕΠΟΝ για να διαφωτίζονται για τις πολιτικοστρατιωτικές ειδήσεις του πολέμου που μαίνονταν στην Κεντρική-Ανατολική Ευρώπη και Αφρική.

Η δράση του L’ Ηospice σ’αυτόν τον τομέα κράτησε από το 1941 έως το 1943, οπότε για ευνόητους λόγους μεταφέραμε το τυπογραφείο στην ελεύθερη Ελλάδα για να συνεχισθεί ο αγώνας εκεί.

 

Φωτογραφία: (αριστερά) Γεωργία Παληγιαννοπούλου-Καλλίνου, μέλος του L’ Ηospice και (δεξιά) Μαρία Φέρλα-Μπέικου
Πηγή φωτογραφίας: olviapapailiou.wordpress.com

AgrinioStories