Κατερίνα Γώγου:
«Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο,
που καίγεται από μόνος του»
- επιμέλεια κειμένου:
Λευτέρης Τηλιγαδας
Βιογραφία
Η Κατερίνα Γώγου (1940-1993) ήρθε και έφυγε από αυτόν τον κόσμο ελεύθερη. Αναλλοίωτη από τα προτάγματα της καλλιτεχνικής ελίτ, παρέμεινε η ατίθαση επαναστάτρια, γεμάτη έως το τέλος με οργή ενάντια σε κάθε λογής κατεστημένο. Πλημμυρισμένη από αναρχικές ιδέες, έκανε παρέα με τους «περιθωριακούς» της εποχής, που σύχναζαν στην ιστορική πλατεία Εξαρχείων. Η ποίηση της αποτέλεσε ο καθρέφτης του μίσους ενάντια στους κανίβαλους αυτού του κόσμου, ενώ από από την άλλη ήταν κρυστάλλινο νερό αγάπης για αυτούς που η κοινωνία έβλεπε ως «περίεργους», «διαφορετικούς» και «φρικιά», δίνοντας τους φωνή να ακουστούν σε όλο τον κόσμο.
Ένα κορίτσι, μόλις 5 ετών, η Κατερίνα, κατάφερε να μαγνητίζει τα βλέμματα όσων την έβλεπαν στην παιδική θεατρική σκηνή. Μεγαλωμένη σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, αλλά ιδιαίτερα υποστηρικτικό στο πάθος της για την υποκριτική. Σπούδασε στην δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη, μία εκ των κορυφαίων της Αθήνας.
Με όπλο την άγρια μοναδικότητα της προσωπικότητας της, έκανε την εμφάνιση της στην θεατρική παράσταση «Ο κύριος πέντε τοις εκατό» υπό την αιγίδα του θιάσου του Ντίνου Ηλιόπουλου. Ακολούθησε η συμμετοχή της και σε άλλα θεατρικά δρώμενα όπως στην παράσταση «Φαγκότο» το 1977, «Φιλούμενα Μαρτουράνο», το 1978.
Η επόμενη στάση της ήταν η 7η τέχνη. Πήρε μέρος στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», παρέα με την Αλική Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμηχαήλ, τον Ορέστη Μακρή και πλήθος ακόμα σημαντικών ηθοποιών, «Γάμος αλά ελληνικά», «Η ωραία του Κουρέα», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» , «Ο άλλος». Μέσα από την ερμηνεία της στην ταινία «Το βαρύ πεπόνι», ξεχώρισε για το υποκριτικό της ταλέντο, κερδίζοντας το βραβείο Α’ Γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, η τελευταία «καλλιτεχνική» και μακρόχρονη στάση της ήταν η ποίηση. Η Γώγου, αφοσιώθηκε στην βιωματική ποίηση, την αντισυμβατική, την αντίθετη σε μικροαστικές αντιλήψεις, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που η κοινωνία κοίταγε αφ’ υψηλού, επειδή απαρνήθηκαν έναν στημένο κόσμο, ο οποίος τους είχε απαρνηθεί ήδη. Η ποιητική της συλλογή, «Τρία Κλικ Αριστερά», την οποία εξέδωσε εν ζωή, άγγιξε τα 40.000 αντίτυπα, τιτάνιος αριθμός για την εποχή αγγίζοντας την δημοτικότητα της ποίησης του Ελύτη και του Ρίτσου. Επίσης, μεταφράστηκε στα αγγλικά “Three clicks left” από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983 (εκδόσεις “Night Horn Books” – San Francisco). Άλλες σημαντικές ποιητικές της συλλογές που εκδόθηκαν όσο βρισκόταν εν ζωή αλλά και μετά θάνατον ήταν «Το Ιδιώνυμο», «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε», «Πάνω κάτω η Πατησίων» -μεταξύ πολλών ακόμα-.
Η Κατερίνα Γώγου, δεν απαρνήθηκε ποτέ τα πιστεύω της στον βωμό της αριστείας. Μεγάλωσε στα Εξάρχεια και άφησε την τελευταία της πνοή στις γειτονίες του κέντρου που αγάπησε και την αγάπησαν, που την έκαναν κομμάτι τους και συνέδεσαν το όνομα της με την «ποιητική εκπροσώπηση» της αναρχικής ιδεολογίας. Κάθε λέξη των ποιημάτων της, μας κάνουν ξεκάθαρη την «πίστη» της στην ελευθεριακή ιδεολογική της σκέψη, η οποία προάγει την ελευθερία των ατομικοτήτων, την δίψα για ζωή, τον έρωτα, την σφοδρή κριτική ενάντια σε κάθε είδους εκμετάλλευση, την πάλη για έναν κόσμο απελευθερωμένο από επιφανειακά πρότυπα.
Σε πρώτο πρόσωπο
«Αν δεν έγραφα θα βούιζαν τα αυτιά μου»
«Δεν είχα ξαναγράψει βιβλία, δεν είχα σκεφτεί να γράψω βιβλία, αλλά όταν καθόμουν μες τη φτώχεια σε ένα άδειο σπίτι και σπάγαν τα μολύβια, και σπάγαν από μόνα τους όταν έγραφα, ήμουνα σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να φύγει, δεν είναι δικό μου. Δεν μου ανήκει.. Ήμουν ένα κορίτσι που έτρεχε στις διαδηλώσεις και έκανε ταινιάκια. Αυτό ήμουν. Και ξαφνικά ξεκίνησα να γράφω».
«Στη Γη είναι όλα παλιά. Έχουν ειπωθεί όλα. Εκείνο που σώζει τον άνθρωπο σε ένα βαθμό είναι η Τέχνη. Και η Τέχνη δεν γίνεται από μια μικρή κάστα ανθρώπων, είτε “διανοούμενων”, είτε “λαϊκών”, που την καθοδηγεί και, την εκφράζει και τελικά τη λυμαίνεται, με το πρόσχημα ότι αυτοί είναι που ξέρουν κι οι άλλοι όλοι είναι πρόβατα. Τέχνη σημαίνει έρωτας. Κι ο έρωτας είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων. Έρωτας σημαίνει ν’ αγαπήσεις παράφορα τον στραπατσαρισμένο εαυτό σου, γιατί μονάχα έτσι θα αγαπήσεις τον δίπλα σου. Και έρωτας είναι η επιθυμία. Επιθυμία για ζωή, για τραγούδια, για σένα και για όλους. Και είναι η επιθυμία τέχνη επαναστατική με την αλήθεια του όρου, γιατί δεν σηκώνει “επιτρέπεται” και “απαγορεύεται”. Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο τέχνης απ’ τον άνθρωπο που περπατάει ολομόναχος μέσα στο χρόνο με οδυνηρές συγκρούσεις μέσα του. Πράξη κι όνειρο, ατομικό και κοινωνικό, μαύρο κι άσπρο. Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του. Κι η Τέχνη, σαν άρρωστος και γιατρός μαζί».
«Έγραφα για να μην τρελαθώ, για να μην αυτοκτονήσω.Όποιος γράφει, δίνει. Δεν παραπονιέμαι που δεν πήρα τίποτα σαν αντάλλαγμα. Κανείς δεν μου χρωστάει. Γράφω για να απαλλαγώ απ’ αυτήν την κοτρόνα που με πλακώνει. Αν δεν έγραφα θα βούιζαν τα αυτιά μου. Αν δεν κάνω αυτήν την κίνηση, αν δεν αραδιάσω λέξεις πάνω σ’ αυτό το λευκό χαρτί για να το ζωντανέψω, θα μπορούσα να κάνω πράγματα φρικιαστικά και αδιανόητα. Κι αυτό το φοβάμαι, δεν το θέλω. Αν και καμιά φορά, τις νύχτες γοητεύομαι μ’ αυτούς που διάλεξαν τον δρόμο χωρίς επιστροφή, τον δρόμο των εξαίσιων και ανεπανάληπτων χειρονομιών… Καλά τα λέω;».
«Και το κουκούτσι το κρυμμένο το βρήκες. Είναι εκεί. Κάτω από τις έννοιες και τις λέξεις. Εκεί που χουχουλιάζει για να μην κρυώνει η ψυχή του ποιητή. Και τη φυλάει την ψυχή του όχι γι’ αυτόν αλλά για όλους μας. Η τέχνη αγαπάει τον άνθρωπο. Αγαπάει τη ζωή. Με έρωτα βαθύ, απεγνωσμένο. Ο ποιητής είναι ο ενδιάμεσος».
Αλήθεια είναι. Και την αλήθεια όταν την ονοματίζεις παύει να είναι απελπιστική. Είναι σαν να ξορκίζεις το κακό. Αυτό που λες εσύ απελπισία για μένα ήταν απελευθέρωση. Δεν θα μπορούσα σήμερα να γράψω το Τρία Κλικ Αριστερά. Το Κλικ ήταν σε μια εποχή οριακή, αγωνιστική, επαναστατική. Υπήρχε μια έξαρση, όλοι πιστεύαμε ότι μπορούμε, και καλά κάναμε δηλαδή και το πιστεύαμε. Κι εγώ πιστεύω τώρα με την ίδια δύναμη, αλλά αλλιώς, κι έχω τις ίδιες ηθικές αξίες μέσα μου. Δηλαδή όπως σε ένα στίχο που λέω «στάθηκα στη σιωπή, να ακούσω τη σιωπή μου». Πρέπει να το κάνουμε όλοι μας. Με βάζεις τώρα να κάνω τη δασκάλα, που τάχα τα ξέρει όλα. Αν πάντως πιστεύουν κάποιοι ότι μ’ αυτό το βιβλίο έσπασα και δεν είμαι ο βράχος που ήθελαν, ίσως… Τώρα μπορώ περισσότερα. Τώρα μπορώ πιο καθαρά να αγαπήσω τον άνθρωπο. Τώρα είμαι πιο καθαρή όταν λέω εμείς.