Kαίγεται το βήσαλο!

Kαίγεται το βήσαλο!
Μια (μυθ)ιστορία για τον Αύγουστο του ’44 στην Τριχωνίδα

  • Ένα διήγημα του
    Δημοσθένη Γ. Γεωργοβασίλη

Δεκαεφτά του Αλωνάρη 1944. Κυνικά καύματα και η ζωή, ντάλα μεσημέρι, έμοιαζε παράλυτη. Το χώμα της πύρωνε σαν καμίνι και το τραγούδι των τζιτζικιών έδινε την αίσθηση πως ο τόπος κοχλάζει. Ο Μήτσιος ο Καλιαντέρης, που αλώνιζε με τα δυο του άλογα το σιτάρι κάποιων συγχωριανών, μη μπορώντας να συνεχίσει, πότισε στη λίμνη τ’ άλογά του, τα έδεσε στον ίσκιο, τους έριξε χλωρό τριφύλλι και ήρθε στην πηγή να δροσιστεί. Στον ίσκιο του θεόρατου πλάτανου, που στη ρίζα του ανάβλυζε το νερό, μια συντροφιά από καμιά τριανταριά νοματαίους άκουγαν με προσοχή το γέροντα Βαγγέλη Καρύτσα. Βλέποντάς τον ο Μήτσιος ο Καλιαντέρης ξαφνιάστηκε:

-Αειά, ορέ! Τι χαλεύει ο αλεπού στο παζάρι! Ή μα και με γελάνε τα μάτια μου! Ο γερο-Καρύτσας στο καμποχώρι! Τι σας μολογάει ορέ; Αυτός δεν ξέρει να λέει τίποτις άλλο από συμφορές! Από τους δυο προφήτες που έβγαλε ο τόπος μας, τον Πατροκοσμά και τον Καρύτσα, ο πρώτος ήξερε να προφητεύει πάντα τα καλά, ενώ τούτος εδώ ούλο τα κακά βλέπει.

-Έλα Μήτσιο, κάτσε κι εσύ και θα μάθεις! τον κάλεσε ο δάσκαλος ο Θανάσης Παπατσιγάρας, σαραντάρης, γενειοφόρος, που φορούσε ακόμα τη σκούφια του αντάρτη και τη ζώνη του πολεμιστή, ενώ δίπλα του μέσα σε θήκη είχε απιθώσει το βιολί του, που δεν το αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο του.

– Καλώς το Μήτσιο! αποκρίθηκε ο γέροντας, αδερφοποιτός του μακαρίτη του Θανάση Καλιαντέρη, πατέρα του Μήτσιου.

Ο Καρύτσας ήταν τώρα ογδοντάρης και βάλε, κοντόσωμος αλλά κα-λοστεκούμενος, με μάτια που σπίθιζαν, μουστάκι που ήταν γυριστό σαν κέρατα δαμαλιού και με φουστανέλα, σελάχι και πλουμιστή γκλίτσα. Καθόταν στη μέση της παρέας στο σαμάρι του μουλαριού, πάνω το οποίο τον κουβάλησε ο δάσκαλος, από το ορεινό χωριό του, τα Λιγόστιανα. Παράμερα το μουλάρι στον ίσκιο συκιάς μασουλούσε χλωρές καλαμποκιές. Οι άλλοι καθισμένοι ανακούκουρδα, σταυροπόδι ή ξαπλωμένοι, άνδρες κάθε ηλικίας και μαζί τους μια γυναίκα, η Ζακυνθινή δασκάλα, η Ευτυχία Χαριτάτου, που της άρεσαν πιο πολύ οι αντρίκειες συντροφιές των μορφωμένων. Μαζί ένας δικηγόρος, ένας οδοντίατρος, ένας γεωπόνος, ένας εφοριακός και κάποιοι άλλοι, που διάβαζαν εφημερίδες και μάθαιναν τα νέα της εποχής.

Ο γερο-Καρύτσας είχε τη φήμη σοφού ανθρώπου. Ήξερε να μαντεύει τα μελλούμενα από το πέταγμα και το κρώξιμο των πουλιών, από τις κινήσεις εντόμων, ήξερε να θεραπεύει αρρώστιες με διάφορα βότανα, ήξερε την ψυχοτροπική δράση πολλών χορταριών, μα πάνω από όλα γνώριζε να εξηγεί την πλάτη του ψημένου σφαχτού.

Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου το 1940 ο γερο-Καρύτσας ήταν προσκαλεσμένος από κάποιους γνωστούς του στο πανηγύρι στη Ντουγρή. Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια και τα κλαρίνα αντηχούσαν στα γύρω χωριά και πέρα από τη λίμνη μέχρι τη Μποτίνου και το Καλφινίκι. Κοντά στα μεσάνυχτα έδωσαν στο γέροντα το κόκαλο να τους πει τι βλέπει. Ο γερο-Καρύτσας άνοιξε το σελάχι του και έβγαλε με τα δυο δάχτυλα μια πρέζα τριμμένο χορτάρι, το έχωσε στο στόμα του κι άρχισε το μάσημα. Σε λίγο σήκωσε την πλάτη στο φως από το γκαζολίνι, το κοίταξε για λίγο και έσκυψε βαθιά το κεφάλι. Οι γύρω του σιωπούσαν. Κάποτε ανασηκώθηκε και με αγριεμένο πρόσωπο τους είπε

– Γλιέπω μεγάλα μαύρα σύγνεφα, μαύρους καπνούς, σεισμούς, τρανταγμούς,, απέραντους τάφους. Μεγάλο κακό πλακώνει τη γης μας! Γιομίστε μου ξανά και ξανά την κούπα, θέλω να πιω, να θολώσει ο νους μου, και μακάρι να μην ζήσω και τα ιδώ ούλα τούτα τα φοβερά!.

Όσοι τον άκουσαν πάγωσαν. Οι άλλοι, οι ανίδεοι, διασκέδαζαν μέχρι τα χαράματα. Την άλλη μέρα, κι ενώ τα ψητά στριφογύριζαν πάνω στη φωτιά για το γιόμα, ήρθε κάποιος από το διπλανό χωριό κι έφερε το μαντάτο: Στην Τήνο, είπε το ραδιόφωνο, κάποιοι βούλιαξαν με τορπίλες το πλοίο μας την «Έλλη», που είχε μεταφέρει εκεί τους επίσημους του κράτους για το πανηγύρι της Παναγιάς. Κοίτα μωρέ! Δεν είχαν περάσει καλά – καλά δώδεκα ώρες και η προφητεία του γερο-Καρύτσα είχε επαληθευτεί. Από τότε το όνομά του έγινε θρύλος.

Ο γέροντας, για να γλιτώσει από τον κόσμο, έφυγε από το χωριό του και κόνεψε σαν ερημίτης σε μια καλύβα στην άκρη του αμπελιού του, στα ριζά του βουνού. Εκεί τον συναντούσε συχνά πυκνά ο δάσκαλος ο Παπατσιγάρας, του έπαιζε παλιά τραγούδια στο βιολί και συνομιλούσε ολόκληρα βράδια μαθαίνοντας απ’ αυτόν τον αγράμματο τη σοφία του κόσμου. Εκεί του είχε πει ο γέροντας πώς η λευτεριά μας από τη μαύρη και την κόκκινη λέπρα, που είχε πλακώσει τον τόπο, θα έρθει, όταν στη λίμνη φανεί να καίγεται το βήσαλο.

– Και πότε θα γίνει αυτό, γέροντα; Τον ρώτησε ο δάσκαλος ένα βράδυ στα μέσα του θεριστή.

Ο γερο-Καρύτσας δίστασε για λίγο. Ξεροκατάπιε, έστριψε το μουστάκι του και μίλησε έτσι:

– Το βήσαλο θα ξαναφανεί, όταν βρουχηθή η ρούσα αρκούδα του βορά και με τα νύχια της ξύσει την πέτσα της μαύρης λέπρας, αφήνοντας την κόκκινη να την γρατσουνίσει αργότερα η γλύκα του ζαχαροκάλαμου. Κι αυτό θα γίνει, όταν σε λίγο θα μας δώσει ο Πανάγαθος μήνυμα. Ξέρεις τι μολογούσαν οι παλιοί; Ο Πατροκοσμάς, νέος ακόμα, ανήμερα της Αγια-Μαρίνας, στάλισε τα πρόβατα του πατέρα του στον ίσκιο του πουρναριού και ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του για το μεσημεριανό υπνάκο. Από καιρό άκουγε μέσα του έντονα και καθαρά μια μυστική φωνή: «Κοσμά, το Γένος για να λευτερωθεί χρειάζεται φως, να φέξει στα μυαλά των ραγιάδων. Ραγιάδες θα πει στη γλώσσα μας «πρόβατα». Σήκω, άφησε τούτα τα ζωντανά και πάρε το δρόμο για την λευτεριά των άλλων ζωντανών, των δικών σου ραγιάδων. Σε είπαν Κοσμά, γιατί ο θεός σε προόρισε για τον κοσμάκη». Από τότε το βήσαλο δεν ξαναφάνηκε στη λίμνη. Τώρα όμως ακούω κι εγώ την ίδια φωνή: «Βαγγέλη Καρύτσα, τούτη τη χρονιά θα ιδείς το βήσαλο καταμεσής στην Τριχωνίδα!». Έτσι κι εγώ ετοίμασα κατάραχα, στη αυλή του Αϊ-Γιωργιού, στο πέρα χωριό, την κοτρώνα, απ’ όπου θέλω ν’ αγναντεύω ολόκληρη τη λίμνη.

– Μα αν είναι έτσι, σήκω, τι κάθεσαι; Πάμε πιο κοντά στη λίμνη να ιδούμε μαζί καθαρότερα το θαύμα ανήμερα της Αγια-Μαρίνας. Τον παρακάλεσε ο δάσκαλος. . .

– Βλέπετε, ο δάσκαλος από δω θυμήθηκε την κουβέντα μας πάνω στα Λιβόστιανα και σήμερις μ’ έφερε με το στανιό εδώ κάτω. Να ιδούμε από σιμότερα το μέγα θάμα, όπως είπε. Κι όπως λέει, σας μάζεψε εδώ ούλους εσάς, για να είστε μάρτυρες ότι ο Καρύτσας δεν βλέπει φαντάσματα. Το βήσαλο θα καεί σήμερα, ανήμερα της Αγια-Μαρίνας.

-Και τι είναι αυτό το βήσαλο; Αυτή την κουβέντα την ακούω για πρώτη φορά. Είπε ο Νίκος ο Κολοκύθας, αλάθητος κυνηγός και σπουδαίος χωρατατζής.

– Το ίδιο κι εγώ, κι εγώ, κι εγώ, συμφώνησαν δυο τρεις άλλοι. Το ενδιαφέρον ήταν ζωηρό. Και η δασκάλα η Ευτυχία ανέλαβε να τους ενημερώσει:

– Εγώ από μικρό κορίτσι άκουγα στην Κεφαλλονιά τη γιαγιά μου να ορμηνεύει τη μάνα μου πώς να γιατρέψει την πλάτη του πατέρα μου από τον πόνο: «Βαλ’ του στην πλάτη ένα πυρωμένο βήσαλο, να του περάσει ο πόνος», έλεγε. Μα και το γείτονά μας, τον σιορ Νιόνιο, τον άκουγα να λέει για τον αδερφό του τον ξενιτεμένο στην Α-μερική: «Ο φρατέλος μου στο Αμέρικα χώνει βήσαλα και βγάνει καρβέλια». Δηλαδή με τιποτένια πράγματα κερδίζει πολλά δολλάρια. Κι ακόμα θυμάμαι τη γριά Μαντένια να καταριέται το μπακάλη Σαντονήγο, που πανώγραφε στα τεφτέρια του τα χρωστιμιά της: «Να μην του μείνει βήσαλο!»•πα να πει να καταστραφεί ολοσχερώς η περιουσία του. Όπως καταλαβαίνετε τώρα, βήσαλο, λέμε στη Ζάκυθο και στην Κεφαλλονιά το κεραμίδι, το τούβλο.

-Καλά όλα αυτά, δασκάλα, είπε ξύνοντας τη φαλάκρα του ο Πάνος ο Λαμπόγυαλος, που ως δικηγόρος ήθελε να αναζητεί στη σκέψη πάντοτε τον αποχρώντα λόγο. Ποια σχέση έχει το τούβλο με την Αγία Μαρίνα; Εσύ, γέροντα, τι ξέρεις γι’ αυτά;

– Εγώ δεν ξέρω τίποτις. Δεν ξέρω γράμματα κι ούτε ταξίδεψα ποτέ μου μακριά σε άλλους τόπους. Τη λέξη βήσαλο την ξέρω, όπως σας είπα, από τους παλιούς. Όσο για τη σχέση του βήσαλου με την Αγια-Μαρίνα, εδώ είναι ο Παπαπερικλής κι ας μας εξηγήσει η αφεντιά του.

Ο παπάς, που μέχρι τώρα άκουγε σαν μικρό παιδί, αιφνιδιάσθηκε. Χούφτωσε τα μακριά του γένια, έβγαλε το καλυμμαύχι του και κάρφωσε το βλέμμα του μακριά μέσα στη λίμνη.

– Η Μαρίνα, που λέτε, αδελφοί μου, ήταν δώδεκα χρονών, όταν γνώρισε τον χριστιανισμό. Ο πατέρας της ήταν ιερέας ειδωλολάτρης. Το κορίτσι ήταν πανέξυπνο, πανόμορφο και πολύ φρόνιμο. Σαν έγινε δεκαπέντε χρονών, το ερωτεύθηκε ο έπαρχος της Αντιόχειας, κάπου μακριά στη Μικρασία, κι ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Όμως εκείνη δεν τον ήθελε, γιατί ήταν ειδωλολάτρης και πολέμιος του χριστιανισμού. Του εξήγησε λοιπόν τίμια το λόγο της άρνησής της. Εκείνος πληγωμένος για την απόρριψη μαρτύρησε τούτο το μυστικό στον πατέρα της και στις αρχές του τόπου. Ο πατέρας της την έδιωξε και οι αρχές την περίλαβαν και τη βασάνιζαν, για να μετανιώσει. Τα μαρτύρια της Μαρίνας είναι τόσο φρικτά και ατέλειωτα, που έπρεπε να έχω μαζί μου το Συναξάρι της εκκλησίας, για να σας διαβάσω να ακούστε και να φρίξτε. Μεγάλη η χάρη της σήμερα και πάντοτε, είπε ο παπάς και σταυροκοπήθηκε.

Και ο Πάνος ο Λαμπόγυαλος επιμένει:

-Η Μαρίνα, το πέλαγο και η λευτεριά. Ασύνδετα πράγματα! Δεν νομίζετε; στράφηκε προς τους άλλους γραμματισμένους.

-Δεν φαίνεται έτσι, είπε ο δάσκαλος ο Παπατσιγάρας, στρίβοντας σε καλαμποκόφυλλο τον καπνό του τσιγάρου του.

Ο γέροντας έβγαλε από το σελάχι του τον πριόβολο και το στουρνάρι, άναψε την ίσκα, έβαλε στο τσιμπούκι του φωτιά, έδωσε και του δάσκαλου ν’ ανάψει. Ο δάσκαλος τράβηξε δυο ρουφηξιές και εξήγησε:

-Εγώ όμως θέλω να βλέπω κάτω από όλα τούτα μια πολύ στενή σχέση. Ακούστε με: «Μαρίνα» δεν είναι δική μας λέξη, αλλά ξένη. Θα πει «θαλασσινή». Βγαίνει από τη λατινική λέξη «μάρε», που θα πει «θάλασσα». Θαλασσινή είναι και η δική μας χώρα. Κοίτα στο χάρτη και θα ιδείς. Παντού ακρογιαλιές, αναρίθμητα νησιά σ’ όλο το πέλαγος. Δεν είναι τάχα και η δική μας χώρα τόσο βασανισμένη, όπως είπε κι ο Παπάς για την Αγία Μαρίνα; Και γιατί τη βασανίζουν; Γιατί θέλουν να της πάρουν την πίστη της, που είναι όλα τούτα τα βουνά, τούτα τα αγιασμένα βράχια. Τα βράχια και οι θάλασσες έσωσαν και σώζουν τούτο λαό από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Πάνω στα βουνά, στα απόκρημνα βράχια δεν σώζεται σήμερα η τιμή της πατρίδας μας από τους αντάρτες; Εδώ κοντά είναι η Γουρίτσα. Πριν από ένα χρόνο εκεί δεν βρήκαν πάνω στη μάχη το θάνατο εκατό σαράντα Γερμανοί;

-Καλά, δάσκαλε, μπορεί να είναι κι έτσι. Αλλά πώς εξηγείται τούτο το θαύμα; Μέσα στη λίμνη, μέσα στο νερό φως και φωτιά; Γίνεται; Δεν είναι παράξενο; Ρώτησε ο Νικόλας ο Ανέραστος, οδοντίατρος και γεροντοπαλίκαρο εκ πεποιθήσεως.

-Ναι, παράξενο όσο κι ένα θαύμα. Μη ζητάς Κυρ-Νικόλα να εξηγήσεις το θαύμα. Αρκέσου να σου δοθεί η χάρη να το ιδείς. Παρατήρησε ο παπάς.

-Αν ειν’ αλήθεια ότι φαίνεται στη λίμνη τέτοιο φως, τότε δεν θα είναι καθόλου ανεξήγητο, είπε ο γεωπόνος της συντροφιάς, ο Θόδωρος ο Βλοχαΐτης. Το φαινόμενο δικαιολογείται ως φυσικό, όπως και ο αντικατοπτρισμός στην έρημο, που οι στρατολάτες βλέπουν συχνά οάσεις ή παράξενα πράγματα. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στη λίμνη, όταν είναι λάδι και η λάβρα του ήλιου την εξατμίζει. Το φαινόμενο αυτό το λένε στην Ευρώπη με το λατινικό του όρο «φάτα μοργκάνα».Έτσι δεν είναι δάσκαλε;

Ψηλά μέσα από τη φυλλωσιά του πλατάνου ένας κόρακας απόλυσε την κουτσουλιά του, που έτυχε να πέσει στο κεφάλι του γεωπόνου. Όλοι γέλασαν, μα πιο πολύ και τρανταχτά γέλασε ο Νίκος ο Κολοκύθας.

– Να, βλέπεις τώρα; Ο Θεός σε ανακαλεί στην τάξη. Μην αμφισβητείς το θαύμα! Θα πάθεις ό,τι έπαθε κι ιερέας των Τρώων ο Λαοκόωντας, που αμφισβήτησε το δώρο των Αχαιών στην Αθηνά. Θα βγουν από τη λίμνη δράκοντες και θα σε φάνε, μουρμούριζε ο Παπαπερικλής κοντά στον Θόδωρο το Βλοχαΐτη.

Μεμιάς τινάχτηκε απότομα όρθιος ο γερο-Καρύτσας, έβγαλε το σκούφια του κι ανατριχιάζοντας έδειχνε με το χέρι του κατά τη λίμνη.

-Το βήσαλο καίγεται, ιδέστο, το βήσαλο καίγεται!

Όλοι σηκώθηκαν διά μιας, αραίωσαν και κάποιοι βάζοντας το χέρι αντήλιο αγνάντευαν. Καταμεσής στο πέλαγο ένα εκτυφλωτικό φως σα μικρή μπάλα, σαν ένας μικρός ήλιος άστραφτε παιγνιδίζοντας πάνω στην επιφάνεια της λίμνης τη ρυτιδωμένη από τη αύρα, που μόλις άρχισε να κινείται.

– Έρχεται η λευτεριά μας, έρχεται η λευτεριά μας! Αναφώνησε ο Παπα-Περικλής. Ευλογημένος και δοξασμένος ο Ύψιστος!

Κι ο Κυρ-Νικόλας, που από ώρα κρατούσε σε ρολό μιαν εφημερίδα, την άνοιξε και είπε:

– Να και η προφητεία σου, γερο-Καρύτσα: Η αρκούδα του βορά βρουχήθηκε. Οι Ρώσοι τσάκισαν τους Ναζιστές και τους πήραν φαλάγγι. Σήμερα πέρασαν την Πολωνία και αύριο μπαίνουν στη Τσεχοσλοβακία. Οι Αμερικανοί με τους Καναδούς και τους Άγγλους άρχισαν την απόβαση στη Νορμανδία της Γαλλίας. Όλα τώρα, μα όλα είναι τόσο ξεκάθαρα. Η λευτεριά ξανάρχεται και σε τούτον τον τυραγνισμένο τόπο.

Ο Μήτσιος ο Καλιαντέρης μπήκε στην κουφάλα του πλάτανου, όπου μια γριά πριν από μέρες είχε στήσει τραπεζάκι και πουλούσε ρακί και λουκούμια στους επισκέπτες. Άρπαξε την τσίτσα με το ρακί, ήπιε πρώτος και τη γύρισε να πιουν κι άλλοι. Ο Δάσκαλος έβγαλε το βιολί του κι άρχισε να παίζει τον εθνικό ύμνο. Όλοι κάτω από τον πλάτανο έψαλαν με βαθιά συγκίνηση. «. . και σαν πρώτα αντρειωμένη, χαίρε, ώ χαίρε λευτεριά»!

 

Πηγή
Φωτογραφία: Μια φωτογραφία της Τριχωνίδας το 1923

AgrinioStories