Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: «Ο θάνατος είναι μια εμπειρία που δε σου μαθαίνει τίποτε»

Μπέργκμαν: «Όταν ο κινηματογράφος
δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο»

Ο Ίνγκμαρ

 

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα, αλλά μεγάλωσε στη Στοκχόλμη. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό και η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του (Η Έβδομη Σφραγίδα, Άγριες φράουλες, Η τριλογία της Σιωπής) και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει του εαυτό του.

Σε όλα τα βιβλία και τις συνεντεύξεις του ο Μπέργκμαν επιχειρεί μια προσέγγιση της σχέσης των ταινιών του με την προσωπική του ζωή. «Σκέφτομαι ότι είμαστε το σύνολο αυτών που έχουμε διαβάσει, που έχουμε δει, που έχουμε βιώσει. Δεν πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες γεννιούνται εν κενώ! Είμαι μια μικρή πέτρα ενός μεγάλου οικοδομήματος, εξαρτώμαι από καθένα εκ των στοιχείων αυτού του οικοδομήματος, των δίπλα, των πάνω, των κάτω». Αλλά ποια είναι αυτά που διάβασε, είδε και βίωσε ο μεγάλος σκηνοθέτης;

Κατ’ αρχήν, το γεγονός ότι ήταν γιος ενός λουθηρανού πάστορα έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη σύλληψη και το σκεπτικό των ταινιών του. Το οικογενειακό περιβάλλον ήταν έντονα θρησκευτικό και σύμφωνα με αυτό η Εκκλησία ήταν υπερασπιστής της ηθικής – ενός ιδιότυπου ασκητισμού. Ο φόβος των τιμωριών και οι ταπεινώσεις κατά την παιδική ηλικία του Μπέργκμαν οδήγησαν σε μια αποφασιστική αντίληψη για τη χριστιανική θρησκεία: «Οι τιμωρίες ήταν επιβαλλόμενες μ’ έναν τελετουργικό τρόπο (…) είχαμε πάντα φόβο», λέει ο ίδιος.

Όταν ο νεαρός Μπέργκμαν βγήκε από το προστατευμένο αστικό του περιβάλλον, βρήκε απέναντί του μία βίαιη πραγματικότητα από την οποία ο Θεός απουσίαζε. Αυτή η σιωπή του Θεού τού ήταν ανυπόφορη. Το αίσθημα της εγκατάλειψης τον οδηγεί μέχρι την άρνηση της ύπαρξής του. Έτσι, η χριστιανική θρησκεία ενώ συνιστά τη βάση του ψυχοδιανοητικού του σύμπαντος, είναι συγχρόνως και το αντικείμενο της απέχθειάς του.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μπέργκμαν: «Αφομοίωσα τον χριστιανισμό μαζί με το μητρικό γάλα, βγήκα από έναν συντηρητικό χριστιανικό κόσμο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι έκδηλο πως ορισμένα αρχέτυπα παρέμειναν στο βάθος της συνείδησής μου, και ότι κάποιες γραμμές, κάποια φαινόμενα, ορισμένες συμπεριφορές είναι ταυτόσημες με τη χριστιανική αντίληψη».

 

Σε πρώτο προσωπο

 

Ο πατέρας μου ήταν ιερέας. Μεγάλωσα με την έννοια της αμαρτίας, με την σημασία της τιμωρίας, με την ευχή της συγχωρέσεις. Έζησα από παιδί τον φασισμό που πηγάζει από ένα αυστηρώς ιεραρχικό σύστημα. Ήταν αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Πιστεύω ότι ο φασισμός δεν αφήνει περιθώρια για έναν Σπάρτακο.

Η βουβαμάρα διαφέρει απ´ τη σιωπή. Στη μια περίπτωση θέλεις να μιλήσεις, αλλά έχει χαθεί η φωνή σου. Στην περίπτωση της σιωπής έχεις φωνή, αλλά προτιμάς να μη μιλήσεις. Η βουβαμάρα είναι ένα άδειο ψυχοπλακωτικό δωμάτιο. Η σιωπή είναι ένας κήπος όπου ανθούν χιλιάδες συναισθήματα και η μυρωδιά τους σου σπάει τη μύτη.

Από παιδί υποφέρω από σωματικούς πόνους. Τα έντερα μου πάντα σαμποτάριζαν ό,τι προσπαθούσα να κάνω. Αυτή ήταν η τυραννία μου από παιδί ή μάλλον η αναπηρία μου. Στο σχολείο έφτανε μόνο η απειλή να με συλλάβει ο καθηγητής αδιάβαστο για να τα κάνω πάνω μου.

Όνειρα υπάρχουν για να κινητοποιούν την ακινησία της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα είναι εκπληκτική. Αν δεν υπήρχαν τα όνειρα, θα ήταν ανυπόφορη.

Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Εγώ προσπάθησα να κινηθώ στο χώρο των ονείρων, αλλά σπανίως το κατάφερα. Ο σκηνοθέτης που το κατάφερε απόλυτα ήταν ο Ταρκόφσκι, ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών.

Ο κινηματογράφος είναι αρρώστια. Εξαιτίας του δεν μπορούσα ποτέ να ζήσω ήσυχα. Μόλις τελείωνα μια ταινία, έπεφτα του θανατά. Όταν έμπαινα στα στούντιο για να αρχίσω καινούργια, τα έντερα μου στασίαζαν. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…

 

 

Ήμουν πάντα της άποψης ότι το μοντάζ γίνεται στο γύρισμα. Πριν έρθει η ώρα του μοντάζ, το μοντάζ πρέπει να έχει γίνει. Μόνο αν ξέρεις να κλαδέψεις εγκαίρως μια σκηνή, το γύρισμα δε γίνεται άσκοπο.

Ο ρυθμός πρέπει να περιέχεται στο σενάριο. Ο ρυθμός είναι το παν. Ο ρυθμός βοηθάει τα αισθήματα να μπουν στην ψυχή και τις ιδέες στο μυαλό.

Γέρασα προσπαθώντας να γράψω μια φράση ισάξια του Στρίνμπεργκ. Τελικά ο Στρίντμπεργκ ήταν για μένα οδηγός. Ο Στρίντμπεργκ και ο Μπαχ. Ο Στρίνμπεργκ μου έμαθε ότι αμαρτάνοντας διεκδικείς με αξιώσεις την αγιοσύνη. Ο Μπαχ μου έμαθε πόσο σημαντικό είναι να μη χάνεις την χαρά σου.

Το θέατρο είναι ποτάμι. Άλλοτε ρηχό, άλλοτε βαθύ, άλλοτε πλατύ, άλλοτε στενό. Πολλές φορές αυτό το ποτάμι παρασύρει σκουπίδια. Σπανιότερα γίνεται δρόμος για να τον διασχίσουν καράβια -ψυχές που θέλουν να πάνε αλλού.

Ο κινηματογράφος είναι ψάρεμα σε μια θάλασσα απέραντη. Ρίχνεις την πετονιά σου -με το κατάλληλο δόλωμα πάντα- και ελπίζεις να πιάσεις το άπιαστο και να το φυλακίσεις.

 

 

Στην επιφάνεια της ζωής διασκεδάζει κανείς. Στο βυθό ψυχαγωγείται και μαθαίνει. Και η επιφάνεια και ο βυθός είναι απαραίτητα κομμάτια της ζωής.

Στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι συνεχώς σε εγρήγορση. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Γι’ αυτό αποτραβήχτηκα την κατάλληλη ώρα. Δεν θέλησα να δω συνεργάτες ηθοποιούς να λυπούνται κρυφά το τέρας, να νιώθουν συμπόνια για το τέρας.

Πρωτοερωτεύτηκα όταν ήμουν παιδί μια ακροβάτισσα του τσίρκου. Την έλεγαν Εσμεράλδα. Ντυνόταν στα άσπρα και καβάλαγε ένα μαύρο άλογο. Την ερωτεύτηκα τρελά και έπλασα μια ιστορία που έλεγα στους φίλους μου. Έλεγα ότι οι γονείς μου με είχαν πουλήσει στο τσίρκο για να βγαίνω στη σκηνή μαζί με την Εσμεράλδα.

Ο θάνατος είναι μια εμπειρία που δε σου μαθαίνει τίποτε. Μια άχρηστη αλλά αναπόφευκτη εμπειρία. Ο θάνατος δεν αφορά αυτόν που φεύγει, αλλά όσους μένουν.

Όσο περνάει ο καιρός, η λύση των προβλημάτων γίνεται όλο και πιο καθυστερημένα. Γενικότερα, στα γηρατειά οι αποφάσεις χρειάζονται περισσότερο χρόνο – εξαντλείσαι εύκολα. Από την άλλη, οι αισθήσεις ενόψει του επερχόμενου τέλους οξύνονται και βλέπεις πράγματα που δεν έβλεπες παλαιότερα. Βλέπεις και λάθη περισσότερα κι αυτό σε σκοτώνει. Ιδιαίτερα αν είσαι φύση τελειωμένη όπως εγώ.

 

 

 

Πηγές: Γιώργος X. ΠαπασωτηρίουΘανάσης Λάλας

AgrinioStories