Αλέκος Παναγούλης:
Ο πρώτος νεκρός της μεταπολίτευσης
Η τραγική απώλεια του σημαντικότερο
αντιχουντικού αντιστασιακού
που προκάλεσε νέο τραύμα στην κοινή γνώμη
- του Χρήστου Χρηστίδη*
Πρώτη Μαΐου 1976, ξημερώματα Σαββάτου. Ο Αλέκος Παναγούλης οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης με κατεύθυνση προς Γλυφάδα, όταν το αυτοκίνητό του εκτρέπεται της πορείας του και καταλήγει σε παρακείμενο κατάστημα. Λίγα λεπτά αργότερα, ο βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου, και αγωνιστής της αντίστασης κατά του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, θα βρει τραγικό θάνατο, δύο μήνες πριν συμπληρώσει τα 37 του χρόνια.
Γεννημένος στη Γλυφάδα το 1939 με καταγωγή από την Ηλεία και τη Λευκάδα, ο Παναγούλης σπούδασε στη Σχολή Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στη νεολαία της Ενωσης Κέντρου συμμετέχοντας ενεργά στις κινητοποιήσεις της περιόδου. Επρόκειτο για μια πολιτική ενεργοποίηση που καθόρισε τη συνολική του στάση απέναντι στα κοινά, συμβάλλοντας και στη διαμόρφωση της θέσης του έναντι του ανελεύθερου καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Η απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου
Η 21η Απριλίου βρήκε τον Παναγούλη στη Βέροια, όπου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Σύντομα όμως αποφάσισε να λιποτακτήσει προκειμένου να οργανωθεί στην αντίσταση κατά του καθεστώτος. Πράγματι, λίγες εβδομάδες αργότερα, ίδρυσε την οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει δυνάμεις ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Αφού μετέβη για ένα διάστημα στην Κύπρο, επέστρεψε μυστικά στην Ελλάδα προκειμένου να εκτελέσει το πλέον παρακινδυνευμένο εγχείρημα: τη δολοφονία του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Ετσι, στις 13 Αυγούστου 1968 ο Παναγούλης ενεργοποίησε εκρηκτικό μηχανισμό που είχε τοποθετήσει στη λεωφόρο Σουνίου, πάνω στη διαδρομή που ακολουθούσε καθημερινά ο Παπαδόπουλος, με στόχο την ανατίναξη του αυτοκινήτου του. Η αποτυχία όμως της απόπειρας θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην επιτόπου σύλληψή του.
Η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη συνιστά αναμφισβήτητα σημείο καμπής για την αντίσταση κατά της δικτατορίας, αναδεικνύοντάς τον σε κορυφαία μορφή του αγώνα κατά του αυταρχικού καθεστώτος. Τη σύλληψή του θα ακολουθήσουν σκληρά βασανιστήρια μέχρι τη δίκη του ίδιου και άλλων δεκατεσσάρων κατηγορουμένων, στις αρχές Νοεμβρίου του 1968. Ενώπιον του Εκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών, ο Παναγούλης θα αναλάβει την πλήρη ευθύνη της πράξης του και θα περιγράψει τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί. Το δικαστήριο θα τον καταδικάσει δις εις θάνατον, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε να υποβάλει αίτηση χάριτος. Τελικά η ποινή δεν εκτελέστηκε λόγω της συντονισμένης και δυναμικής αντίδρασης της διεθνούς κοινής γνώμης.
Με εξαίρεση ένα διάστημα που κατάφερε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη εκ νέου, ο Παναγούλης παρέμεινε κρατούμενος στις φυλακές Μπογιατίου για τα επόμενα πέντε χρόνια υπομένοντας σκληρά βασανιστήρια. Τελικά, αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1973 μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου ως νέου «Προέδρου της Δημοκρατίας», που συνοδεύθηκε από την άρση του στρατιωτικού νόμου και τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Πλέον, η μορφή του Παναγούλη είχε εν πολλοίς ταυτιστεί με την ίδια την αντίσταση κατά του καθεστώτος, αποκτώντας χαρακτηριστικά ηγετικής φυσιογνωμίας του αντιδικτατορικού αγώνα, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Από την Ιταλία, όπου παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1974, ο Παναγούλης συνέχισε την άοκνη προσπάθεια ενημέρωσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και συντονισμού των δράσεων για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Ως βουλευτής δεσμεύθηκε για εις βάθος κάθαρση
Η πτώση της δικτατορίας και η ανάληψη της προεδρίας της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον βρήκαν στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 13 Αυγούστου 1974, κατά την έκτη επέτειο της απόπειρας κατά του Παπαδόπουλου, σε μια κίνηση με προφανείς συμβολισμούς. Σύντομα πρωτοστάτησε στην ανασύσταση της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (ΕΔΗΝ) της οποίας ορίστηκε επικεφαλής, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του.
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ο Αλέκος Παναγούλης κατήλθε ως υποψήφιος με την Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και εξελέγη βουλευτής στη Β΄ εκλογική περιφέρεια της Αθήνας. Επρόκειτο άραγε για ιστορική αναγκαιότητα, δικαίωση ή για μια νέα εκκίνηση; Η απάντηση σε ένα ανάλογο ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Αν ώς την εκλογή του ο Παναγούλης είχε ταυτιστεί στη δημόσια σφαίρα με την εικόνα τού –εν πολλοίς μοναχικού– αγωνιστή ενάντια σε ένα ανελεύθερο καθεστώς, πλέον υπό το πρίσμα της νέας του ιδιότητας τα δεδομένα είχαν μεταβληθεί. Ως βουλευτής της πρώτης μεταπολιτευτικής Βουλής δεσμεύθηκε στην ανάγκη πλήρους εκδημοκρατισμού του κρατικού μηχανισμού μέσα από μια διαδικασία ουσιαστικής και εις βάθος κάθαρσης, την οποία θεωρούσε προαπαιτούμενο μιας πραγματικής δημοκρατίας.
Από τις αρχές του 1975, με δημόσιες παρεμβάσεις, ο βουλευτής της ΕΚ-ΝΔ επέλεξε να αναδείξει τις ευθύνες των πραξικοπηματιών και των συνεργατών τους αλλά και τον ρόλο της αντίστασης. Με συνεντεύξεις του στρεφόταν ανοικτά κατά των βασανιστών του εκθέτοντας τις μεθόδους τους, με στόχο να διαφωτίσει την κοινή γνώμη και να την ενεργοποιήσει περαιτέρω στην κατεύθυνση μιας εις βάθος αποκάθαρσης από τα κατάλοιπα της δικτατορίας. Αλλωστε, για τον ίδιο λόγο θα διαφωνήσει με την ηγεσία του κόμματός του και θα επιλέξει να διαχωρίσει τη θέση του από αυτό, παραμένοντας ανεξάρτητος βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Η υπόθεση της δημοσιοποίησης των αρχείων της ΕΣΑ
Στο πλαίσιο της δέσμευσής του για μια εις βάθος κάθαρση, ο Παναγούλης απέκτησε πρόσβαση σε τμήμα των αρχείων της ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία), το οποίο επέλεξε να δημοσιεύσει από τις 19 Απριλίου 1976 στον ημερήσιο Τύπο. Επρόκειτο για φωτοτυπίες σημειωμάτων, εκθέσεων, καταλόγων αντιστασιακών και αναφορών, η δημοσίευση των οποίων προκάλεσε έντονες επιφυλάξεις τόσο ως προς τη γνησιότητά τους όσο και ως προς τη σκοπιμότητα της δημοσιοποίησής τους με αυτόν τον τρόπο. Τελικά, με εντολή του επιτρόπου του Διαρκούς Στρατοδικείου η δημοσίευση των εγγράφων απαγορεύθηκε προκειμένου να ελεγχθεί η εγκυρότητά τους. Ποιος ήταν, όμως, ο στόχος του Παναγούλη; Σύμφωνα με τον ίδιο, μέσα από τα εν λόγω αρχεία θα αποκαλυπτόταν η δράση συνεργατών της δικτατορίας πέραν όσων είχαν ήδη δικαστεί και καταδικαστεί, εκθέτοντας πρόσωπα που είχαν συμβάλει στη συγκάλυψή τους. Σε αυτό το πλαίσιο προέβη σε προσωπικές επιθέσεις εναντίον του υπουργού Εθνικής Αμύνης Ευάγγελου Αβέρωφ, στον οποίο χρέωνε προσπάθεια απόκρυψης των εν λόγω στοιχείων, γεγονός που επέτεινε το ευρύτερο κλίμα εικασιών. Σε κάθε περίπτωση, η δημοσιοποίηση αυτών των στοιχείων με τρόπο που παρέκαμπτε τη νόμιμη οδό της Δικαιοσύνης δεν μπορούσε παρά να δημιουργεί προβληματισμό για τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να παραγάγει.
Λίγες μόνον ημέρες μετά τη διακοπή της δημοσίευσης, ενώ είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του να προσκομίσει τα εν λόγω τεκμήρια στη Βουλή, ο Παναγούλης θα σκοτωθεί στο μοιραίο αυτοκινητικό δυστύχημα της 1ης Μαΐου. Η σύνδεση της υπόθεσης των αρχείων της ΕΣΑ με τον θάνατό του από σημαντικό μέρος του Τύπου και των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης επρόκειτο να δυναμιτίσει εκ νέου το κλίμα, ενισχύοντας τα σενάρια που ήθελαν τον βουλευτή να πέφτει θύμα των λεγομένων «σταγονιδίων» του καθεστώτος που παρέμεναν ενεργά. Ετσι, το αμφιλεγόμενο τροχαίο στο οποίο έχασε τη ζωή του ήταν αναμενόμενο να συσχετιστεί –τουλάχιστον όσο η διαλεύκανσή του παρέμενε εκκρεμής– με τα εν λόγω σενάρια.
Επρόκειτο λοιπόν για τροχαίο δυστύχημα ή εγκληματική ενέργεια; Εναντι της κυβερνητικής δέσμευσης για πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, η οποία μάλιστα προερχόταν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, η αντιπολίτευση έδειχνε να παραμένει επιφυλακτική, επιμένοντας ότι δεν θα έπρεπε να μείνει καμία σκιά στην υπόθεση. Την ίδια στιγμή, για σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης η εκδοχή της εγκληματικής ενέργειας έδειχνε πειστικότερη, παρά το γεγονός ότι τα ευρήματα δεν συνηγορούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή χιλιάδων πολιτών στην κηδεία αποτέλεσε την αναμφισβήτητη δικαίωση των διαρκών αγώνων που είχε δώσει κατά τη σύντομη ζωή του. Ετσι, ο Αλέκος Παναγούλης γινόταν και πάλι σύμβολο· αυτή τη φορά ως νεκρός.