Οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί του Κάρλελι,
επικράτησαν και στην περιοχή
του κάμπου του Ζαπαντιού
και στην ευρύτερη περιοχή του Βλοχού
Η πολιορκία και η άλωση του Ζαπαντιού
Τέσσερις μέρες μετά την άλωση του Βραχωριού, στις 15 Ιουνίου 1821,
ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο Γιαννάκης Στάικος,
μαζί με μια μικρή δύναμη από το σώμα του Μακρή,
2.000 άντρες συνολικά[1], προχώρησαν βορειοδυτικά,
για να καταλάβουν την τρίτη σε μέγεθος εκείνη περίοδο
οθωμανική κωμόπολη της περιοχής, το Ζαπάντα
ή Ζεμπάν ή Ζαπάντ’ ή Ζαπάντι
Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας*
Το Ζαπάντ’ απείχε από το Βραχώρι περίπου τρία (3) χιλιόμετρα και κατοικούνταν από μουσουλμάνους γαιοκτήμονες, οι οποίοι δεν ήταν Τούρκοι στην καταγωγή αλλά αυτόχθονες, χριστιανοί μικροϊδιοκτήτες, για τους οποίους ο μεν Παπατρέχας πιθανολογεί ότι εξισλαμίστηκαν ομαδικά[2], ίσως κατά την περίοδο της κατάκτησης της περιοχής από τους Τούρκους, ο δε Θ. Μ. Πολίτης αναφέρει[3], πως οι ίδιοι θεωρούσαν, ότι ήταν οι «Λαλαίοι της Αιτωλοακαρνανίας»[4].
Οι πολιορκητές του Βραχωριού, αμέσως μετά την άλωση της πόλης και αφού εγκατέστησαν σ’ αυτή μια προσωρινή εξουσία[5], θέλησαν να απαλλάξουν τη περιοχή και από τον άλλο κοντινό και αμιγή οθωμανικό θύλακα του Κάρλελι. Έτσι, με επικεφαλής τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο, το Γιαννάκη Στάικο και το Δήμητρη Μακρή, 2.000 μαχητές περίπου, τέσσερες μέρες μετά την άλωση του Βραχωριού, στις 16 Ιουνίου του 1821, ξεκίνησαν εναντίον του Ζαπαντιού.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας του Βραχωριού, οι Ζαπαντιώτες Οθωμανοί κατάλαβαν ότι η περίσταση κυοφορούσε σοβαρό κίνδυνο και για τη δική τους ύπαρξη. Ο οικισμός τους ήταν χτισμένος στη μέση σχεδόν του κάμπου και το ανοιχτό πεδίο δεν ήταν ότι καλύτερο για την άμυνά τους. Στην κωμόπολη υπήρχε μια δύναμη τριακοσίων (300) περίπου ντόπιων και αξιόμαχων πολεμιστών, στους οποίους είχε προστεθεί και μια δύναμη Αλβανών[6] και οι οποίοι έφτασαν εκεί από τα περίχωρα αμέσως μετά την έναρξη των γεγονότων της εξέγερσης στη Δυτική Ελλάδα και κυρίως αμέσως μετά τις βιαιότητες και τις λεηλασίες που ακολούθησαν την άλωση του Βραχωριού. Σε καμία περίπτωση όμως, οι υπερασπιστές του Ζαπαντιού, δεν ξεπερνούσαν τους τετρακόσιους πολεμιστές[7].
Το πρώτο πράγμα που επιχείρησαν να οργανώσουν για την άμυνά τους ήταν να μετατρέψουν το μειονέκτημα του ανοιχτού πεδίου σε πλεονέκτημα. Επέλεξαν τέσσερα από τα πιο ανθεκτικά κτίρια-πύργους και τα δύο τζαμιά της κωμόπολης, γύρω από τα οποία έσκαψαν τάφρους, τις οποίες τις γέμισαν με παλούκια, ενισχύοντας σημαντικά την άμυνά τους[8]. Ταυτόχρονα με το χώμα που έβγαλαν από τις τάφρους κατασκεύασαν, γύρω από αυτά τα έξι κτίσματα, ισχυρά αναχώματα, πίσω από τα οποία και ταμπουρώθηκαν. Με αυτό τον τρόπο, όπως είπαμε και παραπάνω, μετέτρεψαν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, αφού την επίθεση πια σε ανοιχτό πεδίο έπρεπε να την αποπειραθούν ο Βλαχόπουλος και οι υπόλοιποι.
Όταν οι εξεγερμένοι του Βλοχού και του Ζυγού έφθασαν μπροστά σε αυτές τις τάφρους, ζήτησαν από τους Ζαπαντιώτες να παραδοθούν, αλλά ο Γιουσούφ Ζουφλικάρ Αγάς (επικεφαλής των υπερασπιστών του Ζαπαντιού), αρνήθηκε κάθε συζήτηση μαζί τους. Η πρώτη επίθεση που επιχειρήθηκε αμέσως μετά την άρνηση της παράδοσης αποκρούστηκε με εξαιρετική επιτυχία από τους Ζαπαντιώτες με σοβαρές μάλιστα απώλειες για τους πολιορκητές.
Μετά την πρώτη αυτή επίθεση ο Βλαχόπουλος επανήλθε με νέα πρόταση παράδοσης, όμοια με αυτή που είχαν αποδεχθεί οι Οθωμανοί του Βραχωριού, όμως και πάλι ο Ζουφλικάρ αρνήθηκε. Αποφασίσθηκε τότε να ενισχυθεί το στρατόπεδο των επιτιθεμένων με πυροβολικό, απόφαση η οποία υλοποιήθηκε με τη μεταφορά από το Αγρίνιο του κανονιού που είχε αγοραστεί από το Χένδερσον, καθώς και με ένα καινούργιο κανόνι που προμηθεύτηκε ο Βλαχόπουλος από το Μεσολόγγι. Παρά το γεγονός όμως αυτό, σε τίποτα δεν καλυτέρευσε η κατάσταση, αφού, όπως γράψαμε και στην πολιορκία του Βραχωριού, και το κανόνι του Χένδερσον και το καινούργιο που ήρθε από το Μεσολόγγι ήταν πολύ μικρής ισχύος και αποτελεσματικότητας. Γράφει ο Κόκκινος στην «ιστορία» του: «Μετεκομίσθη από το Βραχώρι το κανόνι του Χούντερσον και έφεραν από το Μεσολόγγι ένα άλλο ακόμη. Αλλά ούτε πυροβοληταί έμπειροι υπήρχαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον, ούτε τα χρησιμοποιούμενα βλήματα ήσαν κατάλληλα διά τα κανόνια, και οι πύργοι και τα ωχυρωμένα τζαμιά του Ζαπαντίου δεν υφίσταντο καμμίαν βλάβην»[9].
Τελικά, από τη μια, η γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισαν οι αμυνόμενοι τους επιτιθέμενους και επειδή η άλωση φαινόταν ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, πολλοί πολεμιστές από το στρατόπεδο των πολιορκητών αποθαρρύνθηκαν και εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Από την άλλη, οι πολιορκούμενοι αναθάρρησαν και με την ελπίδα ότι θα καταφθάσουν ενισχύσεις από τις οθωμανικές δυνάμεις που ήταν συγκεντρωμένες στην Άρτα αγωνίζονταν με αυτοθυσία καταφέρνοντας να επιφέρουν σημαντικά προβλήματα και αρκετές απώλειες στους επιτιθέμενους. Το γεγονός αυτό οδήγησε αρκετούς από όσους μετείχαν στην επιχείρηση της κατάληψης του Ζαπαντιού να αποχωρήσουν με αποτέλεσμα, το βάρος της συνέχισης της πολιορκίας, να πέσει όλο στη δύναμη της επαρχίας του Βλοχού και στην αποκλειστική ευθύνη του Βλαχόπουλου, ο οποίος βλέποντας πόσο ακάλυπτες ήταν οι επιθέσεις τους στο ανοιχτό πεδίο κατασκεύασε ένα ψηλό οχύρωμα, ακριβώς απέναντι από τους πύργους των Ζαπαντιωτών, πίσω από το οποίο ταμπουρώθηκαν οι δυνάμεις, που συνέχιζαν την πολιορκία.
Από τις πρώτες μέρες του Ιουλίου άρχισαν να εξαντλούνται τα τρόφιμα στους πολιορκημένους και οι έγκλειστοι άρχισαν να τρέφονται μόνο με ρύζι, που ήταν το μοναδικό προϊόν το οποίο είχε απομείνει στις αποθήκες. Παρ’ όλα αυτά, το ηθικό τους διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα.
Οι μέρες περνούσαν με αψιμαχίες, μέχρι τη μέρα που ο Βλαχόπουλος οργάνωσε τη δημιουργία ενός μικρού τούνελ, με στόχο να ανατιναχθεί ένα μέρος από την οχύρωση των Ζαπαντιωτών και να ανοιχθεί μια μι-κρή δίοδος για να διεισδύσουν στην κωμόπολη. Πράγματι, στις 18 Ιουλίου, το τούνελ αυτό ετοιμάστηκε, τοποθετήθηκε η μπαρούτη, πυροδοτήθηκε και το περιτείχισμα στο σημείο εκείνο υπέστη ένα σημαντικό ρήγμα. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε επίθεση και από τα τέσσερα σημεία· οι Ζαπαντιώτες όμως, όχι μόνο δεν ξαφνιάστηκαν, αλλά απέκρουσαν την επίθεση και ανταπάντησαν με ορμητική αντεπίθεση με τα σπαθιά στα χέρια (γιουρούσι). Στην επίθεση, αναφέρει ο Τρικούπης[10], ο Βλαχόπουλος παρέμεινε με μερικούς ακόμα στο ταμπούρι, δίπλα σε ένα από τα δύο κανόνια, για να κατευθύνει με ασφάλεια την επίθεση.
Κατά την αντεπίθεση, στην οποία μετείχε και ο Ζουφλικάρ, οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού και ο ίδιος πλησίασαν τόσο πολύ τη θέση που ήταν το συγκεκριμένο κανόνι, που. αφού σκότωσαν ένας από τους φρουρούς του, επιχείρησαν να το αρπάξουν. Ο Βλαχόπουλος όμως που αναγνώρισε το Ζουφλικάρ «διά της χρυσής του ενδυμασίας», τον σημάδεψε και τουφέκισε μέσα από το μετερίζι του, ρίχνοντάς τον νεκρό. Η εξέλιξη αυτή έδωσε διαφορετική δυναμική και τροπή στη μάχη. «Η έφοδος των Τούρκων ανεκόπη», αναφέρει ο Κόκκινος[11]. «Οι ευρισκόμενοι πλησίον του Ζουφλικάρ Αγά εσχημάτισαν αμέσως κύκλον περί τον νεκρόν διά να τον αναγείρουν και να τον αποσύρουν εκ του πεδίου της μάχης, ενώ εξακολουθούσε ραγδαίον το πυρ εκ μέρους των Ελλήνων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον το κέντρον των Τούρκων εκάμφθη ενώ οι απομακρυνθέντες εις την αρχήν της μάχης Έλληνες οπλίται επέστρεψαν και έλαβαν και αυτοί μέρος εις την επίθεσιν. Ο θάνατος του Ζουφλικάρ Αγά εγνώσθη αμέσως παντού και οι Τούρκοι καταπτοηθέντες εκ τούτου ήρχισαν να υποχωρούν από όλα τα σημεία και εκλείσθησαν εκ νέου στα οχυρώματά των».
Αμέσως μετά ο Βλαχόπουλος και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί του Κάρλελι, πραγματοποίησαν μια πράξη που δεν τιμά καθόλου ούτε την πολεμική τους ορμή, ούτε την ανθρώπινή τους υπόσταση, αφού, ως πράξη, μόνο εγκληματίες πολέμου μπορεί να χαρακτηρίσει. Αμέσως μετά την υποχώρηση των Ζαπαντιωτών, οι Χριστιανοί πολιορκητές της κωμόπολης έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών Οθωμανών και τα κρέμασαν έξω από το ψηλό οχύρωμα που είχαν κατασκευάσει, για να βλέπουν τους κατακρεουργημένους συγγενείς ή γνωστούς τους οι υπερασπιστές του Ζαπαντιού και να απελπίζονται.
Και οι δύο ιστορικοί που αναφέρουν το γεγονός, θέλοντας να αμβλύνουν τις κακές εντυπώσεις, που γεννάει αυτή η βαρβαρότητα, κάνουν λόγο για μαθήματα, που οι «Ραγιάδες» πήραν από τους «δυνάστες» Τούρκους: «Το μάθημα προήρχετο από τους Τούρκους. Οι εξαγριωθέντες ραγιάδες επαναλάμβαναν ήδη και αυτοί εκείνα που έκαναν επί σειρά αιώνων εις βάρος των οι δυνάσται»[12]. «Οι Έλληνες κατά τα διδάγματα των αυθεντών και διδασκάλων των έκοψαν τας κεφαλάς των φονευθέντων και τας εκρέμασαν έξωθεν του πύργου των, κατέναντι των πολιορκουμένων δυστυχών συγγενών των»[13]
Ο Παπατρέχας[14], για να αιτιολογήσει κάπως τις εντυπώσεις, αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός κάνοντας λόγο για μια βάρβαρη κανονικότητα, η οποία χαρακτήριζε την εποχή: «Η επίδειξη κομμένων κεφαλιών», γράφει, «οι αρμάθες από αυτιά, οι κρεμασμένοι στα άρμπουρα των καραβιών, ακόμα και οι πυραμίδες από κομμένα κεφάλια, ήταν κάτι συνηθισμένο, ήταν μέσα στα πολεμικά ήθη της εποχής». Και καταλήγει: «Σ’ αυτές τις άγριες, τις αποτρόπαιες επιδείξεις οι Τούρκοι υπήρξαν πρώτοι διδάξαντες». Παρά τις οποίες αιτιάσεις όμως, το γεγονός παραμένει αποτρόπαιο και είναι δηλωτικό του μίσους που έτρεφαν οι χριστιανοί του Κάρλελι, ιδιαίτερα για όλους εκείνους που… «αλλαξοπίστησαν».
Με το που έγινε γνωστός ο θάνατος του Ζουφλικάρ Αγά, οι δυνάμεις των Οθωμανών του Ζαπαντιού άρχισαν να υποχωρούν και ξανακλείστηκαν στις οχυρώσεις τους, όπου συνειδητοποίησαν τη μεγάλη απώλεια του αρχηγού.
Την επομένη, με τον κίνδυνο του λιμού να «κρέμεται» πάνω από την κωμόπολη του κάμπου, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με το Βλαχόπουλο για να συμφωνήσουν την παράδοσή τους. Ζήτησαν να τους επιτραπεί να εγκαταλείψουν τις οχυρώσεις τους, πρόταση που ο οπλαρχηγός του Βλοχού δεν αποδέχτηκε. Μετά από λίγες ημέρες διαπραγματεύσεων συμφωνήθηκε να εγκαταλείψουν οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού τις οχυρώσεις τους και την κωμόπολη χωρίς τα όπλα τους, υπό τον όρο οι πολιορκητές θα σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους και θα διασκορπισθούν με τις οικογένειές τους σε διάφορα χωριά που οι ίδιοι υπέδειξαν.
Με την αποδοχή της συμφωνίας και από τα δύο μέρη, οι περισσότεροι από τους Ζαπαντιώτες παραδόθηκαν στο Μακρή και κάποιοι απ’ αυτούς στο Γιαννάκη Στάικο. Η συμφωνία όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν έγινε σεβαστή από τους πολιορκητές. «Αλλ’ οι μεν εις τον Μακρήν παραδοθέντες απεστάλησαν εις Ζυγόν, ένθα υπό του συρφετού εφονεύθησαν», αναφέρει ο Χαβέλας, «οι δε εις τον Στάικον παραδοθέντες λαφυραγωγηθέντες καλώς απεστάλησαν ως οι πρώτοι (εννοεί τους Βραχωρίτες) εις Άρταν και Πρέβεζαν.
Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί του Κάρλελι, επικράτησαν στην περιοχή του Βλοχού και διαχειρίστηκαν τις τοπικές υποθέσεις «εκ των ενόντων» μέχρι τις αρχές της Άνοιξης του 1822, που οι κοτζαμπάσηδες της Αιτωλίας, με τη συνεργασία του Βαρνακιώτη συγκρότησαν την προσωρινή διοίκηση την οποία την ονόμασαν Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας με έδρα το Βραχώρι.