Γέγονε την 6η Ιουνίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε|


Γεγονότα

 

552 – Ιουστινιανός. Ο Στρατός του Βυζαντίου, υπό τον Στρατηγό Ναρσή, ανακαταλαμβάνει τη Ρώμη, την οποία κατείχαν οι Γότθοι. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός πραγματοποιεί έτσι το όραμα της αποκαταστάσεως της Αυτοκρατορίας στην παλαιά της έκταση και αίγλη.

Ο Ναρσής (478 – 574) ήταν Βυζαντινός στρατηγός στην υπηρεσία του Ιουστινιανού του Α’ . Πέρασε το περισσότερο κομμάτι της ζωής του ως ευνούχος στο παλάτι των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Αν και λίγα είναι γνωστά για την καταγωγή του, θεωρείται γόνος της περιώνυμης αριστοκρατικής οικογένειας Καμσαρακάν της περσικής Αρμενίας.

Αρχικά συνέτριψε το 552 τους Οστρογότθους υπό τον Τωτίλα ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη των Βουσταγαλλώρων. Λίγο μετά συντρίβει την τελευταία προσπάθεια αντίστασης των Γότθων στη μάχη του Βεζουβίου, όπου φονεύεται ο διάδοχος του Τωτίλα – βασιλέας Τέϊα, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος βασιλιάς των Οστρογότθων. Κατόπιν το 554, σημείωσε ακόμα πιο λαμπρή νίκη στην Ιταλία κατά των Φράγκων στη μάχη του ποταμού Βολτούρνου. Σε αυτές τις μάχες, ο Ναρσής ήταν ήδη 70 ετών, αλλά σε αντίθεση με όλες τις προβλέψεις εκπλήρωσε όλους τους στόχους της εκστρατείας και έζησε για πολλά ακόμη χρόνια. Μετά την απώθηση των Φράγκων, ο Γοτθικός πόλεμος σχεδόν τελείωσε (οι στρατιώτες του Ναρσή εξάλειψαν την τελευταία αντίσταση στα δυσπρόσιτα βουνά της Βόρειας Ιταλίας το 563).

Παρέμεινε στην Ιταλία για το υπόλοιπο της ζωής του, όπου ενεργούσε ως αντιβασιλέας στο όνομα του αυτοκράτορα και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της πυκνοκατοικημένης και κατεστραμμένης χερσονήσου. Ο Ναρσής είχε πολλά προτερήματα αλλά και αρκετά ελαττώματα. Ήταν ζηλόφθων, πεισματάρης και ιδιαίτερα ενοχλητικός όταν προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τα καθημερινά προβλήματα, αφού στην μεταπολεμική Ιταλία, οι πολύ φτωχοί άνθρωποι ήταν αυτοί που δυσκολεύονταν να δώσουν χρήματα. Ωστόσο, αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί εν μέρει και από την επιθυμία του αυτοκράτορα να αναπληρώσει τους πόρους που χάθηκαν για την ανάκτηση της Ιταλίας. Ωστόσο, η θέση της Κωνσταντινούπολης στην Ιταλία απεδείχθη εύθραυστη μετά τον θάνατο του Ναρσή (παρά το γεγονός ότι διατήρησε ερείσματα μέχρι τον 11ο αιώνα).

 

1850 – Λιβάι Στράους. Ο Λιβάι Στράους παρουσιάζει το πρώτο παντελόνι τζιν. Η ιστορία του τζιν -ενός κατεξοχήν αμερικάνικου ενδύματος- είναι περίπου τόσο παλιά, όσο κι αυτή της ίδιας της Αμερικής. Από μία εκδοχή του συγκεκριμένου υφάσματος ήταν κατασκευασμένα τα πανιά στις καραβέλες Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία, με τις οποίες έφτασε το 1492 στον Νέο Κόσμο ο Χριστόφορος Κολόμβος.

Περίπου τρεισήμισι αιώνες αργότερα, το 1850, ένας 20χρονος βαυαρός μετανάστης, ο Λιβάι Στρος, ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για την κατασκευή σκηνών και σκεπάστρων για τα βαγονέτα. Αυτό που χρειάζονταν, όμως, περισσότερο οι χρυσοθήρες ήταν ρούχα που να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης. Έτσι, ο Στρος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ύφασμά του για να φτιάξει ανθεκτικά παντελόνια. Τα παρουσίασε στις 6 Ιουνίου 1850 κι έγιναν ανάρπαστα. Λόγο της γενοβέζικης καταγωγής τους -τζένοαν για τους αμερικανούς- ονομάστηκαν τζινς.

Σύντομα, όμως, οι χρυσοθήρες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το σκληρό καραβόπανο τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Για το λόγο αυτό, ο Στρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ύφασμα με ένα γαλλικό βαμβακερό, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν Serge de Nimes κι έγινε γνωστό ως ντένιμ – δίμιτο στα ελληνικά.

 

1965 – Οι Rolling Stones κυκλοφορούν το «(I Can’t Get No) Satisfaction». Είναι ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε από το αγγλικό ροκ συγκρότημα Rolling Stones . Ένα προϊόν της συνεργασίας του Μικ Τζάγκερ και του Κιθ Ρίτσαρντς στη σύνθεση τραγουδιών , περιλαμβάνει ένα κιθαριστικό riff του Richards που ανοίγει και οδηγεί το τραγούδι. Το riff του Richards θεωρείται ευρέως ένα από τα καλύτερα hook όλων των εποχών. Οι στίχοι του τραγουδιού αναφέρονται σε σεξουαλική απογοήτευση.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ως σινγκλ στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 1965 και συμπεριλήφθηκε επίσης στην αμερικανική έκδοση του τέταρτου στούντιο άλμπουμ των Rolling Stones, Out of Our Heads , που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο. Το “Satisfaction” ήταν μεγάλη επιτυχία, δίνοντας στους Stones το πρώτο τους νούμερο ένα στις ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το τραγούδι αρχικά παιζόταν μόνο σε πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς , επειδή οι στίχοι του θεωρήθηκαν ανήθικοι. Αργότερα έγινε το τέταρτο νούμερο ένα των Rolling Stones στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Είναι ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια στον κόσμο και ήταν το Νο. 31 στη λίστα με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone το 2021. Εισήχθη στο Grammy Hall of Fame το 1998 και είναι το 10ο τραγούδι στην κατάταξη των κριτικών όλων των εποχών σύμφωνα με το Acclaimed Music . Το τραγούδι προστέθηκε στο Εθνικό Μητρώο Ηχογράφησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου το 2006.

 

 

 

1984 – O ρώσος μαθηματικός Αλεξέι Παζίτνοφ παρουσιάζει το δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι – παζλ «Tetris». Η ονομασία του προέρχεται από το ελληνικό αριθμητικό πρόθημα «τέτρα-» και τη λέξη «τένις».

Το Τέτρις έγινε το πρώτο βιντεοπαιχνίδι της ΕΣΣΔ που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, όπου διανεμήθηκε από την Spectrum HoloByte για το Commodore 64 και τους υπολογιστές IBM. Το παιχνίδι χρησιμοποιεί κλασικά σχήματα παζλ, τα οποία χρησιμοποιούνται από το 1907, τα οποία τα ονόμασε Πολυόμινα ο γνωστός μαθηματικός Σόλομον Γ. Γκόλομπ. Σκοπός του παιχνιδιού είναι το ορθό και συμμετρικό κτίσιμο αυτών των σχημάτων.

Σε περίπτωση σωστών τοποθετήσεων εξαφανίζεται όγκος αυτών και δημιουργείται περαιτέρω χώρος για κτίσιμο, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ο τοίχος ξεπερνά τα όρια και τελειώνει το παιχνίδι. Το παιχνίδι (και οι πολυάριθμες εκδόσεις του) είναι διαθέσιμο σχεδόν σε οιαδήποτε κονσόλα και λειτουργικό σύστημα υπολογιστή, καθώς και σε κινητά, σε γραφηματικές αριθμομηχανές, σε φορητές συσκευές αναπαραγωγής πολυμέσων, σε προσωπικούς ψηφιακούς οδηγούς και σε συσκευή αναπαραγωγής μουσικής δικτύου. Έχει χρησιμοποιηθεί ως έμπνευση μέχρι και για πιάτα,[8] ενώ έχει παιχτεί κι επάνω σε διάφορα πραγματικά κτήρια.

Ήδη από τις πρώτες εκδόσεις του παιχνιδιού, τόσο η έκδοση μηχανών τύπου στοών (arcade) όσο και οι οικιακές εκδόσεις είχαν μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες, ωστόσο η έκδοση που το έκανε ένα από τα δημοφιλέστερα και κλασικότερα παιχνίδια όλων των εποχών ήταν αυτή του Game Boy, η οποία έγινε το 1989. Στο εκατοστό τεύχος του, το Electronic Gaming Monthly τοποθέτησε το Τέτρις πρώτο στη λίστα με τα Σπουδαιότερα Παιχνίδια όλων των εποχών.

Το 2007, σε αντίστοιχη λίστα της IGN, το παιχνίδι κατέληξε στην δεύτερη θέση. Το 2010, ανακοινώθηκε ότι όλη η σειρά Τέτρις είχε πουλήσει 170 εκατομμύρια αντίτυπα, εκ των οποίων τα 70 εκ. ήταν υλικά και τα 100 εκ. ψηφιακά σε κινητές συσκευές, πράγμα που το έκανε το παιχνίδι με τις περισσότερες πωλήσεις μέσω λήψεως όλων των εποχών. Στις 14 Μαρτίου του 2014, η The Tetris Company ανακοίνωσε ότι, για την 30ή επέτειο του παιχνιδιού, το παιχνίδι θα ήταν διαθέσιμο στις κονσόλες PlayStation 4 και Xbox One, με τη συνεργασία της Ubisoft (διανομή) και της SoMa Play (ανάπτυξη).

 

Γεννήσεις

 

1875 – Τόμας Μαν. Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιος τού —Χανσεατικής καταγωγής— γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρουνς[. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου.

Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης —η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής— ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου[15]. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) ο Μαν, παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα, καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολιτικού (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.

Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιου του, Κλάους, δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 τού αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και έναν χρόνο μετά τού αφαιρέθηκε και ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκεπτόταν την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.

Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.

 

1960 – Στιβ Βάι: Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1960 και είναι Αμερικανός κιθαρίστας, συνθέτης, τραγουδοποιός και παραγωγός. Τρεις φορές νικητής του βραβείου Grammy και δεκαπέντε φορές υποψήφιος, Ο Βάι ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα το 1978 σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ως μεταγραφέας του Frank Zappa, και έπαιξε στο συγκρότημα του Zappa από το 1980 έως το 1983. Ξεκίνησε μια σόλο καριέρα το 1983 και έχει κυκλοφορήσει οκτώ σόλο άλμπουμ μέχρι σήμερα.

Έχει ηχογραφήσει και έχει περιοδεύσει με τους Alcatrazz , David Lee Roth και Whitesnake, καθώς και ηχογράφηση με καλλιτέχνες όπως οι Public Image Ltd , Mary J. Blige , Spinal Tap και Alice Cooper .

Ο Βάι έχει περιγραφεί ως ένας «highly individualistic player» και είναι κιθαρίστας μιας γενιάς «βιρτουόζων του heavy rock και του metal που ήρθαν στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980». Κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ Flex-Able το 1984, ενώ η πιο επιτυχημένη κυκλοφορία του, Passion and Warfare (1990), περιγράφηκε ως «το πλουσιότερο και καλύτερο άλμπουμ σκληρής ροκ κιθάρας-βιρτουόζο της δεκαετίας του ’80». Ψηφίστηκε ως ο «10ος καλύτερος κιθαρίστας» από το περιοδικό Guitar World , και έχει πουλήσει πάνω από 15 εκατομμύρια δίσκους.

 

Θάνατοι

 

1916 – Μιχαήλ Μητσάκης: Ως ημερομηνία γέννησης του Μιχαήλ Μητσάκη δίνεται το έτος 1868. Σύμφωνα με μελετητές του έργου του όμως, ασφαλέστερα έτη γεννήσεων θα ήταν το 1863 ή το 1865, καθώς αυτά συνάδουν καλύτερα με ορισμένα γεγονότα της ζωής του πεζογράφου. Γεννήθηκε στα Μέγαρα, γιος του Αριστείδη Μητσάκη, καθηγητή και ανωτέρου υπαλλήλου, και της Μαριγώς Μητσάκη (1830-1910), κόρης του Παναγιώτη Γιατράκου.

Παρά την αρχοντική καταγωγή της μητέρας του, δεν ήταν εύπορος και αναγκάστηκε να ζήσει μέσω της συγγραφικής του δραστηριότητας. Έλαβε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Σπάρτη, απ´όπου έλκυε την καταγωγή του. Ως μαθητής εξέδωσε την χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα “Ταΰγετος”.

Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά από δύο χρόνια για να αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία. Στην Αθήνα συμμετέχει αρχικά στη σύνταξη της σατιρικού περιεχομένου εφημερίδας “Ασμοδαίος”. Στη συνέχεια δημοσιεύει άρθρα σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της Αθήνας της εποχής του, καθώς και σε πολλά περιοδικά. Ενώ εκδίδει μόνος του δύο σατιρικές ευθυμογραφικές εφημερίδες, τις “Θόρυβος” και “Πρωτεύουσα”.

Υπογράφει άλλοτε με το όνομά του, άλλοτε, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα (μεταξύ των οποίων τα: Καιροσκόπος, Κόθορνος, Πλανόδιος, Ιξίων, Κρακ), ενώ υπάρχουν πληροφορίες πως έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Υπήρξε επίσης διευθυντής του Ελληνικού Ημερολογίου του Π.Δ.Σακελλαρίου, ενώ συνίδρυσε το σατιρικό “Άστυ” μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο. Ανέλαβε επίσης αρκετές δημοσιογραφικές αποστολές, ταξιδεύοντας έτσι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες.

Παράλληλα με τη δημοσιογραφική του ενασχόληση, ο Μητσάκης παράγει και λογοτεχνικό έργο. Κινούμενος ανάμεσα στο διήγημα και το χρονογράφημα, δημοσιεύει αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα και καθίσταται ένας από τους πρωτοπόρους του νατουραλισμού και θεμελιωτές της αστικής πεζογραφίας στην Ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Επηρεάζεται από τα ρεύματα του ρεαλισμού και του αισθητισμού, με τα οποία είχε έρθει σε επαφή από τη γνωριμία του με τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Η δομή του έργου του υποχωρεί στην προσπάθεια του συγγραφέα του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση της ζωής στην πόλη, ο μύθος και η πλοκή δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, ενώ επιμένει στην λεπτομέρεια.

Η γλώσσα των έργων του είναι μεικτή. Χρησιμοποιεί ένα προσωπικό ιδίωμα διανθισμένο κυρίως με στοιχεία της καθαρεύουσας. Η ιδιαιτερότητά του αυτή οφείλεται στο παραδοξότητα πως παρόλο που υπήρξε υπέρμαχος της Δημοτικής στο γλωσσικό ζήτημα που ταλάνιζε την εποχή του, γεγονός που μαρτυρείται από διάφορες πηγές (το κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890),την επιστολή του “Η δήθεν δημώδης γλώσσα” (1888), το άρθρο του “Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· Μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας” (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα (“Η θλίψις του μαρμάρου”) και μια στη δημοτική (“Το παράπονο του μαρμάρου”)), ο ίδιος υποχρεώθηκε στην δημοσιογραφική του ζωή να γράψει στην καθαρεύουσα η οποία ήταν ο επιβεβλημένος τρόπος γραφής στις εφημερίδες της εποχής του.

Η γλωσσική αυτή ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού του έργου οδήγησε τον Κωστή Παλαμά να δώσει στον Μητσάκη τον χαρακτηρισμό “Κάλβος του πεζού λόγου”.

 

1968 – Ρόμπερτ Κένεντι: Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βοστώνης, ήταν το έβδομο από τα εννέα παιδιά του πολυεκατομμυριούχου πρώην πρεσβευτή των Η.Π.Α. στη Μεγάλη Βρετανία Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι και της Ρόουζ Φιτζέραλντ.

Με άριστες νομικές σπουδές στα φημισμένα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Βιρτζίνια, ασχολήθηκε με την πολιτική βοηθώντας τον αδελφό του, Τζον Φιτζέραλντ Κέννεντυ, στον προεκλογικό του αγώνα ως γερουσιαστή.

Το 1961 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης ενώ παράλληλα ήταν σύμβουλος του προέδρου αδελφού του. Η θητεία του στο υπουργείο Δικαιοσύνης και η διαμάχη του με τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα, Τζορτζ Ουάλας, τον ανέδειξαν σε μαχητικό υπέρμαχο των δικαιωμάτων των μαύρων και των φτωχών, ενώ η αντιπολεμική στάση του στο θέμα του Βιετνάμ τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στους κόλπους των φοιτητών και της φιλελεύθερης διανόησης.

Το 1964 εξελέγη γερουσιαστής Νέας Υόρκης και στη συνέχεια εκδήλωσε την πρόθεσή του να διεκδικήσει το προεδρικό αξίωμα.

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia
.