Ο Φεντερίκο Φελίνι παραμένει και σήμερα ένας από τους ξεχωριστούς
και επιδραστικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Οι ταινίες του Ιταλού δημιουργού, που γεννήθηκε σαν σήμερα, 20 Ιανουαρίου του 1920, παίζονται και ξαναπαίζονται σε ειδικά αφιερώματα, δείγμα της απήχησής του και στους νεώτερους σινεφίλ. Ήταν γιος του Ουρμπάνο Φελίνι, ενός πλασιέ από το Σαβινιάνο, και της Ίντα Μπαρμπιάνι από τη Ρώμη, η οποία είχε διαρρήξει τις σχέσεις της με την πλούσια οικογένειά της. Ένας αδελφός, ο Ρικάρντο (κατόπιν σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ) και μία αδελφή, η Μανταλένα (μετέπειτα ηθοποιός και συγγραφέας), συμπλήρωναν την οικογένεια Φελίνι.
Στα 10 του ο Φεντερίκο το σκάει από την οικογενειακή εστία και ακολουθεί το τσίρκο του Πιερίνο, όπου φροντίζει μία άρρωστη ζέβρα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ταξιδεύει σ’ όλη την Ιταλία μ’ έναν περιοδεύοντα θίασο, γράφοντάς του μονόπρακτα.
Έπειτα από μία περίοδο στη Φλωρεντία, εγκαθίσταται στη Ρώμη, όπου γράφει και κάνει σκίτσα για το χιουμοριστικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Marc Aurelio», δουλεύει ως εικονογράφος και μεταφραστής σε κόμικς, γράφει θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο και γκαγκ για τους κωμικούς Άλντο Φαμπρίτσι και Ερμίνιο Μακάριο.
Όσο δουλεύει στο ραδιόφωνο γνωρίζει την ηθοποιό Τζουλιέτα Μασίνα, την οποία νυμφεύεται στη Ρώμη στις 30 Οκτωβρίου 1943. Το καλοκαίρι του 1944 αποκτούν ένα γιο, που πεθαίνει λίγες εβδομάδες αργότερα.
Με την άφιξη των αμερικανικών δυνάμεων ο Φελίνι ανοίγει το «Μαγαζί της Αστείας Φάτσας» («The Funny Face Shop»), όπου φτιάχνει γελοιογραφίες και γρήγορα πορτρέτα στους στρατιώτες. Το 1944 γνωρίζει τον πατριάρχη του ιταλικού νεορεαλισμού, Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο οποίος του ζητά να τον βοηθήσει στη συγγραφή του σεναρίου της αριστουργηματικής ταινίας του «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» («Roma città aperta», 1945).
Ήταν η ουσιαστική είσοδος του Φελίνι στον κόσμο του κινηματογράφου, που συνοδεύτηκε με υποψηφιότητα για το Όσκαρ σεναρίου το 1947. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40 συνέχισε τη συνεργασία του με τον Ροσελίνι και δούλεψε με τους σκηνοθέτες Αλμπέρτο Λατουάντα και Πιέτρο Τζέρμι.
Η πρώτη ταινία του Φελίνι: «Τα φώτα του βαριετέ»
Το 1951 πέρασε στο χώρο της σκηνοθεσίας, γυρίζοντας την πρώτη του ταινία με τίτλο «Τα φώτα του βαριετέ» («Luci del varieta»), με τη βοήθεια του Αλμπέρτο Λατουάντα. Στην ταινία, η οποία αφηγείται την ιστορία μιας επαρχιωτοπούλας που ονειρεύεται τη δόξα του παλκοσένικου και είναι επηρεασμένη από τον ιταλικό νεορεαλισμό, πρωτοεμφανίζονται μερικά από τα κατοπινά θέματα του σκηνοθέτη, ιδιαίτερα εκείνο του κόσμου του θεάματος.
Ο Φελίνι ισχυριζόταν ότι βασίστηκε σε αναμνήσεις του από περιοδείες που έκανε με έναν θίασο κατά τα νεανικά του χρόνια στο Ρίμινι. Συνήθιζε επίσης να λέει ότι ο ίδιος είχε απλώς την ιδέα, έγραψε το σενάριο και επέλεξε τους ηθοποιούς, και, κατά τα άλλα, ο Λατουάντα σκηνοθέτησε ‒ εκείνος απλώς παρατηρούσε.
«Ο Λευκός Σεΐχης» και «Οι Βιτελόνι»
Θα ακολουθήσουν, πάντα στο πνεύμα του νεορρεαλισμού, «Ο Λευκός Σεΐχης» («Lo sceicco bianco», 1952), μία σατιρική ματιά πάνω στον κόσμο των φωτορομάντζων και «Οι Βιτελόνι» («I vitelloni», 1953), μία ειρωνική ματιά πάνω στα αδιέξοδα και στην ανία της επαρχιακής ζωής. Ήταν το πρώτο ορόσημο στην καριέρα του ως σκηνοθέτη, καθώς θα αποσπάσει τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
«La Strada»
Το 1954 καθιερώνεται με το αριστουργηματικό «Λα στράντα» («La Strada»), στο οποίο παρουσιάζει τη σχέση ενός «ζωώδους» αρσενικού, περιπλανώμενου τσιρκολάνου (Άντονι Κουίν) και της αφελούς και εύθραυστης Τζελσομίνα (Τζουλιέτα Μασίνα). Η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στη χώρα μας με τον τίτλο «Πουλημένη από τη Μάνα της».
Το Λα Στράντα αποτέλεσε τη μεγάλη κοινή επιτυχία Φελίνι και του διδύμου Πόντι – Ντε Λαουρέντις. Στον τελευταίο, άλλωστε, οφείλεται και η πραγματοποίηση της ταινίας, καθώς κανένας παραγωγός δεν ενδιαφερόταν να τη γυρίσει, και μάλιστα με την Τζιουλιέτα Μασίνα στον κεντρικό ρόλο. Όταν όμως είδε τα δοκιμαστικά με εκείνη μεταμφιεσμένη σε κλόουν ενθουσιάστηκε. Επέμενε, δε, να δώσουν τον ρόλο του Ζαμπανό, του «μασίστα» που γυροφέρνει τις κωμοπόλεις (χαρακτήρας εμπνευσμένος από έναν ευνουχιστή χοίρων) μαζί με τη φτωχούλα Τζελσομίνα γυρεύοντας ένα πιάτο φαγητό, στον Άντονι Κουίν, που εκείνη την εποχή γύριζε μαζί του τον Αττίλα, ενώ ο Φελίνι ήθελε τον Μπαρτ Λάνκαστερ.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1954, όπου κονταροχτυπήθηκε με το Σένσο του Βισκόντι, αλλά έφυγε με το Ασημένιο Λιοντάρι. Η παγκόσμια επιτυχία της ήταν αξιοπρόσεκτη, η σύγκρουση της τρυφερότητας με τα ζωώδη ένστικτα συγκίνησε, η Μασίνα έγινε διεθνώς γνωστή, επισκιάζοντας τον Κουίν, και έναν χρόνο αργότερα το Λα Στράντα χάρισε στον Φελίνι το πρώτο του Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η μουσική του Ρότα παραμένει αξεπέραστη, ενώ έχει διασκευαστεί επανειλημμένως για το θέατρο, ακόμα και για παράσταση μπαλέτου.
«Σκιές του υποκόσμου» («II bidone», 1955)
Στις «Σκιές του υποκόσμου» («II bidone», 1955), μία από τις πιο παραγνωρισμένες ταινίες του Φελίνι, μας παρουσιάζει μία χωρίς συναισθηματισμούς σκληρή εικόνα του κόσμου των μικροαπατεώνων η οποία όμως δεν έπεισε όταν προβλήθηκε στη Βενετία το 1955, όπου είχε να ανταγωνιστεί τις Φίλες του Αντονιόνι και τον Λόγο του Ντράγιερ. Θεωρήθηκε ανέμπνευστη, είπαν ότι ο Φελίνι αναμασούσε τις προηγούμενες ταινίες του, ενώ χρειάστηκε να πετσοκοπεί για να κυκλοφορήσει και εν τέλει δεν άρεσε ούτε στο κοινό.
Σημειωτέον ότι πρωταγωνιστές ήταν ο Ρίτσαρντ Μπέισχαρτ, ο «τρελός» του Λα Στράντα, ο Μπρόντερικ Κρόφορντ, που ο Φελίνι είχε προσέξει από την αφίσα του Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (1949), και έπαιζε τον ρόλο του αλκοολικού που ήταν και στη ζωή του, κάτι που λειτούργησε σίγουρα υπέρ της ταινίας, και ο Φράνκο Φαμπρίτσι, ένας από τους πρωταγωνιστές των Βιτελόνι.
«Οι νύχτες της Καμπίρια» («Le notti di Cabiria», 1957)
«Οι νύχτες της Καμπίρια» («Le notti di Cabiria», 1957) η σύζυγός του πρωταγωνιστεί στο ρόλο της καλόκαρδης πόρνης που, παρά τα συνεχή χτυπήματα της ζωής, εξακολουθεί να πιστεύει στην αγάπη και την καλοσύνη των ανθρώπων. Η ιστορία της αφελούς και κακομοίρας λαϊκής πόρνης Καμπίρια που ζει και επιβιώνει περιδιαβαίνοντας τις νύχτες στη Ρώμη (ο ίδιος τύπος, με το ίδιο όνομα, εμφανιζόταν στον Λευκό Σεΐχη) χωρίς προαγωγό αποτέλεσε την επόμενη μεγάλη προσωπική επιτυχία της Μασίνα, χαρίζοντάς της βραβείο ερμηνείας στις Κάννες το 1956.
Στις Νύχτες της Καμπίρια είναι λίγο σαν να πρόκειται για την αδέξια αδελφή της Τζελσομίνα που παραστράτησε στη μεγάλη πόλη. Και εδώ η τσαπλινέσκ περσόνα κυριαρχεί και συγκινεί για μια ακόμα φορά. Σεναριακά ο Φελίνι συνεργάστηκε με τον ποιητή ακόμα τότε Παζολίνι που ήξερε τη λούμπεν γλώσσα του ρωμαϊκού προλεταριάτου. Η ταινία, μία ακόμα παραγωγή του Ντε Λαουρέντις, έφερε στον Φελίνι το δεύτερο Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Μεταξύ σκηνοθέτη και παραγωγού υπήρξε πάντως μια σοβαρή διαφωνία για μια σεκάνς, όπου ένας «άνθρωπος με τσουβάλι», που ερμήνευσε ο μοντέρ Λέο Κατότσο, κυκλοφορούσε νύχτα και τάιζε τους φτωχούς. Ο παραγωγός επέμενε να κοπεί και επειδή ο Φελίνι αρνιόταν να το κάνει, έκλεψε το αρνητικό. Ακολούθησαν ομηρικοί καβγάδες, αλλά το κομμάτι δεν του επιστράφηκε παρά χρόνια αργότερα, για να συμπεριληφθεί στο ντοκιμαντέρ «Ο Φελίνι στο καλάθι των απορριμμάτων».
«Γλυκιά ζωή» («La dolce vita», 1959)
Με τη «Ντόλτσε Βίτα ή «Γλυκιά ζωή» («La dolce vita», 1959), ο Φελίνι πέρασε στη δεύτερη και πιο σημαντική περίοδο του κινηματογραφικού του έργου. Πρόκειται για μία συγκλονιστική τοιχογραφία της κοινωνίας της Ρώμης στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, σε σενάριο Πιερ Πάολο Παζολίνι και πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Αννίτα Έκμπεργκ.
Η σκηνή στη Φοντάνα ντι Τρέβι γυρίστηκε Μάρτιο, που ακόμα έκανε κρύο. Η Ανίτα Έκπμπεργκ δεν πτοήθηκε, έτσι πέρασε ώρες στο νερό, ενώ ο Μαστρογιάνι φορούσε αδιάβροχο και κατέβαζε τη μία βότκα μετά την άλλη ‒ έπαιξε μεθυσμένος. Ως γνωστόν, από την ταινία ξεπήδησε ο όρος «παπαράτσο», από του όνομα του φωτορεπόρτερ που κυνηγούσε διασημότητες, όπως ο Μαρτσέλο.
Αλλά και το επίθετο έχει τη δική του ιστορία, καθώς δεν είναι συνηθισμένο, απλώς το άκουσε ο Φελίνι στην Καλάμπρια και το κράτησε. Η τελική σκηνή με το κήτος που ξερνάει η θάλασσα είναι εμπνευσμένη από τον ανεξιχνίαστο θάνατο της Βίλμα Μοντέσι, μιας νέας που βρέθηκε νεκρή σε παραλία έξω από τη Ρώμη το 1953 και ο θάνατός της συνδέθηκε με ναρκωτικά και σεξουαλικά όργια.
«Οκτώμισι» («Otto e mezzo», 1963)
Στο αριστουργηματικό «Οκτώμισι» («Otto e mezzo», 1963), ο σκηνοθέτης αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του για να μας μιλήσει για τον ίδιο του τον εαυτό, τις παιδικές του μνήμες, τις ερωτικές φαντασιώσεις του, τα τραύματα μιας ρωμαιοκαθολικής παιδείας, αλλά και τα αδιέξοδα του καλλιτέχνη – δημιουργού σ’ έναν κόσμο όπου την κυρίαρχη θέση κατέχουν η αποξένωση και η πνευματική σύγχυση.
«Ιουλιέτα των Πνευμάτων» («Giulietta degli spiriti», 1965)
Με την «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» («Giulietta degli spiriti», 1965), πρώτη έγχρωμη ταινία του, ο Φελίνι μας παρουσιάζει το πορτραίτο μιας καταπιεσμένης Ιταλίδας νοικοκυράς που, μέσα από τις φαντασιώσεις της, καταφέρνει να απελευθερωθεί. Η Ιουλιέτα των πνευμάτων γυρίστηκε για την επιστροφή της Μασίνα στην οθόνη. Ωστόσο θεωρείται η θηλυκή απάντηση στο 8½, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας αντιμετωπίζει επίσης μια κρίση που τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τους φόβους του.
Ο ίδιος ο Φελίνι χρειάστηκε να επισκεφθεί μέντιουμ, χαρτορίχτρες και να παρευρεθεί σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις για να συλλάβει το σενάριο. Επηρεασμένος και από τις θεωρίες του Γιουνγκ, στις οποίες είχε εντρυφήσει κατά την περίοδο των γυρισμάτων της Γλυκιάς Ζωής, μετά από παρότρυνση ψυχαναλυτή, άρχισε να κρατάει ημερολόγιο των ονείρων του με σκίτσα. Έτσι εξηγείται το έντονο εικαστικό στοιχείο της ταινίας που θυμίζει κόμικ.
Γυρίστηκε έγχρωμη και άφησε τον σκηνογράφο του Γκεράρντι να οργιάσει. Αποτέλεσε, όμως, την τελευταία τους συνεργασία λόγω ανεπίλυτων διενέξεων ‒ το ίδιο συνέβη και με τον Φλαϊάνο. Η ταινία δεν κέρδισε το μεγάλο κοινό, αλλά αποτελεί αξιοσημείωτο κομμάτι της εργογραφίας του Φελίνι, περίπου σαν το Φελίνι Σατυρικόν. Το τελευταίο αποτελεί μια εξεζητημένη απόπειρα να παρουσιάσει υπό μορφή ντοκιμαντέρ την έκλυτη ζωή της αρχαίας Ρώμης, βασισμένη στο ομώνυμο και ημιτελές βιβλίο του Πετρόνιου.
Μια Γλυκιά Ζωή με χλαμύδες και ενενήντα σκηνικά (δημιούργημα του Ντανίλο Ντονάτι), ένα αισθησιακό μωσαϊκό ανθρώπων που εμπλέκονται σε όργια και συμπόσια, που η «Nouvel Observateur» χαρακτήρισε «μελέτη αναθυμιάσεων ενός βόθρου». Δέκα χιλιάδες μαστουρωμένοι χίπηδες παρακολούθησαν την πρεμιέρα του μετά από φεστιβάλ ροκ στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Αν και υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, δεν το κέρδισε.
«Σατυρικόν» και «Κλόουν»
Με το «Σατυρικόν» («Fellini Satyricon», 1969) αντιμετωπίζει κριτικά και με ειρωνεία τη σύγχρονη, παρηκμασμένη κοινωνία, μέσα από ένα ταξίδι στην αρχαία Ρώμη του Πετρώνιου. Με τους «Κλόουν» («I clowns», 1970) ο Φελίνι επιστρέφει στον κόσμο του θεάματος, σχολιάζοντας την παρακμή ενός είδους και σατιρίζοντας ταυτόχρονα την εισβολή του τηλεοπτικού θεάματος.
«Ρόμα» («Roma», 1972)
Στην ταινία του «Ρόμα» («Roma», 1972) συναντάται το ρωμαϊκό χθες με το σήμερα, μέσω μιας διαχρονικής περιπλάνησης σε δρόμους της Ρώμης, σε υπόγειες στοές, σε χώρους που φέρουν τα σημάδια του ένδοξου παρελθόντος, αλλά και της σημερινής αλλοτρίωσης. Οι αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής ζωής, αναμεμειγμένης με όλα τα αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη (γυναίκα, σεξ, εκκλησία, θέαμα, φασισμός, κινηματογράφος) είναι παρόντα σ’ αυτή του την ταινία.
Το Ρόμα είναι ένα ντοκιμαντέρ που παντρεύει τη μυθοπλασία, την αυτοβιογραφία και τη φαντασία του σκηνοθέτη. Είναι λες και ο Μοράλντο/Φελίνι καταφθάνει στη μεγάλη πόλη και η περιπέτεια να ξεκινάει. Παρελαύνουν πόρνες, καλόγριες, παπάδες, διανοούμενοι και μοτοσικλετιστές που οργώνουν με ταχύτητα την αρχαία πόλη. Συμμετείχαν και ο Μαστρογιάνι και ο Σόρντι, οι ρόλοι τους όμως κόπηκαν στο μοντάζ. Έμειναν η Άννα Μανιάνι ως σύμβολο της σύγχρονης Ρώμης στην τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση και ο ενθουσιώδης Γκορ Βιντάλ, που εξηγεί γιατί επέλεξε τη Ρώμη για μόνιμο τόπο κατοικίας του.
«Άμαρκορντ» ή «Θυμάμαι» («Amarcord», 1973).
Το Αμαρκόρντ επιλέχτηκε ως εναρκτήρια ταινία των Καννών το 1973. Μια επιστροφή στα νεανικά χρόνια στο Ρίμινι με μια παρέα εφήβων, στην οποία πρωταγωνιστεί ο δεκαπεντάχρονος Τίτα (Μπρούνο Ζανίν), χαρακτήρας που ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από έναν παιδικό του φίλο. Σαν άλλοι Βιτελόνι περιφέρονται στο παραθαλάσσιο θέρετρο, κάνοντας σκανδαλιές και ζημιές, φαντασιώνονται γυναίκες, αυνανίζονται, εξοργίζουν τους πάντες. Απέναντί τους έχουν την Εκκλησία και τους φασίστες.
Το Ρίμινι, που στην ταινία ονομάζεται Μπόργκο, χτίστηκε στην Τσινετσιτά, ενώ για το πολυτελές Grand Hotel χρησιμοποιήθηκε ένα ανάλογό του στο Άντσιο. Αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη εμπορική επιτυχία του Φελίνι, κερδίζοντας ακόμα ένα Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Ήταν και η τελευταία που είχε την καθολική αποδοχή των κριτικών.
«Καζανόβα» («Il Casanova di Federico Fellini», 1976)
Η μνήμη είναι παρούσα και στον «Καζανόβα» («Il Casanova di Federico Fellini», 1976), στην οποία ο καταβεβλημένος από τα γηρατειά δον Ζουάν αναπολεί τους έρωτές του.
«Πρόβα Ορχήστρας» («Prova d’ Orchestra»)
Το 1978 ο Φελίνι θα γυρίσει την αλληγορική «Πρόβα Ορχήστρας» («Prova d’ Orchestra»), τακτοποιώντας τους συλλογισμούς του γύρω από την αταξία και το χάος της ιταλικής κοινωνίας, που αποσυντίθεται.
Η καταγραφή μιας μέρας μιας άναρχης ορχήστρας είναι το θέμα της Πρόβας ορχήστρας του 1979. Πολιτική αλληγορία ή δοκίμιο μιας ταραγμένης εποχής, γυρίστηκε για τη RAI και έκανε πρεμιέρα στο Κυρινάλιο, παρουσία πολιτικών, οι οποίοι την υποδέχτηκαν με ψυχρότητα.
Αφιερώθηκε στον Νίνο Ρότα, ο οποίος πέθανε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη μουσική της. Δείχνοντας μια στροφή του Φελίνι στα γεράματά του, έχει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Η παρακμή της Δύσης σε ντο δίεση μείζονα».
«Η Πόλη των γυναικών («La citta delle donne», 1980)
Οι αγώνες της γυναίκας για απελευθέρωση, αλλά και οι φοβίες του άντρα μπροστά σ’ αυτή την εξέγερση των φεμινιστριών θα αποτελέσουν την πηγή έμπνευσης για την πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ταινία του «Η Πόλη των γυναικών («La citta delle donne», 1980).
«Και το πλοίο φεύγει («Ε la nave va», 1983),
«Τζίντζερ και Φρεντ» («Ginger e Fred», 1985)
«Η Συνέντευξη» («Intervista», 1986)
Η επόμενη ταινία του «Και το πλοίο φεύγει («Ε la nave va«», 1983) είναι ένα ελεγειακό και λυρικό σχόλιο για την Ευρώπη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο «Τζίντζερ και Φρεντ» («Ginger e Fred», 1985), ο σκηνοθέτης ξανασμίγει με τη γυναίκα του ύστερα από 30 χρόνια, σε μια ταινία όπου εκτός από το σχόλιο για τον κόσμο του μιούζικ-χολ που χάνεται, ασκεί μία καυστική κριτική της τηλεόρασης. Η κριτική του στη μικρή οθόνη θα συνεχιστεί και στην ταινία του «Η Συνέντευξη» («Intervista», 1986), αναμνήσεις του Φελίνι από την πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο της Τσινετσιτά μέσα από μια συνέντευξη που ο σκηνοθέτης δίνει σ’ ένα ιαπωνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Το κύκνειο άσμα του «ποιητή της εικόνας»
Το έργο του Φελίνι κλείνει με τη «Φωνή του φεγγαριού» («La voce della luna», 1990), ένα είδος επιστροφής στον κόσμο των κλόουν, των ονειροπαρμένων, αλλά και μία ματιά πάνω σ’ έναν κόσμο που χάνεται ταυτόχρονα με μιαν άλλη πάνω σ’ ένα αμφίβολο μέλλον.
Βασίζεται στο μυθιστόρημα Το ποίημα των τρελών του Ερμάνο Κανατσόνι, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο. Ήταν η πρώτη φορά που βασίστηκε σε λογοτεχνικό έργο και παρόλη την αποστροφή του για την τηλεόραση, χρηματοδοτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από αυτήν.
Η μουσική ήταν του νεαρού Νικολά Πιοβάνι, τον οποίο του είχε συστήσει ο Μάνος Χατζιδάκις ως ιδιαίτερα ταλαντούχο πρώην βοηθό του. Οι κριτικοί δεν πείστηκαν όσο και να του έδωσαν κάποια εύσημα για το Ιντερβίστα που προηγήθηκε την ίδια χρονιά, ντοκιμαντέρ που γύρισε με αφορμή τα 50χρονα της Τσινετσιτά και σηματοδότησε την επανένωση των Μαστρογιάνι και Έκμπεργκ στην οθόνη.
Μάρτιο του 1993 ταξίδεψε στην Αμερική για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, μία μέρα αφότου συμπλήρωσαν τη χρυσή τους επέτειο γάμου με τη Μασίνα, απεβίωσε. Προς τιμήν του το αγαπημένο του στούντιο 5 της Τσινετσιτά ονομάστηκε Teatro Federico Fellini.
Ο Φεντερίκο Φελίνι πέθανε στη Ρώμη στις 31 Οκτωβρίου 1993, μία μέρα μετά την επέτειο των πενήντα χρόνων του γάμου του με την Τζουλιέτα Μασίνα. Είχε υποστεί καρδιακή προσβολή λίγες ημέρες νωρίτερα. Την κηδεία του, που έγινε στο Στούντιο 5 της Τσινετσιτά στη Ρώμη, παρακολούθησαν 70.000 κόσμου. Κατά παράκληση της συζύγου του ο τρομπετίστας Μάουρο Μαούρ έπαιξε τη σύνθεση του Νίνο Ρότα – βασικού συνεργάτη του Φελίνι – «Improvviso dell’ Angelo».
Στη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πλήθος βραβείων. Ξεχωρίζει ο «Χρυσός Φοίνικας» του Φεστιβάλ των Καννών («Ντόλτσε Βίτα»), ο «Χρυσός Λέοντας» («Σκιές του υποκόσμου»») και οι δύο «Αργυροί Λέοντες» («Οι Βιτελόνι», «Λα Στράντα») του Φεστιβάλ της Βενετίας. Οι δημιουργίες του βραβεύτηκαν τέσσερις φορές με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας («Λα Στράντα», «Οι νύχτες της Καμπίρια», «Οκτώμισι», «Άμαρκορντ»), ενώ ο ίδιος ήταν 12 φορές υποψήφιος στις κατηγορίες σεναρίου και σκηνοθεσίας. Το 1993 βραβεύτηκε με Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο.
AgrinioStories | Επιμέλεια Λ.Τ. | Πηγές: sansimera.gr και lifo.gr