Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία
του Ευάγγελου Παπαστράτου
Το «στήσιμο», για πάρα πολλά χρόνια, ήτανε ένα παιγνίδι, μια απασχόληση, μια συνήθεια, ένα «χόμπυ»… και μάλιστα, με περισσότερη τέχνη και υπομονή. Εκείνα τα χρόνια, τόσο τα προπολεμικά, όσο και τ” αμέσως μεταπολεμικά, όλος ο παιδόκοσμος, όλα τα παιδιά που κατοικούσαν στις παρυφές των πόλεων και στα χωριά, πήγαιναν για «στήσιμο».
Μια πολύ ωραία περιγραφή αυτού του «χόμπυ» είναι αυτή που κάνει ο Ευάγγελος Παπαστράτος στο «Η Δουλειά και ο Κόπος της – Από τη ζωή μου»
«[…] Το πιάσιμο των πουλιών», γράφει, «με τις αξόβεργες ήταν ένα από τα αγαπητά μας παιχνίδια. Κάθε χειμώνα, όταν ήταν γιορτή ή τις Κυριακές, μετά την εκκλησιά πηγαίναμε στα χωράφια γύρω στο Αγρίνιο και στήναμε “αγκουρτσές”, ένα είδος γαϊδουράγκαθου σε σχήμα μικρού ξερού θάμνου με κανονικά κοντά κλωνάρια, που κατέληγαν στην άκρη, όπου ήταν ο καρπός και γύρω είχαν όλο αγκάθια. Πάνω στ’ αγκάθια αυτά, όπου πήγαιναν να κάτσουν οι καρδερίνες -τα γαρδέλια- για να φάνε τον καρπό, στήναμε τις αξόβεργες, μικρά ξυλάκια αλειμμένα με λιωμένο αξό, πού τον μαζεύαμε από τους ίδιους θάμνους. Όταν τα πουλιά κάθονταν, κολλούσαν τα φτερά τους και δεν μπορούσαν πια να πετάξουν.
Για να ξεγελιούνται οι καρδερίνες δέναμε τις αγκουρτσές σε καλάμια για να γίνουν πιο ψηλές κι από κάτω βάζαμε ένα κλουβί, οπού ήταν μια καρδερίνα που κελαηδούσε, σκεπασμένη με χόρτα• και στην κορυφή του θάμνου δέναμε μιαν άλλη καρδερίνα, όχι ζωντανή, βαλσαμωμένη. Αυτή ήταν ο “πλάνος”.
Επειδή τον ίδιο καιρό υπήρχαν κι άλλες αγκουρτσές, που τις έβαζαν άλλα παιδιά, όταν ακούγαμε να περνούν τα γαρδέλια μας έπιανε μεγάλη αγωνία σε τίνος αγκουρτσά θα πάνε να καθίσουν. Την ώρα πού κάθονταν πάνω στις αξόβεργες δεν παίρναμε ούτε αναπνοή ώσπου να δούμε το αποτέλεσμα και, μόλις βλέπαμε πώς έπεφτε κανένα, τρέχαμε να το μαζέψουμε γρήγορα, γιατί όταν τ’ άλλα γαρδέλια, πού έρχονταν, έβλεπαν κίνηση, έφευγαν αμέσως.
Η συγκίνηση ήταν ακόμα πιο μεγάλη ώσπου να δούμε αν η καρδερίνα που πιάσαμε ήταν νέα ή γέρικη «καγιάρω», Όπως λέγαμε τις γέρικες. Αυτό το διακρίναμε από το κόκκινο χρώμα πού είχαν στο κεφάλι. Όταν ήταν ξεθωριασμένο και με μικρά σταχτιά σημάδια, ή καρδερίνα ήταν καγιάρω και δε λαλούσε. γι’ αυτό και την αφήναμε να φύγει, εκτός αν είχαμε ανάγκη από «πλάνο», οπόταν τη χρησιμοποιούσαμε γι’ αυτόν τον σκοπό.
Όταν πάλι το χρώμα ήταν ζωηρό κόκκινο, αυτό σήμαινε πώς το γαρδέλι ήταν νέο, κι αν είχε και μικρά μαύρα κουκιδάκια πάνω στο κόκκινο, τότε πια ήταν από τα «σημαδιακά» γαρδέλια, πού κελαηδούσαν καλύτερα κι από καναρίνια, γιατί το κελάηδημα τους ή, όπως το λέγαμε, το “φριτζέρισμά” τους είχε μεγαλύτερη ποικιλία. Έτσι κρατούσε ο καθένας μας από ένα – δυό πουλάκια για το κλουβί ως τον άλλο χρόνο ή και περισσότερα όταν κελαηδούσανε καλά· και τα περιποιόμασταν μόνοι μας με κανναβούρι, πού ήταν ή τροφή τους. Όσα περίσσευαν τα χαρίζαμε. […]»
Φωτογραφία: Η πλατεία Μπέλου
(νυν Δημοκρατίας) τη δεκαετία του ’50
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες