Η εμφάνιση του Βραχωριού στην ιστορία

«Εκείνοι που έλαβαν τα τιμάρια στην περιοχή των λιμνών
και του Αχελώου υπήρξαν οι ιδρυτές του Βραχωριού»

  • του Λευτέρη Τηλιγάδα

Το 1430 πεθαίνει στα Γιάννενα ο Κάρολος Α’ Τόκκος, και αφήνει το Δεσποτάτο του χωρίς νόμιμο διάδοχο. Ως γνωστόν βέβαια, η εξουσία, όπως και η φύση, απεχθάνεται τα κενά και σπεύδει κάθε φορά να τα καλύψει «εκ των ενόντων». Εάν δεν υπάρχει νόμιμος απόγονος, το «σόι», βρίσκει ή εφευρίσκει κάποιον νόθο, για να «πάει σόι το βασίλειο». Στην περίπτωση του Καρόλου εμφανίστηκαν τρεις νόθοι και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, άρχισαν τον πόλεμο μεταξύ τους για την κυριαρχία και στο σόι και στο ηγεμονία.

Αυτές τις «αδερφοφάδες» τις εκμεταλλεύτηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο οι Οθωμανοί του Σουλτάνου Βογιαζίτ Β’, οι οποίοι με 150.000 περίπου άνδρες[1] άρχισαν να πραγματοποιούν διαδοχικές επιδρομές και πολεμικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία που είχαν σαν αποτέλεσμα την αναίμακτη  κατάληψη το 1431 των Ιωαννίνων. Ακολούθησε η Άρτα (1449), το Αγγελόκαστρο (1460), η Βόνιτσα (1472), η Λευκάδα (1479), η Ακαρνανία (1480) και τέλος η Ναύπακτος (1499).

Αμέσως μετά την κατάκτηση της Αιτωλοακαρνανίας από τους Οθωμανούς ολόκληρη η περιοχή εντάχθηκε στο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Σαντζάκιον του Κάρλελι» από το όνομα του Καρόλου Τόκκου, ο οποίος, όπως είδαμε, ηγεμόνευε σ’ αυτό πριν την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς.

Τα σαντζάκια ήταν δευτεροβάθμιες διοικητικές μονάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντίστοιχες δηλαδή με τις σημερινές περιφέρειες. Θεσμοθετήθηκαν στα μέσα του 14ου αιώνα ως περιφερειακά διαμερίσματα και αποτέλεσαν τη βάση του στρατιωτικού τιμαριωτικού διοικητικού συστήματος της αυτοκρατορίας. Υπάγονταν διοικητικά σε μεγαλύτερες διοικητικές περιοχές, οι οποίες ονομαζόταν Εγιαλέτια.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο οθωμανικός στρατός συγκροτούνταν με ελεύθερα σώματα ιππέων που ονομάζονταν spahis (εξ. σπαχήδες), τα οποία αμείβονταν για την υπηρεσία τους με κτήματα που παραχωρούσε προηγουμένως ο Σουλτάνος στους Μπεηλερμπέηδες[2]. Αυτοί φρόντιζαν για τη στρατολόγηση, εκπαίδευση και ετοιμότητά τους[3].

Το «Σαντζάκιον του Κάρλελι» δημιουργήθηκε μεταξύ του 1475 και του 1489, πρώτα ως τμήμα του Εγιαλετίου της Ρωμυλίας, και αργότερα, πιθανώς γύρω στο 1550, ως τμήμα του Εγιαλετίου του Αρχιπελάγους,  το οποίο ιδρύθηκε το 1533 και υπαγόταν απευθείας στον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου, Καπουδάν Πασά.

Πρώτη πρωτεύουσα ορίσθηκε το Αγγελόκαστρο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα και την ολοκληρωτική καταστροφή του κατά τον έκτο Βενετοτουρκικό πόλεμο ή αλλιώς «Πόλεμος του Μοριά», ο οποίος ξεκίνησε το 1684 και τελείωσε το 1699.

«Το 1503 με 1504 διοικητής του σανταζκίου ήτο ο ‘Ισα Μπέης, γιος του Μεχμέτ  Μπέη», σύμφωνα με τον Ιωάννη Γιαννακόπουλο (Η Διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατίαν» 1971, σελ 74), «, το 1520 ο Αχμέτ Αγάς, υιός του Μεχμέτ Μπέη με χας[4] 250.000 ακτσέδων[5], το 1527/8 και το επόμενο μάλλον έτος ο Καΐτ Μπέης ο Κιρκάσιος με χας 200.000 ακτσέδων, το 1537 ο χουσείν Μπέης, υιός του έλκοντος την καταγωγήν από το γένος των Καρόλων Τόκκων, Μεχμέτ Μπέη[6], ολίγον προ του 1550 ο Τουργουζίτ Μπέης» (Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, 1991, σελ 100)

Οι γεωγράφοι του 17ου αιώνα Χατζή Χαλιφά και Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρουν ότι το σαντζάκι περιλάμβανε έξι καζάδες: της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα), της Βόνιτσας, του Ενκιλί Καστρί (Αγγελόκαστρο), του Εξιμέρε (Ξηρόμερο), του Άλτου (Βάλτος), και του Ιμραχόρ (Βραχώρι).

Όπως σε όλη την αυτοκρατορία, έτσι και στο Κάρλελι εφαρμόστηκε το παραπάνω σύστημα για την πλήρη αποκατάσταση των σπαχήδων και την εξασφάλιση του εισοδήματός τους με τις διάφορες φορολογίες.

«Ακολούθησε η μόνιμη εγκατάσταση των τιμαριούχων, κι εκείνοι που έλαβαν τα τιμάρια στην περιοχή των λιμνών και του Αχελώου υπήρξαν οι ιδρυτές του Βραχωριού.  Είναι πολύ πιθανόν σ’ αυτούς να προστέθηκαν κι άλλοι που τα σπαχηλίκια τους βρισκόταν σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως το Ξηρόμερο και αλλού.

Το πότε ακριβώς και από πόσους δημιουργήθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας είναι αδύνατο να προσδιοριστεί. Δεν θα είμαστε όμως μακριά από την πραγματικότητα, αν τοποθετήσουμε τη γέννηση του οικισμού μετά την πτώση του Αγγελοκάστρου, δηλαδή τη δεκαετία του 1460 ή στις αρχές της επόμενης. Αγγλικός χάρτης του 1560, στον οποίο θα αναφερθούμε στις επόμενες σελίδες, σημειώνει ως σημαντική την πολίχνη, πράγμα που σημαίνει ότι είχε αρκετές δεκαετίες ζωής αυτή την εποχή». (Παπατρέχας, 1991)

Ένα πολύ εύλογο ερώτημα το οποίο διατυπώνεται και από τον Παπατρέχα είναι, γιατί όλοι αυτοί οι τιμαριούχοι οι οποίοι συγκεντρώθηκαν οικιστικά στο Βραχώρι, δεν προτίμησαν το Αγγελόκαστρο, το οποίο είχε τη αίγλη της πρωτεύουσας του Κάρλελι, είχε εξαιρετική οχύρωση και ήταν έδρα του σαντζάκ-μπέη.

Σε αυτό το ερώτημα ο Παπατρέχας δίνει τρεις πειστικές απαντήσεις.

«Ο πρώτος, ότι ήταν κοντά στις γαιοκτησίες τους· ο δεύτερος, ότι ήταν τοποθεσία υγιεινή και μπορούσε να αναπτυχθεί άνετα ο οικισμός, στα ευάερα και ευήλια ψηλώματα, αυτά τα χαρακτηριστικά λοφοειδή εξάρματα, που καθορίζουν τη μορφή του τοπίου, ενώ το Αγγελόκαστρο υπέφερε από τα κουνούπια της γειτονικής Λυσιμαχίας και είχε οπωσδήποτε νοσηρότητα. Τέλος, ο τρίτος λόγος, που δεν πρέπει να φανεί περίεργος είναι ότι οι αγέρωχοι και σκληροτράχηλοι εκείνοι πολεμιστές, αλλά και φανατικοί μουσουλμάνοι, οι εκλεκτοί του πατισάχ [7], δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση τον συμφυρμό με τους «απίστους». Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι κράτησαν αμιγή τον οικισμό τους και ίσως μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα επέτρεψαν τη δημιουργία χριστιανικής παροικίας στις νότιες παρυφές της πολίχνης»[8].

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι διατυπώνεται από μερικούς η ακριβώς αντίθετη άποψη. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι πριν την εγκατάσταση στο Βραχώρι μωαμεθανών τιμαριούχων, κατοικούσαν εκεί «ελληνοχριστιανοί».

«Εξ αυτών τών καταγραφών τεκµαίρεται, κατ’ εµέ, η εξής οικιστική και δηµογραφική εξέλιξη τού Βραχωριού: Πρωταρχικά ενυπάρχει οικισµός, αµιγής Ελληνικός, καταγραφόµενος -προαναφέραµε- στον µεσαίωνα υπό του Αναστασίου Γορδίου (1654/5-1729) µε την επωνυµία “Βραχώρη”, τουλάχιστον από το 1642 (terminum ante quem), όπως καταδεικνύει η ως άνω έρευνα του Machiel Kiel. Στο ίδιο πόρισµα κατατείνει και το τοπωνυµικό µε το οποίο δηλώνεται όχι ειδικά η ελληνική οικιστική εγκατάσταση “Βραχώρη”, αλλά η στρατιωτική-διοικητική περιοχή τού καζά (επαρχίας) «Abulahor» στο “sancaq Qarlϊ-eli” («Σαντζάκι του Κάρλελι»), καζάς καταγραµµένος το 1648 µε την επωνυµία “Abulahor” από τον προαναφερθέντα Haji Khalifeh (Χατζή Κάλφα, ό.π., σ. 129).

Από αυτές λοιπόν τις ως άνω ιστορικές πηγές τεκµαίρεται ότι το Βραχώρι δεν το ίδρυσαν οι Τούρκοι κατακτητές, αλλά πρώτοι εγκαθιδρύθηκαν σ’ αυτό Έλληνες. Η ακµή του, βέβαια, έγκειται εις την επιλογή τού καζά ως έδρα τής “Οθωµανικής Στρατιωτικής Βάσης” και τού Βραχωριού ως έδρα αυτής τής “Στρατιωτικής ∆ιοίκησης τής Οθωµανικής Στρατιωτικής Βάσης”, ως τεκµαίρεται από τα γραφόµενα του Εβλιά Τσελεµπί, όταν πέρασε από το Βραχώρη το 1667/8, ήτοι µόνον είκοσι χρόνια µετά την αναφορά τού Χατζή Κάλφα σε “καζά Abulahor”»[9].

Και οι δύο απόψεις έχουν το δικό τους ειδικό βάρος αν και θεωρούμε ότι η πρώτη άποψη πηγαίνιε πιο βαθιά στο χρόνο και την ιστορία και τη διακρίνει περισσότερη αξιοπιστία.

 

 

1. Θ.Μ. Πολίτη, Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην επανάσταση του 1821,Έκδοση Νομαρχία της Αιτωλοακαρνανίας 1973 σε. 22 | 2.Ο Μπεηλέρμπεης ήταν αρχικά ανώτερος στρατιωτικός βαθμός και διοικητικός τίτλος που αποδίδονταν στον διοικητή ενός Εγλιατίου. Η λέξη είναι σύνθετη από τον πληθυντικό του «Μπέη» στη τουρκική Μπεηλέρ + Μπέης, που σημαίνει Μπέης των Μπέηδων, περίπου Αρχιμπέης. Ο βαθμός αυτός στη συνέχεια αποτέλεσε τιμητική προσωνυμία που δίνονταν σε ανώτερους διοικητές επαρχιών ή άλλους αξιωματούχους χωρίς διοικητική περιφέρεια. 3. ΕΔΩ | 4.Χας: Ετησίο εισόδημα που απολάμβανε ο αξιωματούχος από συγκεκριμένη περιοχή. | 5.Ακτσέ: Η κατώτερη νομισματική μονάδα (3 ακτσέδες = 1 παράς, 40 παράδες = 1 γρόσι, 500 γρόσια = 1 πουγγί) | 6.Ένας από τους νόθους του Καρόλου Α που είχε μείνει στη σουλτανική αυλή, όπου και εξισλαμίστηκε.  | 7. Γεράσιμος Παπατρέχας, Η ιστορία του Αγρινίου, Δήμος Αγρινίου, 1991, σελ. 116. | 8. Μ. Δένδια, Λευκάς ή Άρτα, Ηπειρωτικά Χρονικά, τεύχος Α και Β, 1931, σελ. 26 όπου η παραπάνω περικοπή. | 9. Ιωάννης Γ. Νεραντζής, Τα Αιτωλικα (τής ΑΙ.ΠΟ.Ε.), τχ. 18, (Ιαν.-Ιούν. 2012): Μέρος 1ο, σ. 268-286. τχ. 19, (Ιούλ.-∆εκ. 2012): Μέρος 2ο, σ. 103-129


AgrinioStories