«Χρονιάρες μέρες» του Νίκου και της Αργ. Κοκοβλή

Ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή ήταν από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα της αντίστασης στην Κρήτη στη γερμανική Κατοχή. Στη συνέχεια πήραν μέρος στον εμφύλιο και έμειναν στην παρανομία καθοδηγώντας τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και ζωντας κυρίως σε σπηλιές μέχρι το 1962, όταν με χίλιες αντιξοότητες κατόρθωσαν να διαφύγουν με την αποδεκατισμένη ομάδα τους μέσω Ιταλίας στην ΕΣΣΔ και στην Τασκένδη. (Δύο από τα οχτώ μέλη της ομάδας αρνήθηκαν να αφήσουν την Κρήτη. Ήταν οι θρυλικοί Μπλαζάκης και Τζομπανάκης, που τελικά κατέβηκαν από τα βουνά το 1975).

Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη (Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή)

 

«Χρονιάρες μέρες»

Ήτανε πολύ πρωί. Έδεσε χαμηλά τη μαύρη παλιά μαντήλα της κι ετοιμάστηκε να βγει. Κείνη τη στιγμή το μικρό της κοριτσάκι πετάχτηκε απ’ το ξυλοκρέβατο πού’ταν στη γωνιά της μοναδικής, κρύας παλιοκάμαρας και την έπιασε απ’ το φουστάνι. Ύστερα σηκώθηκε και το δεύτερο και το τρίτο της παιδί. Όλα κορίτσια. Τα κοίταξε κι η καρδιά της ράγισε. Αχ πόσο θά΄θελε νά’ φευγε χωρίς να τη δουν!… Τα ρουφηγμένα μαγουλάκια τους ήταν σαν κέρινα και τα ματάκια τους απέραντα μεγάλα σε σχέση με τ΄ ασθενικά προσωπάκια τους. Είχανε κάτι ποδαράκια σαν ολόιδια καλαμάκια και τα κορμάκια τους λες και κρέας καθόλου πάνω τους δεν είχανε. Όσο κι αν ήθελες να σκεφτείς υπερβολικά δεν τά’ κανες πάνω από δυο ως πέντε χρονών. Κι όμως το πιο μεγάλο ξεπερνούσε τα οχτώ.

Ρουφούσαν ακατάπαυστα τις παχιές μυξίτσες τους και κοιτάζοντας σαν ένοχα τη μάνα τους μουρμούριζαν παραπονιάρικα τις «απαιτήσεις» τους. Είναι αλήθεια, ποτέ τους δεν ζητούσαν τίποτα. Καταλάβαιναν τις δυσκολίες. Μα τώρα, μέρες πού’ρχονταν η στέρηση γινόταν πιο χτυπητή. Και μέσα τους ξυπνούσε δυνατή η λαχτάρα για κάτι.

Το μεσαίο έσκυβε μια το κεφάλι και κοίταζε τα ξυπόλητα ποδαράκια του και μια το σήκωνε δειλά δειλά κατά τη μάνα του. Τέλος αποτόλμησε:

– Τα παπουτσάκια μαμά!…

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Δεν μίλησε. Άγγιξε μόνο με χέρι τρεμάμενο το κατσαρό κεφαλάκι του παιδιού. Ήτανε καιρός που του τά’χε υποσχεθεί. Έτσι χωρίς καλά καλά να το σκεφτεί. Όμως αυτό, ποτέ δεν το ζήτησε κι ας τα επιθυμούσε τόσο. Κι ας τα σκέφτονταν στον ξύπνιο του και στον ύπνο του. Προχθές ακόμα ονειρευότανε- κι ήτανε τότες πανευτυχισμένο- πως φορούσε ένα ζευγάρι παπουτσάκια κόκκινα με μια γυαλιστερή φλουμπίτσα στο πλάι. Πόσο ωραίο θά’ τανε να τα φορέσει στ’ αλήθεια αύριο! Αυτή τη μέρα κάτι καινούργιο έχουνε τα παιδάκια.

-Και το βιβλίο μαμά… είπε ύστερα σιγά και το πιο μεγάλο πλέκοντας τα δαχτυλάκια των χεριών του και κοιτάζοντας χαμηλά. Κείνο το βιβλίο του σχολειού τους με τις εικόνες και τα μεγάλα γράμματα πόσες φορές δεν πεθύμησε να τό’χε! Ζήλευε που άλλα παιδάκια τά’χανε τα βιβλία τους και τ’ ανοίγανε πάνω στο θρανίο. Και ντρεπότανε που κείνη δεν είχε. Αισθανότανε πως αυτή δεν ήτανε τίποτα και ζάρωνε σε μια γωνιά σα δαρμένο σκυλάκι. Πάντα τό ’βλεπες αγέλαστο. Με βαριά καρδιά έριχνε στα κλεφτά μια ματιά, κάθε μέρα στα ξένα βιβλία. Μα σα θά’χε ένα δικό της τής φαινόταν πως δε θα τ’άφηνε απ’τα χέρια της. Πως θα το φυλλομετρούσε όλη την ώρα. Θα διάβαζε πολύ. Ακόμα και θα κοιμόταν μ’αυτό αγκαλιά.

Το πιο μικρό κοριτσάκι δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε με τ’ αθώα, λυπημένα ματάκια του πότε τη μάνα πότε τ’ αδελφάκια του. Σαν όμως εκείνη έκανε να βγει της φώναξε:

– Εγώ μαμά σέλω γλυκά…

Άλλες φορές αν τύχαινε να μιλήσει στη μάνα του για κάτι, έλεγε για ψωμί και φαΐ. Ίσως γιατί δεν είχε χορτάσει ποτέ στη ζωή του. Τώρα είπα για γλυκά. Τ’ άλλα παιδάκια τρώγανε τέτοια αυτές τις μέρες και τά’βλεπε κι ένοιωθε λαχτάρα να δοκιμάσει. Και τώρα ακόμα ξεροκατάπιε μερικές φορές και κούνησε τα μασελάκια του σαν να μασούσε.

Η μάνα γύρισε και το κοίταξε. Έριξε και στ’ άλλα ένα φευγαλέο βλέμμα. Μια δυνατή σουβλιά πέρασε την καρδιά της. Ένα κύμα ζάλης χτύπησε το κεφάλι της. Τα μάτια της θάμπωσαν. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα σαν αφηρημένη. Ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Δεν είπε ούτε τη συνηθισμένη της παραγγελιά: « Νά’σαστε ήσυχα ίσαμε νά’ρθω».

Έξω έβρεχε και φυσούσε μανιασμένα. Από πολλά σπίτια έβγαινε η άχνα της ζεστασιάς. Μα στο δικό της δεν υπήρχε τίποτα. Ούτ’ ένα καρβουνάκι. Ο αέρας τρύπωνε απ’ τις χαραμάδες κι η βροχή από τη χαλασμένη σκεπή…

Εξαντλημένη έφτασε στο μεγάλο σπίτι. Πλησίασε δισταχτικά. Έτσι σαν νά’τανε περιττή η παρουσία της. Σαν να μην πήγαινε για δουλειά. Άνοιξε την καγκελόπορτα. Αχ κι ας μην τύχαινε κανένας στα πόδια της! Έφτασε στη γωνιά του σπιτιού. Στο πάνω πάτωμα, σ’ αυτό το ανατολικό γωνιακό δωμάτιο μέσα σε πουπουλένιο κρεβάτι κοίτονταν η κυρία, μια άσπρη σαν το γάλα γυναίκα ως τριάντα χρονών. Το μούτρο της ήτανε στιφό και τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα σαν κορόμηλα. Ποιος ξέρει πόσα ξενύχτια είχε αυτές τις μέρες μπρουμουτισμένη στην τράπουλα.

Πέρασε ξυστά τον τοίχο και πήγε κατά το πίσω μέρος, ν’ ανέβει απ’ τη σκάλα της «υπηρεσίας». Ήτανε δεν ήτανε 5-6 μήνες που δούλευε σ’αυτό το σπίτι. Δυο τρεις φορές τη βδομάδα, για καθαρίσματα και μπουγάδα. Παλιά δούλευε σ’ ένα καπνομάγαζο μα έτσι ξαφνικά μια μέρα την πέταξαν γιατί λέει φώναξε μαζί μ’ άλλες πως η πληρωμή είναι μικρή. Ήτανε τότες ακριβώς που πέθανε ο άντρας της, πριν δυο χρόνια. Έμεινε στο δρόμο με τρία παιδιά. Πώς να τα ζήσει; Δουλειά δεν βρισκότανε. Έπιανε λοιπόν η άμοιρη τα χωράφια από νύχτα σε νύχτα, μάζευε κάνα χόρτο και το πουλούσε. Έπαιρνε γύρα τις γειτονιές και προσφερότανε για κάτι, για ό,τι δουλειά ύπαρχε. Έτσι κατάφερνε να ‘κονομά για τα μικρά της πότε μια φετίτσα ψωμί. Τίποτε παραπάνω. Ύστερα βρήκε τούτο το σπίτι. Ούτε καθορισμένες ώρες είχε, ούτε κι ορισμένη πληρωμή. Δούλευε 12 και 15 ώρες. Το πόσο θα πάρει το κανόνιζαν τ’ αφεντικά. Κι όμως τι να κάνει;

Πόσο θα της δώσουν άραγε σήμερα; Δεν μπορεί μέρα πού’ρχεται θα σκεφτούν και κείνοι σαν άνθρωποι. Κάτι παραπάνω θα πάρει σήμερα.

Δούλεψε ίσαμε τ’ απόγευμα ασταμάτητα. Κάποια στιγμή η κυρία φάνηκε μπροστά της. Εκείνη έπαθε σύγχυση και βρήκε διέξοδο στο να τρίβει πιο γρήγορα το πάτωμα της βεράντας.

-Όλα πρέπει να γίνουνε σήμερα: Κι η βεράντα, κι η αποθήκη, και το υπόστεγο, είπε η κυρία ξερά κι έστριψε απότομα την πλάτη. Στο βάθος του διαδρόμου φάνηκε κι ο κύριος και πίσω τα δυο τους παιδιά ντυμένα στα κατάμπλαβα ακριβά κουστουμάκια τους. Τα λουστρινένια παπουτσάκια τους λαμποκοπούσαν. Η κούρσα περίμενε υπομονετικά δίπλα στην εξώπορτα.

Σαν άκουσε τις πόρτες της κούρσας να χτυπάνε όρθωσε το σώμα της ακουμπώντας τό’να χέρι στην κολώνα και τ’ άλλο στα νεφρά της. Την πονούσαν από καιρό. Και τώρα που κουράστηκε την τρελαίνουν. Μα πονάει κι η έρημη η ψυχή της. Τι να κάναν άραγες τώρα τα δικά της παιδιά; Εκεί στο ξυλοκρέβατό τους θά’ναι τυλιγμένα στα χιλιομπαλωμένα σκεπάσματα, κολλημένα τό’να πάνω στ’ άλλο για να ζεσταθούν. Και τα στομαχάκια τους άδεια. Και το σπίτι γεμάτο νερά… Αλλά κάτι θα τους πήγαινε το βράδυ… Λίγη χαρά θά’μπαινε όπως όπως στις καρδούλες τους. Αχ εκείνο το βιβλίο… και τα παπούτσια… να μπορούσε να τά’παιρνε; Μα τι λέει; Τρία μεροκάματα είναι όλα κι όλα… Έσκυψε κι άρχισε πάλι τη δουλειά. Η ώρα περνάει. Βιάζεται να τελειώσει. Είναι κατάκοπη. Της πονάει όλο το κορμί, νιώθει εξαντλημένη. Κι όμως κάνει γρήγορα. Πρέπει να προλάβει ανοιχτά τα μαγαζιά. Πιστεύει πως δεν θ’αργήσουν και τ’αφεντικά νά’ρθουν…

Σαν τελείωσε έκατσε σ’ ένα σκαμνάκι στο πλυσταριό. Περίμενε. Τα μάτια της καρφώνονταν στο δρόμο. Άνθρωποι πάνε κι έρχονται. Σε κάθε βουή αυτοκινήτου η καρδιά της χτυπά. «Αυτό θά’ναι…» «Όχι δεν ήτανε»… Και πάλι απ’ την αρχή. Μα δεν μπορεί θά’ρθουν-σκέφτεται. Όμως η ώρα περνά. Αρχίζει ν’απελπίζεται. Θεέ μου… δεν έχουν ψυχή… Δεν θα προλάβω ανοιχτά, τίποτα δε θα πάρω… Σε μια στιγμή τ’ αυτοκίνητο φάνηκε. Έκοψε και πέρασε τη μεγάλη αυλόπορτα. Η καρδιά της ξεπέτρωσε. Ήταν ακόμα λίγος καιρός.

Τ’ αφεντικά μαζί μ’ ένα μουσαφίρη στάθηκαν κάτω απ’ το μεγάλο υπόστεγο κι έστρωσαν την κουβέντα. Τα παιδιά πήραν τα καινουργιοαγορασμένα παιχνίδια τους- κάτι πελώρια καραβάκια, κάτι τρενάκια, αυτοκινητάκια και μαϊμούδες- τράβηξαν για μέσα και μιλούσαν για τ’ άλλα που απόψε τη νύχτα θα τους έφερνε ο Άι Βασίλης.

Τ’ αφεντικά μιλάνε για τα χθεσινά ξενύχτια τους και το τι θα γίνει τούτο το βράδυ. Δεν είναι ομαλή η κουβέντα τους ούτε και το βλέμμα τους ήρεμο.

-Της το’πα μα δε θέλει να το καταλάβει- έλεγε ο κύριος δείχνοντας τη γυναίκα του στο μουσαφίρη. Δεν ξέρει να παίζει. Άμα την μπαλαφάρουνε τα χάνει σαν τον κέφαλο. Το χαρτί θέλει νά’σαι μαγγιόρος.

– Κι όμως εσύ έχεις χάσει πιο πολλές φορές από μένα, έλεγε η κυρία πεισματωμένα και δάγκωνε το κάτω χείλι της.

Καθισμένη εκείνη στο πλυσταριό περιμένει την πληρωμή. Η αγωνία της μεγαλώνει. Δεν μπορεί να ησυχάσει. Δεν είναι αυτοί άνθρωποι; Δεν την σκέφτονται και κείνη μέρα που ξημερώνει; Της πέρασε απ’ το νου να ζυγώσει να ζητήσει τα λεπτά της- τα μαγαζιά θα κλείσουν. Μα δεν τολμά.

Σε λίγο φάνηκε η υπηρέτρια. Ανάσανε μ’ ανακούφιση. Θα την παρακαλέσω να πάει εκείνη να το πει- σκέφτηκε. Έτσι κι έγινε. Η κοπέλα τους πλησίασε μα ούτε να κοιτάξει κανείς γύρισε. Γι’ αυτούς κείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτα άλλο από τη … σοβαρή κουβέντα τους για το χαρτί.

-Τα λεπτά, κυρία, τα λεπτά της γυναίκας… είπε δισταχτικά η κοπέλα.

Τα μούτρα τους ξίνισαν, ύστερα αγρίεψαν κιόλα. Εκείνος σταμάτησε την κουβέντα και γύρισε κοφτά:

-Δεν βρήκες άλλη ώρα; Άντε τράβα… Αύριο, μεθαύριο ας έρθει να τα πάρει. Πήγαινε!

Απ’ το πλυσταριό άκουσε καθαρά την απάντηση. Της φάνηκε νά’ πεσε αστροπελέκι στο κεφάλι της. Κρύος ιδρώτας την έκοψε. Βγήκε από την πίσω πόρτα κρατώντας τον τοίχο. Εκεί σταμάτησε. Το κεφάλι της βούιζε. Ένιωθε σαν χαμένη. Πού να πάει; Πώς ν’ αντικρύσει τα μικρά της να την κοιτούν παραπονιάρικα; Να ψάχνουν τ’ άδεια της χέρια; Τίποτ’ άλλο δεν ήθελε νά’χει σήμερα στον κόσμο, μόνο ένα βιβλίο ήθελε, ένα ζευγάρι παπούτσια κι ένα γλυκό… Η οργή κι ο πόνος που βράζουν μέσα της τη συνέφεραν λίγο. Έσφιξε τα δόντια της. Κάποτε θ’αλλάξουν τα πράματα να βρίσκεις μια δουλειά… να πληρώνεσαι τον κόπο σου… Τώρα όμως τι θα πάει σπίτι; Έβαλε πάλι μπρος το δρόμο παραπατώντας.

Λογιώ λογιώ άνθρωποι παγαίνουν κι έρχονται. Μανάδες, πατεράδες, παιδιά: Άλλοι ψωνίζουν κι άλλοι κοιτούν μόνο  τις βιτρίνες. Κάπου κάπου παιδάκια κλαιν για ένα παιχνιδάκι πού’ θελαν ν’αγοράσουν. Περπατά και κείνη. Έτσι στα κουτουρού. Δεν βλέπει τίποτα. Μόνο το έρημο το σπίτι της με τους τέσσερις τοίχους και τα τρία ασθενικά παιδιά της, κρυωμένα και νηστικά να περιμένουν…

 

 

Υ.Γ. Το κείμενο μονοτονίστηκε και έγινε κάποιος ορθογραφικός εκσυγχρονισμός από τον Νίκο Σαραντάκο. Τίτλος συλλογής «Βάσανα και καημοί (Διηγήματα)». Εκδόθηκε το Δεκέμβρη του 1965 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις στο Βουκουρέστι σε 2000 αντίτυπα (Τυπογ. Φύλλα 10 1/2/, Σχήμα Βιβλίου 16/54 X 84


AgrinioStories | Πηγή