Απίστευτα κι όμως… Βαλτινά
«Πόσου κάν’ η δ’λιας;»
- του Λ. Τηλιγάδα
Ήταν την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, των περίφημων ΜΟΠ.
Εκείνη την εποχή οι κτηνοτρόφοι της περιοχής έπρεπε «να κάνουν τα χαρτιά τους» για να πάρουν κάποιες επιδοτήσεις, οι οποίες θα δίνονταν για να αξιοποιηθούν με καλύτερους όρους οι δυνατότητες των κτηνοτροφικών τους εκμεταλλεύσεων.
Το διαδίκτυο και Πιερρακάκης δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα και η έγκριση της επιδότησης απαιτούσε πολύ «χαρτούρα» και τρέξιμο. Κάνεις δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «διαδικτυακά αναλφάβητος»· όσοι εκείνη την εποχή ήταν αναλφάβητοι, ήταν σκέτοι αναλφάβητοι και για το λόγο αυτό διάφοροι «γραμματιζούμενοι» (δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κ.α.) επαγγελματίες του Αγρινίου, της Αμφιλοχίας και του Μεσολογγίου συμπλήρωναν το εισόδημά τους φτιάχνοντας «τα χαρτιά για την επιδότηση», από τα πιο απλά, μία αίτηση προς την Αγροτική Τράπεζα, μέχρι τα πιο σύνθετα, όπως χρήσεις γης, ιδιοκτησία ή μη της στάνης… κ.ο.κ..
Τέλη δεκαετίας του ‘80. Δικηγορικό Γραφείο στο Αγρίνιο. Ο Βαλτινός κτηνοτρόφος μπαίνει με αρκετή αυτοπεποίθηση ότι έχει έρθει στο σωστό «μέρος» και λέει στο συμβολαιογράφο:
- Γεια και χαρά. Ήρθα να μ’ φκιάιξ’τι τν αίτησ’ για τν ιπιδοτήσ’… Ξέρ’τι ισείς…
- Ξέρουμε μπάρμπα.. Κάτσε.
Ο δικηγόρος γύρισε στον υπάλληλο του γραφείου και του είπε: «Θανάση εξυπηρέτησε εδώ τον κύριο». Δεν θα καθόταν τώρα ολόκληρος δικηγόρος να συμπληρώσει μία αίτηση. Για τη δουλειά αυτή ήταν ο Θανάσης, ο όποιος και «τα γράμματα ήξερε» και «τις κορώνες μάζευε».
Πήρε λοιπόν την ταυτότητα ο Θανάσης και συμπλήρωσε την αίτηση…
- Έτοιμος μπάρμπα Βασίλη, είπε στον κτηνοτρόφο
Ο κτηνοτρόφος σηκώθηκε από την καρέκλα του και στάθηκε μπροστά στο γραφείο του Θανάση. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια και τον ρώτησε:
- Πόσου κάν’ η δ’λιας;
- Δώσε όσα θέλ’ς, μπάρμπα.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη ο Βαλτινός, κοιτάζοντας «ψ’λά, χαμπλά» τον Θανάση και το έβγαλε κρατώντας στη χούφτα του δύο εικοσάρικα, ένα δεκάρικο και δύο τάλιρα, τα άπλωσε πάνω σε κάτι φακέλους που ήταν στο γραφείο του Θανάση και κοιτώντας τον με νόημα στα μάτια του είπε:
- Πάρε όσα θέλ’ς, Θανάσ’.
Ιστορίες που έζησα ή μου αφηγήθηκαν