Αλέκος Σακελλάριος: χάρισε απλόχερα γέλιο,
και αισιοδοξία στην Ελλάδα της εποχής του
Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ο Αλέκος Σακελλάριος υπηρέτησε με επιτυχία με ό,τι καταπιάστηκε. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 1913 και πέθανε – σαν σήμερα – στις 28 Αυγούστου 1991 σε ηλικία 78 ετών από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε οικογενειακό τάφο. Πατέρας του ήταν ο Πύρρος Σακελλάριος με καταγωγή από τα Γιάννενα και μητέρα του η Ελένη Ζάππα, απόγονος του Εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία στην παρακολούθηση των μαθημάτων του Γυμνασίου και η οικογένειά του θεωρούσε επιτυχία το ότι περνούσε τις τάξεις.
Αποφοίτησε από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών, στην οδό Νικοπόλεως, στο οποίο ήταν συμμαθητής με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον μετέπειτα μαέστρο Δημήτριο Χωραφά, τον μετέπειτα πρόεδρο του Ολυμπιακού Νίκο Γουλανδρή ενώ από τα μαθητικά του χρόνια, μαζί με τον επίσης συμμαθητή του Τάσο Βουρνά, δημοσιογράφο, ιστορικό συγγραφέα και στέλεχος της Αριστεράς, εξέδωσε τη χειρόγραφη εφημερίδα «Ο μαθητής».
Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα ellinikoskinimatografos.gr, ο Αλέκος Σακελλάριος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε την ενασχόληση του με την δημοσιογραφία συνεργαζόμενος κατά καιρούς ως ρεπόρτερ, ευθυμογράφος και χρονογράφος με τις εφημερίδες και τα περιοδικά «Ασύρματος», «Ακρόπολις», «Εθνικός Κήρυξ», «Μάχη», «Καθημερινή», «Βραδυνή», «Ελεύθερος Κόσμος», «Απογευματινή», «Τραστ» και «Τηλέραμα». Η πένα του δημοσιογράφου δεν σταμάτησε να τον συντροφεύει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Είχε παντρευτεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ματούλα Ντάβαρη με την οποία απέκτησε δύο κόρες, η δεύτερη ήταν η ηθοποιός Νίκη Λινάρδου (η κυρία Μπεϊζάνη στην κλασική κωμωδία «Θα σε κάνω Βασίλισσα» με τον Θανάση Βέγγο) και τρίτη η Τίνα Βρετού.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1978 ως το 1991, ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα, γράφοντας συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, θεατρικό και χρονογραφικό, δεν εκδόθηκε ποτέ.
Αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής, το 1947 ξεκίνησε εξίσου λαμπρή καριέρα και στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ύστερα από παράκληση του Φιλοποίμενα Φίνου την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου», σε σενάριο δικό του και του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Γρήγορα διέπρεψε και στον τομέα του κινηματογράφου, μεταφέροντας αρχικά τα ήδη δοκιμασμένα στη σκηνή θεατρικά του έργα και αργότερα με ταινίες που βασίζονταν σε αυτούσια κινηματογραφικά του σενάρια, που ανέδειξαν πολλούς σημαντικούς ηθοποιούς (Τζένη Καρέζη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, κ.ά.).
Γύρισε συνολικά 70 ταινίες, από τις οποίες οι περισσότερες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), « Ένα βότσαλο στην λίμνη» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Θανασάκης, ο πολιτευόμενος» (1953), «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» (1955), «Δεσποινίς ετών 39» (1954), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Η καφετζού» (1956), «Δελησταύρου και Υιός» (1957), «Η θεία απ’ το Σικάγο» (1957), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), «Ο Ηλίας τού 16ου» (1959), «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Χαμένα όνειρα»(1961), «Αλλοίμονο στους νέους» (1961), « Όταν λείπει η γάτα» (1962), «Η νύφη τό ‘σκασε» (1962), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Το δόλωμα» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Η κόμισσα της Κέρκυρας» (1972) κ.ά.
Έγραψε στίχους αμέτρητων τραγουδιών, που είχαν ως αφετηρία τη θεατρική σκηνή, αλλά γρήγορα αποκτούσαν πανελλήνια εμβέλεια («Άστα τα μαλλάκια σου…», «Πάμε σαν άλλοτε», «Πού να’ σαι τώρα», «Το τραμ το τελευταίο», «Ο Τραμπαρίφας» κ.ά.). Περίπου 1.500 τραγούδια φιλοξενούν τους στίχους του, ανάμεσά τους κι αυτά που ξεκινούσαν την πορεία τους από το πανί της μεγάλης οθόνης και συγκεκριμένα από τις ταινίες του («Γαρύφαλλο στ’ αυτί», «Πες μου μία λέξη», «Τράβα μπρος», «Αστο το χεράκι σου», «Νιάου-νιάου βρε γατούλα», «Υπομονή» κ.ά.). Στίχους του μελοποίησαν οι συνθέτες Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Νίκος Χατζηαποστόλου, Xρήστος Χαιρόπουλο, Κώστας Γιαννίδης, Μενέλαος Θεοφανίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Γιώργος Μουζάκης, Μίμης Πλέσσας, Γιάννης Σπάρτακος, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Τάκης Μωράκης, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Χατζηνάσιος κ.ά.
Η πορεία του φυσικά δεν σταμάτησε εδώ. Προσέγγισε το χώρο της τηλεόρασης από το πειραματικό της ακόμη στάδιο και υπήρξε ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης περί των 40 κωμωδιών («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.ά.), ενώ παράλληλα παρουσίαζε τακτικές ψυχαγωγικές εκπομπές («Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση», κ.ά.) και έκτακτα πανηγυρικά προγράμματα.
Τιμήθηκε με το «Έπαθλο Ξενόπουλου» για τα θεατρικά του έργα «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Βύρωνα Πάλλη), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστή τον αξεπέραστο Βασίλη Λογοθετίδη και πολλά χρόνια μετά ρημέϊκ με τίτλο «Ο Σπαγγοραμένος» με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα), ενώ η ταινία του «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-60, κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στο νεοσύστατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (μαζί με τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου.
Η αφηγηματική του δεινότητα στην ενθύμηση παλιών και αξέχαστων στιγμών αποτυπώθηκε στις σελίδες του βιβλίου του «Λες κι ήταν χθες» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη). Δημιουργικός και δραστήριος, ο Αλέκος Σακελλάριος χρονογραφούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 28 Αυγούστου 1991.
Έγραψε, μόνος ή συνεργαζόμενος, (κυρίως με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο) περίπου 200 θεατρικά.
Σε πρώτο πρόσωπο
Η συνέντευξη που ακολουθεί αποτελεί συνέντευξη
που πήρε ο ίδιος από τον εαυτό του
– «Ας αρχίσουμε, εαυτέ μου, τη συνέντευξή μας. Αγαπημένο σου χόμπι;
Ν’ αλλάζω επαγγέλματα.
– Αν ο Θεός ήταν Ελληνας, τι θα έκανε;
Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.
– Ποια είναι τα τρία κακά του Νεοέλληνα;
Είναι τέσσερα, γιατί δεν τα παραδέχεται κιόλας.
– Δηλαδή;
Μεσασόλα, αρπακόλλα, κοκακόλα!
– Ελληνικός λαός;
Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπάντων μαζοχιστής. Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση!
– Μίλησέ μου για τη διαφθορά…
Οι Έλληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και σε μετανιωμένους τίμιους!
– Ποια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων;
Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους: Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.
– Τι έχεις να πεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος;
Το μέγα ελληνικό θαύμα! Έχουμε κάψει σε δέκα χρόνια ό,τι οι άλλοι σε εκατό!
– Δηλαδή;
Στην Ευρώπη, αντιστοιχούν τρία δέντρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα, αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δέντρο.
– Αθήνα – νέφος: Ποια η γνώμη σας για το πρόβλημα;
Όταν αποφασίσαμε να εξαργυρώσουμε όλη τη βλακεία μας σε διοξείδιο του θείου, δεν περιμέναμε ότι θα ήταν τόσο πολλή. Και ντουμανιάσαμε!
– Τι απρόσμενο περιμένεις;
Μια καλύτερη Ελλάδα.
-Σε τι απίστευτο πιστεύεις;
Στη θεία Δίκη.
-Σε τι υπερτερεί ο Έλληνας και σε τι ο Ευρωπαίος;
Σε όλα υπερτερεί ο Ευρωπαίος. Γιατί ο πολιτισμός του έχει τις ρίζες στην Ελλάδα και ας μην το παραδέχεται. Ενώ ο Έλληνας υστερεί, γιατί ο πολιτισμός του βασίζεται στην Ευρώπη και το καμαρώνει.
-Αξιοκρατία;
Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε έναν καλύτερό μας. Αναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μην γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια το καταφέρνουν κάποιοι άλλοι.
-Ελπίζεις;
-Την ελπίδα τη φτιάχνεις με όση απελπισία σου έχει απομείνει.
-Φοβάσαι;
Ο καθένας μας κρύβει μέσα του το καλύτερο και τον χειρότερο Ελληνα μαζί. Το κακό είναι ότι, όσο πάει, αυτοί οι δυο όλο και λιγότερο διαφέρουν μεταξύ τους.
-Το μέλλον της Ελλάδας;
Αν ποτέ πει να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει μόνον ο τόπος!