Αγρίνιο: Απαρχή ανάπτυξης και κοινωνικών αλλαγών

Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και κυρίως στο τελευταίο τέταρτο
δημιουργείται η υποδομή για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης

  • της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο πληθυσμός του Αγρινίου παρουσιάζει σημαντική αύξηση και ανανέωση. Κατά την απογραφή του 1861 απογράφονται στο δήμο 5.579 κάτοικοι. (Ο δήμος εκτός από το Αγρίνιο περιλάμβανε τη Βελάουστα, το Δοκίμι, το Ζαπάντι, τον Πλάτανο, τη Σπολάιτα και διαλυμένα μοναστήρια.) Στην έδρα του δήμου αριθμούνται 3.886 κάτοικοι και 13.158 στην επαρχία[1]. Κάτοικοι ορεινών περιοχών που πηγαινοέρχονται στο Αγρίνιο με τ’ αγώγια και τις καρότσες -πλούσιο υλικό για τις μετακινήσεις διασώζει η προφορική παράδοση- για τη διακίνησα των εμπορευ­μάτων ενσωματώνονται σιγά σιγά στον πληθυσμό. Έτσι, παρατηρείται κατά συρροή κάθοδος ορεινών από τη Ναυπακτία, την Τριχωνίδα και την Ευρυτανία στο Βραχώρι (Κόνισκα, Πλάτανο, Δορβιτσά, Αράχωβα, Περίστα, Σίμου, Φραγκίστα, Δομνίστα, Ροσκά, Άμπλιανη, Μπρουσό, Φουρνά, Ζακόνινα). Η συλλογική μνήμη διασώζει λεπτομέρειες απ’ αυτή τη μετοικεσία.

Μετά τους καταστροφικούς για την πόλη σεισμούς του 1887, 1888 και 1889 κατακλύζουν την πόλη μαστόροι από την Κόνιτσα και τα Τζουμέρκα, την Κλεπά και τη Λομποτινά. Έτσι, την ίδια χρονιά, 1889, ο δήμος αριθμεί 9-972 κατοίκους και η έδρα του, το Βραχώρι, 7.430 παρά τις θανατηφόρες για τον πληθυσμό επιδημίες της Βλογιάς και της ιλαράς (1881,1886) – φοβερή ήταν και η πανώλη το 1855. Ας σημειωθεί ότι η συλλογική μνήμη διατηρεί μέχρι σήμερα την ανάμνηση από τη φοβερή μάστιγα των επιδημιών που ξεκλήριζε οικογένειες – πέθαιναν 25-30 τη μέρα. Εκτός από τα θύματα άφησε ανθρώπους ανάπηρους και οδήγησε οικογένειες σε οικονομική δυσπραγία. Κατέβαζαν τότε για λιτάνευση στην πόλη τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας[2].

Οι συγκυρίες ευνοούν την απασχόληση των ετεροχθόνων και κατά συνέπεια την κοινωνική κινητικότητα και την πληθυσμιακή αύξηση της πόλης[3]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενσωμάτωσης ετεροχθόνου που αποκτά ταχύτατα κοινωνική επιφάνεια είναι της οικογενείας Μπαϊμπά. Ο Γεώργιος Μπαϊμπάς, γεννημένος στο Αγρίνιο στα 1848, γιος του Ιωάννη Κονισκίώτη που εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο, κατόρθωσε να αυξήσει τόσο την περιουσία του πατέρα του και να επιβληθεί στην πόλη, ώστε εξελέγη δήμαρχος (1899-1907) παρουσιάζοντας μάλιστα αξιόλογο έργο (αρτεσιανά, πηγάδια, γεφύρια)[4].

Επί Τρικούπη εκτός από τη γέφυρα του Αχελώου (1881) εγκαινιάζεται και η σιδηροδρομική γραμμή της Δυτικής Ελλάδας, Αγρίνιο – Μεσολόγγι – Κρυονέρι – Πάτρα (1889), καθώς και τα παρακλάδια Αιτωλικό – Νεοχώρι – Κατοχή και όχθες Αχελώου. (Μέχρι τότε η επικοινωνία γινόταν με τις περαταριές.) Το Αγρίνιο παίρνει την όψη μεταπρατικής πόλης και εμπορικού κόμβου για τη διακίνηση των εμπορευμάτων από την Πελοπόννησο και τη Στερεά προς την Ήπειρο αλλά και την ενδοχώρα της Ρούμελης[5].

Ενώ στις απογραφές του Καποδίστρια το 1828 οι κάτοικοι χαρακτηρίζονται γεωργοί και ποιμένες, ούτε καν τεχνίτες, όπως οι κάτοικοι του Αιτωλικού[6] στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές. Το εμπόριο των σταφιδαμπέλων, καλλιέργεια που απαντά στην κοιλάδα του Βραχωριού από το 17ο αι., -κατά το 1830 καταγράφονται στην πόλη του Βραχωρίου 3.051 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων, από τους οποίους 276 είναι σταφιδάμπελοι, και 564 στρέμματα εθνικών αμπελώνων, από τους οποίους 106 είναι σταφιδάμπελοι[7]- δεν είναι το μοναδικό. Αρχίζει να κατακτά έδαφος η καλλιέργεια του καπνού και της ελιάς.

Η στροφή των μικροκαλλιεργητών προς τις εμπορευματικές καλλιέργειες, κυρίως του καπνού στα μέσα του 19ου αι. και μάλιστα τη δεκαετία 1860-1870 και αργότερα της ελιάς, ενισχύει την εμπο­ρική κίνηση. Η ετήσια παραγωγή καπνού, ενώ πριν δεκαετίες ήταν ασήμαντη, κατά το 1870 και εξής, σε περιόδους ευφορίας, ανέρχεται σε 1.000.000 οκάδες. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ήταν εξαγώγιμο. Έτσι, ανάμεσα στα επαγγέλματα που επισημαίνονται στην πόλη συγκαταλέγονται και παραγγελιοδόχοι και έμποροι του καπνού. Στην έκθεση ελληνικών προϊόντων που έγινε στο Παρίσι στα 1878 το Αγρίνιο αντιπροσωπεύεται με τον μυρωδάτο καπνό, που είχε τότε εισαχθεί, και τον ντόπιο. Παράλληλα είχαν σταλεί κομμένος καπνός, τσιγάρα και κούτες τσιγάρων, προφανώς από ντόπια υποτυπώδη βιοτεχνία[8].

Στις εξαγωγές από το Αγρίνιο συμπεριλαμβάνονται ακατέργαστα μαλλιά, δέρματα, πολλά ζώα, βελανίδια εξαιρετικής ποιότητας και σε μεγάλες ποσότητες, σανίδες για οικοδομές, και σε μικρές ποσότητες σιτηρά, σταφίδα και οίνος. Η ελαιοκαλλιέργεια προφανώς δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Σ’ αυτή την περίοδο, κυρίως στα τέλη του αιώνα και στις αρχές του 20ού με τη σταφιδική κρίση, πρέπει να άρχισε το ξερίζωμα των αμπελιών και η επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας. Τα τοπωνύμια και σήμερα στους ελαιώνες του Ρουπακιά, «αμπέλι, αμπελάκι, αμπελώνας, αμπέλια» υποδηλώνουν την προτέρα καλλιέργεια που έδωσε τη θέση της στην ελιά.

Οι εισαγωγές συνίστανται σε υφάσματα, γυαλικά, κατεργασμένα δέρματα, αρώματα, χρωστικές ουσίες, ταριχευμένα κρέατα και ψάρια, καφέ, ζάχαρη, ζαχαρωτά, λινέλαιο, πετρέλαιο, διάφορα τρόφιμα και φάρμακα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εμπορευματοποίησης της οικονομίας δημιουργούνται οι πρώτες βιοτεχνικές και εμπορικές μονάδες. Εκτός από την επεξεργασία του καπνού και την υποτυπώδη Βιοτεχνία τσιγάρων που θα λάβει την πλήρη οργάνωση της στις αρχές του 20ού αι., εγκαινιάζεται στο Αγρίνιο και η βυρσοδεψία από τους ορεινούς επήλυδες, οι οποίοι είχαν προσβάσεις στα ποιμνιοστάσια και τους φορείς της κτηνοτροφίας[9]. Εξάλλου ο αριθμός των ποιμνίων είχε τόσο πολλαπλασιαστεί που δεν επαρκούσαν τα λιβάδια. Στην Αιτωλία είχαν εγκατασταθεί 60 ποιμενικές οικογένειες και η διανομή των λιβαδιών δημιουργούσε συγκρούσεις[10]. Στον κάμπο του Βραχωριού και στους λοφίσκους πίσω από το πάρκο (Μπανιέικα, Παυλέικα), σύμφωνα με διηγήσεις παλιών Βραχωριτών, έβοσκαν πολυάριθμα ποίμνια.

Έτσι, παράλληλα με τα Βυρσοδεψεία που αναπτύσσονται κατά μήκος του αυλακιού της Ερμίτσας, ανθεί και γενικότερα το εμπόριο των δερμάτων, κυρίως μικρών κατσικίσιων, καθώς και η ποτοποιία για τη διανομή ποτών στην περιφέρεια, διότι υπάρχει λόγω της αμπελοκαλλιέργειας ως πρώτη ύλη το τσίπρο (ρακί). Άλλες επιτόπιες Βιοτεχνίες ήταν τα ξυλουργεία, που οργάνωναν και την υλοτομία και την επεξεργασία του ξύλου για χονδρές και λεπτές σανίδες (φραδέλια), τα κεραμοποιεία (κατασκευή κυρίως λεπτών πλίνθων) και τα ασβεστοποιεία[11], που χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη τον ασβεστόλιθο της Κλεισούρας.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και κυρίως στο τελευταίο τέταρτο δημιουργείται η υποδομή για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Η ετήσια εμποροπανήγυρη που συστάθηκε το 1854 και γινόταν επί δεκαήμερο στην Υψηλή Παναγιά στο Ζαπάντι, αντανακλά τη νέα πραγματικότητα. Παρότι συγκεκριμένα στοιχεία λείπουν -η παράδοση διασώζει δρώμενα με αρματωμένους, όπως στα άλλα αιτωλικά πανηγύρια του Αϊ-Συμιού και της Άγια-Αγάθης- είναι γεγονός ότι επιχειρεί­ται αναβίωση του βραχωρίτικου πανηγυριού της Τουρκοκρατίας, γεγονός που ενισχύει την εσωτερική αγορά. Το θέμα Βέβαια θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί σε συνάρτηση και με τα άλλα πανηγύρια του νομού (ΛιγοΒιτσίου, Θέρμου, Ναυπάκτου, Κατούνας, Καρβασαρά, Κωνωπίνας), προκειμένου να προσδιοριστεί ο αστικός ή όχι χαρακτήρας της πανήγυρης (παζαριού), να σταθμιστεί το εύρος των ανταλλακτι­κών διαδικασιών και να προσδιοριστεί η εξάρτηση του από τα άλλα πανηγύρια της αγροτικής περιφέρειας [12].

Το 1864 δημιουργείται υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Μεσολόγγι και επακολουθεί το 1868 η ίδρυση υποκαταστήματος στο Αγρίνιο. Οι πιστωτικές συναλλαγές των Βραχωριτών (ενυπόθηκα δάνεια, προεξοφλήσεις) μαρτυρούν για τη στενότητα του ρευστού χρήματος, αλλά και τα ανοίγματα της οικονομίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πόλη οι τοκιστές αποτελούν ιδιαίτερο επαγγελματικό κλάδο, κατάλοιπο και αυτό της Τουρκοκρατίας. Πρώτος Διευθυντής του υποκαταστήματος υπήρξε ο Επαμεινώνδας Μεγαπάνος, από τη γνωστή οικογένεια των προκρίτων[13]. Αν ληφθεί υπόψη ότι η ανοικοδόμηση της πόλεως άρχισε το 1830 και μάλιστα σε ένα νομό με τη βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη -η Αιτωλοακαρνανία παρά τη μεγάλη έκταση της ήταν ο νομός με τα λιγότερα κτίσματα[14]- δεν χωρεί αμφιβολία για την προϊούσα δημογραφική και οικονομική εξέλιξη. Είναι γεγονός ότι το Αγρίνιο και η περιοχή του ξεφεύγουν από τη στασιμότητα. Παρότι δεν επισημαίνονται άλματα, έχω την εντύπωση ότι στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. διαμορφώνεται ο πυρήνας της ανά­πτυξης[15]. Κι αυτό συνίσταται στην παγίωση των τρόπων παραγωγής και τη συσπείρωση και οργάνωση της εσωτερικής αγοράς. Όπως προσφυώς έχει παρατηρηθεί: «η εξωτερική αγορά παρέχει κίνητρα, η αποικιακή αγορά εξασφαλίζει πλούτη, η εσωτερική αγορά εδραιώνει αποφασιστικά τον τρόπο παραγωγής» (Ρ. Vilar).

Έτσι, ενώ στις επαρχίες που παραμένουν υπό την κλειστή οικονομία (Βάλτος – Ναυπακτία) διατηρούνται οι παραδοσιακές ανισότητες, στο Αγρίνιο παρατηρείται κοινωνική κινητικότητα. Παρότι η οικονομική ανάκαμψη είναι βραδεία -δεν υπάρχει ούτε μια ατμοκίνητη βιοτεχνική μονάδα στην πόλη- η συμμετοχή του ενεργού πληθυσμού στις παραγωγικές διαδικασίες περιορισμένη και η κοινωνική σύνθεση δύσκολα ανατρέψιμη (πρβλ. πίνακα 4), δημιουργούνται ανακατατάξεις. Παρατηρείται ανταγωνισμός μεταξύ απογόνων των παραδοσιακών τζακιών και καπετανάτων, που είναι συνήθως πολιτικοί και στρατιωτικοί, και νέων κοινωνικών ομάδων από επιστήμονες και εμπόρους που αναδεικνύονται καθώς και μεγαλοκτηματίες (Παπαστραταίοι, Παναγοπουλαίοι, Αλεξοπουλαίοι, οικ. Δημάδη, Μουστακοπουλαίοι, Ξυνοπουλαίοι, Τζωρτζοπουλαίοι, Μπουκογιανναίοι κ.ά.)[16], διαμορφώνοντας μεγαλοαστική και μεσοαστική τάξη. Ωστόσο, παρά τους εγκεντρισμούς και τις ενσωματώσεις ο κοινωνικός ιστός φαίνεται αρραγής – κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα.

Είναι γεγονός ότι μια νέα τάξη πραγμάτων αρχίζει να αναδύεται. Η κατάσταση που σκιαγραφήσαμε αντανακλάται στην περίφημη έκθεση των ειδών της ελληνικής τέχνης που οργανώθηκε στο Αγρίνιο το 1898 σε συνδυασμό με πανελλήνιο φεμινιστικό συνέδριο στο πλαίσιο της δραστηριότητας του τοπικού συλλόγου «Εργάνη Αθηνά». Μέσα σε λίγες μέρες το Αγρίνιο πήρε όψη μεγαλόπολης. Κοσμοσυρροή από όλη την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό: διπλωμάτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι. Στο συνέδριο μιλούν κορυφαίες προσωπικότητες του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και η έκθεση με προϊόντα βιοτεχνικής και Βιομηχανικής παραγωγής από διάφορες ελληνικές περιοχές είχε μεγάλη επιτυχία[17].

Εν τω μεταξύ το 1896 ο πληθυσμός του δήμου ανήλθε σε 9.609 κατοίκους και της έδρας του σε 6.73347·

Οι διαμάχες κλεφτών και αρματολών και αρματολικών οικογενειών μεταξύ τους, η αναμέτρηση αρματολών και προεστών για την οικονομική και παράλληλα την κοινωνική επιφάνεια συνέθεταν ένα κλίμα εντάσεων στο προεπαναστατικό Βραχώρι που κληροδοτήθηκε στα επόμενα χρόνια αναπαράγοντας άλλα σχήματα αντιθέσεων (των ντόπιων-ξένων, Πάνω Ντούτσαγας-Κάτω Ντούτσαγας). Ο χαλκουνοπόλεμος πιθανόν να έχει εκεί την αφετηρία του, αφού και οι χαλκουνάδες διαμοιράζονταν σε σουλιωτάκια και βραχωριτάκια. Έτσι οι παλιές διαμάχες επιβίωναν βίαια μέσα από τα εορταστικά δρώμενα[18].

Από το άλλο μέρος η έκθεση κατά το 1898 στο Αγρίνιο προϊόντων Βιοτεχνικής και Βιομηχανικής παραγωγής, που συνδέεται με την οργάνωση φεμινιστικού κινήματος στο Αγρίνιο και τη δράση του συλλόγου «Εργάνη Αθηνά» -του οποίου το καταστατικό έχει εκδοθεί[19]-‘δείχνει ένα άλλο προφίλ της πόλης. Η κοινωνία των αντιθέσεων. Παράδοση και πρόοδος συνυπάρχουν. Παρά τη γενικότερη καθυστέρηση στην περιοχή και τις δυσκολίες επικοινωνίας, η αγρινιώτικη κοινωνία φαίνεται να γρηγορεί ενόψει των προκλήσεων του νέου αιώνα (20ού).

 

 

1. Α. Μανσόλας, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Εν Αθήναις 1867, (ανατύπωση – εκδ. Καραβιά με Εισαγωγή θ. Βερέμη, £π. Παπαγεωργίου, Κ. Παπαθανασόπουλου,) σ. 21. Βλ. και Ι.Δ. Σταματάκης, Πίναξ Χωρογραφικός της Ελλάδος, Εν Αθήναις 1863, σ. 24-25. Για την απογραφή του 1861, Γιάννης Μπαφούνης (επιμ.) Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861, Εν Αθήναις 1862, Αθήνα 1991. | 2. Για τους σεισμούς και τις επιδημίες Βλ. θ. Θωμόπουλος, λήμμα «Αγρίνιο» στην Αιτωλ-Ευρ. Εγκυκλ., ό.π, τ. Α’, σ. 192. Πρβλ. και Παπατρέχας, 1991, ό.π. σ. 374. Για τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας στο Αγρίνιο, Γρ. Νταβαρίνος, Ανδρ. Τσιαπέρας, Ιστορία ιεράς μονής Προυσιωτίσσης, Αθήναι 1957, σ. 64-65. | 3. Γ. Χουλιαράκης, «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», Αθήναι 1974, τ. Α’, μέρος Δεύ­τερο, σ. 3, 12-21, 30, 41, για τη δημογραφική εξέλιξη στο Αγρίνιο. | 4. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 139.  | 5. Για τη σιδηροδρομική γραμμή Δυτικής Ελλάδας, Λ. Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), Αθήνα 1982, σ. 142, 146-147 και «Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος (ΣΒΔΕ)», στο Οι Ελληνικοί σιδηρόδρομοι, Η διαδρομή τους από το 1869 έως σήμερα, Αθήνα χχ., σ. 237-239. Ιδιαίτερα για τη σχέση του σιδηροδρόμου με την τοπική ανάπτυξη και τη ζωή των κατοίκων, Λ. Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη, «Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος, (ΣΒΔΕ)», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 40 (Δεκέμβριος 2000), σ. 12-14. Για τη γέφυρα του Αχελώου, Θωμοπούλου, αυτόθι. | 6. Ε. Μακρής, «Οικονομικός ενεργός πληθυσμός και η απασχόληση του (1821-1971)», στο Στατιοτικαί μελέται 1821-1971, Αθή­ναι 1971, σ. 122-123. | 7. Στατιστικαί παρατηρήσεις 1828, 1829 και 1830, στο Αρχείο Ι. Καποδίστρια, τ. Η, ό.π., σ. 298. | 8. Για τις αλλαγές και τον μεταπρατικό χαρακτήρα της πόλης, Μαρία Κομνηνού, «Αγρότες και πολιτική. Η πολιτική πρακτι­κή των αγροτών σε δύο νομούς: Αιτωλοακαρνανία και Καβάλα (1952-1864)», στο Η Κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα, (με κείμενα 30 συγγραφέων), επιμ. Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Αθήνα 1987, σ. 210-212. Για την παραγωγή και τις εξαγωγές-εισαγωγές, Μιλτ. Μπούκας, Οδηγός εμπορικός, γεωγραφικός και ιστορικός των πλείστων κυριοτέρων πόλεων της Ελλάδος του έτους 1875, Εν Αθήναις 1875, σ. 125. Για την έκθεση ελληνικών προϊόντων στο Παρίσι το 1878, Α. Μ&η5θΐ35, ια &έεε ί Ι’εχρο5ί1ίοη υη/νεΓϊε/ίε άε Ρ2Π5 εη 1878. Νοίϊοη 5Γ3ίί5Γί(7υε, €2ΐ2ΐο§υε άε$ εχρο5αηΐ5, Αΐηέηϋδ 1878, σ. 39. | 9. Μπούκας, ό.π., σ. 139· Ελ. Γιαννακοπούλου, «Τα ταμπάκικα του Βραχωριού, Γ’, Η βυρσοδεψία στο Αγρίνιο στα χρόνια του μεσοπολέμου», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 39, Σεπτέμβριος 2000, σ. 14-16. | 10. Για την κτηνοτροφία ετοιμάζουμε ειδική μελέτη. (11) Μπούκας, ό.π., σ. 125. Οι ποτοποιίες διατηρούνται ως τα μέσα του 20ο\ι αι. | 12. Μανσόλας, ό.π., σ. 133. Για τα άλλα αιτωλικά πανηγύρια βλ. Ν. Σπυρόπουλος, «Το πανηγύρι της Λγια Αγαθής», Αρχεία Εται­ρείας Αιτωλοακαρνανικών Σπουδών, τ. Α’, Αθήναι 1958, σ. 208-218. Γ. Αικατερινίδης, «Το πανηγύρι της Αγια Αγαθής», Πρακτικά Α Αιτωλοακαρνανικού Συνεδρίου Λαογραφίας, (υπό έκδοση), θ. Μακρόπουλος, «Το πανηγύρι του Αη-Συμιού», Αρχεία Εταιρείας Αιτωλοακαρνανικών Σπουδών, ό.π., σ. 204-208. Βλ. και αντίστοιχα λήμματα στον Α’ τόμο Αιτωλοακαρνανικής και Ευρυτανικής Εγκυ­κλοπαίδειας. Για το συσχετισμό αστικών και αγροτικών πανηγύρεων, Μ. Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880, Αθήνα 1988, σ. 71-72, όπου και η σχετική Βιβλιογραφία. Βλ. και Ευαγγ. Βουτσοπούλου, «Πόλη και εμποροπανήγυρη», Πρακτικά Συνε-δβίρυ Η νεοελληνική πόλη, ό.π. | 13. Βλ. κεφ. οικονομία, στο λήμμα «Αγρίνιο» στην Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 193. Η ίδρυση ΐοΗ υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από τον τοπικό τύπο. Βλ, Ανακοίνωση Μαρίας Μπακαδήμα, «Η πόλη και οι άνθρωποι μέσα από τον τοπικό τύπο. Τέλη 19ου-αρχές 20ού». (Υπό έκδοση στα πρακτικά της παρούσης Ημερί­δας.) Επιφυλλάσσομαι για μια έρευνα στα αρχεία του υποκαταστήματος μελλοντικά. (Τα αρχεία της Εθνικής Τράπεζας λόγω μετακόμισης ήταν κλειστά.) Για το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και τους τοκιστές στα 1875 στο Αγρίνιο, Μπούκας, ό.π., σ. 125, 127. | 14. Χουλιαράκης, ό.π., σ.3. | 15. Κομνηνός, Αγρότες και πολιτική, ό.π., σ. 212-213. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 141-151. Μπούκας, ό.π., σ. 125-131. Για την ανάπτυξη του Αγρινίου το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι., Δ. Βικέλας, Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, Αθήναι 1885, σ. 171. Για τη βραδεία ανοικοδόμηση της Αιτωλοακαρνανίας, Mansolas, La Grece l exposition Universelle de Paris, ό.π., σ. 20. | 16. Θωμόπουλος, ό.π., 141-1601. | 17. Κ. Τριανταφυλλίδης, «Ένα φεμινιστικό κίνημα στο Αγρίνιο», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 28-29, Μάρτιος 1998, σ. 22., όπου και η σχετική Βιβλιογραφία. | 18. Γιαννακοπούλου, «Όψεις του παλιού Βραχωριού», Β’, ό.π., σ. 44. Παλιούρας Αθ., «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα ανάμεσα σε Αρμένηδες, Εβραίους και Γύφτους» (υπό έκδοση στα πρακτικά της παρούσης Ημερίδας). Για τις αντίπαλες ομάδες των χαλκουνάδων, Αντ. Παπαντολέων, «Χαλκούνια, Χαλκουνοπόλεμος», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 28-29, Μάρτιος 1998, σ. 10. | 19. Τριανταφυλλίδης, «Ένα φεμινιστικό κίνημα στο Αγρίνιο», ό.π., σ. 22-23.
*Το κείμενο «Απαρχή ανάπτυξης και κοινωνικών αλλαγών», που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί την τελαυταία ενότητα, μιας σημαντικής ανακοίνωσης της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη, με τίτλο «Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι (19ος – α΄ μισό του 20ού αιώνα)», που παρουσιάστηκε ως εισήγηση στην ημερίδα «Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων την 23-9-2000 και δημοσιεύτηκε το 2003.

AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «Αρχείου»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί