Αγράμπελο: Ένα βλάχικο χωριό μέσα στο δάσος

Μέσα στην καρδιά του δάσους της Μάνινας ένα βλάχικο χωριό
αγναντεύει περήφανα τον κάμπο του Αγραμπέλου

 

Μέσα στην καρδιά του βελανιδοδάσους του Ξηρομέρου σε υψόμετρο 220 μέτρα χτίστηκε αμφιθεατρικά το μικρότερο και από τα πιο όμορφα και γραφικά χωριά του Δήμου Ξηρομέρου: Το Αγράμπελο, ένα από τα 6 βλαχοχώρια του νομού μας. στέκει ψηλά και αγναντεύει περήφανα τον κάμπο του Αγραμπέλου-Χρυσοβίτσας και τα περίφημα Ακαρνανικά όρη.

Την ονομασία του την πήρε από από το πανέμορφο λουλούδι Αγράμπελη που υπάρχει στην περιοχή και ευωδιάζει τους χειμερινούς μήνες όλο το χωριό. Στο πάνω μέρος του χωριού δεσπόζει το πευκόφυτο δασύλλιο που τις νύχτες του χειμώνα το θρόισμα του σου χαρίζει μια μελωδία ήχων που τις ακούς μόνο στις συμφωνίες του Μότσαρτ . Στην πίσω πλευρά του λόφου, ανατολικά, βρίσκεται ο κάμπος της Μάνινας και στο βάθος το Αγρίνιο με τις λίμνες, τα χωριά και τον κάμπο του. Το χωριό έχει υπέροχη θέα και ενδείκνυται για περιπάτους και εξορμήσεις στη φύση.

«O Γερμανός ρωμανιστής βαλκανολόγος, σλαβολόγος, λεξικογράφος και εθνολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, (διετέλεσε και μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας των Επιστημών!!!) Gustav Weigand,  επισκέφτηκε τα βλαχόφωνα  χωριά της Ακαρνανίας το 1890 και μετέφερε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του υπό τον τίτλο  “Die Aromunen” (Οι Αρωμούνοι), δύο τόμων, το οποίο πρωτοεκδόθηκε  στα γερμανικά το 1895 και στην Ελλάδα στα ελληνικά από τον Φιλολογικό, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Σύνδεσμο Τρικάλων το 2001 (Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη), με εκτενή πρόλογο του καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου και σχόλια του παππού μου Δημήτρη Στεργίου.

Στον Πρώτο Τόμο (σελίδα  229) αναφέρει ότι  μιάμιση ώρα δυτικά από το χωριό «Κατσαρός» (σημερινή Γουριώτισσα) βρίσκεται το χωριό Μπούσια  ή Νταγιάντα  (σημερινό Αγράμπελο) με 50 οικογένειες και μισή ώρα πιο πέρα ο Νούσιας με 30 οικογένειες. Επίσης, στον ίδιο Τόμο (σελίδα  326) αναφέρει, σε πίνακα, ότι το χωριό Μπούσιας έχει  250 κατοίκους και ο Νούσιας που εγκαταλείφθηκε γρήγορα είχε 150 κατοίκους. Δηλαδή, τριάντα περίπου χρόνια μετά τη μόνιμη εγκατάσταση των Ριμένων ποιμένων στο Αγράμπελο, το χωριό αριθμούσε υπερτριπλάσιους σχεδόν κατοίκους  από σήμερα (76 κάτοικοι με βάση την απογραφή του 2011), δηλαδή ύστερα από πάνω από … 158 χρόνια! Είναι μία θλιβερή διαπίστωση, η οποία προοιωνίζεται πολλά δεινά για τη χώρα μας, δηλαδή την εξαφάνισή της, λόγω  του εφιαλτικού δημογραφικού προβλήματος και της απουσίας υπεύθυνης εθνικής στρατηγικής στο μείζον αυτό εθνικό θέμα, διότι θυμίζει τη διαπίστωση του Στράβωνος για την «ερημία» της Ακαρνανίας, η οποία είχε αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των γνωστών ισχυρών αρχαίων πόλεων, όπως του Στράτου, της Παλαιομάνινας και άλλων.»[1]

 

 

Η πρώτη αναφορά γίνεται στους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας περίπου το 1521 μέχρι το 1684 σαν οικισμός με πολύ λίγες οικογένειες ( περίπου 10). Στα τέλη του 17ου αιώνα αρχές 18ου για άγνωστους λόγους το χωριό εγκαταλείφθηκε. Το σημερινό χωριό δημιουργήθηκε περίπου το 1860 από νομάδες κτηνοτρόφους βλάχους που εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα με επικεφαλής τον Αρχιτσέλιγκα Νταγιάντα, το όνομα του οποίου φέρει το χωριό στην βλάχικη γλώσσα.(La Ntaiante) Το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς το 1945 . Παλαιότερα, πριν η μετανάστευση προς το εξωτερικό και η Αθήνα αποδεκατίσει την ελληνική επαρχία, είχε πάνω από 500 κατοίκους. Μέχρι το 1978 το δημοτικό σχολείο του χωριού ήταν διθέσιο και αριθμούσε περίπου 50 μαθητές. Το 1980 έγινε μονοθέσιο και το 1989 έκλεισε οριστικά.

«Το πρώτο σπίτι στο σημερινό χωριό έγινε το 1870 από τον αρχιτσέλιγκα Λάμπρο Νταγιάντα.  Ο αρχιτσέλιγκας  είχε έναν μεγάλο γιό τον Μήτσο Νταγιάντα . Το σπίτι του ήταν πραγματικό  ανάκτορο . Ήταν ένα ωραίο σπίτι  για εκείνη την εποχή με χαμοκέλα (= το παράσπιτο). Για να φτάσεις στη λωντά δηλαδή από το έδαφος μέχρι στο πάνω σκαλοπάτι έπρεπε να ανέβεις 50 σκαλοπάτια .Ωστόσο το σπίτι κάηκε το 1943 από τους Ιταλούς.
Στη θέση που είναι το σημερινό χωριό υπήρχε το εκκλησάκι της Αγίας Άννας το οποίο δεν υπάρχει και σύμφωνα με τους παλιούς υπήρχε μάλλον  και ένας καλόγερος. .

Το 1888 χτίστηκε η σημερινή εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ και γιορτάζει στις 8 Νοεμβρίου. Υπάρχουν μέχρι στιγμής δύο εκδοχές για το πώς πήρε την ονομασία της η εκκλησία. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή,  αναφέρετε ότι γράψανε όσους αγίους γνώριζαν και  τράβηξαν κλήρο και βγήκε λευκό. Τότε  αφού ανοίξανε τους κλήρους παρατήρησαν ότι δεν είχαν γράψει το όνομα των   Ταξιαρχών. Σύμφωνα  με τη δεύτερη εκδοχή, λέγεται ότι   βάλανε πάλι κλήρο και τράβηξαν τους  Ταξιάρχες. Όμως ο προστάτης των Ριμένων είναι η αγία Παρασκευή ή Παναγία και περίμεναν να βγει αυτός ο κλήρος. Έτσι έβαλαν ξανά κλήρο και ξαναβγήκαν οι Ταξιάρχες. Δίπλα ακριβώς υπάρχει το όμορφο δημοτικό σχολείο το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο με φωτογραφίες,  βλάχικη ριμένικη ενδυμασία και άλλα παραδοσιακά εκθέματα.»[2]

 

 

Στην τελευταία απογραφή του 2011 είχε 76 μόνιμους κατοίκους.

Ένας περίπατος στα στενά του χωριού δίνει στον επισκέπτη την εντύπωση ότι έχει σταματήσει προ πολλού ο χρόνος να κυλά , σε μεταφέρει σε παλαιότερες εποχές με τα ωραία πετρόχτιστα σπίτια με τις ασπρισμένες αυλές ,την όμορφη και ταπεινή εκκλησία που χτίστηκε το 1898 και γιορτάζεται στις 8 Νοεμβρίου των παμμεγίστων ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ ,δίπλα βρίσκεται το πετρόχτιστο δημοτικό σχολείο του χωριού, και τους υπέροχους καλοσυνάτους , γελαστούς και φιλόξενους κατοίκους του.

Οι ρίζες του χωριού είναι βλάχικες. Τα ήθη και τα έθιμα του χωριού είναι κοινά με των υπόλοιπων βλαχόφωνων χωριών και κάποια διατηρούνται μέχρι σήμερα όπως τα έθιμα του γάμου. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Η εργατικότητά τους και η ομαδικότητά τους ήταν χαρακτηριστική. Αν και το χωριό ήταν σχετικά απομονωμένο και λόγω της βλάχικης γλώσσας και λόγω της γεωγραφικής του θέσης (βρίσκεται στο τέρμα του κεντρικού οδικού άξονα που συνδέει τον Αστακό με τα χωριά του Δήμου), κατάφερε να αναπτυχθεί οικονομικά και να προκόψει. Βέβαια οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες γι’ αυτό και πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό, αναζητώντας κάτι καλύτερο.

 

 

«Το χωριό κάηκε στις 8 Μαΐου το 1943 Πρώτα κάηκε η Χρυσοβίτσα στη συνέχεια το Αγράμπελο, ο Πρόδρομος και στις  9 Μαίου η Μαχαιρά . Όλα τα χωριά είχαν θύματα, εκτός  μόνο από το  Αγράμπελο. Κάψανε μέχρι και το τελευταίο σπίτι και στη συνέχεια με τη αμερικάνικη βοήθεια, τη γνωστή ΟΥΝΤΡΑ,  έγινε η αποκατάσταση των ζημιών του χωριού.

Μέχρι το 1978 το δημοτικό σχολείο του χωριού ήταν διθέσιο και αριθμούσε περίπου 50 μαθητές. Το 1980 έγινε μονοθέσιο και το 1989 έκλεισε οριστικά. Στην τελευταία απογραφή του 2011 είχε 76 μόνιμους κατοίκους, δηλαδή το ένα τρίτο περίπου  εκείνων του 1890! Οι κάτοικοι του χωριού ήταν  γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Η σχέση των κατοίκων του χωριού με το βελανιδοδάσος είναι ιδιαίτερη. Είναι το στολίδι του χωριού. Τα παλιά δύσκολα χρόνια οι κάτοικοι ζούσαν πουλώντας τον καρπό της βελανιδιάς. Σήμερα, λόγω περιορισμένης κτηνοτροφίας το δάσος είναι γεμάτο με νέα μικρά δέντρα και έντονη πανίδα και προστατεύεται απ’ όλους τους κατοίκους.»[3]

 

 

Η σχέση των κατοίκων του χωριού με το βελανιδοδάσος είναι ιδιαίτερη. Είναι το στολίδι του χωριού μας. Τα παλιά δύσκολα χρόνια οι κάτοικοι ζούσαν πουλώντας τον καρπό της βελανιδιάς. Σήμερα, λόγω περιορισμένης κτηνοτροφίας το δάσος είναι γεμάτο με νέα μικρά δέντρα και έντονη πανίδα ,και προστατεύεται απ’ όλους τους κατοίκους.

 

 

 

 

 

1. 2. 3. Γιώργου Π. Μπαμπάνη, «Αγράμπελο: Πριν από 158 χρόνια είχε υπερτριπλάσιους κατοίκους από σήμερα!», πηγή


AgrinioStories | Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλίγαδας