Αγγελόκαστρο: Η ζωή που περνά, δεν χάνεται

Αγγελόκαστρο:
Σε έναν τόπο που κατοικήθηκε από πολύ παλιά
ενώνονται δύο διαφορετικοί κόσμοι:

ο κόσμος ενός πολύβουου σημερινού αγροτικού χωριού
που αριθμεί γύρω στους 2.000 κατοίκους

και ο κόσμος του μύθου και του παραμυθιού,
ανάμεσα στα ερείπια του κάστρου των Αγγέλλων
εκεί ψηλά στο λόφο

 

 

Το Αγγελόκαστρο είναι χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας και δημοτικής ενότητας, του δήμου Αγρινίου, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Αιτωλοακαρνανίας, στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης. Πριν τα προγράμματα Κλεισθένης, Καλλικράτης και το σχέδιο Καποδίστριας, ανήκε στην επαρχία Μεσολογγίου ενώ στην κοινότητα υπαγόταν και υπάγεται και ο οικισμός Σταθμός Αγγελοκάστρου.

Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή μεταξύ της ανατολικής όχθης του Αχελώου και της λίμνης Λυσιμαχείας και η κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 57 (το χωριό έχει 60) και έχει έκταση 30,184 χμ² (2011). Απέχει από το Αγρίνιο, μέσω Καλυβίων, 19 χλμ περίπου και 23 χλμ περίπου από το Μεσολόγγι. Από το χωριό περνούσε η παλιά σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε το Αγρίνιο με το Κρυονέρι, ενώ δίπλα στο Αγγελόκαστρο βρίσκεται το κανάλι ή η Διώρυγα του Δίμηκου, που χρησιμεύει στη αποστράγγιση της Λυσιμαχίας προς τον Αχελώο.

Πληθυσμός

 

Οι επίσημες διοικητικές μεταβολές μέχρι σήμερα είναι:

  • ΦΕΚ 19Α – 07/12/1835: Ο οικισμός προσαρτάται στο δήμο Ωλενείας
  • ΦΕΚ 261Α – 31/08/1912: Ο οικισμός αποσπάται από το δήμο Ωλενείας και ορίζεται έδρα της κοινότητας Αγγελοκάστρου
  • ΦΕΚ 224Α – 04/12/1997: Ο οικισμός αποσπάται από την κοινότητα Αγγελοκάστρου και ορίζεται έδρα του δήμου Αγγελοκάστρου
  • ΦΕΚ 87Α – 07/06/2010: Ο οικισμός αποσπάται από το δήμο Αγγελοκάστρου και προσαρτάται στο δήμο Αγρινίου

 

 

 

 

Ιστορικά στοιχεία

Αρχαιότητα

Η περιοχή όπου βρίσκεται το Αγγελόκαστρο ονομάζονταν αρχαιότητα, Ύδρα, από τη λίμνη Λυσιμαχεία, η οποία ακόμα και σήμερα από πολλούς ντόπιους κατονομάζεται ως Λίμνη Αγγελοκάστρου. Κοντά στον σημερινό οικισμό βρισκόταν η αιτωλική πόλη Κωνώπη ή Κωνώπα. Κατά μια, πολύ πιθανή εκδοχή (Στράβων 10, 2, 22), το όνομα αυτό, προήλθε από τα πολλά κουνούπια του κοντινού βάλτου. Την μετέπειτα ονομασία της, Αρσινόη, της την έδωσε βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός, για να τιμήσει τη χήρα του Λυσίμαχου, Αρσινόη, την οποία και παντρεύτηκε.

 

 

Από το 1967 μέχρι σήμερα, εντοπίστηκαν τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης και ερευνήθηκαν περισσότεροι από είκοσι τάφοι (κεραμοσκεπείς, κιβωτιόσχημοι και θαλαμωτοί). Οι περισσότεροι από αυτούς εντάσσονται σε δυο νεκροταφεία των οποίων, η θέση ορίζεται αναγκαστικά με βάση την οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας πόλης (δηλαδή το λόφο του Αγ. Γεωργίου), αφού μέχρι σήμερα η έκταση και τα ακριβή όριά της παραμένουν άγνωστα. Μεμονωμένοι τάφοι έχουν βρεθεί, κατά καιρούς, και στη βόρεια έξοδο του χωριού, στις θέσεις «Μύλος» και «Γούβες».

 

 

Σε εκτεταμένο πλάτωμα στην κορυφή λόφου μεταξύ των σημερινών οικισμών Αγγελοκάστρου και Σταμνάς, στην αριστερή όχθη του Αχελώου ποταμού, ερευνήθηκαν υπόλοιπα εκτεταμένου μυκηναϊκού οικισμού της υστερο-ελλαδικής περιόδου (14ος-13ος αι. π.Χ.). Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που είχαν διασωθεί ήταν ελάχιστα, ωστόσο η παρουσία καταλοίπων κεραμικών κλιβάνων για το ψήσιμο και την παραγωγή αγγείων, καθώς και οι μεγάλες ποσότητες κεραμικής καθιστούν τον οικισμό αξιόλογο, προσδιορίζοντας την οικονομία και το χαρακτήρα του.

 

 

Ιδιαιτέρως αξίζει να σημειωθεί η θέση του κοντά στον Αχελώο και την ευρύτερη περιοχή του μυχού του κόλπου του Αιτωλικού, περιοχή η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της Αιτωλίας, με συνεχή κατοίκηση από τους προϊστορικούς έως τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους

Βυζαντινή & Οθωμανική περίοδος

Την ελληνιστική πόλη Αρσινόη διαδέχτηκε η Βυζαντινή. Την εποχή του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού τοποθετείται στο Αγγελόκαστρο η Επισκοπή του Αχελώου, καθώς και η ομώνυμη μεσοβυζαντινή πόλη. Το Αγγελόκαστρο, είχε χρησιμοποιηθεί ως έδρα των ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μετά την ίδρυσή του, το 1204.

 

Αρχείο Woodhouse 1893

 

 

 

Το 1294 δόθηκε μαζί και με άλλες πόλεις της περιοχής (Ναύπακτο, Αγρίνιο κ.α.), από τον Νικηφόρο Α΄ (1271-96), στον Φίλιππο Α΄ πρίγκιπα του Τάραντα ως «προίκα» για τον γάμο του με την θυγατέρα του. Κατά την εποχή εκείνη και, σύμφωνα με το Livre de la Conqueste, το Αγγελόκαστρο ονομαζόταν Gello Castro. Γύρω στο 1335, όμως, πέρασε ξανά στα χέρια των Βυζαντινών για να προστατευθεί από τις επιθέσεις των Αλβανών, αν και αυτή η κυριαρχία κράτησε λίγο διότι, μετά από μερικά χρόνια, κατακτήθηκε από τους Σέρβους (1341). Ο αρχηγός τους, Στέφανος Δουσάν, ώρισε ως διοικητή τον ετεροθαλή αδελφό του, Συμεών Ούρεση, ο οποίος πήρε τον τίτλο του δεσπότη της περιοχής.

 

Σημεών Ούρεσης

 

Ο Νικηφόρος Β’, διοικητής τότε της Θρακικής επαρχίας του Αίνου, ανακατέλαβε την Αιτωλία με την Ακαρνανία και τις κράτησε μέχρι το 1358, οπότε σκοτώθηκε στην μάχη του Αχελώου, κατά των Αλβανών. Στη συνέχεια, το Δεσποτάτο της Ηπείρου καταλύθηκε και, όλη η περιοχή περιήλθε στα, υπό τους Γκίνο Μπούα και Πέτρο Λεώσα, νεοσυσταθέντα αλβανικά κρατίδια, από το 1362 έως το 1405. Στη συνέχεια, την περιοχή κατέλαβε ο Δούκας της Κεφαλληνίας και οι Αλβανοί εκδιώχθηκαν προς την Πελοπόννησο.

 

 

Το 1450, όλη η Αιτωλία και Ακαρνανία περιήλθε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και, η περιοχή αποτέλεσε το σαντζάκιο του Αγγελοκάστρου, ή σαντζάκιο του Κάρλελι.

Το Αγγελόκαστρο καταστράφηκε, το 1640, μετά την επιδρομή των Βενετών στην περιοχή, ενώ το 1770, κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος στρατοπέδευσης των υπό τους Χρίστο και Τσέγιο Γρίβα, Ελλήνων, για την αντιμετώπιση των Τουρκαλβανών που κατέβαιναν από την Ήπειρο για να καταλάβουν την Αιτωλία. Στις φονικές συμπλοκές που ακολούθησαν, οι θέσεις των αμυνομένων Ελλήνων (γεφύρι Αγγελοκάστρου, Ραγκαβέικα) δεν κράτησαν και διατάχθηκε υποχώρηση προς τη θέση Προφήτης Ηλίας. Η περιοχή της μάχης ονομάστηκε από τότε, «των Γριβαίων τα κόκκαλα». Το Αγγελόκαστρο πέρασε στη δικαιοδοσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1790-1820) και αποτέλεσε έδρα ομώνυμης επισκοπής. Μετά την επανάσταση του 1821 το Αγγελόκαστρο περιελήφθηκε εξ αρχής στα σύνορα του αυτόνομου και μετέπεια ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Αξιοθέατα

Το Κάστρο και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου

Η  βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα ερείπια του κάστρου στην κορυφή λόφου στη βορινή έξοδο του χωριού, με την όμορφη θέα όλου του γύρω κάμπου είανι ένα από τα πρώτα αξιοθέατα της περιοχής. Από το κάστρο σώζονται ελάχιστα. Αυτό που φαίνεται από μακρυά είναι ο ένας τοίχος από το ανώτατο σημείο της οχύρωσης (δεν είναι πύργος) και η ανακαινισμένη εκκλησία δίπλα. Η δεσπόζουσα θέση του λόφου όμως το κάνει να μην περνά απαρατήρητο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται εσωτερικά του φρουρίου, ιστορείται ότι κατασκευάστηκε προς τα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα. Στη βάση του έχει μεγάλες επεξεργασμένες πέτρες από αρχαία ερείπια. Από τον παλαιό ναό διασώθηκε η τρίπλευρη αψίδα και τμήματα από τους παλιούς του τοίχους, χωρίς όμως αγιογραφίες.

 

 

 

 

 

 

Η βυζαντινή μονή του Παντοκράτορα

Απέναντι από το βυζαντινό φρούριο, στο λοφίσκο που υψώνεται ανατολικά του Αγγελοκάστρου βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι του Παντοκράτορα, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το μοναστήρι είναι ονομαστό για τα κειμήλια πού διαθέτει: λειψανοθήκες και σταυρούς ευλογίας.

«Το καθολικό της μονής Παντοκράτορος, αναφέρει ο Σωτήρης Παράσχου, «έχει κτισθεί, σύμφωνα με δύο κτιτορικές επιγραφές, το 1746, στη θέση, πιθανότατα, ενός σημαντικού βυζαντινού ναού. Ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί η ύπαρξη βυζαντινών γλυπτών αλλά και ολόκληρων τεμαχίων βυζαντινής τοιχοποιίας εντοιχισμένων στις όψεις του σημερινού ναού. Όπως προκύπτει από τις επιγραφές των δεσποτικών εικόνων και μία χρονολογία λαξευμένη στην ημικυκλική βαθμίδα του στυλοβάτη του τέμπλου εμπρός από την ωραία πύλη, το 1914 ο ναός δέχτηκε μια εκτεταμένη επέμβαση, κατά την οποία αναμορφώθηκε ριζικά το εσωτερικό του καθώς και ορισμένα από τα αρχικά του παράθυρα. Όσον αφορά τα μοναστηριακά κτίσματα, κατά τη δεκαετία του 1960 κτίστηκαν δύο ισόγεια κτίρια κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του περιβόλου της μονής, δίπλα στον παλαιό πυλώνα και στη δεκαετία του 1980 μια διώροφη πτέρυγα με κάτοψη σχήματος Π στη δυτική πλευρά.

 

 

»Το οικοδομικό συγκρότημα της μονής έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με γε νικές διαστάσεις 64 x 33 μ. Στο μέσον του δεσπόζει το καθολικό, ένα εντυπωσιακό κτίσμα με κάτοψη σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου με εξωτερικές διαστάσεις 18,50 x 10,55 μ., χωρίς την επτάπλευρη εξωτερικά κόγχη του Ιερού του (εικ. 2). Το ύψος του κτιρίου εξωτερικά κυμαίνεται από 5,40 περίπου μ.(βόρειος και νότιος τοίχος ως το γείσο της στέγης) ως 8,10 περίπου μ. (αετώματα δυτικού και ανατολικού τοίχου).

»Η κορυφή του τρούλου βρίσκεται σε ύψος 12 περίπου μ. από το δάπεδο. Εσωτερικά ο ναός έχει διαστάσεις 16,30 x 8,35 μ. Καλύπτεται με θολοδομία, η οποία φέρεται από τους περιμετρικούς τοίχους και από δύο σειρές κτιστών υποστυλωμάτων. Κάθε σειρά περιλαμβάνει τρείς κίονες και ένα πεσσό. Καθώς από τα δεκαπέντε διαμερίσματα τα οποία δημιουργούνται στο χώρο, εκείνα των μεσαίων κατά τους άξονες ανατολής – δύσης και βορρά – νότου σειρών έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τα υπόλοιπα, στη θολοδομία υπάρχει μια σαφής σταυροειδής διάταξη, στο κέντρο της οποίας υψώνεται ο τρούλλος.

 

 

 

»Το εσωτερικό του ναού φωτίζεται από τρία ραδινά τοξωτά και δύο μικρά ορθογώνια παράθυρα που ανοίγονται σε καθεμιά από τις δύο μεγάλες πλευρές του, δύο δίλοβα διατεταγμένα ψηλά στα τύμπανα του βόρειου και νότιου σκέλους του σταυρού, οκτώ μονόλοβα παράθυρα με οξυκόρυφο τοξωτό ανώφλι σε καθεμιά από τις πλευρές του οκταγωνικού τρούλου, έναπαράθυρο στην κόγχη του Ιερού, έναν κυκλικό φεγγίτη που σχηματίζεται στο ανατολικό σκέλος, πάνω από την κόγχη του Ιερού και μια φωτιστική σχισμή στον ανατολικό τοίχο του διακονικού. Η προσπέλαση στο εσωτερικό του κτιρίου γίνεται από τέσσερις θύρες. Η πρώτη από αυτές ανοίγεται στον άξονα της δυτικής πλευράς και αποτελεί την κύρια είσοδο στο ναό. Άλλες δύο ανοίγονται έκκεντρα προς δυσμάς στη βόρεια και τη νότια πλευρά. Τέλος, μία ακόμη, μάλλον νεότερη, ανοίγεται στο νότιο τοίχο του διακονικού. Το δάπεδο του ναού είναι στρωμένο με τσιμεντένια πλακίδια πάνω σε παλαιότερο δάπεδο από ασβεστολιθικές πλάκες. Οι εσωτερικές επιφάνειες του κτιρίου είναι εξ ολοκλήρου επιχρισμένες.»

O ναός των Aγίων Aποστόλων

O ναός των Aγίων Aποστόλων, αναφέρει ο Ευθύμιος Πριόβολος, διατηρήθηκε με το αρχικό του σχέδιο, της απλής τρίκλιτης βασιλικής, μέχρι το 1958. Tη χρονιά αυτή ανακαινίσθηκε με σχέδιο του Aγγελοκαστρίτη αρχιτέκτονα Γεωργίου Λάσκαρη και πήρε τη μορφή που έχει σήμερα. Bασικές μεταβολές ήταν η αφαίρεση των δύο κιονοστοιχιών που χώριζαν το ναό σε τρία κλίτη και η πρόσθεση του τρούλου. Έτσι το σχήμα του ναού έγινε βασιλική με τρούλο.

O νέος ναός έχει μήκος 20,40 μ. και πλάτος 10,75 μ. Εκτός από την κύρια είσοδο έχει άλλες δύο θύρες στη νότια πλευρά, μία στη μέση της πλευράς και τη μικρή θύρα του Iερού. Πριν από την κύρια είσοδο, δύο κίονες σχηματίζουν τρεις καμάρες, πάνω από τις οποίες σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο έχει γραφεί με κεφαλαία γράμματα «EN EKKΛHΣIAIΣ EYΛOΓEITE TON ΘEON». Πάνω από το χώρο αυτό, σε καμαροειδές κοίλωμα του τοίχου, ανοίγονται τρία μονότοξα παράθυρα με μεγαλύτερο το κεντρικό. Ίδια ακριβώς στο σχήμα και τον αριθμό παράθυρα ανοίγονται και στις δύο σταυρικές απολήξεις του τρούλου, βόρεια και νότια.

 

 

O τρούλος είναι οκτάπλευρος και κάθε πλευρά φέρει από ένα τρίλοβο παράθυρο, με ψηλότερο το μεσαίο άνοιγμα. Έτσι, ο τρούλος έχει σύνολο 24 μικρά παράθυρα. Από τέσσερα παράθυρα φέρουν και οι πλευρές των γωνιακών απολήξεων της πρόσοψης που στηρίζουν τους δύο μικρούς τρούλους. H βόρεια πλευρά φέρει τρία μονότοξα παράθυρα και σε δυτικό σημείο της ένα ορθογώνιο, ενώ η νότια πλευρά φέρει πέντε δίλοβα παράθυρα και πάνω από τη μεγάλη θύρα της, χώρο ειδικά κατασκευασμένο για τοποθέτηση εικόνας.

Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν δύο μονότοξα παράθυρα, δεξιά και αριστερά της αψίδας του ιερού. H αψίδα είναι κυκλική με εννέα καμαροειδή, στην επάνω απόληξη, χωρίσματα. Φέρει δίλοβο παράθυρο στο κέντρο, πάνω από το οποίο στηρίζεται σε βάση η κτητορική πέτρινη πλάκα του ναού. Έχει χαραγμένο καλλιτεχνικό σταυρό και ένα μικρότερο στην πάνω πλευρά της. Στη βάση της έχει χαραχθεί η χρονολογία ανοικοδόμησης του ναού, 1877. Πάνω από τη κτητορική πλάκα και στη μέση ακριβώς, είναι τοποθετημένο πέτρινο κεφάλι αγγέλου με τα πτερύγιά του.

Μουσείο Ιστορίας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Το Μουσείο Στεγάζεται στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο Αγγελοκάστρου Αιτωλοακαρνανίας. Σκοπός του Μουσείου Ιστορίας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι να διασώσει και να προβάλει μια πλούσια και μοναδική συλλογή από αντικείμενα, σχολικά έγγραφα και βιβλία και Εποπτικά Μέσα Διδασκαλίας που διασώζονται από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Επίσης μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα παρουσιάζει την εξέλιξη και την σημαντικότητα που είχε το Δημοτικό Σχολείο στην διαμόρφωση της ελληνικής παιδείας και της κοινωνίας

 

 

 

 

Το Δημοτικό Σχολείο Αγγελοκάστρου Μεσολογγίου ιδρύθηκε το 1848 ή το 1900. Σε βιβλίο καταγραφής των στοιχείων των δημοτικών σχολείων της Β΄ εκπαιδευτικής περιφέρειας Μεσολογγίου αναφέρει έτος ίδρυσης το 1848. Κατά καιρούς στεγάζονταν σε διάφορα οικήματα (ιδιόκτητες κατοικίες), έως ότου ανεγερθεί το διδακτήριο.

Το παλαιό διδακτήριο στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Ιστορίας Δημοτικής Εκπαίδευσης, κατασκευάσθηκε το 1930, στην ανατολική πλευρά του χωριού σε επικλινές έδαφος, με μια αίθουσα διδασκαλίας στο ισόγειο, αποθήκη στην πίσω πλευρά κάτω από την κεντρική είσοδο του σχολείου και μια μικρή αποθήκη στα βόρεια. Στον πάνω όροφο είχε τρείς αίθουσες διδασκαλίας και δυο μικρούς χώρους, γραφείο διευθυντή και αποθήκη.

Κατά τη δεκαετία 1960-1970 λόγω αύξησης του μαθητικού πληθυσμού υπήρξε πρόταση για προσθήκη νέας πτέρυγας (υπάρχουν τα σχέδια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Μεσολόγγι) η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αναγκαστικά χρησιμοποιούσαν ενοικιαζόμενα οικήματα σε διάφορες τοποθεσίες στο χωριό οι οποίες δεν κάλυπταν τις παιδαγωγικές και διδακτηριακές ανάγκες. Με το πέρασμα του χρόνου και μια σεισμική δόνηση το κτήριο υποστεί ζημιές. Στη συνέχεια εγκαταλείφτηκε στην τύχη του και το έτος 1986-1987 ανεγέρθηκε νέο διδακτήριο στα νότια του υπάρχοντος με πολλές αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία, αποθηκευτικούς χώρους, αίθουσα εκδηλώσεων.

Κατά την περίοδο του 2004 εγκρίθηκε δαπάνη ανακατασκευής του παλαιού δημοτικού σχολείου. Έγινε η μελέτη και η διαδικασία ολοκλήρωσης επετεύχθη το 2008. Έκτοτε έγιναν προτάσεις για στέγαση είτε του νεοσύστατου Δήμου Αγγελοκάστρου είτε άλλων πολιτιστικών δράσεων. Σήμερα εκτός από του Μουσείο Ιστορίας Δημοτικής Εκπαίδευσης Αιτωλοακαρνανίας θα φιλοξενεί στις αίθουσες του Λαογραφικό Μουσείο καθώς και τη Βιβλιοθήκη του Αγγελοκάστρου.

Διαθέτει πολύ μεγάλη αυλή καθώς και χώρο για πολιτιστικές δράσεις και εκδηλώσεις. Βρίσκεται ανατολικά του χωριού κάτω από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγγελοκάστρου.

 

Με πληροφορίες από: el. wikipedia:Αγγελόκαστρο | Σωτήρης Παράσχου, Το καθολικό της μονής Παντοκράτορος Αγγελοκάστρου  Αιτωλοακαρνανίας (ΕΔΩ) | Ευθύμιος Πριόβολος, O ιερός ναός των Aγίων Aποστόλων Αγγελοκάστρου – παράδοση και ιστορία, (ΕΔΩ) | Μουσείο Ιστορίας Δημοτικής Εκπαίδευσης Αιτωλοακαρνανίας (ΕΔΩ)

AgrinioStories