Μνήμη χρονολογίου της 18ης Ιουλίου

18 Ιουλίου 2023

Είναι η 200η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 166 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:17 – Δύση ήλιου: 20:45
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 28 λεπτά
🌔  Σελήνη 11.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αιμιλιανό, Αιμίλιο,
Αιμιλιανή, Έμμυ και Αιμιλία.

Γεγονότα

 

588 π.Χ. – Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, ύστερα από πολιορκία δύο ετών, καταλαμβάνει την Ιερουσαλήμ και την καταστρέφει. Ο Ναβουχοδονόσορ B’, ο επονομαζόμενος και Μέγας, πολιόρκησε δυο φορές την Ιερουσαλήμ, το 597 και το 587 π.Χ. και τη δεύτερη φορά την κατέστρεψε, καίγοντας τον ναό του Σολομώντα και εξορίζοντας στη Βαβυλωνία μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Το 588 π.Χ. ως ημερομηνία καταστροφής της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, είναι μια σημαντική ιστορική χρονολογία, η οποία “δένει” μεταξύ τους διαφορετικές ιστορικές γραμμές χρονολογήσεων, και οδηγεί τους αρχαιολόγους σε εντοπισμό διαφόρων γεγονότων της ιστορίας που συνέβησαν την ίδια περίοδο. Επειδή είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές άλλες χρονολογήσεις της Νεοβαβυλωνιακής περιόδου.
Επειδή η πτώση της Ιερουσαλήμ είναι ένα σημαντικό γεγονός που αναφέρεται στην Αγία Γραφή εκτενώς, είναι σημαντικός ο ιστορικός του εντοπισμός για τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό και οι σοβαρότερες έρευνες για την ιστορία αυτής της περιόδου, εκπονήθηκαν από ανθρώπους που προέρχονταν από τέτοιες θρησκείες.
Η χρονολογική τεκμηρίωση της περιόδου αυτής, εκτός από την κατανόηση των κειμένων της Αγίας Γραφής στην οποία οδηγεί, είναι για τους Χριστιανούς και μία από τις αποδείξεις της ιστορικής αξιοπιστίας της Αγίας Γραφής, δεδομένου ότι η ίδια η Αγία Γραφή, μέσα από το βιβλίο του Ζαχαρία, είναι η μία από τις ανεξάρτητες γραμμές χρονολόγησης, που τεκμηριώνουν την περίοδο αυτή.

 

64 – Μεγάλη φωτιά στη Ρώμη καταστρέφει τα δύο τρίτα της πόλης. Ο εμπρηστής αυτοκράτορας Νέρων, μπροστά στη γενική κατακραυγή, διαδίδει ότι υπαίτιοι είναι οι χριστιανοί και ξεκινά τους διωγμούς εναντίον τους.
Το 64 ξέσπασε μία μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη, η οποία κατέστρεψε τα δύο τρίτα της πόλης. Αμέσως διαδόθηκε, πως ο Νέρωνας είχε προκαλέσει τη φωτιά για να εμπνευσθεί και πως όσο την παρακολουθούσε, απάγγελνε στίχους και έπαιζε τη λύρα του. Για να βγάλει την κατηγορία από πάνω του, έριξε την ευθύνη στους χριστιανούς και διέταξε την τιμωρία τους. Έτσι άρχισε η πρώτη μεγάλη καταδίωξη των χριστιανών στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Αφού κατεσβέσθη η πυρκαγιά, ο Νέρων προχώρησε σε ένα μεγαλεπήβολο και πολυέξοδο σχέδιο οικιστικής αναμόρφωσης της πρωτεύουσας. Για τον εαυτό του έφτιαξε ένα πολυτελέστατο ανάκτορο, που το ονόμασε Domus Aurea (Χρυσούν Μέγαρον) και μέσα σε αυτό υπήρχε ένα πελώριο άγαλμά του, ύψους 30 μέτρων. Το παλάτι αυτό είχε αμέτρητες αίθουσες, εσωτερικούς κήπους και χιλιάδες υπηρέτες. Έτσι ο Νέρωνας απολάμβανε να ζει μέσα στην χλιδή και την πολυτέλεια. Μα όταν τα χρέη του έφτασαν στο απροχώρητο, ήρθε η συμφορά.

 

1870 – Η Α’ Βατικάνεια Σύνοδος υιοθετεί το δόγμα του Παπικού Αλάθητου. Το θέμα του Αλάθητου τέθηκε με την πρόταση Περί της Εκκλησίας του Χριστού: η πρόταση αφορούσε την Εκκλησία σαν σώμα, τον αρχηγό της επί της Γης και τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Με αυτό ο Πάπας επιθυμούσε την «[…]εκμηδένιση του γαλλικανισμού, του οποίου ήθελε να εξαφανίσει κάθε πολιτική και εκκλησιαστική ρίζα. Από πολιτική άποψη κηρύχθηκε αντίθετος με τον περιορισμό της Εκκλησίας στις υποθέσεις του Κράτους. Από εκκλησιαστική δε, απέρριψε την εξάρτηση της παπικής εξουσίας από τους πατέρες συνοδικούς.[…]» Το σχέδιο πρότασης ανέφερε την ανάγκη σταθεροποιήσεως της παπικής εξουσίας, χωρίς να γίνεται ειδική μνεία στο αλάθητο. Οι βιογράφοι του Πίου Θ’ επιχειρούν να διαψεύσουν πως αντικειμενικός σκοπός της συνόδου ήταν το δόγμα του αλάθητου. Στην πραγματικότητα το ζήτημα ανεφύη όταν οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει, μετά από μια πρόταση ομάδας ιεραρχών. Εξήντα πατέρες έκαναν την εισήγηση να δηλώσει καθαρά η Σύνοδος την υπέρτατη και αλάθητη εξουσία του Πάπα.
Γάλλοι και Γερμανοί επίσκοποι αντέδρασαν στη Σύνοδο αλλά και θεολόγοι σε Γαλλία και Γερμανία όπως ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Ινιάζ φον Ντέλλινγκερ: το δόγμα του αλάθητου εξασθένιζε τη θέση των Επισκόπων ως διαδόχων των Αποστόλων. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι μεγάλο τμήμα από το ποίμνιό τους θα εντάσσονταν στον Προτεσταντισμό. Αντέδρασαν, επίσης, και εκπρόσωποι των Δομινικανών: αυτοί υποστήριξαν πως ναι μεν ο Πάπας είναι αλάθητος, αλλά μόνο εφόσον εκφράζει τη γνώμη των Επισκόπων και όχι όταν ενεργεί “με προσωπική έμπνευση”.
Στις 18 Ιουλίου 1870 έγινε η ψηφοφορία: 535 συμφώνησαν και δύο διαφώνησαν: οι επίσκοποι του Καγιάτσο και του Λίτλ Ροκ. Αλλά και εξήντα άλλοι δεν προσήλθαν στην ψηφοφορία και πολλοί είχαν αποχωρήσει.

 

1955 – Το νεορεαλιστικό δράμα του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική Πόλη» κάνει πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους. Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Φούντας, Θανάσης Βέγγος, Μάνος Κατράκης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Μίμης Φωτόπουλος και Στέφανος Στρατηγός. Τη μουσική υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις.
“Ο Νίκος Κούνδουρος ενθουσιασμένος από το σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, γυρίζει τη Μαγική πόλη. Από τη μια μεριά, η προσφυγική φτωχογειτονιά με τα τσακισμένα όνειρα του μικρασιατικού ελληνισμού, που δεν τολμούν να ξεμυτίσουν πέρα από τις γλάστρες με το βασιλικό και τις υφαντές μπάντες στους τοίχους των παραπηγμάτων, οι άνθρωποί της που μάχονται για το καθημερινό. Και, από την απέναντι μεριά, όχι οι πλούσιοι αλλά ένα υποκατάστατό τους, ένας φτηνός αντικατοπτρισμός μιας προκατασκευασμένης, σύμφωνα με τα πρότυπα των φτηνών αμερικάνικων φιλμ, ευτυχίας: η μαγική πόλη. Η μικρογραφία της –ένα υπόγειο σφαιριστήριο της Ομόνοιας- είναι το κέντρο των λαθρεμπόρων. Ο στόχος της φιλοδοξίας των νεαρών της φτωχογειτονιάς είναι οι εύκολες γυναίκες, το εύκολο κέρδος κι η εύκολη μετάβαση από τη γη στον ουρανό με τα ψεύτικα αστέρια. Δίπλα σε όλα αυτά υπάρχει η αγάπη για τους ανθρώπους του οικείου περιβάλλοντος και μια τιμιότητα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι τελικά το βασικό χαρακτηριστικό του Κούνδουρου ως σκηνοθέτη. Μια ευθύτητα, μια τιμιότητα, ένα απότολμο είδος λεβεντιάς, που για τον σκηνοθέτη γίνεται πηγή ανησυχίας, ενώ κατά κάποιο τρόπο καθησυχάζει και τον θεατή. […] Παντού όπου προβλήθηκε, άφησε ενθουσιώδη εντύπωση γιατί στην ανάδειξη του κλίματος της εποχής, δηλαδή του νεορεαλιστικού κλίματος, έδινε μια ελληνική απόκλιση, που η αυθεντικότητά της αποτελούσε και το μεγαλύτερό της θέλγητρο. […] Πρώτα απ’ όλα την επιλογή των χώρων: οι συνοικίες Δουργούτη και Καισαριανή, η Ομόνοια με την ξενόφερτη νυχτερινή ζωή της, κι ανάμεσά τους η θέα της θάλασσας -όνειρο άπιαστο- από τη γειτονιά της Καστέλας. Στον διευθυντή φωτογραφίας Κώστα Θεοδωρίδη ο Κούνδουρος βρίσκει τον επαγγελματία που θα δώσει μορφή στις δικές του νεοελληνικές εσωτερικές εικόνες. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τονίζει τον προσφυγικό καημό όλων αυτών των ανθρώπων που νοσταλγούν τη χαμένη αλλοτινή ευτυχία.”

 

1991 – Ήταν καλοκαίρι του 1991. Πριν από 31 χρόνια ο Τζορτζ Χέρμπερτ Ουόκερ Μπους, γινόταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που επισκεπτόταν την Ελλάδα, έπειτα από τρεις και πλέον δεκαετίες. Η επίσκεψη του 41ου Αμερικανού Προέδρου στην Ελλάδα κλείστηκε, έπειτα από επίσημη πρόσκληση που του είχε απευθύνει ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Μητσοτάκης είχε καταστεί, άλλωστε, ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκεπτόταν τον Λευκό Οίκο από το 1964, όταν στις ΗΠΑ είχε βρεθεί ο «Γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Η ιστορική επίσκεψη του Τζορτζ Μπους στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου 1991 υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. To προεδρικό αεροσκάφος «Air Force One» προσγειώνεται στον τότε Διεθνή Αερολιμένα του Ελληνικού, όπου το ζεύγος Μπους γίνεται δεκτό από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο ίδιος δεσμεύεται για την ενίσχυση της ασφάλειας της Ελλάδας, ανακοινώνοντας τη μίσθωση δύο φρεγατών της κατηγορίας Knox και την παράδοση δέκα αεροσκαφών τύπου F-4E Phantom το καλοκαίρι και άλλων 18 εντός του φθινοπώρου.
Η επίσκεψη του ζεύγους Μπους στην Αθήνα περιλαμβάνει, πέραν των επαφών με Ελληνοαμερικανούς επιχειρηματίες, και βόλτα στην Ακρόπολη, όπου η Μπάρμπαρα και ο Τζορτζ βλέπουν από κοντά το ιστορικό μνημείο του Παρθενώνα. Αμέσως μετά, μεταβαίνει στην Κρήτη, όπου συναντάται με τα στελέχη των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στη στρατιωτική βάση της Σούδας, ενώ επισκέπτεται και τους τάφους των Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλου στα Χανιά.
Ωστόσο, το ταξίδι στην Κρήτη είναι εκείνο που θα «σφραγίσει» την αγάπη του Τζορτζ Μπους για την Ελλάδα, λόγω της εξαιρετικής φιλοξενίας που έτυχε το ζεύγος από την οικογένεια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ιδίως από τη σύζυγο του Έλληνα πρωθυπουργού, Μαρίκα. Τόσο η Μπάρμπαρα όσο και ο Τζορτζ μαγεύονται από τις άριστες μαγειρικές δεξιότητες της Μαρίκας Μητσοτάκη. Ο ίδιος είχε, μάλιστα, να το λέει για την εξαιρετική κουζίνα της και κυρίως για τα απίστευτα «dolmadakia» (sic) της συζύγου του τότε Έλληνα πρωθυπουργού. Έκτοτε και για πολλά ακόμη χρόνια, ο Μπους θα περάσει πολλά από τα καλοκαίρια του στη χώρα μας, καλεσμένος τόσο της οικογένειας Μητσοτάκη όσο και γνωστών Ελλήνων επιχειρηματιών, απολαμβάνοντας τον ήλιο και τις διακοπές, μαζί με τη σύζυγό του.

 

2002 – Ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Φώτης Νασιάκος ανακοινώνει και επισήμως ότι οι Αρχές προχώρησαν, ουσιαστικά, στην εξάρθρωση του εκτελεστικού πυρήνα της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη», ενώ αποδίδει στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο το ρόλο του καθοδηγητή και συγγραφέα των προκηρύξεων.
Στις 29 Ιουνίου 2002 εξερράγη πρόωρα μια βόμβα, τραυματίζοντας τον άνθρωπο που πήγε να την τοποθετήσει στα εκδοτήρια της εταιρείας Hellas Flying Dolphins στο λιμάνι του Πειραιά. Μετά τη σύλληψη από το Λιμενικό Σώμα βρέθηκε πάνω του περίστροφο το οποίο ύστερα από ανάλυση βρέθηκε ότι ανήκε στον αστυνομικό Χρήστο Μάτη, ο οποίος σκοτώθηκε το 1984 κατά τη διάρκεια ληστείας και είχε χρησιμοποιηθεί σε δράσεις της 17 Νοέμβρη. Την 1η Ιουλίου 2002 ανακοινώνεται ότι ο τραυματίας είναι ο Σάββας Ξηρός. Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία εντόπισε μία γιάφκα στην οδό Πάτμου 84, στα Κάτω Πατήσια, στις 3 Ιουλίου, και μία δεύτερη στην οδό Δαμάρεως 73, στο Παγκράτι.
Στη συνέχεια, η αστυνομία συνέλαβε τον Χριστόδουλο Ξηρό στην Αθήνα, τον Βασίλη Ξηρό (αδελφό του Χριστόδουλου) και τον Διονύση Γεωργιάδη στη Θεσσαλονίκη στις 16 Ιουλίου, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο στους Λειψούς στις 17 Ιουλίου και τους Βασίλη Τζωρτζάτο και Θεολόγο Ψαραδέλλη στη Χιλιαδού την επόμενη μέρα. Στις 20 Ιουλίου, συνελήφησαν ο Κωνσταντίνος Καρατσώλης και ο Ηρακλής Κωστάρης στο Μόρφιο Θεσπρωτίας, στις 21 Ιουλίου στην Αθήνα ο Θωμάς Σερίφης και 24 Ιουλίου ο Παύλος Σερίφης στην Καρδίτσα. Ο Κωνσταντίνος Τέλιος παραδόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23 Ιουλίου. Στην Αθήνα συνελήφθησαν ο Πάτροκλος Τσελέντης στις 25 Ιουλίου, ο Νίκος Παπαναστασίου στις 26 Ιουλίου και Σωτήρης Κονδύλης την 1 Αυγούστου. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας παραδόθηκε στην αστυνομία στις 5 Σεπτεμβρίου και αποκαλύφθηκε ότι κρυβόταν στο Αγκίστρι. Στις 12 Σεπτεμβρίου συνελήφθη η Αγγελική Σωτηροπούλου (σύντροφος του Κουφοντίνα) και στις 9 Ιανουαρίου 2003 ο Ανέστης Παπαναστασίου.

 

Γεννήσεις

 

1918 – Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela, 1918-2013) ήταν αγωνιστής του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ, που αναπτύχθηκε στη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής. Ο Μαντέλα γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918 στο χωριό Μβέζο, της περιοχής Τράνσκεϊ, τότε μέρος της επαρχίας Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Του δόθηκε το όνομα Rolihlahla, μια λέξη της γλώσσας Xhosa που σημαίνει “ταραχοποιός”, ενώ κάποια χρόνια αργότερα έγινε γνωστός με το όνομα Madiba.
Ο Μαντέλα θεωρούνταν ευρέως ως ένας χαρισματικός ηγέτης, όπως περιγράφεται από τη βιογράφο Mary Benson: «ένας γεννημένος ηγέτης των μαζών που μαγνήτιζε τα πλήθη». Ήταν ένα αρκετά συνειδητό άτομο και σε όλη τη ζωή του αναζητούσε πάντα ρούχα υψηλής ποιότητας, με πολλούς σχολιαστές να πιστεύουν ότι συμπεριφερόταν στον εαυτό του με έναν βασιλικό τρόπο. Οι υποστηρικτές του τόνιζαν συνέχεια την αριστοκρατική του κληρονομιά και συνέβαλαν έτσι στη «χαρισματική του δύναμη». Τη δεκαετία του 1950 που ζούσε στο Γιοχάνεσμπουργκ καλλιέργησε την εικόνα του “Αφρικανού τζέντλεμαν” προβάλλοντας “τους σωστούς τρόπους συμπεριφοράς και τον διαμορφωμένο δημόσιο λόγο” ; στοιχεία που σχετίζονται με μια τέτοια αριστοκρατική θέση. Με αυτή τη συμπεριφορά, η Lodge υποστήριξε ότι ο Μαντέλα “έγινε ένας από τους πρώτους πολιτικούς των μέσων ενημέρωσης […] που ενσωματώνει μια αίγλη και ένα στυλ τα οποία προβάλλουν έναν νέο αφρικανικό κόσμο του νεωτερισμού και της ελευθερίας”. Ήταν γνωστό πως ο Μαντέλα άλλαζε αρκετές φορές ρούχα μέσα στην ημέρα και συσχετίστηκε αρκετά με τις πολύχρωμες μπλούζες Batik, τα οποία μετά την ανάληψη της προεδρείας του έγιναν γνωστά ως Madiba shirts.
Για τους πολιτικούς επιστήμονες Betty Glad και Robert Blanton, ο Μαντέλα ήταν «ιδιαίτερα ευφυής, έξυπνος και πιστός ηγέτης». Ο επίσημος βιογράφος του, Anthony Sampson, σχολίασε ότι ήταν ένας «άρχοντας της εικόνας και της ερμηνείας», που παρουσίαζε με αριστοτεχνικό τρόπο τον εαυτό του στις φωτογραφίες και στον Τύπο. Οι δημόσιες ομιλίες του παρουσιάζονταν με έναν επίσημο και σκληρό τρόπο και συχνά αποτελούνταν από προτάσεις που περιείχαν κλισέ εκφράσεις. Μιλούσε συνήθως με αργό τρόπο και επέλεγε με προσεκτικό τρόπο τα λόγια του. Παρόλο που δεν θεωρούνταν σπουδαίος ρήτορας, οι ομιλίες του αποτύπωναν την «προσωπική δέσμευση, τη γοητεία και το χιούμορ του». Ο Μαντέλα ήταν ένα ιδιωτικό πρόσωπο που συχνά απέκρυπτε τα συναισθήματά του, τα οποία εξέφραζε σε ελάχιστους ανθρώπους. Έζησε μια αυστηρή ζωή, αρνούνταν να πίνει αλκοόλ ή να καπνίζει ενώ ακόμα και ως Πρόεδρος έστρωνε ο ίδιος ο κρεβάτι του. Γνωστός για την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ που διέθετε αλλά και για το ότι ήταν πιστός και πεισματάρης, μερικές φορές έδειχνε μια γρήγορη ιδιοσυγκρασία. Ήταν συχνά φιλικός και φιλόξενος ενώ εμφανιζόταν χαλαρός στις συνομιλίες του με τους άλλους, μεταξύ των οποίων και με τους αντιπάλους του. Αυτοαναφερόμενος ως φίλος των Άγγλων, ισχυριζόταν ότι ζούσε σύμφωνα με τον βρετανικό τρόπο ζωής και είχε τους βρετανικούς τρόπους συμπεριφοράς. Όντας συνέχεια ευγενικός, ήταν ευγενικός με όλους, ανεξάρτητα από την ηλικία ή την κατάσταση της υγείας του, και μιλούσε στα παιδιά και στους υπηρέτες. Ήταν γνωστός για την ικανότητά του να βρίσκει ένα κοινό έδαφος με τις διαφορετικές κοινότητες. Αναζητούσε πάντα το καλύτερο για τους ανθρώπους και υπερασπιζόταν ακόμα και τους πολιτικούς του αντιπάλους στους συμμάχους, οι οποίοι τον θεωρούσαν έναν αρκετά έμπιστο άνθρωπο. Ήταν λάτρης της ινδικής κουζίνας και σε όλη τη ζωή του έδειξε ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και την πυγμαχία.
Ανατράφηκε σύμφωνα με το δόγμα του Χριστιανισμού: η Μεθοδιστική Εκκλησία της Νότιας Αφρικής ισχυρίστηκε ότι διατήρησε την υπακοή του σε αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αναλύοντας τα συγγράμματα του Μαντέλα, ο θεολόγος Dion Forster τον περιέγραψε ως έναν χριστιανό ανθρωπιστή παρόλο που, όπως πρόσθεσε, η σκέψη του βασιζόταν σε μεγαλύτερο βαθμό στη νοτιοαφρικανική έννοια του Ubuntu παρά στη χριστιανική θεολογία. Σύμφωνα με τον Sampson, ο Μαντέλα δεν είχε ποτέ «ισχυρή πίστη στον χριστιανισμό», ενώ ο Boehmer δήλωσε ότι η θρησκευτική πίστη του Μαντέλα δεν ήταν «ποτέ ισχυρή».
Ο Μαντέλα ήταν ένας πολύ συνειδητός άνθρωπος και έκανε συχνές αναφορές στην ανθρωπότητα. Ήταν ετεροφυλόφιλος και η βιογράφος Fatima Meer δήλωσε ότι «δελεαζόταν εύκολα» από τις γυναίκες. Ο βιογράφος Martin Meredith τον χαρακτήρισε έναν «εκ φύσεως ρομαντικό» άνδρα, υπογραμμίζοντας ότι είχε σχέση με διάφορες γυναίκες. Ο Μαντέλα νυμφεύθηκε τρεις φορές, ήταν ο πατέρας έξι παιδιών, είχε δεκαεπτά εγγόνια και τουλάχιστον δεκαεπτά δισέγγονα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας αυστηρός και απαιτητικός πατέρας για τα παιδιά του παρόλο που ήταν περισσότερο στοργικός με τα εγγόνια του. Ο πρώτος γάμος του ήταν με την Evelyn Ntoko Mase τον Οκτώβριο του 1944 ; πήραν διαζύγιο τον Μάρτιο του 1958 εξαιτίας της συνεχούς απουσίας του, της αφοσίωσής του στις επαναστατικές ταραχές στις οποίες συμμετείχε και στο γεγονός ότι ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, μιας θρησκείας που απαιτεί πολιτική ουδετερότητα. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η κοινωνική λειτουργός Winnie Madikizela-Mandela, την οποία νυμφεύθηκε τον Ιούνιο του 1958 και από την οποία πήρε διαζύγιο τον Μάρτιο του 1996. Ο Μαντέλα νυμφεύθηκε την τρίτη σύζυγό του, Graça Machel, στα 80ά γενέθλιά του τον Ιούλιο του 1998.

 

1929 – Φράνκα Ράμε. Η Φράνκα Ράμε γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1929 στο Παραμπιάγκο της Λομβαρδίας και καταγόταν από μια οικογένεια με μεγάλη παράδοση στην τέχνη του θεάτρου. Το 1951 έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο και λίγο αργότερα γνώρισε τον επίσης συγγραφέα και ηθοποιό Ντάριο Φο, με τον οποίον παντρεύτηκαν το 1954. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους, ο συγγραφέας Γιάκοπο Φο.
Η Ράμε και ο Φο δούλεψαν μαζί τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο. Οι δυο τους ίδρυσαν στο Μιλάνο τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε. Η Ράμε ανέλαβε διοικητικό ρόλο, ενώ ήταν και πρωταγωνίστρια του θιάσου. Ο Φο είχε το ρόλο του σκηνοθέτη, του συγγραφέα και του ηθοποιού και παράλληλα σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Γνώρισαν μεγάλη λαϊκή αποδοχή αλλά πολλές φορές ήρθαν αντιμέτωποι με τη λογοκρισία.
Στη δεκαετία του 1970 άρχισε να γράφει δικά της έργα, κυρίως μονολόγους με φεμινιστικό περιεχόμενο, μεταξύ των οποίων το Grasso è bello! και το Tutta casa, letto e chiesa. Το Μάρτιο του 1973 μια ομάδα νεοφασιστών απήγαγε τη Ράμε, οι οποίοι αφού τη βασάνισαν και τη βίασαν, την άφησαν σ’ ένα πάρκο. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή δύο μήνες αργότερα με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους. Η υπόθεση έκλεισε το 1998, καθώς αναγνωρίστηκαν οι δράστες ύστερα από κατάθεση ενός νεοφασίστα αλλά το έγκλημα είχε παραγραφεί.
Στις 19 Απριλίου 2012 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε στις 29 Μαΐου 2013, σε ηλικία 83 ετών, στο Μιλάνο όπου κηδεύτηκε στο Μνημειακό Νεκροταφείο της πόλης.

 

1950 – Ρίτσαρντ Μπράνσον (Richard Branson) άγγλος επιχειρηματίας, επικεφαλής του ομίλου επιχειρήσεων Virgin. Είναι επίσης λάτρης της περιπέτειας, έχοντας δημιουργήσει ρεκόρ με ταχύπλοα και αερόστατα. Ιδιαίτερα επικοινωνιακός, τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας και για το φιλανθρωπικό του έργο.
Ο Ρίτσαρντ Τσαρλς Νίκολας Μπράνσον γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1950 στο Λονδίνο. Ο πατέρας του Έντουαρντ Μπράνσον ήταν δικηγόρος και η μητέρα του, Ιβέτ Φλιντ, μπαλαρίνα και αεροσυνοδός.
Από τα εφηβικά του χρόνια εκδήλωσε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, όταν εγκατέλειψε το σχολείο για να ιδρύσει το περιοδικό «Student». Όταν το περιοδικό άρχισε να χάνει χρήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε τη Virgin Mail Order Records, μία εταιρεία ταχυδρομικών παραγγελιών δίσκων και το 1971 άνοιξε το πρώτο βρετανικό εκπτωτικό κατάστημα δίσκων. Η ονομασία Virgin («παρθένος» στα αγγλικά) επελέγη από τον Μπράνσον, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του άπειρο στις επιχειρήσεις. Το 1973 ίδρυσε τη Virgin Records, η οποία γρήγορα έγινε η κύρια δισκογραφική εταιρεία για το πανκ και το αγγλικό νιου γουέιβ.
Το 1984 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, με την ίδρυση της αεροπορικής εταιρείας Virgin Atlantic Airways. Ξεκινώντας μόνο με ένα αεροσκάφος, η νέα εταιρεία πέτυχε, παρά την έντονη αντίθεση των καθιερωμένων αεροπορικών εταιρειών. Το 1992 ο Μπράνσον πούλησε τη Virgin Records για να συγκεντρώσει επιπλέον κεφάλαια για τη Virgin Atlantic.
Μέχρι τη δεκαετία του ’90, ο όμιλος Virgin ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στη Μεγάλη Βρετανία, με περίπου 100 επιχειρήσεις στο χαρτοφυλάκιό του, συμπεριλαμβανομένων των Virgin Megastores. Το 2004 ο Μπράνσον ίδρυσε την εταιρεία διαστημικού τουρισμού Virgin Galactic και το 2006 πούλησε την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Virgin Mobile (νυν Virgin Media), αν και παρέμεινε ο μεγαλύτερος μέτοχός της. Την ίδια χρονιά ίδρυσε τις εταιρείες ψυχαγωγίας Virgin Comics και Virgin Animation.

 

Θάνατοι

 

1610 – Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο (ιταλ.: Michelangelo Merisi da Caravaggio, 29 Σεπτεμβρίου 1571 – 18 Ιουλίου 1610), γνωστός περισσότερο απλά ως Καραβάτζο, ήταν Ιταλός ζωγράφος, το έργο του οποίου ανήκει χρονικά στα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 17ου αιώνα. Αν και οι πρώιμοι πίνακές του περιλάμβαναν κυρίως προσωπογραφίες, σταδιακά εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους θρησκευτικών σκηνών. Το ρεαλιστικό ύφος του και η ανάδειξη της ανθρώπινης φύσης των αποστόλων και των μαρτύρων στα έργα του θεωρήθηκε ότι εξυπηρετούσαν τις βλέψεις της Αντιμεταρρύθμισης. Με την τεχνική του κιαροσκούρο κατάφερε να ενισχύσει το δραματικό στοιχείο και το μυστηριακό χαρακτήρα της πίστης, ενώ συνολικά η επαναστατική τεχνική των δραματικών φωτοσκιάσεων του τενεμπρισμού, όπως την εισήγαγε ο Καραβάτζο, σφράγισε τη μπαρόκ σχολή της ζωγραφικής.
Έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πρώτους μοντέρνους ζωγράφους, ενώ σημαντική θεωρείται η συνολική επίδρασή του στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. Παρά την επίδραση που είχε το έργο του στην εποχή του, αλλά και τις ισχυρές αντιδράσεις που προκάλεσε, περιέπεσε σε λήθη τους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατό του, για να επανέλθει στο προσκήνιο κυρίως στη διάρκεια του 20ού αιώνα, καταλαμβάνοντας και διατηρώντας έως σήμερα περίοπτη θέση στην ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης.

 

1817 – Τζέιν Όστεν (Jane Austen, 16 Δεκεμβρίου 1775 – 18 Ιουλίου 1817) είναι μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυδιαβασμένες μυθιστοριογράφους της αγγλικής λογοτεχνίας. Από το 1811 έως το 1815 γράφοντας τα μυθιστορήματα Λογική και ευαισθησία (1811), Περηφάνια και προκατάληψη (1813), Μάνσφιλντ Παρκ (1814) και Έμμα (1815) καθιερώθηκε ως συγγραφέας. Επίσης έγραψε τα Αββαείο του Νορθάνγκερ και την Πειθώ, τα οποία δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της το 1817.
Τα έργα της Όστεν είναι μέρος της μετάβασης προς τον ρεαλισμό του 19ου αιώνα. Η πλοκή των έργων της, αν και κατά βάση κωμική, υπογραμμίζει την εξάρτηση των γυναικών από τον γάμο προς εξασφάλιση κοινωνικού κύρους και οικονομικής ασφάλειας.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, τα έργα της Όστεν τής έφεραν λίγη δόξα και λίγες θετικές κριτικές. Οι κριτικές ήταν ολιγόλογες και αναφέρονταν κυρίως σε επιφανειακά χαρακτηριστικά του έργου της, όπως τα ηθικά διδάγματα. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, τα μυθιστορήματά της έχαιραν τον θαυμασμό μόνο μιας λογοτεχνικής ελίτ. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι έγραφε ανώνυμα. Εντούτοις, η δημοσίευση ενός απομνημονεύματος για τη ζωή της από τον ανιψιό της το 1870 γνωστοποίησε την ταυτότητά της και εισήγαγε τη ζωή και τα έργα της στο ευρύτερο αγγλικό κοινό. Έως τη δεκαετία του 1940 η Όστεν είχε πλέον καθιερωθεί ως σπουδαία Αγγλίδα συγγραφέας.
Τα έργα της και η ζωή της έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών.

 

1918 – Τζορτζ Ντιλμπόι. Ελληνοαμερικανός στρατιώτης, ο πρώτος που έπεσε στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γεώργιος Διλβόης, όπως ήταν το ελληνικό του όνομα, γεννήθηκε στα Αλάτσατα της Σμύρνης στις 5 Φεβρουαρίου 1896. Το 1908 ο πατέρας του μετανάστευσε στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στο Σόμερβιλ της Μασαχουσέτης. Δύο χρόνια αργότερα, τον ακολούθησε και η πολυμελής οικογένειά του.
Το νεαρό παιδί ήρθε στην Ελλάδα το 1912. Κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη συνέχεια επέστρεψε στις ΗΠΑ για να τελειώσει το σχολείο. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε για λίγο και κατόπιν κατατάχθηκε εθελοντικά στον Αμερικανικό Στρατό.
Έλαβε μέρος στον Συνοριακό Πόλεμο του 1916-1917 με το Μεξικό και το φθινόπωρο του 1917 προωθήθηκε με την 26η Μεραρχία Πεζικού του Αμερικανικού Στρατού στο θέατρο των επιχειρήσεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα στο Δυτικό Μέτωπο.
Στις 18 Ιουλίου 1918 η μονάδα του Διλβόη διατάχθηκε να καταλάβει τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Μπουρές στη βόρειο Γαλλία, κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μάχης του Μάρνη εναντίον των Γερμανών. Προσπαθώντας να καταλάβει ένα γερμανικό πολυβολείο, τραυματίστηκε σοβαρά και προτού εκπνεύσει πρόλαβε να σκοτώσει δύο γερμανούς πολυβολητές.
Ο διοικητής του Αμερικανικού Εκστρατευτικού Σώματος, στρατηγός Τζον Πέρσινγκ, κατέταξε τον Διλβόη «στους δέκα μεγαλύτερους ήρωες, που πέθαναν στα πεδία των μαχών της Γαλλίας και επέδειξαν υπερφυσικό ηρωισμό και γενναιότητα».
Στις 19 Ιανουαρίου 1919 του απονεμήθηκε μεταθανατίως το Μετάλλιο της Τιμής, το οποίο παρέδωσε στον πατέρα του ο στρατηγός Τζoρτζ Μπριγκάντιερ, ο οποίος τον χαρακτήρισε «άξιο απόγονο της φυλής του Ξενοφώντα και του Λεωνίδα». Απαντώντας, ο πατέρας του Αντώνης Διλβόης είπε: «Κάτω από άλλες συνθήκες θα έχυνα δάκρυα για το θάνατο του γιου μου. Αλλά όταν έμαθα τον τρόπο που πέθανε, ένιωσα υπερηφάνεια που έδωσε τη ζωή του για τη νέα του πατρίδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήρθαμε στη χώρα αυτή από τη Σμύρνη, όπου ο γιος μου και άλλα παιδιά γεννήθηκαν κι ένιωσαν στο πετσί τους τις διώξεις των Τούρκων».
Μετά από πολλές περιπέτειες, ο Γεώργιος Διλβόης τάφηκε στο Εθνικό Κοιμητήριο των ΗΠΑ, που βρίσκεται στο Άρλινγκτον της πολιτείας Βιρτζίνια. Προς τιμήν του έχουν ονομαστεί δημόσια κτίρια κι έχουν ανεγερθεί ανδριάντες στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα υπάρχουν οδοί με το όνομά του, στη Νέα Σμύρνη, στο Βύρωνα, τη Χίο και το Ηράκλειο Κρήτης κι ένα άγαλμά του στην ομώνυμη πλατεία της Νέας Ερυθραίας.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *