Μνήμη χρονολογίου της 8ης Ιουνίου

8 Ιουνίου 2024

Είναι η 160η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 206 ημέρες για τη λήξη του..
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:02 – Δύση ήλιου: 20:46
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 44 λεπτά
🌒  Σελήνη 1.9 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Καλλιόπη, Καλλιοπία, Πόπη,
Κάλια, Πίτσα, Ναυκράτιο, Ναυκράτη.

Γεγονότα

 

1928 – Το αεροπλάνο «Ελλάς», τύπου Breguet, με πλήρωμα τον υπολοχαγό Ευάγγελο Παπαδάκο και τον συνταγματάρχη Χρήστο Αδαμίδη, απογειώνεται από το Τατόι για να πραγματοποιήσει το γύρο της Μεσογείου. Θα το επιτύχει 20 μέρες αργότερα, αφού διανύσει απόσταση 12.000 χιλιομέτρων. Η πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύ σημαντικό κατόρθωμα το οποίο μάλιστα χρειάστηκε πολλές μέρες για να ολοκληρωθεί, καθώς οι τεχνικές δυνατότητες των αεροπορικών πτήσεων δεν ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένες.
Στις 5 τα ξημερώματα της ημέρας εκείνης, οι δυο αεροπόροι ξεκίνησαν το ταξίδι τους από το αεροδρόμιο του Τατοΐου επιβιβαζόμενοι σ’ ένα Μπρεγκέ 19 με την ονομασία «Ελλάς». Τρία ακόμη Μπρεγκέ τους συνόδεψαν ενώ πλήθος κόσμου, είχε συγκεντρωθεί στο αεροδρόμιο. Μπροστά, στη θέση του πιλότου, κάθισε ο Παπαδάκος και πίσω του ο Αδαμίδης. «Ο συνταγματάρχης είνε ξεραγκιανός και η όψις του προδίδει την σύνεσιν και την προσοχήν, ενώ ο υπολοχαγός έχει την γελαστήν διάθεσιν θηρίου εις τα αδρά του χαρακτηριστικά», γράφει το «Έθνος».
Όπως σχολίαζε η εφημερίδα το ίδιο βράδυ, «Είνε μια ημερομηνία που αξίζει να μείνη για πάντα στην ανάμνησί μας με όλη τη συγκινητική δόνησι των παλμών που ενοιώσαμε εκείνη τη στιγμή. Μας επλημμύρισε αυθόρμητα από τα πιο αγνά συναισθήματα της δυνατής χαράς. Κάτι σαν νίκη μέσα εις το ειρηνικό πλαίσιο των έργων του πολιτισμού. Γιατί το αεροπλάνο δεν είνε μόνον μέσον πολεμικόν. είνε αυτό καθ’ εαυτό η πρόοδος, μια πρόοδος μάλιστα γεμάτη από τον ευγενέστερο κίνδυνο για τον άνθρωπο. Έχει όλο το γόητρο της κατακτήσεως από μέρους των όντων μπροστά εις την υποτασσομένην μεγαλειότητα της Φύσεως. Περικλείει την τόλμην και συμβολίζει την θέλησιν [..]».

 

1949 – Ο βρετανός συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ εκδίδει το εμβληματικό μυθιστόρημά του «1984» (πρωτότυπος αγγλ. τίτλος: Nineteen Eighty-Four, εκδιδόμενο συχνά ως 1984). Θεωρείται βιβλίο-σταθμός του 20ού αιώνα στην πολιτική σκέψη. Ο Όργουελ έγραψε το βιβλίο το 1948 (από αναριθμητισμό αυτού του έτους προέρχεται και ο τίτλος του έργου) και το εξέδωσε το 1949. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει επηρεάσει σημαντικά τον παγκόσμιο πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον Μεγάλο Αδελφό, τον (ανύπαρκτο) πολιτικό ηγέτη της χώρας, «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ» (Big Brother is watching you). Ο Μεγάλος Αδελφός αποτελεί σήμερα έκφραση που υποδηλώνει καθεστώς παρακολούθησης. Περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, του Γουίνστον Σμιθ, στον εφιαλτικό κόσμο της Ωκεανίας, μιας χώρας που βρίσκεται κάτω από ένα δυστοπικό απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση[9].

 

1963 – Ο Μίκης Θεοδωράκης και είκοσι έλληνες επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες, φοιτητές και δημοσιογράφοι ιδρύουν το Κίνημα Νεολαίας «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ). Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης εκλέγεται πρόεδρος και ξεκινά μία πολιτική και πολιτιστική εκστρατεία. σ’ όλη την Ελλάδα. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη υπήρξε η συνέχεια ενδυνάμωσης και δράσης της ελληνικής αριστερής νεολαίας. Προηγείται η ίδρυση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης στις 8 Ιουνίου του 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη στις 22 Μαΐου του 1963. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1964, 15 μήνες αργότερα, προκύπτει η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη από τη συγχώνευση της Νεολαίας της ΕΔΑ και της ΔΚΝΓΛ. Στο ιδρυτικό συνέδριο της ΔΝΑ που γίνεται το 1965, η ΔΝΛ είναι η μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση νεολαίας, μετά την ΕΠΟΝ. Στις 15 Μαρτίου 1965, πραγματοποίησε το Α’ ιδρυτικό συνέδριό της και πρώτος πρόεδρος εκλέχθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης.

 

1995 – Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα ανακοινώνει την αγορά του πίνακα «Ο Άγιος Πέτρος» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (Ελ Γκρέκο). Τα 290 εκατομμύρια δραχμές για την αγορά του έργου συγκεντρώθηκαν από προσφορές ιδρυμάτων, καλλιτεχνών και πολιτών. Ο « Αγιος Πέτρος» του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, ένα από τα σημαντικότερα έργα του μεγάλου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, κοσμεί πλέον την Εθνική Πινακοθήκη. Ένα πολύτιμο απόκτημα, ένα έργο τέχνης που έχει για τους Ελληνες τεράστια ιστορική και συναισθηματική αξία. Το Ιδρυμα Λίλιαν Βουδούρη, πιστό στη βούληση του ιδρυτή του για συμβολή στην πνευματική καλλιέργεια και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκέντρωση του ποσού που απαιτούνταν για την αγορά του πίνακα, προσφέροντας το ένα τρίτο των χρημάτων, δηλαδή 294.000€. Το ποσό δόθηκε τον Ιούνιο του 1995 στον Πρόεδρο της Εθνικής Πινακοθήκης κ. Απ. Μπότσο και στη Διευθύντρια της Πινακοθήκης κ. Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα. Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ( «Ελ Γκρέκο») γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα ( το σημερινό Ηράκλειο ) της Κρήτης και πέθανε το 1612 στο Τολέδο. Η τέχνη του είναι ένα αμάλγαμα βυζαντινής και ενετικής τέχνης, ωστόσο δημιούργησε τη δική του μοναδική τεχνοτροπία, που αποτέλεσε πρότυπο για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών. Ο « Αγιος Πέτρος» είναι από τα σημαντικότερα έργα του ζωγράφου.

 

2000 – Η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δολοφονεί τον στρατιωτικό ακόλουθο της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα, ταξίαρχο Στίβεν Σόντερς. Ο Στήβεν Σόντερς (αγγλικά: Stephen Saunders, 26 Ιουλίου 1947 – 8 Ιουνίου 2000) ήταν Άγγλος στρατιωτικός και διπλωμάτης. Έλαβε τον βαθμό του ταξιάρχου και υπηρέτησε μεταξύ άλλων ως στρατιωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα. Στις 8 Ιουνίου 2000 στο Ψυχικό δύο μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, πλησίασαν το αυτοκίνητο του Σόντερς και τον πυροβόλησαν τέσσερις φορές πλήττοντας την κοιλιακή χώρα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός όπου χειρουργήθηκε χωρίς να καταφέρει να επιβιώσει. Υπήρξε το τελευταίο θύμα μέχρι την εξάρθρωση της οργάνωσης το 2002.Η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, τονίζοντας ότι προχώρησε στο χτύπημα λόγω του ρόλου του Βρετανού στρατιωτικού στο Κόσοβο, καθώς και λόγω της αγγλικής πολιτικής κατά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία το 1999. Το σχολείο της “Αγίας Αικατερίνης” της βρετανικής πρεσβείας στην Ελλάδα, απονέμει βραβείο αριστείας σε μαθητές του σχολείου προς τιμήν του διπλωμάτη με την ονομασία “Stephen Saunders Award for Good Citizenship”.

 

Γεννήσεις

 

1810 – Ρόμπερτ Σούμαν – Γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1810 στο Τσβίκαου της Σαξωνίας. Μεγάλωσε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και από νωρίς ήρθε σε επαφή με την μουσική. Ο πατέρας του τον ενίσχυε στις προσπάθειές του να αποκτήσει αξιόλογη μουσική εκπαίδευση και είχε προσπαθήσει (αποτυχημένα) να του εξασφαλίσει μαθήματα με τον συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Έπειτα απ’ αυτό ο Σούμαν στράφηκε προς τη λογοτεχνία: Διηύθυνε μια φιλολογική εταιρεία και αποπειράθηκε να γράψει ποίηση, μυθιστορήματα, και τραγωδίες. Βέβαια το ενδιαφέρον του για τη μουσική δεν είχε μειωθεί, αντιθέτως, διεύρυνε συνεχώς τις γνώσεις του και “ανακάλυπτε” συνεχώς διάφορα έργα και είδη.
Καθοριστική για την εξέλιξή του ήταν η χρονιά 1828: τότε εγκαταστάθηκε στη Λειψία για να σπουδάσει νομικά, επιθυμία της μητέρας του. Στην πόλη αυτή, όπου τον Μάιο του 1723 μετακόμισε και εργάστηκε ως Κάντορας Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, υπήρχε αξιόλογη μουσική παράδοση και πλούσια δραστηριότητα. Εκεί άρχισε να παίρνει μαθήματα πιάνου από τον διάσημο δάσκαλο Φρίντριχ Βικ (Wieck) και τότε άρχισε να συνθέτει και τα πρώτα του έργα για πιάνο. Θα μπορούσε μάλιστα να κάνει αξιόλογη καριέρα ως πιανίστας, αν μια μέθοδος που είχε επινοήσει ο ίδιος για να δυναμώσει τα δάκτυλά του δεν του προκαλούσε παράλυση στο δεξί χέρι.
Το 1830 εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στη μουσική. Συνεργαζόταν μάλιστα με το πιο γνωστό μουσικό περιοδικό της εποχής, το Allgemeine Musikalische Zeitung στο οποίο έγραψε μια ενθουσιώδη κριτική για τον συνομήλικό του νεαρό και άγνωστο ακόμα Φρεντερίκ Σοπέν. Όμως τα πολύ συντηρητικά αισθητικά κριτήρια του εκδότη του περιοδικού δεν ταίριαζαν με τις ιδέες και τις αντιλήψεις του Σούμαν και έτσι σύντομα επήλθε η ρήξη. Το 1834 ο Σούμαν ίδρυσε το Neue Zeitschrift für Musik, ένα περιοδικό που υπερασπιζόταν τους νέους συνθέτες αλλά και τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος, έχοντας μεταξύ των συνεργατών του τον Βικ και τον Φέλιξ Μέντελσον. Ο ίδιος διηύθυνε το περιοδικό και έγραφε κριτικές υπογράφοντας συχνά με τα ψευδώνυμα Ευσέβιος και Φλορεστάν, δύο φανταστικά πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τους δύο αντίθετους πόλους του ανήσυχου χαρακτήρα του.
Στο σπίτι του δασκάλου του γνώρισε την κόρη του Κλάρα, εξαιρετικά ταλαντούχα πιανίστρια και συνθέτρια. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν σύντομα, ο πατέρας της όμως ήταν κατά της σχέσης τους γιατί πίστευε ότι θα ήταν εμπόδιο στη μουσική καριέρα της. Το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά, χωρίς την άδειά του, το 1840.
Τα χρόνια ως το 1845 ήταν τα πιο παραγωγικά: συνέθεσε πολλά έργα, έκανε πολλές περιοδείες μαζί με τη σύζυγό του, βασική ερμηνεύτρια των έργων του, κερδίζοντας συνεχώς φήμη. Από το 1845 όμως η δραστηριότητά του περιοριζόταν σταδιακά, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε και πρόβλημα ψυχασθένειας. (Η ψυχολογία του είχε διαταραχθεί ήδη από τη νεότητά του, όταν πέθανε ο πατέρας του, και το πρόβλημα ήταν μάλλον κληρονομικό, αφού και η αδερφή του Αιμιλία υπέφερε από παρόμοια πάθηση).
Η ασθένειά του τον οδήγησε σε μια απόπειρα αυτοκτονίας το 1854. Από τότε νοσηλευόταν σε νευρολογική κλινική και τελικά πέθανε στις 29 Ιουλίου 1856.

 

1955 – Τιμ Μπέρνερς-Λι (Sir Timothy John Berners-Lee, 8 Ιουνίου 1955), μέλος του Τάγματος της Αξίας, Ιππότης-Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Μηχανικής, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Τεχνών είναι ο εφευρέτης του Παγκόσμιου Ιστού (World Wide Web), διευθυντής της κοινοπραξίας World Wide Web η οποία επιτηρεί τη συνεχή ανάπτυξή του και ερευνητής και κάτοχος της έδρας 3Com στο Εργαστήριο Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης (CSAIL) του MIT. Είναι ο διευθυντής του Κονσόρτσιουμ του Παγκόσμιου Ιστού στο Διαδίκτυο και Καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρονικών και Επιστήμης Υπολογιστών του Σαουθάμπτον (Ην. Βασίλειο). Το 2016 του απονεμήθηκε το βραβείο Τούρινγκ.

 

 

 

Θάνατοι

 

1859 – Γουόλτερ Χαντ – Το 1834 εφηύρε την πρώτη ραπτομηχανή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τότε όμως υπήρχε οικονομική κρίση και κανείς δεν ενδιαφερόταν για μία μηχανή που θα στερούσε δουλειά από ανθρώπους. Έτσι, δεν φρόντισε να κατοχυρώσει την ευρεσιτεχνία του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιλάιας Χάου εφηύρε και κατοχύρωσε μια παρόμοια μηχανή και απέκτησε πλούτη πέρα από τα πιο απίθανα όνειρά του.
Ο Χαντ κατοχύρωσε επίσης την πρώτη πένα και την πρώτη επαναληπτική καραμπίνα, αλλά δεν κατάφερε να τα κάνει λειτουργικά προϊόντα. Άλλοι που τα κατάφεραν αργότερα έδρεψαν αστρονομικά κέρδη.
Όμως, το πιο εκπληκτικό μέρος της ιστορίας του Χαντ είναι άλλο. Ένα απόγευμα του 1849 άρχισε να παίζει με ένα κομμάτι σύρμα. Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες το έστριψε έτσι ώστε να φτιάξει ένα είδος βελόνας, με ελατήριο στη μία άκρη και κούμπωμα στη άλλη: την παραμάνα ασφαλείας. Ήταν μια ιδέα εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Χαντ έτρεξε και την κατοχύρωσε, αλλά πλούσιος δεν έγινε και πάλι. Έχοντας απελπιστική ανάγκη για λίγα χρήματα ξεπούλησε αμέσως τα δικαιώματα της ευρεσιτεχνίας του. Μόνο για 100 δολάρια!
Ο Γουόλτερ Χαντ απέκτησε περισσότερα από 25 διπλώματα ευρεσιτεχνιών, αλλά δεν έκανε ποτέ εκείνη την εξαιρετική εφεύρεση που θα χάριζε οικονομική ασφάλεια στην οικογένειά του. Πέθανε σε ηλικία 63 χρόνων πάνω στον πάγκο εργασίας του, ενώ προσπαθούσε να κατασκευάσει ένα νέο είδος καταδυτικού εξοπλισμού.

 

1962 – Στέλιος Σπεράντσας – Γεννήθηκε το 1888 στη Σμύρνη όπου και ανατράφηκε. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της γενέτειράς του και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε ιατρική (αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1915). Στη συνέχεια υπηρέτησε για επτά χρόνια στις ένοπλες δυνάμεις ως ακτινολόγος. Το 1922 διορίστηκε διευθυντής του ακτινολογικού στα κρατικά αντιφυματικά ιατρεία ενώ μετά την απόκτηση του πτυχίου οδοντιατρικής κατά το 1932 μετέβη στο Παρίσι όπου ειδικεύτηκε στην ορθοδοντική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξελέγη το 1933 ως ο πρώτος καθηγητής του τμήματος ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου δίδαξε μέχρι το 1952. Απεβίωσε το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1962 μετά από χρόνια και επώδυνη ασθένεια.
Υπήρξε συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών της Σμύρνης όπως η «Αρμονία», ο «Αριστοτέλης» και η «Νέα Σμύρνη». Το 1946 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών ενώ διετέλεσε συνεργάτης και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Μικρασιατικά Χρονικά». Σύμφωνα με τα αρχεία της ελληνικής Μασονικής Στοάς ο Σπεράντζας ήταν ελευθεροτέκτονας.

 

1987 – Αλέξανδρος Ιόλας – Ο Ιόλας γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης και ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας βαμβακεμπόρων. Ο ίδιος ωστόσο έδειξε από νωρίς την κλίση του στις τέχνες κι έτσι το 1928 αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά του μετακομίζοντας στην Αθήνα. Εκεί ο Αλέξανδρος Ιόλας άρχισε να συναναστρέφεται με έναν σημαντικό καλλιτεχνικό κύκλο ανθρώπων όπως τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος μάλιστα διαδραμάτισε ρόλο δασκάλου στη ζωή του Ιόλα, αλλά και την Εύα Πάλμερ – Σικελιανού. Στην Αθήνα ξεκινά τα πρώτα του βήματα στον χορό. Το 1930, με προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου, έφυγε για το Βερολίνο, όπου αφιερώθηκε στις σπουδές χορού. Σπούδασε στη σχολή που διατηρούσε το ζεύγος Tatjana και Victor Gsovsky, ενώ έλαβε μέρος στο Salzburg Festival από το 1931 έως το 1932. Τον Νοέμβριο του 1932, ο Ιόλας μετακόμισε στο Παρίσι όπου συνέχισε να μελετά μπαλέτο με πολύ σημαντικούς δασκάλους, ενώ παρακολούθησε και κάποια μαθήματα Τέχνης στη Σορβόννη.
Το 1935, ο Αλέξανδρος Ιόλας πήγε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, στις 14/12/1935, υπέγραψε συμβόλαιο με τον χορευτικό θίασο Ballet Productions και έκανε το ντεμπούτο του στο Metropolitan Opera House, χορεύοντας την La Traviata. Στις 19/11/1945 ο Αλέξανδρος Ιόλας ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης υπογράφοντας ως Constantine Coutsoudis, αφού η επίσημη αλλαγή του ονόματός του έγινε αργότερα.
Η αναδιάρθρωση του ονόματός του ήταν δικής του επινόησης: Ως Jolas Coutsoudis είχε ήδη εμφανιστεί σε θεατρικά προγράμματα από το 1931, δηλαδή πολύ πριν πάει στην Αμερική. Σταδιακά το Jolas έλαβε τη θέση του πραγματικού του επιθέτου καθώς ήταν πιο εύηχο, δισύλλαβο, και άρα πιο εύκολο στην προφορά. Κυρίως όμως ήταν συμβολικό, αφού συνδεόταν με τον Ιόλαο, ο οποίος ήταν ένδοξο πρόσωπο της μυθολογίας. Αντίστοιχα, το Αλέξανδρος ήταν ένα ένδοξο όνομα, στενά συνδεδεμένο με τη χώρα στην οποία είχε γεννηθεί.
Το 1945 είναι η χρονιά που ο Ιόλας αποφασίζει να εγκαταλείψει τον χορό και να διερευνήσει έναν τρόπο μετάβασης προς την Τέχνη. Φημολογήθηκε ότι η μετάβαση αυτή έγινε λόγω ενός τραυματισμού που είχε, όμως το 1945 ο Ιόλας ήταν ήδη 37 ετών και όπως είχε πει και ο ίδιος ήταν πλέον πολύ μεγάλος για να συνεχίσει να χορεύει.
Την 1 Σεπτεμβρίου 1945 ιδρύθηκε επίσημα στη Νέα Υόρκη η πρώτη γκαλερί του Ιόλα, η Hugo Gallery, προς τιμήν του François Hugo, τελευταίου συζύγου της Donna Maria Ruspoli, στενής φίλης του Ιόλα. Ξεκίνησε εκθέτοντας έργα από Ευρωπαίους σουρεαλιστές καλλιτέχνες, όπως ο René Magritte, ο Max Ernst, ο Giorgio de Chirico, ο Victor Brauner κ.α. Εκεί, το 1952, ο Ιόλας πραγματοποίησε και την πρώτη έκθεση του Andy Warhol. Αργότερα συνεργάστηκε με τους Nouveau Realistes (Niki de Saint Phalle, Jean Tinguely, Martial Raysse κ.α.), με καλλιτέχνες της Arte Povera (Γιάννης Κουνέλλης, Pino Pascali κ.α.) και πολλούς άλλους. Το 1954 η γκαλερί επεκτάθηκε και μετονομάστηκε πλέον σε Alexander Iolas Inc.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας αποτέλεσε έναν από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί ανοίγοντας νέες Alexander Iolas Galleries σε Γενεύη (1963), Παρίσι (1964), Μιλάνο (1966), Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη. Παράλληλα, προώθησε στο εξωτερικό Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, Βαγής, Μόραλης και Τσαρούχης. Συνεργάστηκε επίσης με τη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Ακριθάκης, Φασιανός και Μάρα Καρέτσου, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει μια καριέρα στο εξωτερικό.
Εξέδωσε επίσης καταλόγους τέχνης, στους οποίους προλόγισαν, μεταξύ άλλων, ο André Breton και ο Pierre Restany, καθώς και συλλεκτικά βιβλία καλλιτεχνών και ποιητών σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (Μαξ Ερνστ, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης κ.α.). Δώρισε έργα σε μεγάλα μουσεία, όπως τα Metropolitan Museum of Art και Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη, το Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού στο Παρίσι (δωρεές 1977), αλλά και η Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας (δωρεά 1971).
Έχοντας πλέον αποκτήσει παγκόσμια φήμη, έλεγε συχνά ότι θα γύριζε στην Ελλάδα για να συμβάλει στην πρόοδο της καλλιτεχνικής της ζωής. Άλλωστε η πτώση της χούντας είχε ανοίξει τον δρόμο. Σταδιακά έκλεισε όλες τις γκαλερί του εκτός μίας στη Νέα Υόρκη, κρατώντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον Max Ernst, να σταματήσει όταν εκείνος θα πέθαινε. Στην απόφασή του αυτή, πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο και το γεγονός ότι την περίοδο της δεκαετίας του ’70 έφυγαν από τη ζωή πολλοί καλλιτέχνες της παλαιάς φρουράς, άνθρωποι με τους οποίους ο Ιόλας είχε γαλουχηθεί και για τους οποίους έτρεφε βαθιά αγάπη και σεβασμό. Στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με διάφορες γκαλερί όπως οι Ζουμπουλάκη-Ιόλα, Μέδουσα, Βίκυ Δράκου, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά.
Από το 1985 μέχρι και τον θάνατό του, το 1987, ο Ιόλας αντιμετωπίστηκε με κακεντρέχεια από μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου ο οποίος δημιούργησε για εκείνον μία χυδαία εικόνα. Κατηγορήθηκε μέχρι και για αρχαιοκαπηλία, μία υπόθεση που δεν πρόλαβε ποτέ να φτάσει στο δικαστήριο γιατί πέθανε, ενώ οι όποιες άλλες κατηγορίες εξανεμίστηκαν, αφού ήταν αβάσιμες. Με πρωτοβουλία του Κώστα Γαβρά, υπήρξε από το εξωτερικό μία προσπάθεια υπεράσπισης του Ιόλα, την οποία συνυπέγραψαν πολλές διεθνείς προσωπικότητες, ανάμεσά τους και η βυζαντινολόγος – ιστορικός Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ.
Το 1984, δώρισε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 47 έργα σύγχρονης τέχνης από την προσωπική του συλλογή, ενώ υποσχέθηκε να προσθέσει και άλλα στη δωρεά. Την υπόσχεσή του αυτή δεν πρόλαβε τελικά να την εκπληρώσει, καθώς το 1987 ο Αλέξανδρος Ιόλας απεβίωσε, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, νικημένος από τη νόσο του AIDS.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia