Ο Χρήστος Καπράλος και η τέχνη του

«Ξετυλίγοντας τα στημόνια της τέχνης του ο Καπράλος,
για να υφάνει μ’ αυτά τη φυσιογνωμία του καιρού του,
αισθάνεται να τον κατευθύνει η αρχαϊκή, η αρχαία, η βυζαντινή, η λαϊκή παράδοση.

  • του Δημοσθένη Γ. Γεωργοβασίλη

Η κοίμηση του «αλαφροΐσκιωτου»: Κηδεύτηκε στις 23 Ιανουαρίου 1993 στην Αίγινα ο μεγάλος γλύπτης του Ελληνισμού Χρήστος Καπράλος. Το νησί του Αιακού, του ισόθεου δικαστή στον άλλο κόσμο, το είχε αγαπήσει ο καλλιτέχνης όσο και τη μάνα του. Και τα δυο είχαν σταθεί οι αστείρευτες πηγές της έμπνευσής του: Η δημοκρατία του θανάτου και η τυράννια της ζωής. Παιδί της ρουμελιώτικης γης, παιδεμένος από γεννησιμιού του στα καπνοχώραφα του Παναιτωλίου κι αναγυιωμένος με της φτώχειας τους καημούς, ωστόσο μπόρεσε να εκφράσει τόσο μεγαλόπνοα αυτός ο «αλαφροΐσκιωτος» το μεγαλείο της φυλής των Ελλήνων όσο ελάχιστοι Έλληνες. Παιδί της φύσης, αυτής της στοργικής μοίρας των μεγάλων της Γης, μίλησε σ’ όλες τις γλώσσες των φυλών της οικουμένης όχι με τις λέξεις, αλλά με τις ένυλες ιδέες, τις πλασμένες με του ταλέντου του την πανανθρώπινη παντογνωσία.

«Συνωμότης» των μηνυμάτων του κόσμου: Η αδυσώπητη τυραννία της τυφλής μοίρας επάνω στις ανθρώπινες συμβατικότητες και ο ανειρήνευτος αγώνας του ανθρώπου, για να υπερακοντίσει το πεπρωμένο του, έδωσαν την πλούσια σε τραγικούς μύθους και μανιεριστικά θέματα φιλολογία του Θεάτρου, της Ποίησης, της Μουσικής, των εικαστικών τεχνών. Και μόνον οι δημιουργοί, που προσπάθησαν να δώσουν με την έμπνευσή τους ανάλογο μήνυμα στους συγχρόνους των, και το πέτυχαν, αυτοί φαίνεται να νίκησαν το χρόνο. Γιατί έ-τσι καταξίωσαν μέσα στην Ιστορία στιγμές του γίγνεσθαι, οι οποίες έτυχε να αποκτήσουν υπερχρονική, αιώνια αξία. Τέτοιος δημιουργός ήταν ο Έλληνας γλύπτης Χρήστος Καπράλος.

Ο αυτοδύναμος ιεροφάντης…: Στην καλλιτεχνική του πορεία ο Καπράλος αναζητώντας πλαστικές μορφές, για να εκφράσει τα μηνύματα της τέχνης του, διαπνέεται από το ασίγαστο πάθος για τη σύλληψη της ουσίας της ζωής ανάμεσα στα θνησιγενή στοιχεία της παροδικότητας. Ήταν μια μακρά πορεία αθόρυβης και σεμνής εθνικής δημιουργίας, αλλά μεγάλων αξιώσεων. Σ’ αυτή την πορεία του ο Καπράλος δεν έχει αφετηρία ούτε τέρμα. Δεν αφορμήθηκε από το «φτάσιμο» κάποιου δασκάλου παίρνοντας από τα χέρια του το γλύφανο ωσάν σκυτάλη, και δε δολιχοδρόμησε με πνεύμα άμιλλας, για να ξεπεράσει κάποιους αξιοθαύμαστους δασκάλους. Γιατί αναδείχτηκε αυτοδύναμος και ως τεχνίτης και ως πλάστης και ως μύστης και ως ιεροφάντης. Πηγές των εμπνεύσεών του ήταν ο υπερ-ιστορικός Ελληνισμός, η παλλόμενη συνείδηση της γης μας μέσα στην αδιάσπαστη νομοτέλεια της εθνικής μας ζωής. Αυτή η απρόσωπη συνείδηση της Γης μας, που κλώθει τη φύτρα της γενετικά, για να την κάμει όργανο της έκφρασης των παλμών της, με την αποτύπωσή τους εντελεχειακά σε ορόσημα του διαλεκτικά αναπτυσσόμενου γίγνεσθαι, είχε μοιράνει ως όργανό της και το γλύπτη Χρήστο Καπράλο.

και η συνείδηση της φυλής:

Ο Καπράλος λοιπόν δε δούλεψε για σκοπιμότητες, δεν υπηρέτησε καθήκοντα, δεν θήτευσε στις επιταγές κανενός αισθητικού μανιφέστου της Ιστορίας της Τέχνης. Δεν στρατεύτηκε στις πραγματείες του βίου από άγχος ή υπαρξιακή αγωνία ως λυτρούμενος ή λυτρωτής. Δε στεγάστηκε κάτω από τη σκέπη κανενός ιρρασιοναλιστικού (:φουτουρισμού, σουρρεαλισμού, κυβισμού, φορμαλισμού κ.λπ.). Η σύγχρονη τέχνη, η μοντέρνα, η αφηρημένη, μάταια θα πασχίσει να διεκδικήσει το ταλέντο του Καπράλου. Γιατί απλούστατα ο γλύπτης αυτός δεν ανήκει πουθενά αλλού παρά στην αυθύπαρκτη και πολυπρόσωπα τεκμηριωμένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο κληρονομιά της φυλής μας. Μέσα από το έργο του Καπράλου μιλάει η συνείδηση αυτής της γης, η τρισαιώνια ψυχή της φυλής μας.

 

 

Κληρονόμος αρχαίων τίτλων:

Όπως η εξέλιξη του κάθε ανθρώπου ως είδους είναι μια σύντομη επανάληψη μες στη ζωή του κάθε συγκεκριμένου ατόμου, όπως η συνολική πορεία του πολιτισμού από τις καταβολές του μέχρι σήμερα επαναλαμβάνεται στην ανέλιξη του καθενός ανθρώπου, παρόμοια και στο έργο του Καπράλου συναντάμε την ανακύκληση της συνολικής πορείας της Γλυπτικής, ώστε ο καλλιτέχνης αυτός του Ελληνισμού να είναι κληρονόμος αρχαίων τίτλων. Η αρχαϊκή τέχνη λειτούργησε με τον πηλό, με τον οποίον σχηματοποίησε σε καλοζυγισμένα διακοσμητικά θέματα ανθρώπους, ζώα και λογής-λογής αντικείμενα -όλα πλαστικά ειδώλια μικροτεχνίας: αγγεία, ποτήρια, ρυτά κρητομινωικής και μυκηναϊκής τέχνης, αγάλματα θεοτήτων. Παρόμοια και η τέχνη του Καπράλου έδωσε με τον πηλό θαυμάσιες μορφές, ωραίες τερακότες, που μας ανάγουν κατευθείαν στα πήλινα πλαστικά κομψοτεχνήματα της Τανάγρας, στα Καμαραϊκά της Κρήτης, στη ζωφόρο του Πρινιά, σε ανάλογα ευρήματα της Ολυμπίας, της Αίγινας κ.ά. Τα κομψοτεχνήματα αυτά του Καπράλου, παρά τη γεωμετρική τους ακαμψία, εκφράζονται λυρικά ως απόηχος της κεραμευτικής πλαστικής του γεωμετρικού ρυθμού των αρχαίων. Και α-λήθεια, ο Καπράλος δεν έπαψε να ερωτοτροπεί ποτέ του με τις τερακότες.

Ο πώρινος λίθος και η δόξα του:

Μετά από τον πηλό ο γλύπτης πέρασε στη χρήση του πώρινου λίθου παρόμοια όπως και οι Έλληνες πρόγονοί του. Για την αρχαϊκή τέχνη του 6ου π.Χ. αιώνα η μετάβαση αυτή ήταν αναγκαστική, αφού οι τεχνίτες δεν είχαν ακόμη στη διάθεσή τους τα αναγκαία μη-χανικά μέσα, για να λαξεύσουν τη σκληρή πέτρα κατά το μοντελάρισμα του γλυπτού. Το μόνο μέσο ήταν το σκαρπέλο, στου οποίου το χειρισμό είχαν συνηθίσει από τον καιρό της ξυλογλυπτικής, η οποία αρχικά είχε προηγηθεί. Μόνο κατά τον 5ον αιώνα οι τεχνίτες δοκίμασαν τη σκληρή πέτρα, αφού στο μεταξύ είχαν επινοήσει ως εργαλείο το καλέμι, το οποίο δε σχίζει όπως το σκαρπέλο, αλλά θρυμματίζει. Για το γλύπτη του 2ου αιώνα μ.Χ. τέτοιο τεχνικό πρόβλημα ασφαλώς δεν υπήρξε. Και όμως οι πώρινες γλυπτικές δημιουργίες του Καπράλου διακρίνονται για τη χονδρή δουλειά, λες σαν αδέξια, βάναυση ή πρόχειρη…

Ο χαλκός και το μάρμαρο:

Η ίδια περιπέτεια, και μάλιστα με μια σταθερή, αλ-λά δυσπρόσιτη εσωτερική εξέλιξη και στα χάλκινα δημιουργήματά του, τα οποία αποτελούν ένα στάδιο της τέχνης του, αντίστοιχο προς το υπερώριμο της αρχαίας, όπως εκφράζεται μέσα από τα έργα της εποχής του Φειδία και μετέπειτα. Είναι περίεργο ότι ο Καπράλος δε χρησιμοποίησε το μάρμαρο, αυτό το κατεξοχήν μέσο της ένδοξης ελληνικής Γλυπτικής. Και πράγματι κινδύνευσε να μη θεωρηθεί αληθινός καλλιτέχνης, αφού στην εποχή μας ως γλύπτες θεωρούνται οι λιθοξόοι και οι μαρμαροπελεκητές. Και δεν χρησιμοποίησε το μάρμαρο ο Καπράλος όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά διότι το υλικό τούτο από τη φύση του δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της δικής του τέχνης.

Η τέχνη του γλυπτού ως σιγώσα ποίηση:

Το μάρμαρο με τις στίλβουσες μαρμαρυγές του, με το γαλακτώδες χρώμα του, με την ουράνια μυστικοπάθειά του, με τη θεϊκή του βαρύτητα προκαλεί αγαλλίαση, μετάγει σε λειμώνες ευδαιμονίας, αλλά συνάμα αυθαδιάζει απέναντι στην οδύνη του πρόσκαιρου και του χοϊκού. Μια τέτοια όμως αλαζονεία ήταν επόμενο να απωθήσει τον ταπεινό καλλιτέχνη, ο οποίος δεν τρεφόταν από θεηγόρες ψευδαισθήσεις, πως τάχα ή-ταν ο επίγειος παράκλητος της Αποκάλυψης. Και ο Καπράλος, ο καλλιτέχνης της οδύνης του ανθρώπου, χωρίς ρητορισμούς και επιδεικτική σπουδαιοφάνεια μόχθησε να εκφράσει με ολόκληρο το έργο του απλά και ταπεινά την ουσία του μικρού μας κόσμου. Ο διακοσμητικός φόρτος, η αίγλη, η συμμετρία, η μαθηματικά αρχιτεκτονημένη μορφή παραπλανούν το θεατή και δεν δικαιώνουν τις καλλιτεχνικές προθέσεις του δημιουργού. Ο Καπράλος μ’ όποιο υλικό κι αν έντυσε τις δημιουργίες του, δε νοιάστηκε ποτέ του για τη διακοσμητική λεπτομέρεια και τη ρομαντική εξεικόνισή της. Αυτός ο καλλιτέχνης βιαζόταν να ξεφορτωθεί το όραμά του, να το στήσει μόνο στον κόσμο των αισθήσεών μας όχι στατικά, αλλά δυναμικά, για να μπορεί ο καθένας μας να το βιώνει ως ένα εύγλωττο και διαπεραστικό ερωτηματικό. Το ίδιο το καλλιτέχνημα, που είναι ενσάρκωση των ιδεών του καλλιτέχνη, δεν αποκρύβει τα μυστικά του, όπως αυτό έγινε με το αινιγματικό μειδίαμα του πραξιτέλειου Ερμή ή της νταβίντσειας Τζιοκόντας, αλλά με μιαν εικονοπλαστική Παιδαγωγική υποδεικνύει στο θεατή τα “σημεία φυγής” του κάθε έργου του και τον παρωθεί να παραδοθεί σ’ ένα αμείλικτο εσωτερικό διάλογο, ο οποίος α-νάγει σε προβληματική μεταφυσικών απολήξεων. Με τον τρόπον αυτόν επιτυγχάνεται ένας σκοπός, που είναι ασύγκριτα βαθύτερος από την «καλαισθητική συγκίνηση». Και ο σκοπός αυτός είναι η άμεση προσπέλαση της ουσίας του καλλιτεχνικού έργου με βάση τον εσωτερικό αυτό διάλογο, που διεξάγει ο θεατής με το έργο. Το έργο του Καπράλου όμως είναι ελκυστικό για την ανθρωπιά του, αποκαλυπτικό για το μήνυμά του και ρυθμοποιημένος ένυλος λόγος, μια σιγώσα ποίηση, είναι η γέφυρα, η κλίμακα, το ουράνιο τόξο, που μετάγει τον έρωτα από την ψυχή του θεατή μέχρι την ψυχή του κόσμου. Είναι μια διαλεκτική επικοινωνίας, μια «συνουσία» της ψυχής του ανθρώπου με το λόγο του μικρού και του απέραντου κόσμου.

 

 

Ο πόνος των ανθρώπων:

Η λειτουργική διαδικασία της αποκάλυψης υπάρχει στο έργο του Καπράλου, ίσως όχι ηθελημένα και ε-πιτηδευμένα, αλλά ως μια διαλεκτική τάξη και μαθηματική αναγωγή του εφήμερου στην παντοκράτειρα δικαιοδοσία της μοίρας. Πράγματι, το θεματογραφικό κόσμο του Καπράλου τον αποτελεί αποκλειστικά ο άνθρωπος σ’ όλες τις στιγμές της ζωής του. Ο άνθρωπος ως ψηφίδα στο μωσαϊκό του πολιτισμού, ο άνθρωπος ως κρίκος στην αλυσίδα του ιστορικού γίγνεσθαι, ο άνθρωπος ως μοίρα της Γης και συγγραφέας του μέλλοντός του. Ο άνθρωπος με την ουμανιστική του αγωνία, με την πανάθλια κι όμως αξιοσέβαστη παρουσία του. Ο άνθρωπος του καιρού μας, αυτός ο α-πρόσωπος Ιάγος ή ο πολυπρόσωπος Μεφιστοφελής του έρωτά μας.

Ο άνθρωπος και οι διαθλάσεις του είναι του:

Αυτός είναι ο λόγος, που όλες οι πλαστικές ανθρώπινες μορφές του Καπράλου είναι ακέφαλες. Η κεφαλή υποχρεώνει τον καλλιτέχνη να υποτυπώσει τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης φυσιογνωμίας, ιδιαίτερα οι οφθαλμοί, που είναι τα παράθυρα της ψυχής, ηλιοειδείς και συνάμα κακοί μάρτυρες της ψυχής, εγγράφουν στο έργο την ταυτότητα του παροδικού. Ο άνθρωπος όμως χωρίς πρόσωπο, χωρίς κεφαλή, όχι ως αλλοτριωμένος ή ανεγκέφαλος, όπως τον εικονίζει ο Γαΐτης, αλλά ως καθολικά αγωνιώσα παρουσία, όπως ο «Πεζοπόρος» του Ροντέν, ο οδοιπόρος χωρίς αποσκευές, γυμνός στον ήλιο και στους ανέμους, ένας homo viator, χωρίς φωνή κι αναπνοή, χωρίς αισθητήρια. Ο άνθρωπος ως δεσμώτης της ανάγκης και ως Ηρακλής της ελευθερίας. Αυτός που δεν σέρνει τα βήματά του αυτόβουλα, αλλά κινούμενος από το πεπρωμένο της Ιστορίας, είναι αναγκασμένος να κατορθώνει τους άθλους κάποιου αόρατου Ευρυσθέα, παρότι στενάζει κάτω από το βάρος των υπαρξιακών του αντινομιών και των αγεφύρωτων αντιθέσεων του πολυδύναμου ψυχισμού του.

Σύνθεση αδιέξοδη και πολυέξοδη:

Μια χάλκινη «Σύνθεση» του Καπράλου, που εικονίζει δύο αντιμέτωπες μορφές, άντρα και γυναίκας, στηριζόμενες επάνω σε μια τριγωνική βάση, αναδείχνει τις σωματικές αντιθέσεις και αλληλοσυμπληρώσεις με πρόδηλη αναφορά στην αντιθετική συστοιχία των ψυχικών. Ο αγώνας ο αΐδιος του πνεύματος και της ύλης, της ανάγκης και της ελευθερίας. Ένα άλλο πάλι χάλκινο έργο, που φέρει τον τίτλο «Σύνθεση με δύο φιγούρες», αποκαλύπτει διάπλαση και κίνηση των μορφών διαμετρικά αντίθετων μεταξύ των, και μάλιστα τόσο καλά οργανωμένα, ώστε να μη νοείται η μία μορφή χωρίς την άλλη. Αλλά οι εναντιότροπες μορφές κάποτε συνεγγίζονται και ή συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρούμενες αποδίδουν ένα συμφωνικό σύμπλεγμα αντιθέσεων αρμονισμένων αντιστικτικά σε μιαν ύπαρξη έντονα παλλόμενη από το ρυθμό του κόσμου ή διαπλέκονται στα ομόλογα σημεία και διατηρούν τη μονότροπη αντιθετική τους ανεξαρτησία ή, τέλος, συγκρούονται, αλληλοεξουδετερώνονται και οριζοντιώνονται στην κατάσταση της αδράνειας, αφού υψώσουν τα αιματοβαφή σπαθιά τους κάθετα προς την ηττημένη χοϊκότητά τους, για να σημαδέψουν μ’ αυτά το ασύλληπτο μήνυμα της απολυτότητας, που χάθηκε μέσα στο άπειρο.

Η Γη-μήτηρ ως Μάνα του πηλοπλάστη δημιουργού:

Σπουδαία θέση ανάμεσα στα θέματα του Καπράλου κατέχει η Μητέρα, πάντοτε ως έννοια με οικουμενικά εξακτινωμένες προβολές, ώστε εκείνες να αγκαλιάζουν κάθε θηλυκό στοιχείο όπως είναι η Γη, η θάλασσα, η φωτιά, η γέφυρα, η βροχή, η βροντή, η τέχνη, δηλ. έννοιες που εμφαί α δώσει θέματα μεγάλης πρωτοτυπίας, η οποία εκτι-μήθηκε τόσο πολύ διεθνώς στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1962.

 

 

Η τραγικότητα και το άλογο στοιχείο της:

Οι ανθρώπινες συμβατικότητες ανήκουν στη φευγαλέα καθημερινότητα, και θα αποδίδονταν σωστά α-πό την τέχνη και τα χρώματα, τα σχήματα και προπαντός με τη λεπτομέρεια. Αλλά τούτα τα φανταχτερά δεν έχουν σχέση με τις προθέσεις του Καπράλου, γιατί ακριβώς είναι παροδικά. Οι μικροχαρές και οι συγκινήσεις της χαμοζωής, οι ενστικτώδεις και οι ορμεμφυτικές παρορμήσεις, που αποβλέπουν στην ικανοποίηση της φυτοζωικότητας και υλοζωικότητας της σάρκας και εμποδίζουν τον άνθρωπο από το να ενατενίσει και να αχθεί στη σφαίρα του απολύτου, αυτά όλα παραλείπονται στο έργο του Καπράλου. Γιατί, όπως είπαμε, η μύηση στο έργο του καλλιτέχνη γίνεται με τον έρωτα και το λόγο, δηλ. με τα μέσα που είναι απαραίτητα για την είσοδο στον κόσμο των ιδεών, όπως τέτοιος είναι ο κύκλος των θεμάτων του. Και στο κέντρο αυτού του κύκλου ορθώνεται ο άνθρωπος στον τραχύ και πολυμέ-τωπο αγώνα, τον τιτάνιο και τελικά προδομένο αγώνα του επάνω στις πιο κρίσιμες στιγμές του, όπου θα συ-ναιρούνταν όλα τα στοιχεία της ζωής, της επιστήμης, της τέχνης, της οικονομίας, της θρησκείας, της φιλοσοφίας κάτω από την ακτίνα της αιωνιότητας!

Τα άνθη της πέτρας ως εύηχη μνήμη της παράδοσης:

Κάποιες πώρινες κεφαλές αλόγων είναι οι μόνες εξαιρέσεις ανάμεσα στα πολυεδρικά ανθρωπολογικά θέματα του Καπράλου. Αλλά κι αυτές θυμίζουν τις αλογοκεφαλές των γλυπτών του Παρθενώνα. Κάποια παιγνιδιάρικα έπιπλα κήπου, που σε ώρες ευθυμίας ή ρέμβης τεχνούργησε ο γλύπτης το καλοκαίρι του 1960 σε αιγινήτικο πουρί ωσάν συνειρμικές απηχήσεις από τα ερείπια του να-ού της Αφαίας, δείχνουν την ανασύνδεση της σύγχρονης επιπλοποιίας με την αρχαία. Και αυτά εδώ τα αναφέρομε για τη συμπλήρωση του κύκλου των θεμάτων του γλύπτη. Ξετυλίγοντας τα στημόνια της τέχνης του ο Καπράλος, για να υφάνει μ’ αυτά τη φυσιογνωμία του καιρού του, αισθάνεται να τον κατευθύνει η αρχαϊκή, η αρχαία, η βυζαντινή, η λαϊκή παράδοση. Αυτή είναι και μοναδικός του δάσκαλος. Ο θεμελιώδης ρυθμός της τέχνης του ορθώνεται επάνω στην εθνική μας παράδοση. Σ’ αυτό στηρίχτηκαν όλοι οι γνήσιοι Νεοέλληνες δημιουργοί από το Σολωμό μέχρι το Σεφέρη, το Ρίτσο και τον Ελύτη, από το Μακρυγιάννη, το Θεόφιλο και τον Παπαδιαμάντη, από το Λύτρα, το Χαλεπά και τον Καπράλο. Σ’ αυτό το ρυθμό ταιριάζουν υπέροχα και οι γνωστοί στίχοι του Γ. Σεφέρη: «Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα | με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες | γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα | άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες | που ήρθαν όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν | που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή | μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια». Μια συναίρεση λοιπόν των σταθμών της Ιστορίας της ελ-ληνικής τέχνης αποτελεί η τέχνη του Καπράλου.

Προς άρσιν παρεξηγήσεων:

Εδώ θα πρέπει να διαλυθεί μια βασική παρεξήγηση: Μερικοί μελετητές του έργου του Καπράλου ισχυρίστηκαν πως ο γλύπτης έχει επηρεαστεί από τους μεγάλους του μανιερισμού, αίφνης από τον Μιχαήλ Άγγελο, το Ντύρερ, το Θεοτοκόπουλο, το Ροντέν κ.ά. Και θα ήταν πράγματι αξιοζήλευτος, αν είχε αποφασίσει να αναπαύεται κάτω από την αμφιλαφή σκιά τόσων μεγάλων δασκάλων. Η αλήθεια είναι ότι ο μανιερισμός [δηλ. εκείνη η τέχνη, που τρέφεται από τη σκέψη και δίνει τα θέματα χωρίς τη στατική έννοια της αρμονίας -πράγμα που αποτελεί τον «κανόνα» του κλασικού- αλλά με terribilita, δηλ. με φρίκη, αστάθεια, ανασφάλεια] εμφανίζεται σε κρίσιμες, σε συγκεχυμένες και μεταβατικές εποχές, όπως τέτοιες είναι η ρωμαϊκή, η ελληνιστική, η Αναγέννηση, ο Ρομαντισμός και ιδιαίτερα η δική μας εποχή. Ο «παγκόσμιος φόβος», που διαπνέει την πολιτική και κλονίζει την κοινωνική ασφάλεια, είναι το κλίμα του μανιερισμού. Ως τέτοια θέματα, που μνημειώνουν την εποχή τους, αναφέρονται ενδεικτικά η «Δευτέρα Παρουσία» του Μιχαήλ Αγγέλου, η οποία βρίσκεται στην Καπέλλα Σιξτίνα με «δαιμονικές παραστάσεις των κολασμένων και των διαβόλων, που φτάνουν, αν δεν ξεπερνούν, η φαντασία του Δάντη». «Ο Ιησούς που περπατάει επάνω στη θάλασσα της Γαλιλαίας», έργο του Τιντορέττο, «Ο Λαοκόων, ο ιερέας του Απόλλωνα», έργο του Θεοτοκόπουλου, η «Μελαγχολία» του Ντύρερ κ.ά. Στη Λογοτεχνία η φρίκη και η σπασμωδικότητα του ατόμου μπροστά στον παγκόσμιο φόβο εκφράστηκαν με τον περίφημο μονόλογο του Άμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτό είναι το ερώτημα».

Η ώρα της εθνικής χαρμολύπης:

Αλλά ο Καπράλος, που εκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, ήταν φυσικό να έχει δεχθεί επιδράσεις από το Ροντέν, το γλύπτη της γιγαντιαίας μνημειακής σύνθεσης «Η πύλη της Κόλασης» του Δάντη. Ωστόσο η επίδραση περιορίστηκε στην άμιλλα, που κυρίεψε τον Καπράλο να στήσει μόνος του αυτοδύναμα τα οράματα της δικής του έμπνευσης. Ο Ροντέν, που δούλευε με το πνεύμα του μανιερισμού, παραφόρτωσε τη σύνθεσή του με γλυπτά και ανάγλυφα άφθονων λεπτομερειών, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το έργο του την αρχιτεκτονική του ενότητα, οπότε κι ο Ροντέν, α-φού το σιχάθηκε, το διέλυσε για να μεταχειριστεί αλλιώς τα γλυπτά του, μια και το καθένα τους είναι καθαυτό και ένα αριστούργημα.

 

 

Ο γλύπτης του έρωτα και της ψυχής των Ελλήνων:

Ο Καπράλος όμως επέτυχε τη δημιουργία του «Μνημείου της Πίνδου» (1949), το οποίον είναι μια από τις συγκλονιστικότερες ανάγλυφες μνημειακές δημιουργίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ένα έργο που απλώνεται σε πώρινες πλάκες συνολικού μήκους σαράντα μέτρων. Ο Ροντέν χρωστάει τη δόξα του, στις σπάνιες κινήσεις, τις πολύ εκφραστικές εκδηλώσεις ιδιότυπων ψυχικών καταστάσεων, αφού τα έργα του είχαν πάντοτε ένα προσωπικό χαρακτήρα, ο οποίος τον είχε επιβάλει ως δημιουργό και στο σύγχρονο πνευματικό περιβάλλον της πόλεως των φώτων. Η σύγκριση αυτή κατανοείται μόνον, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες, μέσα στις οποίες ο καθένας από τους δύο αυτούς μεγάλους γλύπτες του αιώνα μας δημιούργησε το έργο του.

Μια σύγκριση δικαίωσης:

Η «Πύλη της Κόλασης» είχε ρητορικότητα, είχε θεατρικότητα με τα προσωπικά εξαρτήματα των τριών διαστάσεων, τα γλυπτά, που διηγούνται την υπόθεση του έργου. Το «Μνημείο της Πίνδου» έχει τραγικότητα με τις αργοκίνητες αρχαϊκές και βυζαντινές, τις αποστεωμένες, κι όμως γεμάτες δραματικό μεγαλείο μορφές των αγωνιστών και των ανθρώπων του λαού, που σηκώνουν στους ώμους τους βαριά, δύσκολα κι όμως αγέρωχα τη σκληρή μοίρα του έθνους. Γι’ αυτό δεν ρητορεύουν, δεν διηγούνται, αλλά σιωπώντας προβάλλουν αποκαλυπτικά τη διεκδίκηση ενός έθνους από τη μοίρα του δικαιώματος της ελευθερίας.

Δεν είναι λοιπόν εγκεφαλικός, δηλ. μανιεριστής, ούτε ρομαντικός ούτε κλασικός ούτε μοντέρνος ούτε αφηρημένος ο Καπράλος. Καμιά σχέση δεν έχει με τις γνωστές σχολές και δημιουργίες. Είναι όμως γλύπτης όλων των εποχών και όλων των Ελλήνων. Είναι μεγάλος και ασύγκριτος προς κάθε άλλον ομότεχνό του και μόνο προς τον εαυτό του αναγώγιμος. Είναι ένας «θεός πάνω στη γη», καθώς θα έλεγε ο Μαρσίλιος Φικίνος για τον άνθρωπο, αφού μόνον ο άνθρωπος είναι δημιουργός. Ο Καπράλος με της τέχνης τα απόκρυφα μπορεί να αποκαλύψει τόσο ζω-ντανά το απόλυτο, την ιδέα, που κατά το Πλάτωνα αντικατοπτρίζεται στο «Εγώ» του δημιουργού, του καλλιτέχνη, με του οποίου την υψηλή πνευματικότητα τα έργα αποκαλύπτουν στην ψυχή του «δήμου» τον κόσμο των ιδεών.

Η μοίρα του θανάτου:

Ενώ η επίσημη Ελλάδα δυστυχώς δε συνόδευε με τις ευχές της το γλύπτη Καπράλο ως εκπρόσωπο της κουλτούρας της στη Μπιενάλε της Βενετίας (1962), εντούτοις οι Ευρωπαίοι ανακάλυπταν το μεγαλείο και την παγκοσμιότητα του έργου του. Ο Έλληνας μέσος πολίτης όμως ακόμη και σήμερα δεν είναι πληροφορημένος ούτε κι όταν ακόμη μαθαίνει από τις ειδήσεις ότι η κηδεία του καλλιτέχνη έγινε δημοσία δαπάνη: ποιος ή-ταν αυτός ο Καπράλος και γιατί τάχατες η Πολιτεία τον τίμησε ως εξέχον τέκνο της πατρίδος! Τουλάχιστον τώρα με την ίδρυση του μουσείου της τέχνης του στην Αίγινα θα μπορεί ο κάθε επισκέπτης να βλέπει και να α-ποθαυμάζει το έργο αυτού του ταπεινού και αθόρυβου παιδιού της Ρούμελης. Γιατί όμως ο Χρήστος Καπράλος να αναπαύεται στο κοιμητήριο της Αίγινας και όχι του Παναιτωλίου; Γιατί το μουσείο Καπράλου να το χαίρεται η Αίγινα και όχι το Αγρίνιο;

Οι αληθινοί καλλιτέχνες είναι ωσάν τα έμβρυα: χρειάζονται έναν ομφάλιο λώρο, για να τροφοδοτούν την έμπνευσή τους από την ακένωτη παρακαταθήκη της μητρικής στοργής. Αλλιώς ζουν με τη μελαγχολία του παράπονου. Κι ο Χρήστος Καπράλος έζησε κι έφυγε μ’ ένα παράπονο: ότι οι δικοί του δεν τον αγάπησαν! Διότι κι «εκείνοι ουκ έγνωσαν τίνα ήν ά ελάλει αυτοίς». Γι’ αυτό και δεν παρηγόρησαν ποτέ τους το ορφανεμένο φτωχό παιδί ούτε η Αγία Τριάδα του Παναιτωλίου ούτε ο Άγιος Χριστόφορος του Αγρινίου, αλλά τον πήρε υπό την κηδεμονία του ο ισόθεος δικαστής των αθώων ψυχών, ο Αιγινήτης Αιακός ή Νεκτάριος.

«Θα μάς δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια μέρα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά να κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα κλάψαν κι αποστάσαν».

 

Ο Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης γεννήθηκε το 1933 στην Παραβόλα Αιτωλοακαρνανίας, σπούδασε Φιλολογία, Φιλοσοφία, και Παιδαγωγικά. Πέρασε από όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού λειτουργήματος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και το 1984 διδάσκει Φιλοσοφία στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Δημοσίευσε: Ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, 1967, Βιργιλίου «Αινειάς» (σε τρεις τόμους: 1971, 1972, 1975) Uber das Tragische (διδ. Διατριβή), 1978, καθώς και πολλά μελετήματα στον περιοδικό τύπο. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους συνεργάτες του περιοδικού ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ που κυκλοφόρησε στο Αγρίνιο, καθώς και σε πληθώρα άλλων περιοδικών του ελλαδικού χώρου.
Το άρθρο μελέτη για τη ζωή και την τέχνη του Χρήστου Καπράλου που ακολουθεί, μαζί με το βιογραφικό του μεγάλου γλύπτη (μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ) έχει δημοσιευθεί για πρώτη φορά στη «Νέα Εστία». Ο προτότυος τίτλου του άρθρου είναι : «Χρήστος Καπράλος: Ένας γλύπτης του ελληνισμού»

AgrinioStories