Η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ)

Η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας
αποτέλεσε γεγονός μεγάλης ιστορικής σημασίας
Η ποιοτική αλλαγή στην πορεία του εργατικού κινήματος

Η ίδρυση του ΣΕΚΕ ως «τέκνου της ανάγκης κι ώριμου τέκνου της οργής» ήταν καρπός της μέχρι τότε πορείας των πιο πρωτοπόρων τμημάτων του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Την ίδρυσή του επιτάχυνε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, που εγκαινίασε έμπρακτα τη νέα εποχή της ανθρωπότητας, την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Σηματοδότησε τη συγκρότηση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, τον φορέα ρήξης του εργατικού κινήματος με τη ρεφορμιστική παράδοση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τουλάχιστον για μια περίοδο. Αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την παραπέρα πορεία του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος.

Επειτα από τις πρωτοβουλίες της Φεντερασιόν, αλλά και ριζοσπαστικοποιημένων νέων σοσιαλιστών, συνήλθε στον Πειραιά, στις 4-10 Νοέμβρη του 1918 (17-23 με το καινούργιο ημερολόγιο), το Α’ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο που ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ).

Το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Εμπορικών Ατμοπλοίων, που στεγαζόταν στο ξενοδοχείο «Πειραιεύς». Πήραν μέρος 31 αντιπρόσωποι με θετική ψήφο, 4 με συμβουλευτική και 2 ως παρατηρητές. Ως αντιπρόσωποι στο Συνέδριο συμμετείχαν τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής που είχαν εκλεγεί από τη Β’ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη (Ιούλης 1918), δηλαδή οι Αρίστος Αρβανίτης, Δημοσθένης Λιγδόπουλος (παράλληλα διευθυντής της εφημερίδας «Εργατικός Αγών»), Νικόλαος Δημητράτος, Αβραάμ Μπεναρόγια και Σταμάτης Κόκκινος1.

 

17 – 23 Νοέμβρη 1918, συνήλθε το 1ο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο στον Πειραιά, που αποφάσισε την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ)

 

Ως αντιπρόσωποι των Σοσιαλιστικών Οργανώσεων της Αθήνας συμμετείχαν οι Σπύρος Κομιώτης, Φρανς Πετρούσκα και Νικόλαος Δαμίγος, του Πειραιά οι Μιχάλης Σιδέρης και Γιώργης Πισπίνης ή Πισπινής και του Βόλου οι Παναγιώτης Μπαλαμπανίδης και Λεωνίδας Χατζής (ή Χατζησταύρου). Από τη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης πήραν μέρος οι Κ. Αντωνίου, Αλμπέρτ Αρδίττι (διευθυντής του «Αβάντι»), Χ. Μπενρουμπή και Π. Πέτρου.

Ως αντιπρόσωποι των Σοσιαλιστικών Ομίλων της Καβάλας και της Κέρκυρας συμμετείχαν οι Αντζελ Πεχνά και Φραγκίσκος Τζουλάτης αντίστοιχα. Τον Σοσιαλιστικό Ομιλο της Χαλκίδας από την 3η μέρα του Συνεδρίου και έπειτα αντιπροσώπευσε ο Κόσονας.

Τη Σοσιαλιστική Νεολαία της Αθήνας αντιπροσώπευσαν οι Μιχαήλ Οικονόμου και Π. Χλωμός, της Θεσσαλονίκης οι Ιωσήφ Καράσσο και Α. Λεβή, του Πειραιά ο Δ. Χαραλαμπίδης και του Βόλου ο Κ. Αναγνωστόπουλος. Αντιπρόσωπος από τον Μορφωτικό Ομιλο Βόλου εκλέχτηκε ο Ν. Ιωάννου.

Ως αντιπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κέντρου της Αθήνας συμμετείχε ο Α. Χατζημιχάλης, της Λάρισας ο Ι. Στυλιανού και ο Α. Κουρουκλής και του Βόλου ο Κ. Γκρέσσος. Επίσης, ως αντιπρόσωπος της εφημερίδας «Σοσιαλισμός» συμμετείχε ο Ηλίας Δελαζάνος. Ο Νίκος Γιαννιός συμμετείχε στο Συνέδριο εκ μέρους του Σοσιαλιστικού Κέντρου της Αθήνας, αλλά με συμβουλευτική ψήφο, μετά από την καταγγελία των σοσιαλιστών του Βόλου για αντισοσιαλιστική αρθρογραφία. Το ίδιο συνέβη και με τους βουλευτές Αλμπερτ Κουριέλ και Αριστοτέλη Σίδερι, όπως και με τον Παναγή Δημητράτο, αφού, παρά την αντίθεση των σοσιαλιστών, είχαν πάρει μέρος στη Σοσιαλδημοκρατική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (Φλεβάρης 1918). Ακόμα, στο Συνέδριο παραβρέθηκαν ως παρατηρητές οι Εμμανουήλ Μαχαίρας (βενιζελικός βουλευτής Πειραιά) και Ευάγγελος Ευαγγέλου εκ μέρους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΣΕΕ.

 

 

Για το Συνέδριο είχαν εκλεγεί και αντιπρόσωποι από τους Σοσιαλιστικούς Ομίλους της Μυτιλήνης, της Πάτρας και του Καζακλάρ (Αμπελώνας Λάρισας), οι οποίοι, για άγνωστους λόγους, δεν κατόρθωσαν να παραστούν στο Συνέδριο. Μέχρι την εκλογή του προεδρείου, στο Συνέδριο προέδρευσε ο Σταμάτης Κόκκινος, ενώ τους αντιπροσώπους προσφώνησε ο Αρίστος Αρβανίτης, γραμματέας της Οργανωτικής Επιτροπής2.

 

Ωριμος καρπός

Η ίδρυση του ΣΕΚΕ ήρθε ως «ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, κάτω και από την επίδραση της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία»3. Η επαναστατική θύελλα που ξεσήκωσε η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση επέσπευσε την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Με την ίδρυσή του διακηρυσσόταν (για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία) ότι σκοπός του Κόμματος είναι η:

«1) Πολιτική και οικονομική οργάνωσις του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και της ανταλλαγής δηλ. τη μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβίστικην ή κομμουνιστικήν και 2) Διεθνής συνεννόησις και δράσις των εργατών»4.

Ακόμα, υπογραμμιζόταν η παρακάτω θεμελιώδης θέση:

«Το Σ.Ε. Κόμμα δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχει ή και να ενισχύσει οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλιν των τάξεων, με σκοπόν να διευκολυνθή η προσέγγισις των εργατών με τα αστικά κόμματα»5.

Αυτή η τοποθέτηση είχε ξεχωριστή σημασία, όχι μόνο επειδή το ΣΕΚΕ διαχωριζόταν κατηγορηματικά από την αστική τάξη, αλλά και επειδή η τέτοια διακήρυξη περιλαμβανόταν στο ιδρυτικό του Ψήφισμα.

  • Ο «Εργατικός Αγών» στις 18 Νοέμβρη 1918 ανακοινώνει στο πρωτοσέλιδό του την ίδρυση του Κόμματος. Λίγο αργότερα έγινε επίσημο όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ)
  • Ο «Εργατικός Αγών» στις 18 Νοέμβρη 1918 ανακοινώνει στο πρωτοσέλιδό του την ίδρυση του Κόμματος. Λίγο αργότερα έγινε επίσημο όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ)

Η ίδρυση του ΣΕΚΕ αποτέλεσε τομή στην ελληνική κοινωνία. Σηματοδότησε την εμφάνιση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Εξέφραζε αντικειμενικά τη διαδικασία συνένωσης του μαρξισμού – λενινισμού με το εργατικό κίνημα. Με τις βασικές αρχές του προσέδωσε επαναστατική θεωρητική βάση και πολιτική γραμμή στα πιο δυναμικά τμήματα του εργατικού κινήματος, παρά τις αδυναμίες ή και τις θεωρητικές ανεπάρκειες στις προγραμματικές του προσεγγίσεις.

 

Οι στόχοι πάλης

Το Α’ Συνέδριο ψήφισε μια σειρά από στόχους πάλης, όπως: Το δικαίωμα ψήφου και εκλογής των γυναικών για κάθε είδους εκλογές, καθώς και την πλήρη πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα. Κατάργηση όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα της γυναίκας και του εξώγαμου παιδιού. Την υποχρέωση με νόμο των δήμων και κοινοτήτων να συντηρούν μαιευτήρια για τις γυναίκες των εργατών με πλήρεις αποδοχές 8 βδομάδες πριν τον τοκετό και 8 μετά από αυτόν. Δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Κατάργηση των έμμεσων φόρων και κάθε φόρου στα είδη πρώτης ανάγκης. Την καθιέρωση με νόμο του 8ώρου ως ανώτατου χρόνου εργασίας. Την καθιέρωση της υποχρεωτικής Κυριακής αργίας. Την ίδρυση ταμείων εργατικών συντάξεων. Τη λήψη μέτρων ασφάλειας και υγιεινής για τους εργάτες κάθε επαγγέλματος. Απαγόρευση της εργασίας ανηλίκων κάτω των 16 ετών. Απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας για τα παιδιά και τις γυναίκες και διπλή πληρωμή για τα νυχτέρια των εργατών. Την κατάργηση κάθε νόμου που εμποδίζει την απεργία και την επιστράτευση των εργατών6. Επρόκειτο για στόχους πάλης πρωτοποριακούς, που αντιστοιχούσαν εκείνη την εποχή σε βασικές ανάγκες της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι μια σειρά από αυτούς δεν έχουν υλοποιηθεί ούτε στις μέρες μας, ενώ πολλές κατακτήσεις ανατράπηκαν. Επίσης, άλλοι υλοποιήθηκαν από την αστική τάξη πολλά χρόνια μετά από το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν ισότιμα στις εκλογές. Στην υλοποίησή τους συνέβαλαν η λαϊκή πάλη, οι κατακτήσεις στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, καθώς και οι αναγκαίοι αστικοί εκσυγχρονισμοί λόγω της καπιταλιστικής εξέλιξης.

Μαζί με τους παραπάνω στόχους πάλης περιλαμβάνονταν και στόχοι αστικού κρατικού παρεμβατισμού (π.χ. «χρησιμοποίησις των πόρων του κράτους πρωτίστως διά παραγωγικούς σκοπούς»7), ενώ συνολικά οι στόχοι πάλης εντάσσονταν σε ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα» («πρόγραμμα σημερινών απαιτήσεων»8), γεγονός που βάρυνε αρνητικά στην επεξεργασία του Προγράμματός του, όπως θα φανεί στη συνέχεια.

 

Οι τάσεις

Στη διάρκεια των εργασιών του Α’ Συνεδρίου, έγινε εμφανής η ύπαρξη τριών ιδεολογικών – πολιτικών τάσεων, ακόμα και όταν οι αντιπαραθέσεις των εκπροσώπων τους έπαιρναν χαρακτήρα προσωπικής πολεμικής. Η πρώτη τάση εκφραζόταν από την ομάδα του Γιαννιού (Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας), τον Παναγή Δημητράτο και τους βουλευτές της Φεντερασιόν και ουσιαστικά επιδίωκε τη δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Η δεύτερη τάση συγκροτήθηκε γύρω από τους αντιπροσώπους της Φεντερασιόν, οι οποίοι αν και αντιμάχονταν τις ακραίες ρεφορμιστικές εκδηλώσεις της πρώτης τάσης και υποστήριζαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν υιοθετούσαν συνολικά επαναστατικές θέσεις. Τέλος, η τρίτη τάση απαρτίστηκε από νέους σοσιαλιστές, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τις θέσεις και τη δράση των Μπολσεβίκων, εξέφρασαν ριζοσπαστικές θέσεις που, όμως, ήταν ιδεολογικά ανεπαρκείς και επομένως αδυνατούσαν να διαμορφώσουν ακόμα μια συνεκτική επαναστατική στρατηγική. Για το ρόλο του Δημοσθένη Λιγδόπουλου και των άλλων ιδρυτών της Σοσιαλιστικής Νεολαίας της Αθήνας στο Συνέδριο, ο Αβραάμ Μπεναρόγια το 1931 έγραφε: «Ησαν επαναστατικότεροι, πιο αδιάλλακτοι και ασφαλώς έπαιξαν τον πιο συγχρονισμένο ρόλο9».

 

Η διαπάλη

Οπως ήταν αναμενόμενο, η διαπάλη εκφράστηκε στο σύνολο των θεμάτων που απασχόλησαν το Συνέδριο. Καταρχήν, ο Νίκος Γιαννιός (που συμμετείχε με συμβουλευτική ψήφο) θέλησε να περιορίσει το καταστατικό του Κόμματος στην εξαγγελία ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος: «Εις την Γαλλίαν, την Γερμανίαν και αλλού ο πρόλογος [σημ. Δοκιμίου: Στο Καταστατικό] δεν ευρίσκεται μπροστά στο μεταρρυθμιστικό, αλλά στα ιδιαίτερα βιβλιαράκια. Εκεί εξηγούν τις αρχές του κόμματος (…). Αυτός ο πρόλογος είναι κάτι βαρύ, πρωσσικού ρυθμού, πράγμα που κάνει τον εργάτη να βαριέται να διαβάση παρακάτω»10.

Η άποψη του Γιαννιού μειοψήφησε, αλλά επέστρεψε με διαφορετική μορφή στη συζήτηση για το πολιτειακό. Στον λόγο του, ο βουλευτής Αριστοτέλης Σίδερις θεώρησε ορισμένες αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και ελευθερίες ως όρο για την επιτυχή διεξαγωγή του αγώνα του Κόμματος: «…μας απασχολεί όλο το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Εφ’ όσον πολεμούμε μέσα στην αστική κοινωνίαν πρέπει να θέλωμεν να αποκτήσωμεν όσο το δυνατόν περισσοτέρας ελευθερίας για να διεξαγάγωμεν καλύτερα τον αγώνα μας. Πιστεύσαμε ότι ο αγών μας είναι συγχρόνως οικονομικός και πολιτικός, επομένως έχομεν ανάγκη οικονομικών και πολιτικών ελευθεριών. Οπως κυττάζωμεν διά την εργατικήν νομοθεσίαν, έτσι πρέπει να παραδεχθώμεν ότι μας ενδιαφέρη και η μορφή του πολιτεύματος»11.

Στην πραγματικότητα, ο Σίδερις θεωρούσε τον εκσυγχρονισμό της αστικής δημοκρατίας ως ενδιάμεση φάση του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Στο ίδιο μήκος κύματος βρισκόταν και η τοποθέτηση του Αρδίττι, στελέχους της Φεντερασιόν: «Λέγουν ορισμένοι σύντροφοι ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βασιλείας και δημοκρατίας. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Στην Γαλλία δεν μπορούσε να επιβληθεί ένας Χίνδενμπουργκ. Το έργο των στρατιωτικών είναι υπό τον έλεγχο της Βουλής και είδαμε ότι πολλοί στρατηγοί έπεσαν διά της Βουλής. Στην Ρωσσίαν όλα τα κόμματα ενώθηκαν για να πολεμήσουν τον τσαρισμό, για να φέρουν τον σοσιαλισμό μπορέσανε να επιτύχουν. Το κατόρθωσαν δε τούτο γιατί αι δημοκρατικές κυβερνήσεις του Κερένσκυ και του Λβοφ ήσαν πολύ επιεικείς. Αυτό γράφουν και οι Γαλλικαί εφημερίδες»12.

Ο Δ. Λιγδόπουλος, αν και διαχωρίστηκε από την άποψη εκθειασμού της αστικής δημοκρατίας, θεώρησε ότι η επίτευξή της έπρεπε να εντάσσεται στις στοχεύσεις του Κόμματος: «Διά τούτο πρέπει εξελικτικώς και βαθμηδόν να προπαρασκευασθούμε, και για να φτάσουμε στον τελικό σκοπό πρέπει να περάσωμεν από αυτές τις μεταρρυθμίσεις και αν ακόμη υπάρχουν αστοί για να πραγματοποιήσουν μια αστική δημοκρατία πρέπει να τους υποστηρίξωμεν. Η επιφύλαξις ως προς την δημοκρατία πρέπει να την κάμωμεν διά να μη συγχίζεται ο λαός προς τον σκοπόν μας»13.

 

Περί δημοκρατίας

Από την άλλη πλευρά, αντιπρόσωποι των Σοσιαλιστικών Νεολαιών, όπως οι Φρ. Τζουλάτης, Μ. Σιδέρης και Σπ. Κομιώτης, προσπάθησαν σωστά να αποκαλύψουν το ταξικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας, αποτιμώντας ως κίβδηλο, αποπροσανατολιστικό και εν τέλει επιζήμιο για την εργατική τάξη το δίλημμα «βασιλευόμενη ή αστική δημοκρατία». Υποστήριξε χαρακτηριστικά ο Τζουλάτης:

«Η δημοκρατία είναι μια λέξις που παρέσυρε πολλούς γιατί νόμισαν ότι μέσα σ’ αυτήν ο λαός θα ζούσε κάπως ελευθερώτερα. Ο πόλεμος έδειξε ότι η πλουτοκρατία υπό την οιανδήποτε μορφή παρουσιάζει την ίδια όψη. Σε αυτό τον πόλεμο δεν ήταν μόνον οι βασιλείς που κατεπάτησαν το σύνταγμα, αλλά και οι υπουργοί. (…) όχι μόνο ο Κωνσταντίνος, αλλά και ο Βενιζέλος (…). Χίλιες δημοκρατίες και αν είχαμε, επειδή την Αντάντ την ενδιέφερε να μπούμε στον πόλεμο θα επέβαλε την δικτατορία. Το μεταρρυθμιστικό μπορεί να το ζητούσαν και στη Ρωσσία, αλλά θα ζητούσαν περισσότερα, ενώ εμείς εδώ με τις ελευθερίες ζητάμε λιγότερα! Εμάς δεν μας ενδιαφέρει η μορφή του πολιτεύματος. (…) Εάν σ’ ένα κράτος οι εργάτες ακούν τις λέξεις δημοκρατία κλπ. παραπλανιώνται. Με τις λέξεις δημοκρατία και ελευθερίες οι πλουτοκράτες εκορόιδεψαν πολλούς και στα στόματά των οι λέξεις αυτές είναι επικίνδυνες. Η δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από μια τέλεια έκφρασις της αστικής. Επίσης η λέξις ελευθερία που μας υπόσχεται δεν έχει σχέση με τη δικιά μας ελευθερία, σαν τη δική μας. Είναι ψεύτικη. Εάν εμείς ζητάμε δημοκρατίες, μεθαύριον, οι εργάτες θα μας ειπούν ότι και τα αστικά κόμματα ζητούνε τέτοια, καθώς σήμερα ο “Ριζοσπάστης”.14Δι’ αυτά η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να γραφή στο πρόγραμμα ότι ζητάμε δημοκρατία».15

Τελικά, στις αρχές του νεοϊδρυμένου Κόμματος τέθηκε ο στόχος της «λαϊκής δημοκρατίας» ως ενδιάμεσο στάδιο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Στο «Πρόγραμμα σημερινών απαιτήσεων» έθετε ως στόχο:

  • «Την κατάργησιν του βασιλικού θεσμού και την εκδημοκράτησιν της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, δηλαδή την εγκαθίδρυσιν της λαϊκής δημοκρατίας ως μεταβατικής περιόδου διά την πραγματοποίησιν της σοσιαλιστικής πολιτείας».16
  • Η υιοθέτηση του μεταβατικού στόχου εξαρτούσε τις προϋποθέσεις της εργατικής σοσιαλιστικής επανάστασης όχι από τις αντικειμενικές συνθήκες (ωρίμανση υλικών συνθηκών, επαναστατική κατάσταση) και τις υποκειμενικές συνθήκες (ωριμότητα της εργατικής τάξης), αλλά από το εύρος των αστικών δικαιωμάτων, την επέκτασή τους στην εργατική τάξη: «Η εργατική τάξις δεν ημπορεί να διεκδικήσει τα οικονομικά της συμφέροντα ούτε ν’ αναπτύξει την οικονομική της οργάνωση χωρίς πολιτικά δικαιώματα· δεν δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν χωρίς να γίνει κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, όπερ δύναται να κατορθώση μόνο δι’ ενιαίας επαναστατικής δράσεως της παγκοσμίου εργατιάς ωργανωμένης σε ξεχωριστό εργατικό κόμμα. Να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσικήν και αναγκαίαν αποστολήν της…».17

Ετσι, αντικειμενικά περιοριζόταν και η πολιτική αξία της διακήρυξης της επαναστατικής δράσης για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας.

Επισημαίνεται η αδυναμία του ΣΕΚΕ να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική, παρά το γεγονός ότι θα αποτελούσε υπερβολή η αξίωση να είχε φτάσει το ΣΕΚΕ σε τέτοιο επίπεδο ωρίμανσης τη στιγμή που πήγαινε να κάνει το πρώτο βήμα του. Από τη μια, υπήρχαν οι αντικειμενικοί εσωτερικοί και διεθνείς παράγοντες ωρίμανσής του ως εργατικής επαναστατικής πρωτοπορίας. Από την άλλη, στο εσωτερικό του, μαζί με την επαναστατική πτέρυγα συνυπήρχαν πολιτικά ανώριμες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Τις τελευταίες επιχειρούσε να αξιοποιεί η αστική τάξη, ειδικότερα η ηγεσία των Φιλελευθέρων (Ελ. Βενιζέλος), με στόχο να χειραγωγήσει το νέο κόμμα από τη γέννα του και να εγκλωβίσει τα πρωτοπόρα στοιχεία του εργατικού κινήματος σε μια πολιτική διεκδίκησης φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Ενδεικτικά, την επομένη της λήξης του Συνεδρίου δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» η έκκληση της νεοσυσταθείσας «Ελληνικής Ενώσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου», υπογεγραμμένη από βενιζελικούς και σοσιαλδημοκράτες: «Η Ελληνική Ενωσις προς υπεράσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου εδημιουργήθη με την πρόθεσιν να διαδώσει το αίσθημα του φανατισμού προς διεκδίκησιν των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτου. Διά διδασκαλιών δε και διαλέξεων να γνωρίση την έκτασιν των δικαιωμάτων του λαού προς συμμετοχήν του εις τα της διοικήσεως αλλά και τον έλεγχον των κυβερνώντων, αλλά και να αγωνισθή προς απόκτησιν του κατάλληλου πολιτειακού οργανισμού εξασφαλίζοντος τας ελευθερίας αλλά και τον αλληλοέλεγχον των εξουσιών…».18

 

Η επιδίωξη του Βενιζέλου

Και βέβαια, δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο γεγονός. Γενικότερα, ο Ελ. Βενιζέλος θεωρούσε ότι ο προσεταιρισμός των σοσιαλιστών θα ήταν πιο εφικτός στην περίπτωση συνένωσής τους σε ένα ενιαίο κόμμα. Εξάλλου, θεωρούσε κρίσιμη την ύπαρξη σοσιαλιστικού κόμματος για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στις αστικές επιδιώξεις, αλλά και για την προώθηση των εγχώριων αστικών διεκδικήσεων στα διεθνή συνέδρια των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια αναφέρεται σε συνάντηση που είχε με τον Βενιζέλο αντιπροσωπεία της Φεντερασιόν πριν από την ίδρυση του ΣΕΚΕ: «Η συνάντησις με τον κ. Βενιζέλο έγινε στο πίσω δωμάτιο του Γραφείου του Πρωθυπουργού, παρουσία του κ. Κυριακίδη (ιδιαίτερος Γραμματεύς του Πρωθυπουργού) και Περικλή Αργυρόπουλο, Γεν. Διοικητή Θεσ/νίκης. Ηταν 1918. Ακόμα επιστεύετο ότι θα γίνη Παγκόσμιο Σοσιαλιστικό Συνέδριο. Και ο Πρωθυπουργός, αφού εχαιρέτησε όλους με χειραψίαν, μας είπε ότι υπάρχει πιθανότης να συνέλθη αυτό το Παγκόσμιον Συνέδριον, και η μεν Βουλγαρία έχει 2 κόμματα σοσιαλιστικά και θα αντιπροσωπευθούν ασφαλώς και τα δύο, η Ελλάς ποιος θα την αντιπροσωπεύση; Τότε είπα ότι αναλαμβάνωμε να δημιουργήσωμε ένα ηνωμένο σοσιαλιστικό κόμμα και στην Ελλάδα (…) Τότε ο κ. Βενιζέλος μας ρώτησε τι θέλωμε. Και του απαντήσαμε: άρσις της λογοκρισίας και τέρμα στον στρατιωτικόν νόμο. (…) Πραγματικά ήρθη ο στρατιωτικός και έπαυσε η λογοκρισία να λειτουργήση (…) Ο Βενιζέλος είχε ολόκληρη παράταξη, μεγαλύτερη και των σοσιαλιστών και πάντα εφάνη πολύ μαλακότερος έναντι των εργατικών ζυμώσεων». (Αβραάμ Μπεναρόγια, «Ελπίδες και Πλάνες», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 1989, σελ. 62 – 63).

Ετσι, στο βαθμό που η ίδρυση κόμματος ήταν αναπότρεπτη, ο Βενιζέλος επιδίωκε να βρίσκεται αυτό υπό την επιρροή του.19

 

Πηγή
Φωτογραφία ανάρτησης: Το κτίριο ίδρυσης του Κόμματος στην οδό Μπουμπουλίνας στον Πειραιά

AgrinioStories