Το 1840 πολλοί κάτοικοι του Αγρινίου
με αίτημά τους προς τη Δημοτική Αρχή,
ζητούσαν να κινήσει τη διαδικασία για ανέγερση νέου ναού
σε κεντρικό σημείο της πόλεως.
- Ένα κείμενο του Νικολάου Χαρ. Τέλωνα*
Προς τούτο υποστήριζαν:
«… Εκ της τότε ενυπαρχούσης καταδυναστείας των Οθωμανών μη δυνάμενοι οι κάτοικοι ν’ ανεγείρουν εκκλησίας, εντός της πόλεως προς περισσοτέραν ευκολίαν των, ανήγειραν εκτός της πόλεως τρεις εκκλησίας αι οποίαι απέχουσιν της πόλεως όχι ολίγον διάστημα και επιφέρουσι στους κατοίκους μεγάλας δυσκολίας και εν καιρώ του θέρους και εκ των βροχών και ως εκ του καύσωνος».
Στην αίτησή τους αυτή προσδιόριζαν και το οικόπεδο το οποίο ανήκε στον Τούρκο Μπεϊκόμπεη με έκταση ικανή, όπου εκτός του ναού ζητούσαν και την ανέγερση Δημοτικής Σχολής «επειδή με βαθείαν θλίψιν της ψυχής τους θεωρούσιν ήδη τους παίδας των κινδυνεύοντας διά το επίπεδον και σμικρότηταν και τελείαν ακαταλληλότηταν της ενυπαρχούσης ιδιωτικής οικίας χρησιμευούσης εις τοιούτον κατάστημα δηλούντες ότι εκ του υστερήματος και εξ’ άλλων δημοτικών δικαιωμάτων θα ανεγείρουν αυτήν».
Εκείνη την εποχή είχε τελειώσει η διαδικασία των πρώτων παραχωρητηρίων εκ των γαιών, οικοπέδων, εργαστηρίων και τζαμιών, τα οποία κατείχαν οι Τούρκοι αγάδες του Αγρινίου Μουσταφάμπέης, Σάλιαγας, Αλικομπέης, Κοντοχόντζας, Αλάιμπεης, Μουσταφά Μπέντζα, Ομέραγας, Τζιδάρ Αγάς, Τζεφέρμπεης, Ζουλευκάρ αγάς, Μουσταφάς Σπέντζας.
Οι περισσότεροι Αγρινιώτες έγιναν κάτοχοι αυτών των οικοπέδων με επίσημα παραχωρητήρια μη εξαιρουμένου και του Δημάρχου Κων. Τρυγώνη «όστις εγένετο κάτοχος του εντός της πόλεως Αγρινίου πρώην οικοπέδου του Μουσταφά μπέη». Υπήρχαν όμως και οικόπεδα τα οποία είχαν χαρακτηρισθεί ως «εθνικά» και προκειμένου αυτά να παραχωρηθούν στο Δήμο ή σε άλλο φορέα χρειάζονταν ιδιαίτερες διαδικασίες. Τέτοιο ήταν και το αναφερόμενο οικόπεδο του Μπεϊκόμπεη.
Έγγραφο του τότε Δημάρχου προς το Διοικητή Αιτωλίας μας πληροφορεί για τις υπάρχουσες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εκκλησίες «…,αι οποίαι ευρίσκονται όλαι εκτός της πόλεως».
«… Σπεύδομεν να σας πληροφορήσωμεν κύριε Διοικητά ότι οι εκτός της πόλεως Αγρινίου κείμενοι ναοί υπάρχωσι τρεις, των οποίων τα ονόματα είναι τα ακόλουθα: ο του Αγίου Χριστοφόρου απέχων της πόλεως 1/4 της ώρας, ο του Αγίου Δημητρίου απέχων της πόλεως 1/8 της ώρας και ο της Αγίας Τριάδος ως 1/4 της ώρας. Οι μεν πρώτοι δύο υπάρχουσιν κοινοτικοί, ο δε τρίτος υποτίθεται ότι ανήκει εις την μονήν Τατάρνης».
Στο τέλος του εγγράφου του ο Δήμαρχος έρχεται αρωγός του αιτήματος των Δημοτών του. «Οι κάτοικοι της πόλεως ως μη υπάρχοντος ουδενός ναού εντός αυτής υποφέρουσιν μεγάλας δυσκολίας και ως εκ τούτου απέτειναν τας ευχάς των εις την Κυβέρνησιν διά να επιτρέψη εις αυτούς την ανέγερσιν μιας εκκλησίας εντός της πόλεως διά την ευκολίαν των».
Δεν είναι βέβαια και τόσο γερά θωρακισμένα τα επιχειρήματα περί μακράς αποστάσεως των υπαρχόντων ναών, απλά πιστεύουμε ότι οι Αγρινιώτες τότε ήθελαν -και δίκαια ίσως- ένα μεγάλο ναό που θα έδινε ιδιαίτερη αίγλη στο κέντρο της πόλεως, η οποία παραδόξως ήταν τόσο περιορισμένη που ο Άγιος Χριστόφορος, ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Τριάδα αναφέρονται ως εκτός της πόλεως ναοί!
Το Δημοτικό Συμβούλιο σε δύο συνεδριάσεις του συναινεί στο αίτημα των Δημοτών του και από την ανάγνωση των κειμένων εξάγονται χρήσιμες πληροφορίες για την τοπική ιστορία του Αγρινίου. «… Τόσον η ανέγερσις εκκλησίας καθώς και η ανέγερσις Δημοτικής Σχολής είναι ανάγκη πραγματική της μεν πρώτης εις τους κατοίκους της πόλεως Αγρινίου, της δε δευτέρας εις όλους τους Δημότας του Δήμου Αγρινίου… Την άδειαν να ανεγείρωσιν νέαν εκκλησίαν επί του ζητουμένου εθνικού οικοπέδου εντός της πόλεως την οποίαν εις αυτούς ηρνήθησαν αιώνες αιώνων καθ’ ους εμάστιζεν αυτούς η καταδυναστική εξουσία του τυράννου καθότι αι εκτός της πόλεως κείμεναι εκκλησίαι όχι μόνον δεν έχουσιν την απαιτουμένην χωρητικότητα αναλόγως με την πληθύν των κατοίκων αλλά κείνται και μακράν της πόλεως.
Εκ της ανεγέρσεως ταύτης δεν προσβάλλεται ουδόλως η Δημοτική οικονομία καθότι ιδίων των εξόδων οι κάτοικοι απεφάσισαν ν’ ανεγείρωσιν αυτήν. Αι εκτός της πόλεως κείμεναι εκκλησίαι θέλουν χρησιμεύση ως νεκροταφείον. Το Δημοτικόν Συμβούλιον εν ονόματι των συνδημοτών του επικαλείται θερμώς την ευδοκίαν της Σ. Κυβερνήσεως όπως ευδοκήση και παραχωρήση εις αυτούς δωρεάν το εθνικόν οικόπεδον του Οθωμανού Μπεϊκόμπεη και την άδειαν ν’ ανεγείρωσιν εις αυτό εκκλησίαν και Δημοτικήν Σχολήν ως έχον θέσιν κατάλληλον διά τα τοιαύτα θεάρεστα καταστήματα…».
Οι πράξεις υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Ιωάννη Τοσούλα και τους Δημοτικούς Συμβούλους Διαμαντή Ζέρβα, Αν. Μεγαπάνο, Γαλ. Μεγαπάνο, Γιάννη Κακαβιά, Βασίλη Παπαγιαννόπουλο, Α, Καστανά, Ν.Δαβαρούκα, Νικ. Κάσκαρη, Β. Ασημακόπουλο, Α. Χαβέλα, Αθ. Σπυρόπουλο (ημερομηνία 12 Αυγούστου 1842 και 28 Μαΐου 1843). Στις παραπάνω αποφάσεις του Δήμου προστίθενται και δύο ακόμη έγγραφα. Το ένα του Διοικητού Αιτωλίας Γ. Παπακοσμίδη, ο οποίος ενημερώνει την επί των εκκλησιαστικών Βασιλική Γραμματεία της Επικρατείας περί της εν λόγω παραχωρήσεως θεωρώντας κι αυτός επιβεβλημένη την ανέγερση Ιερού Ναού «η στέρησις του οποίου καθίστα-ται επαισθητή εις του Αγρινίους διά το όλως απόκεντρον δύο άλλων μικρών εκτός πόλεως κειμένων».
Το άλλο προέρχεται από τον υποδιοικητή Τριχωνίας Απ. Καπέλα, ο οποίος τονίζει ότι «το ειρημένον οικόπεδον είναι πρώτης ανάγκης λόγω του ότι ευρίσκεται στο κεντρικότερο μέρος της πόλεως καθόσον αι ενυπάρχουσαι εκκλησίαι ανεγερθείσαι επί Τουρκοκρατίας εκτός της πόλεως εις απόκεντρα μέρη παρουσιάζουσι όχι ολίγα προσκόμματα εις τους πολίτας…».
Ο μόνος που είχε αντιρρήσεις φαίνεται να είναι ο Βασιλικός Επίτροπος ο οποίος και έσπευσε να σημειώσει επί του εγγράφου του Διοικητού Αιτωλίας με μολύβι την αυστηρή του παρατήρηση. «… Είναι λοιπόν ουχί δύο αλλά τρεις ιεροί ναοί εν ενεργεία και νυν πρόκειται περί οικοδομής τετάρτου». Η παρατήρηση αυτή αναγκάζει το Διοικητή Αιτωλίας να επανέλθει με ορθή επανάληψη σημειώνοντας: «… Τρεις εισίν οι ιεροί ναοί οι κατά Αγρίνιον αλλά και οι τρεις κείνται εκτός της πόλεως με την διαφοράν ότι ο εις ανήκε εις την ιερόν Μονήν Τατάρνης». Το τελευταίο σημαντικό έγγραφο προέρχεται από το Βασιλικό Γεωμέτρη εν Αγρινίω Π. Βέρνχαρτ που εκπόνησε το σχέδιο του εθνικού οικοπέδου Μπεϊκόμπεη στις 20 Φεβρουαρίου 1843 και το έστειλε με το παρακάτω κείμενο στη Βασιλική Υποδιοίκηση Τριχωνίας:
«Κατά διαταγή σας εκαταμέτρησα επιτοπίως το εθνικόν οικόπεδον του Μπεϊκόμπεη κατά το εσώκλειστον σχέδιον. Δι’ ακριβεστέραν γνώρισιν εχρωμάτισα το σχέδιον με διάφορα χρώματα. Το κόκκινον δηλοί ολόγυρα το παλαιόν σύνορον και ορίζει επτά στρέμματα: 863 πήχεις, το πράσινον δηλοί τους δρόμους: Α. Η πρώτη οδός είναι κατά την έγκρισιν της Β. Γραμματείας Β και Γ παλαιοί οδοί. Δ. Είναι οδός οποία υπάρχει την σήμερον αλλ’ όταν ενεργήση το Α μένει περιττή. Λοιπόν συνίσταται το εθνικόν οικόπεδον εις δύο τεμάχια.. Εις το τεμάχιον Ε με 3 στρέμματα 713 μ. και εις το τεμάχιον Ζ με 3 στρέμματα 307 μ. Τα δύο νέα τεμάχια φανερώνουν το κίτρινον χρώμα. Ο ευπειθέστατος | Π. Βερναχάρτος | Β. Γεωμέτρης Τριχωνίας»
Πιστεύουμε ότι ο αιτούμενος χώρος όπου το οικόπεδο του Οθωμανού Μπεϊκόμπεη για ανέγερση ναού και Σχολείου είναι ο χώρος όπου βρίσκεται σήμερα ο περικαλλής ναός της Παναγίας. Περί του ακριβούς χρόνου ανεγέρσεως ο γράφων δεν γνωρίζει ούτε και ακόμη αν τελεσφόρησε το αίτημα τότε για ανέγερση Σχολείου.
Το μεγάλο κατά το σχέδιο του Βέρνχαρτ οικόπεδο οπωσδήποτε και δεν καλύπτεται από το σημερινό ιερό ναό αλλά όπως πάντα συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις από τα μετρημένα τρώει κι ο λύκος.