Βραχώρι | Οικονομία και κοινωνία στο 2ο μισό του 19ου αι.


.

Ελένη Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη

1.Απαρχή ανάπτυξης
και κοινωνικών αλλαγών*

Οικονομία και κοινωνία
στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα


Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο πληθυσμός του Αγρινίου παρουσιάζει σημαντική αύξηση και ανανέωση. Κατά την απογραφή του 1861 απογράφονται στο δήμο 5.579 κάτοικοι. (Ο δήμος εκτός από το Αγρίνιο περιλάμβανε τη Βελάουστα, το Δοκίμι, το Ζαπάντι, τον Πλάτανο, τη Σπολάιτα και διαλυμένα μοναστήρια.) Στην έδρα του δήμου αριθμούνται 3.886 κάτοικοι και 13.158 στην επαρχία[1]. Κάτοικοι ορεινών περιοχών που πηγαινοέρχονται στο Αγρίνιο με τ’ αγώγια και τις καρότσες -πλούσιο υλικό για τις μετακινήσεις διασώζει η προφορική παράδοση- για τη διακίνησα των εμπορευ­μάτων ενσωματώνονται σιγά σιγά στον πληθυσμό. Έτσι, παρατηρείται κατά συρροή κάθοδος ορεινών από τη Ναυπακτία, την Τριχωνίδα και την Ευρυτανία στο Βραχώρι (Κόνισκα, Πλάτανο, Δορβιτσά, Αράχωβα, Περίστα, Σίμου, Φραγκίστα, Δομνίστα, Ροσκά, Άμπλιανη, Μπρουσό, Φουρνά, Ζακόνινα). Η συλλογική μνήμη διασώζει λεπτομέρειες απ’ αυτή τη μετοικεσία.

Μετά τους καταστροφικούς για την πόλη σεισμούς του 1887, 1888 και 1889 κατακλύζουν την πόλη μαστόροι από την Κόνιτσα και τα Τζουμέρκα, την Κλεπά και τη Λομποτινά. Έτσι, την ίδια χρονιά, 1889, ο δήμος αριθμεί 9-972 κατοίκους και η έδρα του, το Βραχώρι, 7.430 παρά τις θανατηφόρες για τον πληθυσμό επιδημίες της Βλογιάς και της ιλαράς (1881,1886) – φοβερή ήταν και η πανώλη το 1855. Ας σημειωθεί ότι η συλλογική μνήμη διατηρεί μέχρι σήμερα την ανάμνηση από τη φοβερή μάστιγα των επιδημιών που ξεκλήριζε οικογένειες – πέθαιναν 25-30 τη μέρα. Εκτός από τα θύματα άφησε ανθρώπους ανάπηρους και οδήγησε οικογένειες σε οικονομική δυσπραγία. Κατέβαζαν τότε για λιτάνευση στην πόλη τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας[2].

Οι συγκυρίες ευνοούν την απασχόληση των ετεροχθόνων και κατά συνέπεια την κοινωνική κινητικότητα και την πληθυσμιακή αύξηση της πόλης[3]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενσωμάτωσης ετεροχθόνου που αποκτά ταχύτατα κοινωνική επιφάνεια είναι της οικογενείας Μπαϊμπά. Ο Γεώργιος Μπαϊμπάς, γεννημένος στο Αγρίνιο στα 1848, γιος του Ιωάννη Κονισκίώτη που εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο, κατόρθωσε να αυξήσει τόσο την περιουσία του πατέρα του και να επιβληθεί στην πόλη, ώστε εξελέγη δήμαρχος (1899-1907) παρουσιάζοντας μάλιστα αξιόλογο έργο (αρτεσιανά, πηγάδια, γεφύρια)[4].

Επί Τρικούπη εκτός από τη γέφυρα του Αχελώου (1881) εγκαινιάζεται και η σιδηροδρομική γραμμή της Δυτικής Ελλάδας, Αγρίνιο – Μεσολόγγι – Κρυονέρι – Πάτρα (1889), καθώς και τα παρακλάδια Αιτωλικό – Νεοχώρι – Κατοχή και όχθες Αχελώου. (Μέχρι τότε η επικοινωνία γινόταν με τις περαταριές.) Το Αγρίνιο παίρνει την όψη μεταπρατικής πόλης και εμπορικού κόμβου για τη διακίνηση των εμπορευμάτων από την Πελοπόννησο και τη Στερεά προς την Ήπειρο αλλά και την ενδοχώρα της Ρούμελης[5].

Ενώ στις απογραφές του Καποδίστρια το 1828 οι κάτοικοι χαρακτηρίζονται γεωργοί και ποιμένες, ούτε καν τεχνίτες, όπως οι κάτοικοι του Αιτωλικού39 στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές. Το εμπόριο των σταφιδαμπέλων, καλλιέργεια που απαντά στην κοιλάδα του Βραχωριού από το 17ο αι., -κατά το 1830 καταγράφονται στην πόλη του Βραχωρίου 3.051 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων, από τους οποίους 276 είναι σταφιδάμπελοι, και 564 στρέμματα εθνικών αμπελώνων, από τους οποίους 106 είναι σταφιδάμπελοι[6]- δεν είναι το μοναδικό. Αρχίζει να κατακτά έδαφος η καλλιέργεια του καπνού και της ελιάς.

Η στροφή των μικροκαλλιεργητών προς τις εμπορευματικές καλλιέργειες, κυρίως του καπνού στα μέσα του 19ου αι. και μάλιστα τη δεκαετία 1860-1870 και αργότερα της ελιάς, ενισχύει την εμπο­ρική κίνηση. Η ετήσια παραγωγή καπνού, ενώ πριν δεκαετίες ήταν ασήμαντη, κατά το 1870 και εξής, σε περιόδους ευφορίας, ανέρχεται σε 1.000.000 οκάδες. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ήταν εξαγώγιμο. Έτσι, ανάμεσα στα επαγγέλματα που επισημαίνονται στην πόλη συγκαταλέγονται και παραγγελιοδόχοι και έμποροι του καπνού. Στην έκθεση ελληνικών προϊόντων που έγινε στο Παρίσι στα 1878 το Αγρίνιο αντιπροσωπεύεται με τον μυρωδάτο καπνό, που είχε τότε εισαχθεί, και τον ντόπιο. Παράλληλα είχαν σταλεί κομμένος καπνός, τσιγάρα και κούτες τσιγάρων, προφανώς από ντόπια υποτυπώδη βιοτεχνία[7].

Στις εξαγωγές από το Αγρίνιο συμπεριλαμβάνονται ακατέργαστα μαλλιά, δέρματα, πολλά ζώα, βελανίδια εξαιρετικής ποιότητας και σε μεγάλες ποσότητες, σανίδες για οικοδομές, και σε μικρές ποσότητες σιτηρά, σταφίδα και οίνος. Η ελαιοκαλλιέργεια προφανώς δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Σ’ αυτή την περίοδο, κυρίως στα τέλη του αιώνα και στις αρχές του 20ού με τη σταφιδική κρίση, πρέπει να άρχισε το ξερίζωμα των αμπελιών και η επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας. Τα τοπωνύμια και σήμερα στους ελαιώνες του Ρουπακιά, «αμπέλι, αμπελάκι, αμπελώνας, αμπέλια» υποδηλώνουν την προτέρα καλλιέργεια που έδωσε τη θέση της στην ελιά.

Οι εισαγωγές συνίστανται σε υφάσματα, γυαλικά, κατεργασμένα δέρματα, αρώματα, χρωστικές ουσίες, ταριχευμένα κρέατα και ψάρια, καφέ, ζάχαρη, ζαχαρωτά, λινέλαιο, πετρέλαιο, διάφορα τρόφιμα και φάρμακα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εμπορευματοποίησης της οικονομίας δημιουργούνται οι πρώτες βιοτεχνικές και εμπορικές μονάδες. Εκτός από την επεξεργασία του καπνού και την υποτυπώδη Βιοτεχνία τσιγάρων που θα λάβει την πλήρη οργάνωση της στις αρχές του 20ού αι., εγκαινιάζεται στο Αγρίνιο και η βυρσοδεψία από τους ορεινούς επήλυδες, οι οποίοι είχαν προσβάσεις στα ποιμνιοστάσια και τους φορείς της κτηνοτροφίας[8]. Εξάλλου ο αριθμός των ποιμνίων είχε τόσο πολλαπλασιαστεί που δεν επαρκούσαν τα λιβάδια. Στην Αιτωλία είχαν εγκατασταθεί 60 ποιμενικές οικογένειες και η διανομή των λιβαδιών δημιουργούσε συγκρούσεις[9]. Στον κάμπο του Βραχωριού και στους λοφίσκους πίσω από το πάρκο (Μπανιέικα, Παυλέικα), σύμφωνα με διηγήσεις παλιών Βραχωριτών, έβοσκαν πολυάριθμα ποίμνια.

Έτσι, παράλληλα με τα Βυρσοδεψεία που αναπτύσσονται κατά μήκος του αυλακιού της Ερμίτσας, ανθεί και γενικότερα το εμπόριο των δερμάτων, κυρίως μικρών κατσικίσιων, καθώς και η ποτοποιία για τη διανομή ποτών στην περιφέρεια, διότι υπάρχει λόγω της αμπελοκαλλιέργειας ως πρώτη ύλη το τσίπρο (ρακί). Άλλες επιτόπιες Βιοτεχνίες ήταν τα ξυλουργεία, που οργάνωναν και την υλοτομία και την επεξεργασία του ξύλου για χονδρές και λεπτές σανίδες (φραδέλια), τα κεραμοποιεία (κατασκευή κυρίως λεπτών πλίνθων) και τα ασβεστοποιεία[10], που χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη τον ασβεστόλιθο της Κλεισούρας.

 

————————————————————————————————————————————————
*Απόσπασμα  από την εισήγηση της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη στην ημερίδα, «Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60», με τίτλο «Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι (19ος – α΄ μισό του 20ού αιώνα)», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στις 23 Σεπτεμβρίου 2000 και δημοσιεύτηκε το 2003, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, (Κεφάλαιο με τίτλο, «Απαρχή ανάπτυξης και κοινωνικών αλλαγών», σελ. 44 – 46)
1. Α. Μανσόλας, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Εν Αθήναις 1867, (ανατύπωση – εκδ. Καραβιά με Εισαγωγή θ. Βερέμη, £π. Παπαγεωργίου, Κ. Παπαθανασόπουλου,) σ. 21. Βλ. και Ι.Δ. Σταματάκης, Πίναξ Χωρογραφικός της Ελλάδος, Εν Αθήναις 1863, σ. 24-25. Για την απογραφή του 1861, Γιάννης Μπαφούνης (επιμ.) Στατισηκή της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861, Εν Αθή­ναις 1862, Αθήνα 1991. | 2. Για τους σεισμούς και τις επιδημίες Βλ. θ. Θωμόπουλος, λήμμα «Αγρίνιο» στην Αιτωλ-Ευρ. Εγκυκλ., ό.π, τ. Α’, σ. 192. Πρβλ. και Παπατρέχας, 1991, ό.π. σ. 374. Για τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας στο Αγρίνιο, Γρ. Νταβαρίνος, Ανδρ. Τσιαπέρας, Ιστορία ιεράς μονής Προυσιωτίσσης, Αθήναι 1957, σ. 64-65. | 3. Γ. Χουλιαράκης, «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», Αθήναι 1974, τ. Α’, μέρος Δεύ­τερο, σ. 3, 12-21, 30, 41, για τη δημογραφική εξέλιξη στο Αγρίνιο. | 4. Θεόδωρος Θωμόπουλος, Το Αγρίνιο απ’ την αρχαιότητα ως σήμερα, Αθήνα 1954, σ. 139. | 5. Για τη σιδηροδρομική γραμμή Δυτικής Ελλάδας, Λ. Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), Αθήνα 1982, σ. 142, 146-147 και «Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος (ΣΒΔΕ)», στο Οι Ελληνικοί σιδηρόδρομοι, Η διαδρομή τους από το 1869 έως σήμερα, Αθήνα χχ., σ. 237-239. Ιδιαίτερα για τη σχέση του σιδηροδρόμου με την τοπική ανάπτυξη και τη ζωή των κατοίκων, Λ. Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη, «Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος, (ΣΒΔΕ)», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 40 (Δεκέμβριος 2000), σ. 12-14. Για τη γέφυρα του Αχελώου, Θωμοπούλου, αυτόθι. | 6. Ε. Μακρής, «Οικονομικός ενεργός πληθυσμός και η απασχόληση του (1821-1971)», στο Στατιοτικαί μελέται 1821-1971, Αθή­ναι 1971, σ. 122-123. | 7. Στατιστικαί παρατηρήσεις 1828, 1829 και 1830, στο Αρχείο Ι. Καποδίστρια, τ. Η, ό.π., σ. 298. | 8. Για τις αλλαγές και τον μεταπρατικό χαρακτήρα της πόλης, Μαρία Κομνηνού, «Αγρότες και πολιτική. Η πολιτική πρακτι­κή των αγροτών σε δύο νομούς: Αιτωλοακαρνανία και Καβάλα (1952-1864)», στο Η Κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα, (με κείμενα 30 συγγραφέων), επιμ. Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Αθήνα 1987, σ. 210-212. Για την παραγωγή και τις εξαγωγές-εισαγωγές, Μιλτ. Μπούκας, Οδηγός εμπορικός, γεωγραφικός και ιστορικός των πλείστων κυριοτέρων πόλεων της Ελλάδος του έτους 1875, Εν Αθήναις 1875, σ. 125. Για την έκθεση ελληνικών προϊόντων στο Παρίσι το 1878, Α. Μ&η5θΐ35, ια &έεε ί Ι’εχρο5ί1ίοη υη/νεΓϊε/ίε άε Ρ2Π5 εη 1878. Νοίϊοη 5Γ3ίί5Γί(7υε, €2ΐ2ΐο§υε άε$ εχρο5αηΐ5, Αΐηέηϋδ 1878, σ. 39. | 9. Μπούκας, ό.π., σ. 139· Ελ. Γιαννακοπούλου, «Τα ταμπάκικα του Βραχωριού, Γ’, Η βυρσοδεψία στο Αγρίνιο στα χρόνια του μεσοπολέμου», Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 39, Σεπτέμβριος 2000, σ. 14-16. | 10. Για την κτηνοτροφία ετοιμάζουμε ειδική μελέτη.

 

Φωτογραφία τίτλου: Σχέδιο Αγρινίου 1843 (αρχείο Λευτέρη Παλαμά – Μπαρχαμπάς)
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν