Βάσω Κατράκη:
«Δε διαλέγω ορισμένα θέματα, μα βιώματα»
- Επιμέλεια κειμένου: Λευτέρης Τηλιγάδας
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου του 1914 στο Αιτωλικό, ήταν κόρη του κτηματία Γεωργίου Λεονάρδου και της Θεοδώρας Σαρλή και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια (δύο αγόρια και δύο κορίτσια). Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έχοντας ως καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη στη ζωγραφική και τον Γιάννη Κεφαλληνό στη χαρακτική. Αποφοίτησε το 1940 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον Γιώργο Κατράκη με τον οποίο απέκτησε το 1958 δύο παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Μάλιστα, το 1945, ξυλογραφίες της συμπεριλήφθηκαν στο λεύκωμα «Θυσιαστήριο της λευτεριάς». Το 1955 πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση ενώ το 1958 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο χαρακτικής στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. καθώς και με το βραβείο premium στη Μπιενάλε του Λουγκάνο. Το 1966 έλαβε το διεθνές βραβείο λιθογραφίας Tamarint στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας.
Με την επιβολή της Δικτατορίας, συνελήφθη και εξορίστηκε στη Γυάρο, όμως το επόμενο έτος, απελευθερώθηκε μετά από διεθνείς πιέσεις. Το 1976 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Intergrafik σε διεθνή έκθεση γραφικών τεχνών στην Ανατολική Γερμανία. Διετέλεσε μέλος του ΕΕΤΕ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών Απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1988.
Ένα μικρό εισαγωγικό σημείωμα-απόσπασμα της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα
«Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ως το κόκκαλο με το λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε. Και τούτος ο λαός του μόχθου, της μικρής μα άγιας θλίψης, της πείνας, της αρρώστιας, της ασφυξίας της χαμοζωής, μα και της ασύνορης λεβεντιάς του την κάλεσε κοντά του να τον τραγουδήσει με επικούς, ελεγειακούς και λυρικούς ρυθμούς.
Η χαρακτική είναι μια τέχνη αληθινά ασκητική στην αυστηρότητά της. Προορισμένη να μιλήσει με τη μεσολαβητική γλώσσα ενός στέρεου υλικού είναι υποχρεωμένη να σεβαστή το ιδίωμά του. Την ξεχωριστή του υπόσταση, την ιδιοτυπία του. Η ύλη εδώ δεν είναι μόνο φέρον στοιχείο της μορφής αλλά και θεμελιακό γενετικό της σύνδρομο.
Η συμμετοχή της στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι άμεση και κυριαρχική. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει πολλαπλούς κινδύνους στην κρίσιμη μάχη που δίνει μαζί της. Οι αμεσότερα απειλητικοί είναι να την αγνοήσει, να την διαψεύσει ή να την μεταπλάσει σε κάτι άλλο. Και οι τρεις είναι θανάσιμοι για τις εγγενείς αξίες της τέχνης του. Η κρίσιμη ισορροπία μορφής και ύλης, η πειθαρχία της ύλης στους εκφραστικούς λόγους της μορφής, η εκμετάλλευση των “σημαντικών” δυνατοτήτων της πρώτης για την ανάδειξη της δεύτερης, συνιστούν βασικές προϋποθέσεις για την ευτυχή έκβαση αυτής της αμφίβολης μάχης.»
«…όλα τα δεινά της πατρίδας περάσανε
από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.»
Ένα μικρό απάνθισμα αυτοβιογραφικών κειμένων της Βάσως Κατράκη, που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο
Τα πρώτα χρόνια
«Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου.
Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά τους, μπακανιασμένα από την ελονοσία.
Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι.Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας, μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυο τους.
Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ.
Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα: «Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω», και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία.
Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη. Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος; Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια.
Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω. Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δύο επαίνους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.
Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες.
Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση.» (Το αυτοβιογραφικό σημείωμα της Βάσως Κατράκη που φιλοξενεί η στήλη είναι από τον βιβλιο
Έκφραση
«Δε θέλω παρά να εκφράσω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου προς τη ζωή. Κάθε στιγμή που μου ανήκει, δεν θα ήθελα να είναι παρά ένας χαιρετισμός προς αυτήν. Να εκφράσω την αγάπη μου προς τον άνθρωπο και τη δικιά του ζωή, με τις χαρές, τα βάσανα και το μόχθο της. Προσπαθώ να εκφραστώ με τον πιο σαφή τρόπο. Αυτό το κάνω γιατί έτσι νιώθω. Με ενδιαφέρει να ‘ρθω σε όσο γίνεται πληρέστερη επικοινωνία με τους ανθρώπους, να μιλήσω με τη γλώσσα τους. Αυτό είναι η πιο μεγάλη καταξίωση ενός καλλιτέχνη. Δε διαλέγω ορισμένα θέματα, μα βιώματα. Και αυτά μπορεί να έρχονται είτε από τη χώρα που ζεις είτε απ’ έξω, φτάνει να είναι ανθρώπινα».
Για τη στρατευμένη τέχνη
«Λένε για την τέχνη μου πως είναι στρατευμένη. Αποδέχομαι τον όρο, μα όχι πολιτικά. Είμαι στρατευμένη δίπλα στον άνθρωπο».
Η Βάσω Κατράκη
τις παραμονές του πολέμου και την Κατοχή
- του Τώνη Σπητέρη*
…Κι έφτασε η 4η Αυγούστου και ο πόλεμος του ’40… Ο Κεφαλληνός με το φιλελεύθερό του πνεύμα δεν μπορούσε να ανεχτεί τη δικτατορία σε οποιαδήποτε μορφή. «Δεν θέλω να μου βάλετε χαφιέ στο εργαστήρι μου, γιατί θέλω μπαίνοντας να μπορώ να μιλάω όπως θέλω. Γι’ αυτό αφήνω σε σας την επιλογή των σπουδαστών που θα μπαίνουν στο ατελιέ μας» τους δήλωσε.
Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, η Σχολή αποφάσισε να φιλοτεχνήσει μερικές αφίσες με «ηρωικά» θέματα που θα ενίσχυαν το φρόνημα του κόσμου. Την εργασία αυτή ανέλαβε το εργαστήρι της χαρακτικής. «Εμείς τότε», διηγείται η Βάσω, «ήμαστε αντιμιλιταριστές, ακολουθώντας τη γραμμή του Ριζοσπάστη. Ο Κεφαλληνός τράβαγε τα μαλλιά του για να μας εξηγήσει πως ο τότε πόλεμος ήταν αμυντικός και όχι κατακτητικός κι ότι παίζαμε το παιχνίδι των φασιστών. Εμείς επειδή ακολουθούσαμε λαθεμένη καθοδήγηση, τραβάγαμε στις αφίσες μια γραμμή την ημέρα. Ύστερα όμως μας μήνυσαν πως κάναμε λάθος γιατί μας καθοδηγούσε ένας δεύτερος Ριζοσπάστης που έβγαζε η Ασφάλεια. Από τη μια μέρα στην άλλη αλλάξαμε τακτική, πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά και σύντομα τελειώσαμε τις αφίσες».
Το εργαστήριο του Κεφαλληνού είχε φυσικά τη φήμη πως ήταν φωλιά κομμουνιστών, αφού σχεδόν όλοι οι σπουδαστές (Κουλεντιανός, Δήμου, Λουκία Παπαλεονάρδου, Τάσσος, Δαγκλής, Μανουσάκης, Μοντεσάντου, Γραμματόπουλος, κ.ά.) ήσαν αν όχι κομμουνιστές, στα σίγουρα αντιφρονούντες, όπως άλλωστε απέδειξε και η μετέπειτα στάση τους στην κατοχή και την αντίσταση.
Μόλις τελείωσαν οι αφίσες ο Μεταξάς αποφάσισε να πάει να τις δει. Τον συνόδευαν ο Διάκος και ο Πρεβελάκης, Γραμματέας τότε των Καλών Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας, και ο Δημητριάδης, διευθυντής της Σχολής. Πριν έρθουν ο δάσκαλος τους έκανε κατήχηση. «Θέλω αξιοπρέπεια» τους είπε. Πράγμα που δεν παρέλειψαν.
Κι εξακολουθεί η Βάσω: «Μόλις μπήκε ο Μεταξάς με την κουστωδία του κανένας δεν κουνήθηκε, αρχίζοντας από το δάσκαλο που κρατούσε τα χέρα πίσω από την πλάτη και παρόλο που ο Δημητριάδης τον κούναγε για ν’ αλλάξει στάση και να ξεναγήσει, κούναγε το κεφάλι σα να ’θελε να πει: «Έτσι θέλω και καλά είμαι έτσι».
Ούτε οι σπουδαστές άλλαξαν στάση. Ο ένας ήταν όρθιος, οι άλλοι στις καρέκλες, η Βάσω καθόταν στο τραπέζι πάνω στο χέρι της. Ο Μεταξάς με προσοχή εξέτασε τις αφίσες και απέρριψε μονάχα αυτή του Μανουσάκη «Ελλάδα με τα Δωδεκάνησα» καθαρά για πολιτικούς λόγους και όχι για ιδεολογικούς. Οι άλλες που ενέκρινε ήταν του Τάσσου («Τσολιάς με Τουφέκι»), του Γραμματόπουλου («Γυναίκες της Πίνδου»), του Δήμου («Τσοπάνος με την οικογένειά του μ’ ένα τουφέκι φύλαγε τα πρόβατά του μπροστά στο σπίτι του»). Δεν τυπώθηκε όμως γιατί κατά τον Κεφαλληνό ήταν «φασιστική» αφού ήταν εκτελεσμένη σύμφωνα με τις αρχές του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Τέλος η Βάσω είχε φιλοτεχνήσει μια «Γυναίκα που έπλεκε». «Είχε τοιχοκολληθεί σ’ όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κι είχαν γεμίσει όλα τα μαλλάδικα. Αυτή στάθηκε και η πρώτη μου εμφάνιση στην τέχνη» μας λέει.
[…] Με τη συνθηκολόγηση, το εργαστήρι της χαρακτικής σταματάει προσωρινά. Η Βάσω φεύγει για το Αιτωλικό. Είχε στο μεταξύ διακριθεί στους διάφορους σχολικούς διαγωνισμούς (γυμνό) και της έδωσαν και μια υποτροφία που συνοδευόταν με χρηματικό ποσό. Μεταφράστηκε αμέσως σε χρώματα, πινέλα και… παπούτσια για τις αδελφές της.
Μετά στη Νέα Αγχίαλο όπου βρίσκεται ο Κατράκης παντρεύεται, το 1941, σ’ ένα ερημοκλήσι. «Ο Γιώργος σπούδαζε ιατρική, όταν τον γνώρισα. Μαζί τελειώσαμε, μαζί δώσαμε εξετάσεις, μαζί πήραμε το δίπλωμα. Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος έρωτας της ζωής μου. Ευτύχησα που τον συνάντησα. Πετύχαμε μια επαφή απόλυτη μεταξύ μας. Στάθηκε δίπλα μου, με βοήθησε σε περιόδους απογοητεύσεων. Πίστευε σε μένα, όταν εγώ δεν πίστευα στον εαυτό μου. Θυσίασε τα πάντα για να μπορέσω να εργαστώ».
Μένουν εκεί ενάμιση χρόνο, ωσότου καταλαγιάσουν τα πράγματα. Εκεί μαζί με τον Γιώργο βοηθούν τους φυγόδικους και τις ταλαιπωρημένες γυναίκες. Εκεί πρωτάκουσαν και για τον Άρη που είχε περάσει έξω απ’ το χωριό «σαν άνεμος, σαν σύννεφο, σαν θρύλος». Το 1943 γυρίζουν στην Αθήνα και η Βάσω ξαναπάει στου Κεφαλληνού, όπου βρίσκανε ζεστασιά, υλικά, μοντέλα κι ένα πρωτοφανές αγωνιστικό πνεύμα. Εκεί δούλευε μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών που είχε δράση στο κέντρο της Αθήνας. Στις συνοικίες υπήρχαν παράλληλες καλλιτεχνικές ομάδες.
Η Βάσω τελειοποιεί την τεχνική της ξυλογραφίας -για χαλκό δεν μπορούσε να γίνει λόγος, αφού έλειπαν τα υλικά- τυπώνοντας ένσημα για τον αγώνα, κάρτες, ακόμα και αφίσες που νυχτερινά συνεργεία κολλούσαν με χίλιους δυο κινδύνους στους τοίχους της Αθήνας. Αργότερα ξαναπηγαίνει για ένα διάστημα στο χωριό όπου κάνει τρία ύπαιθρα και σαν ξέσπασμα στην πνιγερή ατμόσφαιρα, δύο χαρούμενα θέματα: «Ο Γιώργος και τα τρία κορίτσια», «Κάτι κορίτσια με ομπρέλες» και «Οι τρεις αδελφές».
Στην Κατοχή για να ενισχυθούν οι καλλιτέχνες έγιναν και δύο εκθέσεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Βάσω έλαβε μέρος στη δεύτερη με δυο υδατογραφίες, επίσης ο Τάσσος με τον «Τρελό με το κόκκινο λουλούδι» και ο Κεφαλληνός με την «Πείνα». Τα θέματα θεωρήθηκαν ύποπτα και οι Ιταλοί τους φυλάκισαν για δυο μέρες. […]