Ανρί Ματίς | Η ένταση των χρωμάτων


...

Ανρί Ματίς

| Η ένταση των χρωμάτων |

«Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου κουτί με μπογιές,
κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου.
Του ρίχτηκα σαν το θεριό που χιμάει στο πράγμα που ποθεί» |


Ο Ανρί Ματίς γεννήθηκε το 1869 στο Λε Κατό-Καμπρεζί της βόρειας Γαλλίας,
μεγάλωσε στο Μποέν-εν-Βερμαντουά και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1954,
από έμφραγμα του μυοκαρδίου στη Νίκαια, σε ηλικία 84 ετών.

Ξεκίνησε τη ζωή του μακριά από την τέχνη, σπουδάζοντας νομικά στο Παρίσι και εργαζόμενος για λίγο ως συμβολαιογράφος· όμως μια ασθένεια, το 1891, τον ανάγκασε να μείνει στο κρεβάτι και εκεί, μέσα στην ανία της ανάρρωσης, άνοιξε το κουτί με τις μπογιές που θα καθόριζε τη μοίρα του. «Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου κουτί με μπογιές, κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου. Του ρίχτηκα σαν το θεριό που χιμάει στο πράγμα που ποθεί», θα γράψει αργότερα, περιγράφοντας τη γέννηση ενός πάθους που τον μετέτρεψε σε έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, σπουδάζει στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους Οντιλόν Ρεντόν και Γκυστάβ Μορώ, και, επηρεασμένος από τον Σεζάν, τον Γκωγκέν και τον βαν Γκογκ, αλλά και από την απλότητα της ιαπωνικής τέχνης, αρχίζει να αναζητά μια νέα εικαστική γλώσσα.

Μέσα από αυτή την αναζήτηση γεννιέται ο φωβισμός -το κίνημα των «άγριων θηρίων»- που θα ταράξει το καλλιτεχνικό κατεστημένο με την τόλμη και την καθαρότητα του χρώματος. Το 1905, στην έκθεση όπου παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα εκρηκτικά έργα του Ματίς και των νεαρών συναδέλφων του Αντρέ Ντεραίν και Ζωρζ Μπρακ, ο κριτικός Λουΐ Βοξέλ αναφωνεί ειρωνικά: «Τι δουλειά έχει ο Ντονατέλο ανάμεσα σ’ αυτά τα αγρίμια!» (fauves). Από αυτή τη φράση γεννήθηκε το όνομα του κινήματος που θα σηματοδοτήσει τη ρήξη με τον ιμπρεσιονισμό και θα ανοίξει τον δρόμο στη μοντέρνα τέχνη. Οι φωβιστές δεν αναζητούν την πιστή απεικόνιση του κόσμου· τον αναδημιουργούν μέσα από την ένταση των χρωμάτων, τις καθαρές φόρμες, την απλότητα της γραμμής. Ο Ματίς κάνει το χρώμα φορέα συναισθήματος, εκφράζει τη χαρά, το φως, την ίδια την ουσία της ζωής.

 

 

Το 1906 γνωρίζει τον Πάμπλο Πικάσο, τον Ισπανό ζωγράφο που θα σταθεί για πάντα απέναντί του σαν καθρέφτης και αντίπαλος. Οι δύο άνδρες, διαφορετικοί σε ταμπεραμέντο και ύφος, θα αναπτύξουν μια σχέση έντονου ανταγωνισμού και αμοιβαίου σεβασμού. «Όποιος θέλει να κατανοήσει την τέχνη του αιώνα μας, πρέπει να δει ό,τι δημιουργήσαμε ο Ματίς κι εγώ, το ένα έργο πλάι στο άλλο», θα πει ο Πικάσο, και είχε δίκιο: ο ένας εκπροσωπούσε το φως και την αρμονία, ο άλλος τη διάλυση και την ανατροπή· κι όμως, ήταν συμπληρωματικοί, «όπως το κόκκινο και το πράσινο», όπως σημείωσε η Φρανσουάζ Ζιλό. Αντάλλασσαν πίνακες, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον με δέος, προσπαθώντας να ξεπεράσουν όχι μόνο τον άλλον αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Αργότερα, όταν ο Ματίς είχε πια αρρωστήσει, ο Πικάσο στερέωνε τους καμβάδες του στην οροφή του αυτοκινήτου για να του τους δείξει, κι εκείνος του απαντούσε με λόγια φιλίας και αμοιβαίου θαυμασμού: «Μόνο ένας Ματίς υπάρχει», είπε ο Πικάσο· «και μόνο αυτός έχει δικαίωμα να με κρίνει», ανταπέδωσε ο Ματίς.

 

 

Το 1941, στα εβδομήντα ένα του χρόνια, ο Ματίς προσβάλλεται από καρκίνο και καθηλώνεται στο κρεβάτι. Αντί να παραδοθεί, ξαναγεννιέται μέσα από μια νέα μορφή τέχνης. Εφευρίσκει τα περίφημα gouaches découpées: τα χάρτινα κολάζ που αποκαλούσε «ζωγραφική με ψαλίδι». Κόβει σχήματα από χρωματιστά χαρτιά και τα καρφιτσώνει στους τοίχους του ατελιέ του στη Νίκαια, μετατρέποντας την ακινησία σε πράξη, τη φθορά του σώματος σε δημιουργία. «Μόνο τα έργα που έκανα στην αρρώστια μου ήταν ο πραγματικός μου εαυτός… ελεύθερος, απελευθερωμένος», θα πει. Τα τελευταία του έργα αποπνέουν φως, καθαρότητα, μια θριαμβευτική χαρά ύπαρξης. Δημιουργημένα σε εποχή πολέμου, ασθένειας και προσωπικών απωλειών, δεν εκφράζουν πόνο ή παραίτηση, αλλά μια ήρεμη, σχεδόν μεταφυσική αισιοδοξία· τη νίκη της τέχνης πάνω στη φθορά.

 

«Δεν ξέρω αν πιστεύω στον Θεό», είχε πει ο Ματίς, «αλλά το βασικό είναι να φτάνει κανείς να νιώθει όπως όταν προσεύχεται». Έτσι, η πορεία του, από τον νεαρό φοιτητή που ανακάλυψε τη ζωγραφική μέσα στην αρρώστια έως τον γέροντα που ζωγράφιζε με ψαλίδι μέσα από την ανάπηρη σιωπή, μοιάζει με μια συνεχόμενη άσκηση ελευθερίας. Γιατί ο Ματίς δεν αναζήτησε ποτέ τη ρήξη για τη ρήξη, αλλά τη γαλήνη μέσα από το φως — και στο τέλος, η τέχνη του έγινε μια ήσυχη, διαρκής προσευχή στη χαρά της ζωής.

 

————————————————————————————————————————-

Πηγές κειμένου: el.wikipedia.org/wiki/ | www.lifo.gr/
Πηγές φωτογραφιών: Ανρι Ματίς (Πηγή Εικόνας: artsandcollections.com) | Ανρι Ματίς (Πηγή: The Art Newspaper) |Το δωμάτιό μου στο Beau-Rivage  (Πηγή: http://cgfa.sunsite.dk/matisse/p-matisse19.htm | Καρμελίνα (Πηγή: https://web.archive.org/web/20050307114445/http://cgfa.sunsite.dk/matisse/p-matisse10.htm) | 
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *