Κριστόφ Κισλόφσκι – Σε πρώτο πρόσωπο

Κριστόφ Κισλόφσκι:
«Η ζωή μου είναι μια σειρά τυχαίων περιστατικών.
Η στιγμή που με ενδιαφέρει περισσότερο
στην κατασκευή μιας ταινίας είναι αυτή του μοντάζ»

 

 

  • Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Βιογραφία

Ο Κριστόφ Κισλόφσκι, μία από τις κυρίαρχες κινηματογραφικές μορφές στην ανατολική Ευρώπη, γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1941. Στα πρώτα του χρόνια αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε αρκετές πόλεις, ενώ σε ηλικία 16 ετών γράφτηκε σε σχολή πυροσβεστών, την οποία παράτησε πολύ σύντομα. Το 1965, μετά από δύο προηγούμενες αποτυχημένες αιτήσεις, έγινε δεκτός στην περίφημη Κινηματογραφική Σχολή του Λοντζ και την επόμενη χρονιά γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του «Tramwaj» (1966). Το 1969 αποφοίτησε από τη σχολή έχοντας γυρίσει τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, και για τα επόμενα χρόνια σκηνοθέτησε αρκετά ντοκιμαντέρ.

Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας είναι το «Personel» (1975) το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μανχάιμ. Η συγκεκριμένη ταινία όπως και η επόμενή του («Το Σημάδι», 1976) είναι έργα κοινωνικού ρεαλισμού με ένα εξαιρετικά μεγάλο επιτελείο ηθοποιών. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και με τις ταινίες «Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής» (1979) – κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας – και «Blind Chance» («Przypadek» – γυρίστηκε το 1981 αλλά εξαιτίας λογοκρισίας προβλήθηκε το 1987), μόνο που εδώ δίνει έμφαση περισσότερο στο άτομο παρά στο κοινωνικό σύνολο.

Η ταινία «Δίχως Τέλος» (1984) είναι ίσως η πιο ξεκάθαρη, πολιτικά, ταινία του, ενώ ο περίφημος κύκλος ταινιών με γενικό τίτλο «Ο Δεκάλογος» αποτελείται από 10 ταινίες μικρού μήκους εμπνευσμένες από τις Δέκα Εντολές. Από αυτόν τον κύκλο ταινιών προέκυψαν και οι μεγαλύτερου μήκους αριστουργηματικές εκδοχές του πέμπτου και έκτου επεισοδίου με τον τίτλο «Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο»(1988) και «Μικρή Ερωτική Ιστορία» (1988). Οι ταινίες που τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό και του χάρισαν τη διεθνή αναγνώριση είναι οι τέσσερις τελευταίες δημιουργίες της ζωής του: «Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα» (1991) και ο κινηματογραφικός κύκλος «Τρία Χρώματα: Η Μπλε/Λευκή/Κόκκινη Ταινία» (1993-1994).

Ο σπουδαίος Πολωνός σκηνοθέτης απεβίωσε το 1996 σε ηλικία 55 ετών από ανακοπή κατά τη διάρκεια μιας εγχείρισης ανοιχτής καρδιάς.

 

Κριστόφ Κισλόφσκι – Σε πρώτο πρόσωπο*
«Το σινεμά είναι απόλυτα άχρηστο,
ίσως να’ ναι μονάχα μια φευγαλέα συγκίνηση»

 

 

Προέρχομαι από μια απλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός και η μητέρα μου ήταν υπάλληλος. Γεννήθηκα το 1941, μια δύσκολη περίοδο. Μετά από χρόνια ο πατέρα μου έπαθε φυματίωση. Πέθανε όταν ήμουν δεκαέξι χρόνων. Όταν ήμουν μικρός, ταξιδεύαμε αρχικά εξαιτίας των μεταθέσεων του πατέρα μου και αργότερα λόγων των παραμονών του σε σανατόρια. Έκανα φίλους και τους έχασα ξαναφεύγαμε μαζί με τη αδελφή μου. Τα τραίνα, τα έπιπλα πίσω μας. Ποτέ δεν γνώρισα τους παππούδες μου. Ουσιαστικά δεν έχω ρίζες. Κάποτε μέτρησα τις μετακομίσεις μας: σαράντα….

Στην παιδική μου ηλικία κινηματογράφο δεν πήγαινα. Δεν είχα λεφτά. Αλλά όταν είχα όρεξη σκαρφάλωνα μαζί με άλλους πιτσιρίκους στη στέγη του κινηματογράφου και μέσα από μια τρύπα κοιτάζαμε το κοινό. Τον υπόλοιπο χρόνο διάβαζα. Στα δεκαπέντε μου είχα διαβάσει όλους τους κλασικούς.. Είχα ξεκινήσει από τον Καρλ Μέι και αργότερα τελείωσα με τον Προυστ.

Στην πραγματικότητα, η ζωή μου είναι μια σειρά τυχαίων περιστατικών. Το πρώτο από αυτά συνέβη στο σχολείο. Άλλαζα συχνά σχολεία με σκοπό να βγάλω κάποια χρήματα. Η έλλειψη χρημάτων ήταν τέτοια που αναγκάστηκα να πάω σε σχολείο πυροσβεστών στο Βροκλάου, γιατί εκεί θα είχα δωμάτιο και μια μικρή αμοιβή. Βέβαια, ούτε συζήτηση για να μείνω σ’ αυτή τη σχολή και να γίνω πυροσβέστης. Ο πατέρας μου μ’ έβγαλε από εκεί και επιτέλους πήγα σ’ ένα κανονικό λύκειο. Για έναν ολόκληρο χρόνο. Το περιστατικό ήταν το εξής: ένας καθηγητής που όλοι τον έτρεμαν, αφού έριξε μια ματιά στις ασκήσεις τη χημείας που είχα γράψει μου είπε: «Κισλόφσκι, καλύτερα θα ‘κανες να έμενες πυροσβέστης». Ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων. Ορκίστηκα να μην ξαναβρεθώ σε μια κατάσταση τόσο ταπεινωτική. Ποτέ.

Ένα άλλο τυχαίο γεγονός, ήταν ότι είχα θείο, ο οποίος ήταν διευθυντής σε μια σχολή θεάτρου. Του έγραψα. Και άρχισα να σπουδάζω σκηνογραφία.

Από το θέατρο στο ντοκιμαντέρ

Εκείνα τα χρόνια που σπούδαζα σκηνογραφία ήταν πολύ ευνοϊκά για το θέατρο της Πολωνίας. Δεν ήθελα να κάνω σκηνογραφία αλλά να βλέπω θεατρικές παραστάσεις. Αργότερα, πήγα στη σχολή κινηματογράφου της Λοτζ. Δεν με δέχτηκαν. Εργάστηκα για λίγο στον ενδυματολογικό τομέα και το αστείο είναι πως δούλευα με τους ηθοποιούς που χρησιμοποιώ τώρα στις ταινίες μου. Ξαναπέρασα τις εξετάσεις και κόπηκα για δεύτερη φορά. Θυμάμαι τη μητέρα μου στο σταθμό, που έκλαιγε κάτω από τα βροχή: είπα στον εαυτό μου πως αυτό δεν θα ξανασυνέβαινε. Και την τρίτη φορά, πέτυχα στις εξετάσεις.

Στην σχολή της Λοτζ ανακάλυψα τον Ρενουάρ, τον νεορεαλισμό, τον Όρσον Γουέλς, τον μοντέρνο αγγλικό κινηματογράφο που αγαπούσα. Και τον Κεν Λόουτς και τον Μπο Βίντεμπεργκ και ….Ήταν μια εποχή που ο κινηματογράφος μπορούσε να αλλάξει τη ζωή. Αυτό δεν υπάρχει πια. Να, τι αποδεικνύει τη θεωρία μου: ότι είναι καλό, εξασθενεί και πεθαίνει. Ό,τι αρχίζει καλά τελειώνει άσχημα. Ό,τι αρχίζει άσχημα τελειώνει χειρότερα.

Ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ γοητευμένος από την ιδέα πως θα μπορούσα να αλλάξω ένα κομμάτι του σύμπαντος χάρη στον κινηματογράφο. Η προηγούμενη γενιά Σκολιμόφσκι, Πολάνσκι, προτίμησαν το χώρο των ταινιών με «υπόθεση». Εμείς ριψοκινδυνεύαμε με το ντοκιμαντέρ. Οι ταινίες μας στην αρχή ήταν πολύ πετυχημένες. Το ντοκιμαντέρ είναι υπομονή και ένα βλέμμα κατανόησης, αλλά και αδιακρισίας. Και εκεί ακριβώς είναι η παγίδα, εκεί ήταν που σταμάτησα. Γιατί υπάρχει ένα σημείο, όπου η αδιακρισία του ντοκιμαντέρ μπορεί να αλλάξει τη ζωή του ανθρώπου που κινηματογραφείται. Έτσι αρνήθηκα να δείξω κάποιες ταινίες όπως εκείνη, ενός υψηλού στελέχους του κόμματος που μιλούσε για όσα συνέβαιναν μέσα στο κόμμα. Θα καταστρεφόταν αυτός ο τύπος. Υπήρχε και μια άλλη για τις απεργίες του 1970. Απομακρύνθηκα από το ντοκιμαντέρ. Δεν ήθελα να γίνω βοηθός της αστυνομίας. Άλλωστε πιστεύω πως σήμερα το είδος του ντοκιμαντέρ είναι νεκρό. Τη θέση του πήρε το τηλεοπτικό ρεπορτάζ.

Το σινεμά είναι απόλυτα άχρηστο, ίσως να’ ναι μονάχα μια φευγαλέα συγκίνηση. Μια μέρα μια νεαρή κοπέλα μου είπε πως η «Διπλή ζωή της Βερόνικα»/ La Double vie de Véronique την έκανε να καταλάβει την ψυχή της. Ίσως ο κινηματογράφος, που είναι μια δουλειά μεγάλη σε διάρκεια και βαρετή, να είναι αόριστα χρήσιμη για πράγματα σαν κι αυτά.

Ίσως…

 

 

Για την ελευθερία

Για μένα, η ελευθερία είναι αδύνατη. [Στην ταινία Trois couleurs: Bleu] Μετά το δράμα που υπέστη, η Ζίλι κάνει ότι μπορεί για να ανακαλύψει μια νέα προσωπική ελευθερία. Προσπαθεί να κρατήσει σε απόσταση τον κόσμο και τους ανθρώπους. Να μην την αφορούν. Είναι, όμως μια ψευδαίσθηση. Ελευθερία δεν υπάρχει. Είστε παντρεμένος; Αγαπάτε τη γυναίκα σας; Έχετε ένα διαμέρισμα; Ναι; Τότε δεν είστε ελεύθερος. Η ελευθερία δεν μπορεί παρά να είναι επιθυμητή. Δεν την κερδίζουμε ποτέ. Έτσι είναι, και δεν το βρίσκω δραματικό.

Για τα χρώματα

Το να παλεύεις μ’ ένα χρώμα είναι πολύ σημαντικό. Σου επιτρέπει να ερευνάς στο εσωτερικό ενός καλά καθορισμένου κάδρου. Αρνούμαι όμως κάθε συμβολισμό του χρώματος και κάθε συσχετισμό ανάμεσα στο μπλε, παραδείγματος χάριν, και μιαν ιδέΑ. Η επιλογή ενός επικρατούντος χρώματος με βοηθά να κατασκευάσω την ταινία. Για το «Κόκκινο» [Trois couleurs: Rouge] υπήρξε πολύ σημαντικό. Λιγότερο για το «Άσπρο» [Trois couleurs: Blanc], που δεν είναι χρώμα.

Για την υποκειμενική κάμερα

Κινηματογραφώ πάντα μια σκηνή σε σχέση με αυτό που νιώθουν οι χαρακτήρες μου. Οι ταινίες μου είναι έρευνες στο εσωτερικό της δική τους υποκειμενικότητας. Προσπαθώ να διεισδύσω με τη κάμερα μου στη καρδιά του ενδόμυχου.

 

 

Για τον τρόπο δουλειάς του

(Γυρίζω πάντα πολλές εκδοχές της ίδιας σκηνής). Γιατί η στιγμή που με ενδιαφέρει περισσότερο στην κατασκευή μιας ταινίας είναι αυτή του μοντάζ. Σε μια αίθουσα μοντάζ επικρατεί ηρεμία. Χάρη στο ήδη συναγμένο υλικό έχω μεγάλες δυνατότητες χειρισμού. Η στιγμή του γυρίσματος δεν είναι παρά απαραίτητη στιγμή. Η αληθινή ταινία γίνεται μετά.

Για τους ηθοποιούς

(Μου αρέσει να εκπλήσσομαι από τους ηθοποιούς). Χρειάζεται αυτή η έκπληξη ειδάλλως η πλήξη είναι σίγουρη. Η Ζιλιέτ Μπίνος/ Juliette Binoche, που είχα δει στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»/ The Unbearable Lightness of Being, με είχε εκπλήξει. Κατ’ επανάληψιν. Δεν έχω όμως μέθοδο να διευθύνω τους ηθοποιούς. Χρειάζεται απλώς να δημιουργείς ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Η σημαντική στιγμή είναι αυτή του casting. Μετά, πρέπει να αποφεύγεις να είσαι υπερβολικά διευθυντικός.

Για τη γλώσσα της ταινίας

Μοναδική μου έγνοια είναι αυτή της αλήθειας. Είτε κινέζικα μιλά ένας ηθοποιός είτε ρώσικα είτε γαλλικά, εάν είναι ψεύτικος, το ξέρω αμέσως. Ακόμα κι αν δεν γνωρίζω για γλώσσα, ξέρω πάντα, με το αυτί να ανακαλύπτω το ψέμα.

 

Το σπίτι του Κισλόφσκι στο Sokołowsko.

 

Ο Κισλόφσκι σε ένα μαθητικό επεισόδιο της ταινίας “Don Gabriel” των Ewa και Czesław Petelski, φωτογραφία: Fototeka.Filmoteki Narodowej

 

Στα γυρίσματα του “Przypadek” / “Τυφλή Ελπίδα” με τους Tadeusz Łomnicki και Bogusław Linda, φωτογραφία: Romuald Pieńkowski/ Fototeka Filmoteki Narodowej

 

Κριστόφ Κισλόφσκι, Irene Jacob και Marin Karmitz στην πρεμιέρα του «Τρία Χρώματα: Κόκκινο», Φεστιβάλ των Κάννων, 1994, Φωτογραφία: Jerzy Kośnik , Forum

 

Φιλμογραφία

1966 The Tram (Tramwaj) | 1966 The Office (Urzad) | 1967 Concert Of Requests (Koncert Zyczen) | 1968 The Photograph (Zdjecie) | 1969 From the City of Lodz (z Miasta Lodzi) | 1970 I Was A Soldier (Bylem Zolnierzem) | 1970 Factory | 1971 Before The Rally (Przed Rajdem) | 1972 Refrain (Refren) | 1972 Between Wroclaw and Zielona Gora (Miedzy Wroclawiem a Zielona Gora) | 1972 The Principles of Safety and Hygiene in a Copper Mine (Podstawy BHP w Kopalni Miedzi) | 1972 Workers ’71: nothing about us without us (Robotnicy ’71: Nic o Nas Bez Nas) | 1973 Bricklayer (Murarz) | 1973 Pedestrian Subway (Przejscie Podziemne) | 1974 X-Ray (Przeswietlenie) | 1974 First Love (Pierwsza Milosc) | 1975 Curriculum Vitae (Zyciorys) | 1975 Personnel (Personel) | 1976 Hospital (Szpital) | 1976 Slate (Klaps) | 1976 The Scar (Blizna) | 1976 The Calm (Spokoj) | 1977 From A Night Porter’s Point Of View (Z Punktu Widzenia Nocnego Portiera) | 1977 I Don’t Know (Nie Wiem) | 1978 Seven Women Of Different Ages (Siedem Kobiet w Roznym Wieku) | 1979 Ο Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής (Amator) | 1980 Station (Dworzec) | 1980 Talking Heads (Gadajace Glowy) | 1981 Blind Chance (Pzypadek) | 1981 Short Working Day (Krotki Dzien Pracy) | 1984 No End (Bez Konca) | 1988 Seven Days A Week (Siedem Dni W Tygodniu) | 1988 Δεκάλογος (Dekalog) | 1988 Δεκάλογος 5 (Krotki Film O Zabijaniu) | 1988 Δεκάλογος 6 (Krotki Film O Milosci) | 1992 Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα (La double vie de Veronique) | 1993 Τα Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία (Trois Couleurs: Bleu) | 1994 Τα Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία (Trois Couleurs: Blanc) | 1994 Τα Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία (Trois Couleurs: Rouge)

 

*Αποσπάσματα από συνέντευξη του Krzysztof Kieślowski στο περιοδικό Le Nouvel Observateur, n° 1504 (2 – 8 Septembre 1993), ελληνική μετάφραση εφ. Επενδύτης, Σάββατο 5 – Κυριακή 6 Φεβρουάριου 1994 και από δηλώσεις του σε ελληνική μετάφραση που δημοσιεύτηκαν στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 10 Ιουλίου 1994, απόδοση από τα γαλλικά: Νίκος Καλτσάς. Πηγή

AgrinioStories