.
Λευτέρη Τηλιγάδα
Το Βραχώρι πεσκέσι στους Οθωμανούς
για την ανεξαρτησία
Μόνο ο Λεοπόλδος της Σαξονίας «απαίτησε» τα σύνορα
να περιλαμβάνουν και το Βραχώρι, ασκώντας προσωπική διπλωματία
Αμέσως μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε νέο πόλεμο με τη Ρωσία, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν να κουβεντιάζουν τους όρους με τους οποίους θα προχωρούσαν στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Δύο ήταν τα βασικά αυτής της διπλωματικής συζήτησης: Τα σύνορα του νέου κράτους και το καθεστώς με το οποίο θα λειτουργούσε η ελληνική πολιτεία.
Αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων υπήρξαν μια σειρά από πρωτόκολλα που υπογράφηκαν στο Λονδίνο από τα τέλη του 1828 έως τις αρχές του 1830, με τα οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάτω από το βάρος της ήττας της στον πόλεμο με τη Ρωσία, να αποδεχτεί τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Στην κοινή τους πρόταση οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι διασκέπτονταν στον Πόρο από το Φθινόπωρο του 1828 για να καταλήξουν σε μια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους, εισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Ελλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραμμής που συνέδεε τον Αμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά.
Παρά την πρόταση και πριν ακόμα ολοκληρωθεί η διάσκεψη αυτή στον Πόρο, υπογράφεται στις 16 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς (4 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό) στο Λονδίνο το πρώτο πρωτόκολλο, που άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Ελλάδα συμπεριλαμβάνοντας μόνο τη Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Μερικούς μήνες, αργότερα (22 Μαρτίου 1829) οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο γίνονται αποδεκτές και καθορίζεται η συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Η Πύλη αποδέχεται αυτό το πρωτόκολλο τον Σεπτέμβριο του 1829, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της με τη Ρωσία (Συνθήκη Αδριανούπολης). Μόνο που το συγκεκριμένο πρωτόκολλο δεν παρείχε ανεξαρτησία στο νέο κράτος αλλά το καθιστούσε «φόρου υποτελές» στο Σουλτάνο.
Έναν χρόνο περίπου αργότερα, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις συνυπέγραψαν με τον Σουλτάνο ένα νέο πρωτόκολλο, πάλι στο Λονδίνο, το οποίο έμεινε γνωστό ως «το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας». Ήταν η πρώτη επίσημη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι «φόρου υποτελές», όπως το προηγούμενο πρωτόκολλο όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
Τα σύνορα όμως σε αυτό πρωτόκολλο δεν ήταν αυτά που ξεκινούσαν από τον Αμβρακικό και κατέληγαν στον Παγασητικό. Η οθωμανική αυτοκρατορία, για να προσυπογράψει την ανεξαρτησία της Ελλάδας, διεκδίκησε και πέτυχε να κρατήσει στην κυριαρχία της το Ξηρόμερο, τον Βάλτο, τον Βλοχό (μαζί φυσικά και το Βραχώρι) και την ορεινή Τριχωνίδα: «Η καθοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος», όριζε το άρθρο 2 του Πρωτοκόλου, «αρχόμενη από τας εκβολάς του Ασπροποτάμου (Αχελώου), θέλει να ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν μέχρι κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην, όσο και τας του Βραχωρίου και της Σαυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Αρτοτίνα, εξ ού θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του Όρους Οίτης μέχρι του κόλπου του Ζητουνίουν ( Λαμίας), εις τον οποίον θέλει καταλήξει κατά τας εκβολάς του Σπερχειού». Στον παρακάτω χάρτη μπορείτε να δείτε τη συρρίκνωση αυτή των συνόρων (Με έντονο ροζ χρώμα τα εδάφη τα οποία διεκδίκησε και απέσπασε ο Σουλτάνος).
Ο μόνος που αντέδρασε σε αυτή την οριοθέτηση ήταν ο Λεοπόλδος του βασιλικού οίκου της Σαξονίας-Κοβούργου-Γκότα τον οποίο οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) συμφώνησαν να αναγορεύσουν σε «Ηγεμόνα Άρχοντα της Ελλάδας».
Ο Λεοπόλδος όμως, στην ευχαριστήρια επιστολή που έστειλε προς τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων αποδεχόμενος τον διορισμό του, έσπευσε να θέσει και τους δικούς του όρους για αποδοχή της θέσης με τη μορφή πέντε παρατηρήσεων. Μία από αυτές τις παρατηρήσεις, η τρίτη κατά σειρά, έλεγε: «γ) Να ευαρεστηθώσιν αι Υψηλαί Δυνάμεις, ώστε το εκ δυσμάς νέον σύνορον να διορισθή τοιουτρόπως, ώστε να εξακολουθήση να αναβαίνει την αριστεράν όχθην του Ασπροποτάμου μέχρι των προς Άρκτον σημειωμένων ορίων ως τα της επαρχίας του Βλοχού. Εκείθεν προς Ανατολάς το φύσει παρά των ορεών των μετά τοις Οίτης συνεζευγμένων σχηματιζόμενον μεθόριον απαραιτήτως αναγκαίουν εις εξασφάλισιν του αξιόλογου εκείνου μέρους της νέας πολιτείας». Έθεσε τον συγκεκριμένο όρο διπλωματικά, υποστηρίζουν αρκετοί, γιατί αυτή την ηγεμονία δεν την ήθελε, μιας και στόχος του ήταν ο βελγικός θρόνος.
Έτσι, ούτε η βορειοδυτική Ρούμελη εντάχθηκε εκείνη την χρονική στιγμή στο πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος ούτε ο Λεοπόλδος έγινε ποτέ ο ηγεμόνας του, παρά μόνο στα χαρτιά και για λίγο. Αντιθέτως, αποδέχτηκε την ίδια χρονιά τον θρόνο του νεοσύστατου βελγικού κράτους με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Έπρεπε να φτάσουμε στα 1832 με τον Καποδίστρια να δίνει έναν εξαιρετικά δύσκολο αγώνα για να επέλθει η τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος και τη συνοριακή γραμμή να εμπεριέχει ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα από τον Αμβρακικό έως τον Παγασητικό. Δυστυχώς αυτή την κατάληξη ο Καποδίστριας δεν ευτύχησε να την δει, αφού οι Μαυρομιχαλαίοι τα σχεδίαζαν αλλιώς.
————————————————————————————————————————————————–
Βιβλιογραφία: Σπυρίδων Τρικούπης, Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση 2η, Τόμος 4ος, σελ. 318- 333 και 366 – 372 | Διονύσιος Κόκκινος, Ελληνική Επανάστασις, Τόμος 6ος, Μέλισσα 1974, 6η έκδοση, σελ. 455
Φωτογραφία: ο Λεοπόλδος του βασιλικού οίκου της Σαξονίας-Κοβούργου-Γκότα
——————————————————————————————————————
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν