«Pesah» στα εβραϊκά
(«Pasha» στα αραμαϊκά
και «Πάσχα» στην ελληνιστική)
είναι η παρέλευση, η διάβαση, το πέρασμα
- του Παντελή Μπουκάλα
Δοξολογημένο το Πάσχα, το Πάσχα των Ελλήνων, αν όχι και μυθολογημένο με τη συνδρομή της λογοτεχνίας και της λαογραφίας, αλλά και της ποικίλης δημοσιογραφίας από μια στιγμή κι έπειτα, μας θέτει αμέσως αμέσως ένα προβληματάκι. Ενα ερώτημα μάλλον, για το οποίο προφανώς και αδιαφορεί η όρεξή μας, η ανάγκη μας πες, για λίγη χαρά. Για τη χαρά της συντροφιάς, της καλής παρέας, εκείνην δηλαδή που πολλαπλασιάζεται ακριβώς επειδή μοιράζεται. Ποιο το ερώτημα, που, το ξαναλέω, δεν εμποδίζει την εκδήλωση των αισθημάτων μας ούτε και θίγει τη γνησιότητά τους; Πόσοι γνώριζαν στο πέρασμα των αιώνων, και πόσοι θυμούνται, την καταγωγή της λέξης «Πάσχα» και τη βαθύτερη έννοιά της. Πόσοι έτυχε ν’ ακούσουν ή να διαβάσουν πως η λέξη αυτή, ένα σύμβολο πια, σημάδεψε και ονομάτισε μια από τις κρισιμότερες στιγμές του βαρύτατου βίου των Ισραηλιτών.
«Pesah» στα εβραϊκά («pasha» στα αραμαϊκά και «πάσχα» στην ελληνιστική) είναι η παρέλευση, η διάβαση, το πέρασμα. Και συγκεκριμένα είναι ένα πέρασμα και ένα ταυτόχρονο προσπέρασμα. Είναι το σαρωτικό πέρασμα του φονικού παλαιοδιαθηκικού Κυρίου από τα σπίτια των Αιγυπτίων, για να θανατώσει κάθε πρωτότοκο γιο: «και παρελεύσεται Κύριος πατάξαι τους Αιγυπτίους». Και είναι συγχρόνως το προσπέρασμά του από τα σπίτια των Ισραηλιτών, οι οποίοι, έγκαιρα ειδοποιημένοι από τον Μωυσή, είχαν αλείψει τις δύο παραστάδες και το ανώφλι με το αίμα του αρνιού ή του κατσικιού που έσφαξαν για την εγκαινιαζόμενη εορτή (το ζώο έπρεπε να είναι αρτιμελές, αρσενικό και ενός έτους, όφειλαν δε να το ψήσουν ολόκληρο, μαζί με το κεφάλι, τα εντόσθια και τα πόδια): «Και παρελεύσεται Κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολεθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι». Στο βιβλίο της «Εξόδου» όλα αυτά.
Ιδού η εφιαλτική εικόνα της δέκατης και τελευταίας πληγής, όχι του Φαραώ αλλά όλης της Αιγύπτου, στη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας: «Οταν θα περάσει ο Κύριος για να χτυπήσει τους Αιγύπτιους και δει το αίμα στο ανώφλι και τις παραστάδες της πόρτας, θα προσπεράσει και δε θ’ αφήσει να ’ρθεί η καταστροφή να χτυπήσει την πόρτα σας». Ομολογώ την αμαρτία μου, και όχι για να μου συγχωρεθεί, γιατί σίγουρα θα την επαναλάβω: Σε οποιαδήποτε εκδοχή κι αν έχει τύχει να δω, μεγαλοβδομαδιάτικα, κινηματογραφημένη τη σκηνή του θανάτου των πρωτοτόκων, σκέφτομαι ότι ο Χριστός δεν μπορεί να είναι υιός αυτού του μακελάρη Θεού, που σκότωσε ακόμα και τα πρωτογέννητα των ζώων. ΄Η, διαζευκτικά, ότι η γέννησή του προϋπέθετε μια πατροκτονία.
Ο Παύλος, ο θεμελιωτής και πολιτικός οργανωτής του χριστιανισμού, αυτοπροσδιοριζόταν ως απόστολος των εθνών. «Υμίν γαρ λέγω τοις έθνεσιν. Εφ’ όσον μεν ειμι εγώ εθνών απόστολος, την διακονίαν μου δοξάζω», λέει στην προς Ρωμαίους επιστολή. Και στην προς Γαλάτας κηρύσσει πως «ο Θεός τον είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά τη μάνας του», «για να φέρει στους εθνικούς το χαρμόσυνο άγγελμά του». Είχε συνειδητοποιήσει λοιπόν ότι για να διεθνοποιηθεί η νέα θρησκεία, έπρεπε να μη στραφεί ανοιχτά κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο περιβάλλον της οποίας θα δρούσε. Ετσι εξηγείται η υποβάθμιση του ρόλου των Ρωμαίων στη Σταύρωση, με τον Πιλάτο να εμφανίζεται σαν αθώος του αίματος και με την ευθύνη να αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στους Ιουδαίους.
Ετσι εξηγείται επίσης η εντολή του Παύλου, στην προς Ρωμαίους επιστολή, να αποδίδουν οι χριστιανοί τους φόρους τους στην εξουσία, δηλαδή στη Ρώμη, εντολή που τη δικαιολόγησε με ένα επιχείρημα το οποίο καταδικάζει τον άνθρωπο σε μια ζωή δίχως αξιώσεις και διεκδικήσεις: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν· ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε· οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται».
Δηλαδή, πάντα στην επίσημη μετάφραση: «Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχουν εξουσίες παρά από το Θεό· κι αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από το Θεό. Ετσι, λοιπόν, όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός, κι όσοι αντιστέκονται είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους». Δεν μιλάει με παραβολές ο Παύλος, ώστε να υποθέσουμε ότι εννοεί αποκλειστικά την υποταγή στον ουράνιο Θεό, και όχι στους επί γης –και κάθε λογής– κράτορες, οι οποίοι περιγράφονται εδώ σαν εξουσιοδοτημένοι από τον ίδιο τον Θεό, άρα σαν υποχρεωτικά σεβαστοί. Το «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Θεό» σημαίνει «υποταχθείτε».
Γνώριζε επίσης ο απόστολος των εθνών ότι για να αναπτυχθεί στις τρεις ηπείρους η νέα θρησκεία, όφειλε να στοιχειοθετήσει τη δική της επαγγελία, απομακρυνόμενη από την Παλαιά Διαθήκη και τις ιστορίες της. Στις ιστορίες αυτές πρωταγωνιστούσε ένας μόνο λαός, ο περιούσιος, γεγονός που μάλλον θα ενοχλούσε τους υπόλοιπους λαούς, τους προς προσηλυτισμό, όσο κι αν ο λαός του Ισραήλ ζωγραφιζόταν πλέον από τον Παύλο σαν βεβαρημένος από ένα παράπτωμα που, ακόμα κι αν δεν προκάλεσε τη συνολική απόρριψή του από τον Θεό, του στέρησε τα πρωτεία στην έγνοια του και ευνόησε τα άλλα έθνη: «Το παράπτωμα αυτών πλούτος κόσμου και το ήττημα αυτών πλούτος εθνών». Δηλαδή: «Η πτώση τους έφερε πλούσια τη χάρη του Θεού στον υπόλοιπο κόσμο και η ήττα τους πλούτισε πνευματικά τα άλλα έθνη» (και πάλι από την προς Ρωμαίους επιστολή).
Στο νου των μη Ιουδαίων χριστιανών, των Ελλήνων λ.χ. και των Ρωμαίων, δεν ήταν εύκολο να συνεχιστεί εσαεί η ταύτιση της μεγάλης πασχαλινής γιορτής με το ποτάμι του αίματος που έπνιξε την Αίγυπτο. Δεν ήταν εύκολο να συνεχίσουν να γιορτάζουν την Ανάσταση, σαν νίκη επί του θανάτου, δοξάζοντας τον μαζικό και άδικο θάνατο· σε τι είχαν προλάβει άραγε να φταίξουν τα παιδιά των Αιγυπτίων ώστε να πρέπει να θανατωθούν; Ποιος νέος Θεός, Θεός της αγάπης, θα αναλάμβανε αυτό το φορτίο, και πάμπολλα άλλα αιματηρά, χωρίς να δει την αίγλη του να αμβλύνεται εξαρχής; Χωρίς να συναντήσει δυσθυμία και όχι ενθουσιασμό; Κι ύστερα, ο παλαιός Θεός απέκλειε ρητά τους αλλοεθνείς: «Ο Κύριος είπε στον Μωυσή και στον Ααρών: […] Κανένας ξένος δεν πρέπει να συμμετάσχει στο δείπνο του Πάσχα». Ισως λοιπόν το όνομα «Λαμπρή» δηλώνει την επιθυμία να ανανεωθεί και να κατακτηθεί πλήρως το νόημα της «πανηγύρεως των πανηγύρεων».
Χρόνια σας πολλά.