Παλιό γεφύρι της Τατάρνας:
Ένα ιστορικό πέρασμα κρυμμένο στα βάθη του Αχελώου
Στοιχεία γεφυριού
Ύψος καμάρας: 20m – Άνοιγμα καμάρας: 40m – Κατεύθυνση: ΒΑ-ΝΔ.
Γεωγραφικό ύψος: 38ο58’14.08”Ν – Γεωγραφικό πλάτος: 21ο29’28.47”Ε
Το γεφύρι της Τατάρνας ή Μαρδάχας, είναι το μοναδικό γεφύρι της Ευρυτανίας που σήμερα είναι τελείως σκεπασμένο από τα νερά της λίμνης των Κρεμαστών, ακριβώς κάτω από την νέα γέφυρα της Τατάρνας που κατασκεύασε από το 1965 έως το 1970 ο μηχανικός Αρίσταρχος Σπ . Οικονόμου. Το βάθος στο οποίο είναι βυθισμένο το παλιό γεφύρι δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί, λόγω της συχνής αυξομείωσης της στάθμης της τεχνητής λίμνης. Σίγουρα, πάντως, το φαράγγι σε εκείνο το σημείο έχει βάθος περίπου εκατό,(100) μέτρα[1].
Έτσι όμως, δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε αν το γεφύρι υπάρχει ακόμα ή έχει πέσει. Μένει μόνο η ελπίδα ότι ίσως κάποτε, ξαναρθεί στην επιφάνεια[2]. Για τον ίδιο λόγο, είναι αδύνατον σήμερα να εκτιμηθούν οι διαστάσεις του – εκτός του ύψους της καμάρας του, που γνωρίζουμε ότι ήταν είκοσι μέτρα – και γι’ αυτό, βασιζόμαστε σε περιγραφές παλιότερων περιηγητών, καθώς και σε φωτογραφίες που βγήκαν πριν τη βύθισή του.
Το γεφύρι της Τατάρνας, βρισκόταν επάνω σε έναν από τους κυριότερους δρόμους της εποχής μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα. Συνέδεε την Ευρυτανία με το Βάλτο και μέχρι το 1911, που κατασκευάστηκαν τα γεφύρια της Τέμπλας και του Αυλακιού, ήταν το μοναδικό πέρασμα του Αχελώου για ολόκληρη την περιοχή[3].
Το πότε κατασκευάσθηκε δεν το γνωρίζουμε. Ξέρουμε όμως ότι χτίστηκε λίγο μετά το στήσιμο του μοναστηριού της Τατάρνας, δηλαδή λίγα χρόνια μετά το 1556[4].
Μαζί με τα γεφύρια του Μανώλη και της Βίνιανης, ήταν τα κυριότερα σημεία διέλευσης των ταξιδιωτών, από τα μεγάλα ποτάμια Μέγδοβα, Αγραφιώτη και Αχελώου, που εμπόδιζαν πεισματικά την πορεία τους. Ο ανώνυμος λαός δε στάθηκε αχάριστος, αναγνώρισε την αξία αυτών των γεφυριών και τα έκανε τραγούδι:
«Από το Βάλτο κίνησα να πάω στο Καρπενήσι,
να πάω του Μάρκου έγγραφα απ’ το Σωτήρη Στράτο.
Και στην Τατάρνα ρώτησα χαμπέρια για να μάθω
και τότε λίγο στάθηκα, λίγο να ξανασάνω.
Τρία ποτάμια πέρασα, τρία ψηλά γιοφύρια
και βγήκα πάνω στο βουνό, ψηλά στον Αϊ Θανάση …»[5]
Το γεφύρι της Τατάρνας πήρε το όνομά το από το ομώνυμο χωριό που σήμερα ονομάζεται Τριπόταμος. Το δεύτερο όνομά του, που και μ’ εκείνο ήταν ευρύτατα γνωστό, το πήρε από την μεγαλύτερη πηγή που τροφοδοτεί με νερό τον Αχελώο, τη Μαρδάχα[6], η οποία βρισκόταν δίπλα του και που, σύμφωνα με παλιότερους περιηγητές, «έμοιαζε με θάλασσα»[7]. Διάφορες ιστορίες ακούγονται, ότι τάχα τα νερά της προέρχονται από τη λίμνη των Ιωαννίνων και συγκεκριμένα από την καταβόθρα της Νταμπάτοβας[8], αλλά μάλλον ως θρύλοι πρέπει να αντιμετωπισθούν. Εξ άλλου, σε πολλές περιοχές της Ευρυτανίας ακούμε διηγήσεις για υπόγεια σύνδεση πηγών ή λιμνών με την λίμνη Παμβώτιδα, όπως συμβαίνει με τη μικρή λίμνη Λούτσα στο Βελούχι.
Το σχήμα του γεφυριού μπορεί να περιγραφεί μόνο μέσα από παλιές φωτογραφίες που συναντάμε σε πολλά σχετικά βιβλία. Αυτές δείχνουν ότι ήταν μονότοξο, θεμελιωμένο ανάμεσα σε αρκετά ψηλά βράχια, με βάσεις που ακούμπαγαν το βάρος του γεφυριού μέσα στην κοίτη του Αχελώου και με τόξο οξυκόρυφο που δημιουργούσε μία αρκετά επικλινή και προς τις δύο πλευρές ράχη, προστατευμένη με πεζούλια. Οι προσβάσεις του ήταν μάλλον ανισόπεδες. Από την πλευρά της Τατάρνας, ένας τεράστιος κάθετος βράχος στήριζε το ένα του πόδι και η πρόσβαση γινόταν ομαλά με μια απαλή κλήση, ενώ από την πλευρά του Βάλτου η κατάβαση γινόταν με πιο απότομη κλήση, διότι η μορφολογία του εδάφους ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε την ομοιόμορφη κατασκευή και των δύο προσβάσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το καλντερίμι της ράχης του να έχει συνεχείς αναβαθμούς, ενώ τα προστατευτικά πεζούλια με ύψος περίπου μισό μέτρο το καθένα, διέτρεχαν όλο το μήκος του και από τις δύο πλευρές.
Δεν είναι γνωστή η χρονολογία κατασκευής του, ούτε και ποιοι ήταν οι τεχνίτες που ανέλαβαν το έργο. Τα μοναδικά στοιχεία που μπορεί κάποιος να βρει, είναι ορισμένες χρονολογίες σε επίσημα έγγραφα που αναφέρονται σε αυτό. Έτσι, το γεγονός ότι στον κώδικα του μοναστηριού της Τατάρνας αναφέρεται το γεφύρι σαν όριο κάποιου χωραφιού που θα παραχωρούνταν στη μονή με ημερομηνία «1692 Σεπτεμβρίου 9», μας οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι το γεφύρι είναι παλιότερο της χρονολογίας αυτής. Στο ίδιο έγγραφο, αναφέρονται και οι τοποθεσίες Βλαχομιχάλη ή Λογγά, που πρέπει να βρίσκονταν εκεί κοντά[9].
Το γεφύρι αυτό ήταν αναπόσπαστα δεμένο με την ύπαρξη του Μοναστηριού της Τατάρνας, που βρίσκεται στην ευρυτανική όχθη του Αχελώου. Το κοινοβιακό και σταυροπηγιακό αυτό μοναστήρι στήθηκε από το 1550 έως το 1556 από τους ιερομόναχους Δαβίδ και Μεθόδιο[10] και μετά από πολλές περιπέτειες, πυρκαγιές, λεηλασίες και σεισμούς, επιβιώνει ως τις μέρες μας και αποτελεί ένα από τα κυριότερα προσκυνήματα της Ευρυτανίας. Η ιστορία του γεφυριού ταυτίστηκε με την ιστορία του μοναστηριού κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα δύο αυτά μνημεία να παραμένουν στη μνήμη των ντόπιων γερά δεμένα μεταξύ τους.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στη συνέχεια στην περίοδο της Επανάστασης, το μοναστήρι ήταν το ορμητήριο κάθε επαναστάτη. Για το λόγο αυτό, οι κατακτητές στις συχνές επιδρομές εκδίκησης που έκαναν προς τα Άγραφα, το κατέστρεφαν. Έτσι, στις 22 του Μάρτη του 1821 ο Οδυσσέας Αντρούτσος μαζί με τον ηγούμενο της μονής Κυπριανό και τους άντρες τους, χτύπησαν τους Τούρκους πάνω στο γεφύρι προσπαθώντας να αποτρέψουν την καταστροφή του μοναστηριού. Αυτή η απόπειρα υπήρξε και το δεύτερο επαναστατικό χτύπημα στη Ρούμελη:
«…. Τότε αποφάσισαν σε ποιό μέρος θα πήγαινε ο καθένας τους, ώστε υπεύθυνα να οργανώσει και πραγματοποιήσει την επανάσταση. Έτσι ο Οδυσσέας Αντρούτσος … ανέλαβε την υποχρέωση να ξεσηκώσει, μαζί με τους υπόλοιπους καπεταναίους, τη Ρούμελη…. Πήγε κατ’ ευθείαν στο Ρούσικο Προξενείο όπου κουβέντιασε με τον πρόξενο Βαλασόπουλο και με τον δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό ….. όπως αναχωρήση αμέσως για τον Βάλτο ή το Ξηρόμερο ….. Αποφασισμένος να ξεσηκώσει έγκαιρα τη Ρούμελη ο Οδυσσέας, μόλις βγήκε στο Βάλτο, δηλ στις 19 του Μάρτη, αντάμωσε τον Βαρνακιώτη και τον Τσόγκα, για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι ήσαν διστακτικοί να συμμετάσχουν στην Επανάσταση. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να τους πείση, αν και στη συγκέντρωση της Λευκάδας δεν είχαν αντιρρήσεις.
Ύστερα από αυτούς τράβηξε για τη Λεπενού όπου αντάμωσε τον Ισκο και μάζεψε και κάμποσα παλληκάρια. Αλλά και ο Ίσκος στάθηκε αδύνατο να πεισθή από τον Οδυσσέα για τη συμμετοχή του στην επανάσταση στις 25 του Μάρτη, που είχε καθοριστή. Πικραμένος αλλά πονηρός και αποφασισμένος ο μετέπειτα θρυλικός ήρως του Χανιού της Γραβιάς, απο τη Λεπενού τράβηξε κατ’ ευθείαν για το μοναστήρι της Τατάρνας. Αν υποθέσουμε ότι διανυκτέρευσε στις 20 του Μάρτη στη Λεπενού, ασφαλέστατα το βράδυ της 21 του ίδιου μήνα, με τη μικρή ομάδα του ενόπλων πολεμιστών, που είχε συγκεντρώσει στη διαδρομή του από το Βάλτο, κοιμήθηκαν στο μοναστήρι. Εκεί πληροφορήθηκε ότι την επομένη, δηλ. στις 22 του Μάρτη, θα περνούσε απο το γεφύρι της Τατάρνας για το Μεσολόγγι ο Τουρκαρβανίτης Χασάνμπεης Γκέκας με ασκέρι ενόπλων συνοδών χρηματαποστολής απο 60 Τουρκαρβανίτες.
Έχοντας και την ενίσχυση του γενναίου ηγουμένου του μοναστηριού Κυπριανού με δεκάδα ενόπλων μοναχών, ο Ανδρούτσος ετοποθέτησε έγκαιρα και κατάλληλα τα παλληκάρια του σε τούτο ακριβώς το χώρο, έτσι που προτού φθάσουν στο γεφύρι το παλιό, την καμάρα, οι Τουρκαρβανίτες, να βρεθούν βαλλόμενοι ανάμεσα σε δυπλά πυρά, δηλ. από εμπρός και πίσω τους. Οι Αρβανίτες στην αναπάντεχη αυτή ενέδρα τάχασαν και γι’ αυτό η άμυνά τους δεν βάσταξε πολύ και όταν προ παντός άρχισαν δεκάδες από αυτούς να πέφτουν νεκροί χάρη στην ευθυβολία των καριοφιλιών του Οδυσσέα και των συντρόφων του, και τον φόνο του αρχηγού των Τούρκων Χασάνμπεη Γκέκα. Οι ελάχιστοι που απέμειναν αναγκάστηκαν να σηκώσουν ψηλά τα χέρια ζητώντας έλεος από τον Ανδρούτσο για τη ζωή τους.
Ο Οδυσσέας για να αποδείξη ότι ο αγώνας που άρχισε τώρα δεν ήταν ληστρικός, δεν ήταν αγώνας χρήματος, αλλά αγώνας απελευθερωτικός, αγώνας αρετής και μάλιστα της υπέρτατης αρατής, που ήταν η απόκτηση της ελευθερίας του υπόδουλου λαού, δεν επήρε τα χρήματα, αλλά αφήκε να μεταφερθούν στο Μεσολόγγι. Κάπου στο χώρο τούτον θα βρίσκωνται τα κόκκαλα των ενταφιασθέντων Τούρκων. Από τους Έλληνες δεν αναφέρθηκε καμμία στη ενέδρα αυτή απώλεια. Μόνο που μετά το γεγονός οι Τούρκοι έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα που λεηλάτησε το μοναστήρι και έκαψε τα κελλιά του»[11].
Άλλο περιστατικό από την επανάσταση του ’21, που έγινε στη περιοχή και έχει με κάποιο τρόπο σχέση με το γεφύρι της Τατάρνας, είναι η «μάχη της Κορομπλιάς»:
« … Η πορεία του Καραϊσκάκη απ’ τ’ Άγραφα μέχρι τη θέση της Κορομηλιάς δεν έγινε κατ’ ευθείαν, γιατί το κατεβασμένο ποτάμι Αγαλλιανός, που είναι συνέχεια του Μέγδοβα και χύνεται στον Αχελώο, τον εμπόδισε. Χρειάστηκε λοιπόν να παρακάμψει το ποτάμι, πέρασε τον Αγραφιώτη απ’ τη γέφυρα του Μανώλη κι’ από κεί κατευθείαν στη Τατάρνα, όπου πέρασε τον Αχελώο απ΄ την ομώνυμη γέφυρα, και βρέθηκε στο Βάλτο και στη συνέχεια απ’ τη θέση Κρεμαστά (στο γνωστό πήδημα του Κατσαντώνη) ξαναπέρασε ανάστροφα τον Αχελώο κι’ έτσι σε λίγο βρέθηκε και έπιασε τις θέσεις της Κορομηλιάς επάνω από τα Καραμανέϊκα στα 1100 μ. και κοντά στο χωριό Άγιος Βλάσιος ….. Μετά την φονική και νικηφόρα μάχη …. επέστρεψε στα Άγραφα , περνώντας πάλι από τα Κρεμαστά»[12].
Ακόμα πιο πίσω, στα προεπαναστατικά χρόνια και συγκεκριμένα το 1804, πάνω στο γεφύρι της Τατάρνας σε μια σύγκρουση που είχαν οι Έλληνες με τον Γιουσούφ Αράπη σκοτώθηκε ο Κωσταντής Κοντογιάννης, αδελφός του Μήτσιου Κοντογιάννη και αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Νικολάκης[13].
Στην περίοδο που ακολούθησε την απελευθέρωση, το γεφύρι της Τατάρνας αποτελούσε το σημείο διάβασης των ταξιδιωτών του Αχελώου και το μοναστήρι, το κατάλυμά τους. Σήμερα, το μεν γεφύρι βρίσκεται χαμένο στον υγρό του τάφο, το δε μοναστήρι εξακολουθεί να προσφέρει στην περιοχή όσα οι κτήτορές του όρισαν και οι επίγονοί τους πραγματοποιούν.
Κατά την διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ, τον Οκτώβριο του 1943, ένα τμήμα του ΕΔΕΣ με αρχηγό τον γιατρό Στυλιανό Χούτα αποτελούμενο από 1000 άτομα, μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών με τμήματα του ΕΛΑΣ, απωθείται στο Βάλτο και στη συνέχεια διαλύεται[14].
Η επίσκεψη στην περιοχή πάνω από το βυθισμένο γεφύρι είναι εύκολη. Στο δρόμο από τη γέφυρα της Φτερόλακκας προς το Παλιοκάτουνο, συναντάμε τη διασταύρωση για τον Τριπόταμο. Τον ακολουθούμε για τριακόσια περίπου μέτρα μέχρι την πρώτη διασταύρωση δεξιά που οδηγεί στο Λογγίτσι και στη συνέχεια, στη νέα γέφυρα της Τατάρνας. Το μόνο που βλέπουμε πια εδώ, κάτω από τη γέφυρα είναι τα βράχια, στη ρίζα των οποίων είναι θεμελιωμένο το παλιό γεφύρι. Γύρω στα εκατό μέτρα δεξιά πάνω από τη γέφυρα, στην ευρυτανική όχθη, υπάρχει ένα τεράστιο βάραθρο, η «Τρύπα του Λυκόφορκου», το οποίο – σύμφωνα με διηγήσεις των ντόπιων – διοχετεύει ποσότητες νερού στην πηγή Μαρδάχα που βρίσκεται από κάτω του, χαμένη πια κι αυτή μέσα στα νερά της λίμνης[15]. Από εδώ, ο δρόμος συνεχίζει για τον Βάλτο κι από κει για την Αμφιλοχία.