«…προσπαθούν μέσω των εφημερίδων
να πείσουν τους αμετανόητους «στρίφτες» (τσιγάρων)
να προτιμήσουν το βιομηχανοποιημένο τσιγάρο…»
Από το χειροποίητο στο βιομηχανοποιημένο τσιγάρο
Στην Ελλάδα το επάγγελμα του καπνεργάτη τσιγαροποιού
σταμάτησε μόλις το 1908 όταν οι τσιγαρομηχανές
παρήγαγαν 200.000-250.000 τσιγάρα, σε επτάωρη εργασία,
έναντι 2.000-3.000 σιγαρέτων
που παρασκεύαζε ο σιγαροποιός με τους δύο βοηθούς του
του Αριστείδη Μπαρχαμπά
ΤΑ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ παρουσιάζονται το 1885· μέχρι την εκπνοή του 19ου αιώνα τα πιο σημαντικά κέντρα συσκευασίας χειροποίητων σιγαρέτων βρίσκονται στην Ερμούπολη, τον Πειραιά, το Βόλο, τη Λαμία, το Αγρίνιο. Όλα αυτά τα κέντρα συσκευασίας χειροποίητων σιγαρέτων έχουν ως πρώτη ύλη τα καπνά της Αιτωλοακαρνανίας. Μετά το 1913, τα χειροποίητα τσιγάρα εμφανίζονται και στη Μακεδονία. Γύρω στο 1915, κάνουν τη διατονική εμφάνιση «κάρτες τσιγάρων» στα ελληνικά πακέτα των σιγαρέτων «Ζενίθ» του «Συνδέσμου Καπνοπαραγωγών Αγρινίου». Όμως η επακολουθήσασα βιομηχανοποίηση των σιγαρέτων δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις.
Το στρίψιμο ενός τσιγάρου, είχε γίνει απαραίτητο στάδιο στη δεδομένη απόλαυση του φουμαρίσματος. Ήταν μια ιεροτελεστία, μια ανταγωνιστική επίδειξη μεταξύ των θεριακλήδων. Η βιομηχανοποίηση όμως, που κάλπαζε στη δεκαετία 1925-1935, κατευθύνει τους βιομηχάνους καπνού να προσπαθούν μέσω των εφημερίδων να πείσουν τους αμετανόητους «στρίφτες» (τσιγάρων) να προτιμήσουν το βιομηχανοποιημένο τσιγάρο, χρησιμοποιώντας προς τούτο διάφορες παραινέσεις και «σλόγκαν», όπως: «Με το χέρι; ή με την μηχανήν; Ποίον είναι το ευγενέστερον, το ιδανικότερον, το καλαισθητικώτερον: Το χέρι ή η μηχανή; Εις μερικάς περιστάσεις το πρώτον, εις μερικάς περιστάσεις το δεύτερον… Άλλο το τσιγάρο, άλλο το σιγαρέτο. Εδώ εφαρμόζεται η αντίστροφος αρχή. Το χειροποίητο είναι οπισθοδρόμησις, ή ανθυγιεινότης, ή προστυχιά, ή αηδία, ή βραδύτης. Το μηχανοποίητον είναι η αριστοκρατία, το ιδεώδες, η ποίησις, η υγιεινή, η ταχύτης, η ευμορφία, η ασφάλεια, το θαύμα…»
«Ο εργατικός κόσμος είχεν εξαναστεί κατ’ αρχάς. Ενόμισεν ότι το άψυχον θα φάγει το έμψυχον. Ότι η μηχανή θα φάγει τον άνθρωπον. Και όμως εις την Αμερικήν, όπου τα πάντα εμηχανοποιήθησαν, αι ταχύτεραι σιγαρετομηχαναί συμβαδίζουσιν εκ παραλλήλου με τα υψηλότερα εργατικά ημερομίσθια». Στην Αμερική όμως…
Στην Ελλάδα το επάγγελμα του καπνεργάτη τσιγαροποιού σταμάτησε μόλις το 1908 όταν οι τσιγαρομηχανές παρήγαγαν 200.000-250.000 τσιγάρα, σε επτάωρη εργασία, έναντι 2.000-3.000 σιγαρέτων που παρασκεύαζε ο σιγαροποιός με τους δύο βοηθούς του. Η κάθε σιγαρετοποιητική μηχανή αντικαθιστούσε 100 εργάτες. Έτσι ξεσπούν εργατικές κινητοποιήσεις ενόψει της καταφθάνουσας ανεργίας.
Έτσι η σχέση του καπνιστή με το τσιγάρο έχει αλλάξει: η γευστική και οσφρητική αρμονία χάνονται. Το στρεσάρισμα, που αρχίζει και αυτό να μπαίνει πλέον στη ζωή του, οδηγεί τον καπνιστή στην εύκολη, στην ετοι-ματζίδικη λύση. Οι αισθαντικές ιστορίες που το στρίψιμο ενός τσιγάρου δημιούργησε χάνονται για πάντα στη λήκυθο των αναμνήσεων, μαζί με τις ονομασίες των τσιγαρόχαρτων, όπως: «Κλειώ», «Η Ωραία Ελένη», «Η Ευανθεία», «Τα Άνθη», «Η Ουρανία», κ.λπ.
Στη δεκαετία 1900-1910, η καπνεμπορία στο Αγρίνιο ήταν υποτυπώδης. Αυτή διεξαγόταν ως πάρεργο άσχετο με το προϊόν του καπνού των εμπόρων, που αδιαφόρησαν για την πολυποίκιλη εκμετάλλευσή του. Πουλούσαν τον καπνό όπως τα «εδώδιμα-αποικιακά». Δεν μπόρεσαν ή δεν επιθυμούσαν να οραματισθούν τον πλούτο του. Έτσι, μέσα από τις διαφημίσεις της περιόδου αυτής νοιώθουμε ότι οι παλαιο-Αγρινιώτες δεν εκτίμησαν τις ντόπιες ποικιλίες καπνού, το «τσεμπέλι», το «μυρωδάτο», τον «μπασμά», παρόλο μάλιστα που το όνομα «Αγρίνιο», σταμπαρισμένο σε δεκάδες διαφορετικές μάρκες τσιγάρων, διαφήμιζε ό,τι εκείνοι απαξίωσαν.
Στ’ αλλεπάλληλα κύματα εκσυγχρονισμού, οι παλαιο-Αγρινιώτες αντιστέκονταν μανιωδώς, για να συντηρούν τα κεκτημένα τους που ήταν αφιλοδημοτικά. Αντιδρούσαν με πείσμα σε κάθε τι νεωτεριστικό που την κοινωνία ωφελούσε, έφθασαν μέχρι να εγκληματήσουν γι’ αυτό. Οι γαιοκτήμονες, οι τοκιστές και οι εκ γενετής εισοδηματίες, με την αφιλοδημοτική τους συνείδηση θέρισαν τις ελπίδες της πόλης για πρώιμη ανάπτυξη.
Ξένοι όμως, μέτοικοι στην πόλη του Αγρινίου, επένδυσαν το μέλλον τους στην Αιτωλική Γη! Είχαν διορατικότητα, ήσαν δημιουργικοί, και εγκολπισθέντες τ’ Αγρινιώτικα συναισθήματα, απέδειξαν με τη φιλοπατρία τους ότι την ιστορία τη γονιμοποιούν οι ανώνυμοι· κι αυτοί τέτοιοι ήσαν πριν τα «Γεφύρια του Αλάμπεη» περάσουν!
Το προϊόν του καπνού, που το Αγρίνιο έκανε γνωστό στην υδρόγειο, για τους γηγενείς προ του 1920 ήταν απλώς ένα εμπορικό προϊόν γρήγορου ατομικού κέρδους.
Παρακολουθώντας την τύχη των εκλεκτών καπνών της Αιτωλοακαρνανίας από το 1880 έως το 1920, διαπιστώνουμε ότι αυτά αγοράζονταν, επεξεργάζονταν συστηματικά και τσιγαροποιούνταν χειρωνακτικά, σε διάφορες πόλεις και πολίχνες της χώρας. Όταν για το «μαγικό αυτό βοτάνι» ήταν υποτυπώδης η κάθετη εκμετάλλευσή του στη γενέθλια γη μεταξύ των ετών 1870-1912, ο Ιωάννης Δημητριάδης πουλά χειροποίητα τσιγάρα με καπνά Αγρινίου και Ξηρομέρου στην οδό Ανδριανού στην Αθήνα.
Η έκθεση ορισμένων φωτογραφιών από πακέτα σιγαρέτων αποδεικνύει ότι η Αιτωλοακαρνανική αβελτηρία στάθηκε αιτία για τον οικονο-μικό εκσυγχρονισμό όχι μόνο διαφόρων ατόμων, αλλά και πόλεων, πλην του καπνοπαραγωγικού νομού μας (!), του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Σ’ όλους τους άλλους τα καπνά της Αιτωλοακαρνανίας έφεραν πλούτο, ενώ στους παλαιο-Αγρινιώτες, έχοντες και κατέχοντες, πρόσφεραν μόνο τη ψεύτικη ικανοποίηση που ένιωθαν όταν διάβαζαν στα πακέτα των χειροποίητων τσιγάρων τ’ όνομα του τόπου καταγωγής των: «Αγρίνιο», «Ζαπάντι», «Κατούνα», «Παραβόλα», «Ματαράγκα», «Ξηρομέρου».
Οι βιομήχανοι και οι έμποροι αγόραζαν σ’ εξευτελιστικές τιμές την ψυχή της Αιτωλοακαρνανικής γης, τον καπνό, και μας τον πουλούσαν τσιγαροποιημένο και πακεταρισμένο, να φουμάρουμε το αποτέλεσμα της συντηρητικής τους κουλτούρας! Κανείς ντόπιος Αγρινιώτης μεγαλόσχημων, κανείς ντόπιος Αγρινιώτης προύχοντας, δεν ενδιαφέρθηκε για τον τόπο, για το Αγρίνιο. Ευτυχώς που ήλθαν από το Ζελίχοβο οι Παπαστραταίοι, από την Πελοπόννησο οι Παναγοπουλαίοι, από το Μαχαλά οι Παπαπετραίοι, από τη Σύρα ο Χασουράκης, από τη Ματαράγκα οι Σακελλαριδαίοι, από την Σύρα ο Σκαλίγκος. Ο Ηλιού διωγμένος από την πατρίδα του, αγάπησε τ’ Αγρίνιο περισσότερο από όλους τους κοτζαμπάσηδες μαζί! Μαζί με αυτούς οι αδελφοί Κόκκαλη, ο Θεμ. Καπέρδας, ο Καμποσιώρας, ο Βασίλης Παπαβασιλείου και ο Χαρ. Φαρμάκης, έγιναν, μ’ απόδειξη, Αγρινιώτες κι εξαλείφθηκε η τραγικότητα της καπνεμπορίας από τους αδιάφορους «Μπαραμπάτηδες», όπως μάθαμε ότι λέγονταν όσοι ασχολήθηκαν πάρεργα με την καπνεμπορία, διαβάζοντας το βιβλίο του Ευάγγελου Παπαστράτου, Η δουλειά και ο κόπος της – από τη ζωή μου, εκδομένο το 1964. Έτσι μελαγχολούμε σήμερα μαθαίνοντας τα έρ-γα των γηγενών τ’ αόρατα!
Η έκθεση των διαφημίσεων χειροποίητων τσιγάρων μας οδηγεί ν’ ανάψουμε ένα σέρτικο Αγρινίου, και μαζί με το ξεφύσημα του καπνού να ξεφυσήσουμε και την απορία μας ή την αγανάκτησή μας για την τύχη του προϊόντος, που ξένοι το διαφήμισαν προς όφελός μας!
Όμως το Κράτος, που από τη φύση του είναι οκνό στην πρόοδο, δεν μπόρεσε ν’ αντιστρατευθεί στα συμφέροντα των καπνεμπόρων. Αναλώθηκε, με την πολυνομοθεσία του, σε μια καπνική πολιτική που εξυπηρετούσε το πολιτικό συμφέρον των εκάστοτε κυβερνώντων, δηλαδή των καπνεμπόρων και των «μπαραμπάτηδων» της Άρχουσας Τάξης.
Έτσι το «ευτελές προϊόν με την οικονομική ευρωστία», μαζί με τους καπνοπαραγωγούς και τους καπνεργάτες, αφανίσθηκαν, «παρόλο το συγκρουσιακό χαρακτήρα των διεκδικήσεών τους, όπου η μαχητικότητα του καπνεργατικού κινήματος και ο αριστερός προσανατολισμός του, το έφεραν στο προσκήνιο των πολιτικών αγώνων, καθιστώντας το ένα από τα πιο δραστήρια τμήματα των ελληνικών κοινωνικών τάξεων».