Ταμπάκικα του Βραχωριού – Ως το Μεσοπόλεμο

Τα Ταμπάκικα του Βραχωριού – Ως το Μεσοπόλεμο
Τρόποι κατεργασίας του δέρματος στην προβιομηχανική βυρσοδεψία

  • Κείμενο: Ελένη Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη*

Κατά την επεξεργασία των δερμάτων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διακρίνουμε τα ακόλουθα στάδια: Την προπαρασκευή του δέρματος για να μαλακώσει, να καθαριστεί, να ασβεστωθεί και ν’ αποτριχωθεί. Τη δέψη σε διάφορες φάσεις για τη στεγανοποίηση του δέρματος που το προφύλαττε από τη σήψη. Το βάψιμο του δέρματος.

Αρχικά δεμάτια ανά έξι δερμάτων διπλωμένων στη μέση τα ρίχνουν σε δοχεία ή λακούβες με ασβέστη για 48 ώρες. Στην Ερμίτσα δημιουργούσαν φυσικές λακκούβες με τα χαλίκια του χειμάρρου, τόσο για το ασβέστωμα, όσο και για το ξέπλυμα με καθαρό νερό. Επακολουθεί το στράγγισμα, το στέγνωμα στη σκιά και το «πάστρεμα» του δέρματος από κρέατα και λίπη. Στη συνέχεια στοιβάζονται τα δέρματα σε λάκκους απλωτά, με το μαλλί από κάτω και αλείφονται από το μέσα μέρος της σάρκας με ασβέστη άσβεστο σαν χυλό. Εκεί τα αφήνουν δέκα μέρες. Έπειτα τα ξεπλένουν, τα στραγγίζουν και τα στεγνώνουν και αρχίζουν να μαδούν τις τρίχες είτε με το χέρι, είτε με ένα ειδικό μαχαίρι.

Είναι ουσιώδες να γίνεται η αποτρίχωση με επιδεξιότητα, γιατί από αυτή εξαρτάται η ομορφιά του δέρματος. Εξάλλου όσο πιο μακριά και καλοτραβηγμένη είναι η τρίχα, τόσο πιο ακριβά πουλιέται το δέρμα. Όταν τελειώσει η αποτρίχωση ρίχνουν και πάλι τα δέρματα στον ασβέστη. Τα περιχύνουν με χυλό ασβέστου ένα-ένα, αλλά και όλη τη στοίβα και τα αφήνουν άλλες 10 μέρες. Έπειτα βγάζοντάς τα, τα ξύνουν και πάλι από το μέρος της τρίχας με τη λάμα και τα ξαναβάζουν κατά τον ίδιο τρόπο στο χυλό του ασβέστη για άλλες 12 μέρες.

Μετά το στάδιο του εμβαπτισμού στον ασβέστη πλένονται «σε πολύρροον νερόν» και παπούνται με τα πόδια «σφοδρά» και για πολύ ώρα. Έπειτα τα ξύνουν επάνω σε τάβλα με μια κεραμίδα, ώστε να «ξεράσουν όλην την ύλη του ασβεστίου». Ξαναπλένονται καλά και παπούνται με τα πόδια.

Μετά το δεύτερο πλύσιμο με ασβεστόνερο, όπως και μετά το πρώτο, πλένουν τα δέρματα σε διάλυμα (χυλό) από περιττώματα σκύλων μέσα σε σκάφη ή καζάνι. Αρχικά μουσκεύουν ελαφρά κάθε δέρμα και στη συνέχεια ρίχνουν όλα τα δέρματα μέσα στο καζάνι και τα τρίβουν δυνατά με τα χέρια για τρείς ως τέσσερες μέρες, έως ότου γίνουν απαλά σαν πανί.

Έπειτα τα ξεπλένουν και τα πατούν και πάλι με τα πόδια. Κατόπιν τα βουτούν σε αφέψημα με πίτουρο αφήνοντάς τα τρείς μέρες. Το αφέψημα του πίτουρου μαλακώνει το δέρμα και διορθώνει κατά ένα τρόπο την υπερβολική στυππκότητα του αφεψήματος από τα περιττώματα των σκύλων.

Ξεπλένουν και πάλι τα δέρματα με καθαρό νερό, τα πατούν με τα πόδια καλά, τα στίβουν για να μαλακώσουν και στη συνέχεια τα αλατίζουν. Απλώνουν ένα στρώμα κοπανισμένο αλάτι από το τριχωτό μέρος που θα βαφτεί. Τα αλατισμένα δέρματα μένουν στοιβαγμένα και όσο περισσότερο μένουν, τόσο καλύτερα γίνονται. Γιατί το αλάτι μαλακώνει το δέρμα και το δυναμώνει. Η επεξεργασία με το αλάτι θεωρείται σημαντική. Οι καλοί βυρσοδέψες που δε βιάζονται να εισπράξουν χρήματα γρήγορα, αφήνουν τα δέρματα δύο μήνες στην αλμύρα.

Το τελευταίο πλύσιμο που κάνουν στα υπό κατεργασία δέρματα είναι με εκχύλισμα από βρασμένα ξηρά σύκα ή βελανίδι. Μέσα στο αφέψημα αυτό που είναι παχύρρευστο σαν σιρόπι μουσκεύουν τα δέρματα και τα διατηρούν ως τη στιγμή που θα βαφτούν. Επικρατούσε η αντίληψη ότι το αφέψημα αυτό των σύκων είχε την ιδιότητα να φουσκώνει το δέρμα, να το κάνει τρυφερό, να του δίνει ευκαμψία και να το καθιστά απορροφητικό στην πρόσληψη του χρώματος.

Στην περιοχή μας χρησιμοποιούσαν περισσότερο το κέλυφος του βελανιδιού (καπάκι) που το έτριβαν πάνω σε μεγάλες πλάκες με κυλιόμενη πέτρα. Στα οργανωμένα ταμπάκικα για το σκοπό αυτό υπήρχε ένας τουλάχιστον μύλος με ειδικές σκληρές μυλόπετρες που τις κινούσε ένα περιφερόμενο ζώο. Είναι ενδεχόμενο τα βελανίδια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας να τρίβονταν στους γειτονικούς μύλους της Ερμίτσας. Οι μυλωνάδες των αλευρόμυλων απεύφευγαν να τρίβουν δεψικά υλικά, γιατί μαύριζαν οι πέτρες του μύλου. Το τριμμένο δεψικό υλικό διέλυαν σε ζεστό νερό μέσα στις λίμπες για να βγάλει την τανίνη (να θερμιστεί). Εκεί, αφού κρύωνε το μίγμα, τοποθετούσαν τα δέρματα για να αποκτήσουν στυπτικότητα. Επιτύγχαναν μ ‘αυτό τον τρόπο ό, τι αργότερα με την ποτάσα.

Το στάδιο αυτό της δέψης συνδυάζεται και με το βάψιμο και τη μελλοντική χρήση των δερμάτων. Όταν χρησιμοποιούσαν ως στυππκό υλικό το φλοιό του πεύκου, το δέρμα έπαιρνε ένα κόκκινο- κεραμίδι χρώμα. Με τα φύλλα του σκίνου τα δέρματα έπαιρναν ξανθό χρώμα. Με το βελανίδι αποκτούσαν ένα ζεστό «ταμπά» χρώμα. Οι βαφές στα χρόνια της Τουρκοκρατίας προέρχονταν από φυτά. Έτσι το δέρμα αποκτούσε κόκκινο χρώμα είτε με το ριζάρι είτε με το μπακάμι είτε με το πρινοκόκια. Το τελευταίο είναι παράσιτο που ζεί στο πουρνάρι και τα αυγά του δίνουν το κόκκινο χρώμα. Το κινά (ιαννάβαρι) έδινε στο δέρμα ένα κίτρινο – πορτοκαλί χρώμα. Τα βυρσοδεψεία του προεπαναστατικού Βραχωριού ήταν φημισμένα για τα κίτρινα και τα κόκκινα δέρματα. Εξάλλου οι Τούρκοι βυρσοδέψες, παρότι γνώριζαν να δίνουν στα δέρματα όλα τα χρώματα, διέπρεπαν σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις βαφές κόκκινων και κίτρινων χρωμάτων.

Για τη σύνθεση του όμορφου κόκκινου χρώματος για το οποίο φημίζονται τα τουρκικά δέρματα δημιουργούσαν ένα μίγμα από διάφορα βαφικά και φαρμακευτικά υλικά (πρινοκόκκι, κουσκούμι, μπακάμι, κοκκινόχρωμο ρετσίνι, φλοιό από ρόδι, χυμό λεμονιού κόμμι αραβικό).

Όλα τα υλικά ανακατεύονταν σε ένα καζάνι και έβραζαν για δύο περίπου ώρες, ώσπου να μείνει το ένα δέκατο της ποσότητας του νερού. Μέρος του μείγματος έχυναν διαδοχικά σε γειτονικές λεκάνες ή λίμπες -κτιστές δεξαμενές- όπου γίνεται η βαφή. Πρόκειται για δουλειά που απαιτεί επιδεξιότητα. Ο εργάτης βουτάει ελαφρά τα δέρματα στο χρωματισμένο νερό και εν συνεχεία απλώνοντάς τα στον πάγκο τα τρίβει δυνατά με τα δάκτυλα. Η βαφή στη λεκάνη ανανεώνεται και ο εμβαπτισμός των δερμάτων επαναλαμβάνεται, μέχρις ότου παρατηρηθεί ότι το δέρμα έχει απορροφήσει αρκετό χρώμα. Αφού στραγγίξει, επακολουθεί μια άλλη φάση χρωματισμού σε βαφικό απόσταγμα που δημιουργείται με τα φύλλα από ρούδι ή σουμάκι (ρούς ο βυρσοδεψικός) και κονιορτοποιημένο, περασμένο από κόσκινο, αγριοβελανίδι σε πολύ ζεστό νερό. Η αναλογία για δύο δέρματα είναι: τρείς λίβρες σουμάκι, μια λίβρα αγριοβελανίδι και τρείς λίβρες νερό. Όταν τα δέρματα έχουν καλά διαποτιστεί και από τη βαφή αυτή, τα τεντώνουν και τα τρίβουν με ένα σφουγγάρι ελαφρά βρεγμένο με νερό. Λειαίνουν έπειτα το δέρμα και το γυαλίζουν με διάφορα ξύλινα όργανα πολύ λεία. Με τη χρήση αυτών απομακρύνονται και κομμάτια από βελανίδι ή από ρούδι που έχουν τυχόν προσκολληθεί. Για να επιτύχουν κουκίδες στο δέρμα το τρίβουν με ελαφρόπετρα επάνω στο λείο μάρμαρο. Ένας άλλος τρόπος βαφής είναι ο εξής: ανακατεύουν όλα τα υλικά εκτός από το πρινοκόκκι μέσα σε σακκούλι που βουτάνε στη συνέχεια σε ζεστό νερό. Τα συστατικά των υλικών που βγαίνουν ύστερα από την πίεση του σάκκου αναμειγνύονται με το χρωματισμένο νερό από το πρινοκόκκι. Ο τρόπος αυτός δίνει πιο καθαρό χρώμα, αλλά όχι τόσο στέρεο.

Παρόμοια επιτυγχάνεται και το βάψιμο των δερμάτων με κίτρινο χρώμα. Κατ’ εξοχή χρωστική ουσία είναι ο ραμνόσπορος (ράμνος της Αβινιόν). Προστίθενται επίσης κουσκούμα, στύψη, χυμός λεμονιού και φλοιός ροδιάς. Στα τρία τελευταία ισχυρίζονταν οι Τούρκοι βυρσοδέψες ότι οφείλεται η εξαιρετική ομορφιά του κίτρινου χρώματος στα δέρματα. Έχομε την υπόνοια ότι στην περιοχή μας χρησιμοποιούνταν ως χρωστική ουσία και το χρυσόξυλο (ρούς ο κότινος ή βαφικός) που εξαγόταν από το Γαλατά στις αγορές της Ιταλίας.[1] Στη Ρούμελη (κυρίως Σάλωνα) ακολουθούσαν και την εξής τεχνική για να επιτευχθεί το κίτρινο χρώμα. Χρησιμοποιούσαν και πάλι νερό χυλωμένο με ρούδι για πολλούς εμβαπτισμούς των δερμάτων. Αφού τα δέρματα στεγνώσουν σε τάβλα, τοποθετούν τη χρωστική ουσία σε σκόνη μαζί με στύψη ξύνοντάς τα από το μέρος της τρίχας και βάζοντάς τα το ένα πάνω στο άλλο με τρόπο ώστε να μη διαποτιστεί το μέρος της σάρκας. Έπειτα από πέντε ώρες τα πλένουν και όντας υγρά τα λαδώνουν από το μέρος της βαφής και με ένα στρογγυλό ξύλο επάνω σε άλλο στρογγυλό ξύλο τα τρίβουν για να λάβουν το λούστρο. Την πρώτη φορά τα τρίβουν υγρά και τη δεύτερη στεγνά.[2]

Οι μέθοδοι κατεργασίας και βαφής παραλλάσσουν από εργαστήρι σε εργαστήρι και κυρίως από περιοχή σε περιοχή, αλλά δε διαφέρουν σε ουσιώδη πράγματα. Αλλού αντί για σύκα και πίτουρα χρησιμοποιούν το μούστο και το μέλι. Άλλοι βυρσοδέψες ετοιμάζουν το τομάρι με σουσαμόλαδο για να κάνουν απαλό το δέρμα και να εμποδίσουν το ζάρωμα. Ενώ άλλη τεχνική, ήδη την αναφέραμε, υπαγορεύει αντί για το μούσκεμα του δέρματος στο υγρό με το πρινοκόκκι ήάλλη χρωστική ουσία να αλείφεται η εξωτερική πλευρά με βαμβάκι βουτηγμένο στο χρώμα. Σε όλα όμως τα εργαστήρια μετά το ασβεστόλουτρο και τα άλλα πλυσίματα κάνουν το πλύσιμο με διάλυμα σε ακαθαρσίες σκύλων. Η ανατολίτικη αυτή μέθοδος, άγνωστη στη Δύση, ευαισθητοποιεί το δέρμα και το υποβάλλει στο να δεχθεί τη ζύμωση. Έπειτα διευκολύνει την αποτρίχωση, καθαρίζει τους πόρους και προετοιμάζει το δέρμα για να φουσκώσει και να διαποτιστεί καλά από το χρώμα.

Οι τεχνικές αυτές διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες δυτικές της εποχής. Τα λιγότερα πλυσίματα καθιστούν τα δέρματα περισσότερο εύκαμπτα. Γιατί η επίδραση του νερού σκληραίνει το δέρμα και του δίνει τη στερεότητα και την ακαμψία της περγαμηνής. Η αντικατάσταση του νερού στα πλυσίματα με λιπαρά υγρά και εκχυλίσματα φυτών που προαναφέραμε, είχε ως αποτέλεσμα την ελαστικότητα και την απαλότητα των δερμάτων[3]

Οι συντεχνίες των ταμπάκηδων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κρατούσαν την τέχνη της βυρσοδεψίας σαν το πολύτιμο μυστικό της Ανατολής. Διατηρήθηκε από πατέρα σε γιό, από γενιά σε γενιά και τους κατοπινούς αιώνες. Εύγλωττο είναι το παράδειγμα του Βραχωριού. Στα βυρσοδεψεία που λειτουργούν στο Αγρίνιο κατά το Μεσοπόλεμο οι τεχνικές κατεργασίας είναι οι ίδιες μ’αυτές των χρόνων της Τουρκοκρατίας.

Η πορεία της βυρσοδεψίας προς την εκβιομηχάνιση, μέχρι και το β’ παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε βραδεία. Αρχισε σταδιακά ο συνδυασμός των χειρωνακτικών, πρωτοβιομηχανικών και αμιγώς βιομηχανικών διαδικασιών παραγωγής. Το άλμα από το παραδοσιακό ταμπάκικο στο βυρσοδεψικό εργοστάσιο στη διάρκεια του 19ου αιώνα έγινε δυνατό μετά την κατάχτηση εξωτερικών αγορών και εισαγωγή νέου τύπου δερμάτων (σεβρώ, λουστρίνια, σολοδέρματα από μεγάλα βοοειδή) διαφορετικών από τα δέρματα μικρών ζώων που κατεργάζονταν ως τότε τα ταμπάκικα. Έτσι στην Ερμούπολη της Σύρου το σημαντικότερο λιμάνι εξαγωγικού εμπορίου στην Ελλάδα ως το 1860, διαμορφώνονται βυρσοδεψικές επιχειρήσεις με τις πρώτες ατμομηχανές που χρησιμοποιήθηκαν για την άλεση δεψικών υλικών. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού με την επέκταση των συνόρων (συνθήκη Βερολίνου) και την αναδιάξη του εμπορίου προστίθενται νέα βυρσοδεψικά εργοστάσια (Φάληρο, Δραπετσώνα, Αθήνα – Ρούφ, Βόλος Πάτρα, Κέρκυρα, Χίος, Μυτιλήνη και κυρίως στη Σάμο).

Μετά το 1922 η εισαγωγή από τους μικρασιάτες βυρσοδέψες νέων μεθόδων για την κατεργασία του δέρματος με τη χρήση χημικών ουσιών ανέτρεψε το μέχρι τότε καθεστώς, αλλά μέχρι το 1940 δεν είχε καθολική αποδοχή.

Μερικοί συνδύαζαν την παραδοσιακή με τη νέα μέθοδο ανάλογα με τη ζήτηση, τις δυνατότητες ή τον εξοπλισμό. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου καταγράφονται 500 – 600 ταμπάκικα που απεικονίζουν διαφορετικές πραγματικότητες. Εκείνα που πορεύονται προς την εκβιομηχάνιση και τα καθηλωμένα στην παράδοση (Γιάννενα, Σάλωνα, Χανιά)[4]. Προφανής η εικόνα της Ελλάδας των δύο ταχυτήτων. Στα τελευταία εντάσσονται και τα ταμπάκικα του Βραχωριού κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, θέμα που θα μας απασχολήσει στην αυριανή ανάρτηση.

Συνεχίζεται

Διαβάστε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Τα Ταμπάκικα του Βραχωριού

 

1.Felix Beau]our, ex-consul en Crece, Tableau du commerce de la Crece, forme d’ apres une annee moyenne, depuis 1787 jusqu’ en 1797, Pans An VIII (1800). Μετάφραση Ελένης Γαρίδη, Εισ. Τ. Βουρνά, Αθήνα 1974, σσ. 153-156. Για τις χρωστικές ύλες: Ελ. Γιαννακοπούλου, Το εμπόριο εις την Πελοπόννησον κατά την β’ πενταετίαν του 19ου αι., Πελοποννησιακά, τ. ΙΒ (1977), σσ. 124, 146-147. | 2. Π. Χριστοπούλου, Η περί τον Κορινθιακόν περιοχή τέλη του ιη αιώνος, (έκδοσις του υπ αριθμ. 93.3 Mss της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. ΕΕΣΜ, τ. Γ’ (1971-1972), σ.σ. 467-468. Σχόλια επ’ αυτού, Σπ. Ασδραχά, Πραγματικότητες από τον ελληνικό ΙΗ’ αιώνα, στο «Ελληνική κοινωνία και οικονομία ιη και ιθ’αι.», Αθήνα 1988, σσ. 178-179. | 3. Beaujour, Πίνακας Εμπορίου, όπ. π., σσ. 156-159. Βλ. και Κορνηλία Ζαρκά, Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. ΕΤΒΑ)1997, σσ. 24-25. | 4.Χριστίνας Αγριαντώνη, Η βυρσοδεψική βιομηχανία στην Ελλάδα 1830-1940, στο “Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα”, όπ. π. σσ. 43-45.
*Πηγή: Ρίζα των Αγρινιωτών
Φωτογραφία: Μουσείο βυρσοδεψίας Σύρου

AgrinioStories