Ο υδάτινος δρόμος των δένδρων (κούτσουρα)
από τα Άγραφα ως την «Ξυλεία»
του οικισμού Αγίου Γεωργίου Καλυβίων
Οι κορμοί ελάτης έφταναν στην Πάτρα
για να φτιαχτούν ξύλινα κιβώτια μεταφοράς της σταφίδας
Έρευνα | Επιμέλεια κειμένου Γιώργος Αν. Πανταζόπουλος
Τα Καλύβια Αγρινίου, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν εξελιχθεί σε σταθμό συγκέντρωσης της ξυλείας των ορεινών και δύσβατων περιοχών του Βάλτου και της Ευρυτανίας. Εκατοντάδες υλοτόμοι έκοβαν κάθε χρόνο διακόσιες χιλιάδες περίπου κορμούς ελάτης. Ο Αχελώος ποταμός, που διέσχιζε τους ορεινούς όγκους των Αγράφων, έδινε τη δυνατότητα της μεταφοράς τους, από τα σημεία κοπής τους μέχρι τη θέση «Ξυλεία» του οικισμού Αγίου Γεωργίου Καλυβίων. Πολλές φορές οι κορμοί είχαν ενωθεί μεταξύ τους σχηματίζοντας σχεδίες. Πάνω σ’ αυτές έμπαιναν συνοδοί υλοτόμοι με σκοπό να παρακολουθούν την πορεία των κορμών για να μην πιάνονται στις ακροποταμιές ή σε παρακλάδια του ποταμού.
Οι υπόλοιποι κορμοί δένδρων κατέβαιναν μόνοι τους και για το λόγο αυτό άλλοι πεζοπόροι συνοδοί με μακριά ξύλα («κοντάρια» με σιδερένιους γάντζους στην άκρη τους για να πιάνουν τους κορμούς) παρακολουθούσαν την πορεία τους και επενέβαιναν, όπου αυτό χρειαζόταν, όπως να ελευθερώσουν τα κούτσουρα από τις ακροποταμιές, αλλά και να αποτρέψουν με την παρουσία τους την κλοπή των κορμών ελάτης από τους χωρικούς των παραποτάμιων χωριών. Τα κούτσουρα ελάτης όταν έφταναν στην ακροποταμιά κοντά στα Καλύβια, ξεχωρίζονταν κατά μέγεθος και ιδιοκτήτη, λαμβάνοντας ο κάθε κορμός πάνω του και από ένα διακριτικό σημάδι.
Την διετία 1896-1897 πραγματοποιείται η κατασκευή της διακλάδωσης της σιδηροδρομικής γραμμής Μεσολογγίου – Αγρινίου από τα Καλύβια, προς τον Αχελώο, μήκους 2 χιλιομέτρων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η μεταφορά της ξυλείας ελάτης που έφταναν μέχρι εκεί πλέοντας τον Αχελώο από τους ορεινούς όγκους της Ευρυτανίας. Αναγράφεται συγκεκριμένα στις 10 Ιανουαρίου του 1897 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος:
«Εγκρίνεται καθ’ όλα αυτής τα μέρη η μεταξύ της Κυβερνήσεως και του Θ. Ν. Γκίκα, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας του Σιδηροδρόμου της Βορειοδυτικής Ελλάδος συνομολογηθείσα την 9 Οκτωβρίου 1896 σύμβασις περί κατασκευής και εκμεταλλεύσεως Σιδηροδρομικής διακλαδώσεως από της στάσεως Καλυβίων, του σιδηροδρόμου Μεσολογγίου – Αγρινίου, μέχρι της όχθης του Αχελώου ποταμού, εξ εννέα άρθρων συγκειμένη, ης το κείμενον έπεται».
Στο 4ο άρθρο του νόμου αναφέρεται επίσης: «Μετά την κατασκευήν της από Καλυβίων μέχρις Αχελώου διακλαδώσεως, η υπό του Δημοσίου σφράγισις της διά του Αχελώου μεταφερομένης ξυλείας, θα εκτελείται μόνον εις το παρά τον Αχελώον άκρον σημείον της διακλαδώσεως, της Εταιρείας υποχρεουμένης να θέση εις την διάθεσιν των αρμοδίων υπαλλήλων της Κυβερνήσεως δύο δωμάτια εν τω εκείσε ανεγερθησομένω σταθμώ. Άλλος τόπος προς σφράγισιν της ξυλείας δύναται να ορισθή μόνον τη συναινέσει της Εταιρείας».
Οι κορμοί φορτώνονταν στο τραίνο για το Κρυονέρι όπου το πλοίο «Καλυδώνα», έχοντας ράγες, έβγαζε τα βαγόνια του τραίνου στην Πάτρα. Εκεί έφταναν οι κορμοί ελάτης για να φτιαχτούν ξύλινα κιβώτια μεταφοράς της σταφίδας που ευδοκιμούσε στη βόρεια περιοχή της Πελοποννήσου.
Η Πάτρα και η «Εποχή της Σταφίδας»
1820-1920
H Πάτρα αποτέλεσε το μεγαλύτερο λιμάνι εξαγωγής σταφίδας και το μεγαλύτερο κέντρο διακίνησης του προϊόντος αυτού με αποκορύφωμα τα τέλη του 19ου αιώνα. Ενδεικτικά το 1899-1900 εξήχθησαν από το λιμάνι της Πάτρας 108.919 τόνοι και το 1900-1901, 48.201 τόνοι σταφίδα. Οι αριθμοί αυτοί σε συνδυασμό με τα οικονομικά οφέλη που έφερε το εμπόριο της σταφίδας, αποτέλεσαν την κύρια αιτία για την γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου της Πάτρας και την ταυτόχρονη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της.
Τα «Πριμαρόλια», όπως αποκαλούσαν τα καταστόλιστα φορτηγά καράβια συναγωνίζονταν ποιο θα μεταφέρει πρώτο τη σταφίδα στην Αγγλία και στη Γαλλία αλλά και σε πολλά ακόμα λιμάνια της Μεσογείου… Πολλές φορές τα πλοιάρια αυτά ήταν μεγάλα ξύλινα καΐκια…
Η πατραϊκή εφημερίδα «Νεολόγος» γράφει στις 15 Μαρτίου του 1898: «ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ Β. Δ. ΕΛΛΑΔΟΣ. Κατά την τελευταίαν εν Μεσολογγίω διαμονήν μας, μας εδόθη αφορμή, να εξετάσωμεν κατά πόσον είναι βάσιμα τα παράπονα των ξυλεμπόρων, περί των οποίων έγραφε πρότινος η «Κυριακή», εκφραζομένων, ότι η εταιρεία των Σ.Β.Δ. δεν εκπληροί τας υποχρεώσεις της εν σχέσει προς την μεταφοράν της ξυλείας των εκ του Αχελώου εις Κρυονέριον. Αι πληροφορίαι μας και αι διαβεβαιώσεις, ας εν πάση ειλικρινεία μας έδωσεν ο ευγενέστατος διευθυντής του σιδηροδρομικού τούτου τμήματος της Β.Δ. Ελλάδος κ. Πεσταρίνης δεν παρουσιάζουσι βασίμους τους ισχυρισμούς των κ. κ. ξυλεμπόρων.
Είναι αληθές ότι μέχρις ωρισμένου τινός χρονικού διαστήματος, αφ’ ης ήρξατο η χρήσις της μέχρι Καλυβίων γενομένης διακλαδώσεως της σιδηροδρομικής γραμμής, παρετηρήθησαν αίτινες ανωμαλίαι κατά την μεταφοράν της ξυλείας, αλλά βαθμηδόν και κατ’ ολίγον αι ανωμαλίαι ήρθησαν και ουδέν εκ της εταιρείας προέκυψε πρόσκομμα εις τα συμφέροντα των κ.κ. ξυλεμπόρων, ούτε ποτέ έλειψαν βαγόνια διά την μεταφοράν, ως εγράφη, εσφαλμένως βεβαίως. Η Εταιρεία μάλιστα, καθ’ α μας εβεβαίωσεν ο κ. Πεσταρίνης, επιθυμούσα να είναι πάντοτε συνεπής εις τας υποχρεώσεις της, από τούδε ήδη έχει λάβη τα μέτρα της διά την προμήθειαν ικανών έτι βαγονίων, προβλέπουσα ότι κατά το τρέχον έτος η εσοδεία της ξυλείας θα είναι μεγαλυτέρα πολύ της περυσινής.
Πλην τούτου, η εταιρεία ηγόρασεν ήδη και δεύτερον ατμόπλοιον, διά του οποίου πυκνοτέρα θα καταστή η συγκοινωνία μεταξύ Πατρών και Κρυονερίου. Το ατμόπλοιον τούτο, της αυτής με την Καλυδώνα χωρητικότητος, θα είναι ενταύθα εντός του ελευσομένου μηνός, ευθύς δ’ άμα τω κατάπλω του θα καταρτισθή και το δρομολόγιόν του.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φρονούμεν, ότι η Εταιρεία των σιδηροδρόμων της Β.Δ Ε. είναι αξία συγχαρητηρίων, ως προσπαθούσα πώς καλλίτερον να φανή συνεπής προς τας υποχρεώσεις της».
Ο Ευάγγγελος Παπαστράτος εμπορεύεται στα Καλύβια
Ο Ευάγγελος Αναστ. Παπαστράτος (1884-1973), το φθινόπωρο του 1899, δεκαπεντάχρονο ακόμη παιδί, που εργαζόταν στο εμπορικό του Παναγόπουλου, κατέβηκε στα Καλύβια και βλέπει από κοντά τη μεταφορά της ξυλείας στον Αχελώο, αλλά και τους εκατοντάδες υλοτόμους που κατέφθαναν στην περιοχή .
Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Η δουλειά και ο κόπος της» (1964) γράφει χαρακτηριστικά: «Πολύ κοντά στα Καλύβια περνά ο Αχελώος, κι εκείνη την εποχή το χωριό είχε γίνει σταθμός για τη συγκέντρωση της ξυλείας των ορεινών περιφερειών της Ευρυτανίας, απ’ όπου μετέφεραν τα ξύλα, χρησιμοποιώντας το ποτάμι. Περίπου εκατόν πενήντα ως διακόσιες χιλιάδες κορμοί από έλατα, μικρά ως πελώρια, ρίχνονταν κάθε χρόνο στον Αχελώο, από διάφορα ορεινά μέρη της Ευρυτανίας. Πολλοί ήταν ενωμένοι σε σχεδίες, που πάνω τους ταξίδευαν συνοδοί υλοτόμοι, για να παρακολουθούν τα κούτσουρα. Άλλοι πάλι κορμοί έπλεαν μόνοι τους, και για να μη σκαλώσουν στις ακροποταμιές ή σε μικρά παρακλάδια του ποταμού, από τις δύο μεριές του Αχελώου παρακολουθούσαν το κατέβασμα πεζοί συνοδοί, εφοδιασμένοι με μακριά κοντάρια, για να ελευθερώνουν τα ξύλα ή να εμποδίζουν στο δρόμο τις κλεψιές από τους χωρικούς, που δεν δίσταζαν καθόλου.
Αυτή η μεταφορά των ξύλων από τα ορεινά μέρη ως τα Καλύβια διαρκούσε δύο μήνες πάνω – κάτω, κι όταν τα βγάζανε στην ακροποταμιά, τα ξεδιάλεγαν κατά μεγέθη, χωριστά του κάθε ιδιοκτήτη, γιατί όλοι οι κορμοί είχαν από ένα διακριτικό σημάδι. Κατόπι, τους φόρτωναν στο τραίνο ως το Κρυονέρι, για την Πάτρα, όπου χρησιμοποιούσαν τα περισσότερα ξύλα για να φτιάνουν κιβώτια για τη σταφίδα.
Όταν ερχόταν ή εποχή, κι έφταναν οι ξυλοκόποι, το χωριό ευημερούσε, γιατί καμιά χιλιάδα απ’ αυτούς έμεναν τότε μερικές εβδομάδες για το ξεχώρισμα των ξύλων. ‘Όλοι τους, ύστερα από τόσους μήνες που είχαν περάσει μέσα στα δάση για να κόψουν τους κορμούς και να τους συνοδέψουν ως τα Καλύβια, έφταναν μισόγυμνοι, κι επειδή πληρώνονταν καλά, και σε όλο αυτό το διάστημα του ταξιδιού των δεν είχαν κανένα έξοδο, άμα έφταναν στο χωριό άρχιζαν να ψωνίζουν διάφορα πράματα, για τον εαυτό τους και για τις οικογένειές τους.
Απ’ αυτούς τους υλοτόμους είχα αποκτήσει αρκετή πελατεία. Εκτός από τα ρούχα που είχαμε έτοιμα στο μαγαζί, είχα και δύο «μοδίστρες» του χωριού, για όσους ήταν «τσελεπήδες» και τα ήθελαν να τους πηγαίνουν καλά στο σώμα τους – «κούπα»), όπως έλεγαν, δηλαδή να κοπούν στα μέτρα τους, και να τους έρχονται στην εντέλεια. Αυτοί όμως ήταν λίγοι. Όσο μικρός κι αν ήμουν, μου έκαναν οι περισσότεροι υλοτόμοι εντύπωση για την απλότητα και την εντιμότητά τους με τα λίγα λόγια που έλεγαν σου γεννούσαν εμπιστοσύνη. Για τούτο και σε πολλούς έδινα διάφορα πράματα βερεσέ, ωσότου πληρωθούν τους μισθούς των. Κι είναι αλήθεια πως πάντα με πλήρωναν».
Η φόρτωση της ξυλείας στη δεκαετία του ’20 σταμάτησε να γίνεται στη θέση «Ξυλεία» αλλά μέχρι το 1962-1963, οπότε ξεκίνησε η κατασκευή του πρώτου φράγματος των Κρεμαστών συνεχιζόταν το κατέβασμα των κούτσουρων από τον Αχελώο ποταμό προς τις εκβολές του προς φόρτωσή τους και παραπέρα μεταφορά τους.
Υλοτομίες στον ορεινό Βάλτο…
Σύμφωνα με μαρτυρίες δασεργατών που συγκέντρωσε ο συμπατριώτης μας Γιώργος Υφαντής, για την υλοτόμηση και μεταφορά των κορμών από την περιοχή του Βάλτου και μέσω του Αχελώου λαμβάνουμε σημαντικές πληροφορίες: «Η υλοτόμηση στο χωριό Περδικάκι (παλιά ονομασία Σακαρέτσι) έγινε σε δυο χρονικές περιόδους: η πρώτη το 1935 και η δεύτερη το 1947. Η πρώτη υλοτόμηση πραγματοποιήθηκε στη θέση «Μερούγκρο». Οι κορμοί από το σημείο κοπής φορτώνονταν σε ειδικό φορτηγό της εποχής που συναρμολογήθηκε στην περιοχή και μεταφέρονταν από δρόμο που είχε διανοιχτεί χειρωνακτικά με παραδοσιακά εργαλεία, στη θέση «Αμυγδαλιά» (Kρυφοκάλυβο). Στο σημείο αυτό ξεφορτώνονταν και επειδή η κλίση του εδάφους είναι πολύ μεγάλη (ίσως και 90%) σπρώχνονταν προς το φαράγγι του Αχελώου και έφταναν με ευκολία στο ποτάμι. Τη συνέχεια του ταξιδιού την αναλάμβανε η ροή του νερού. Οδηγός του φορτηγού οχήματος ήταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, ο Νικόλαος Καγκαράς, μετέπειτα ταξιτζής στο Αγρίνιο.
Για τις ανάγκες της υλοτόμησης που έγινε στη δεύτερη φάση, αυτή δηλαδή του 1947, διανοίχτηκε πάλι χειρωνακτικά πολύ μεγαλύτερο μήκος αυτοκινητόδρομου που άρχιζε από το οροπέδιο του Μηλογοστιού, όπου γινόταν και η κοπή και κατέληγε «στου Παππούλη τη λάκα», θέση που βρίσκεται στην είσοδο σχεδόν του χωριού. Εδώ μεταφέρονταν επί-σης με φορτηγό, που συναρμολογήθηκε επί τόπου, οι ελάτινοι κορμοί και ωθούνταν προς το φαράγγι του Αχελώου, όπου και κατέληγαν με ευκολία λόγω της κατακόρυφης σχεδόν κλίσης του εδάφους. Σε μια μάλιστα απ’ αυτές τις εκφορτώσεις συνέβη και το εξής τραγικό ατύχημα: Το φορτηγό ντελαπάρισε και σκότωσε το Θεοφάνη Γρέντζελο από το Περδικάκι, 40 περίπου χρονών τότε, που δούλευε στην υλοτόμηση. Στο φορτηγό επέβαιναν επίσης οι Περδικακιώτες Λάμπρος και Θεοφάνης Γώγολος, ο Σεραφείμ Δημοβασίλης και ο μηχανοδηγός Λάμπρος Τζάλας, που πρόλαβαν και πήδηξαν απ’ αυτό κατά τη στιγμή της ανατροπής του. Το μικρό όνομα του οδηγού ήταν Δημήτρης. Για το επίθετό του υπάρχει ασάφεια.
Οι υλοτομήσεις γίνονταν για λογαριασμό ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο της ξυλείας την εποχή εκείνη και οι οποίες, αφού εξασφάλιζαν την άδεια από τη δασική υπηρεσία, προχωρούσαν στο δύσκολο -για τα μέσα της εποχής- εγχείρημα.
Οι απαντήσεις που πήρα στο ερώτημα, αν αντίστοιχη εμπορικού χαρακτήρα υλοτομική δραστηριότητα γίνονταν και στα από κει και πάνω χωριά των Αγράφων, της Αργιθέας κ.λπ., ήταν αρνητικές, κυρίως λόγω της ορμητικότητας που είχε η ροή του Αχελώου, πράγμα που καθιστούσε δύσκολη ως ακατόρθωτη τη μεταφορά της ξυλείας.
Η ύπαρξη άλλωστε τριών τουλάχιστον πετρογέφυρων (του Κοράκου, του Αυλακίου και της Τέμπλας) δημιουργούσε επιπρόσθετο εμπόδιο στη διέλευση των κορμών. Ωστόσο μικρού χαρακτήρα μεταφορές μέσω του Αχελώου γίνονταν για τις ανάγκες μεμονωμένων κατοίκων, όταν αυτό ή-ταν αναγκαίο αλλά και για δημόσιου συμφέροντος έργα. Για παράδειγμα τα καλούπια από τη γέφυρα του Αυλακίου ποντίστηκαν στον Αχελώο για να μεταφερθούν στα Βρουβιανά όπου συμπληρώθηκαν για να κατασκευαστεί η δίδυμη γέφυρα της Τέμπλας. Οι διαδρομές όμως αυτές ήταν πολύ μικρές και σε καμιά περίπτωση δε συγκρίνονται με το μεγάλο ταξίδι που έκαναν τα κούτσουρα από το Περδικάκι ως τα Καλύβια του Αγρινίου.
Για πολλά χρόνια λοιπόν, σε μια περίοδο όπου οι μεταφορές δεν ήταν εύκολες, με απλό τρόπο και εκμεταλλευόμενοι την κίνηση του νερού έμπειροι και δεξιοτέχνες υλοτόμοι οδηγούσαν μέσω της ροής του Αχελώου τεράστιες ποσότητες τεμαχισμένων κορμών, που προέρχονταν από τις ορεινές περιοχές, ένα έργο δύσκολο και τιτάνιο.
Φωτογραφία: Ο Αχελώος
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα με click στο Posted in Μαρτυρίες