Συνέβη 26 Οκτωβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

26 Οκτωβρίου 2023

Είναι η 299η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 66 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:44 – Δύση ήλιου: 18:34
– Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 50 λεπτά
🌔  Σελήνη 12 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Δημήτριο, Δημήτρη, Μίμη, Τζίμη, Μήτσος, Ντέμη, Δήμητρα, Ντέμη, Δήμο, Γλύκωνα, Γλυκό, Λέπτινο, Λεπτίνα, Λούππο, Λούππη, Κυπαρισσία, Παρεσίνα, Παρεσσία, Παρέσια και Παρέσσα

 

Γεγονότα

 

1863 – Ιδρύεται η Ένωση Ποδοσφαίρου της Αγγλίας και τίθενται οι πρώτοι κανονισμοί του αθλήματος. Έτσι, οι Άγγλοι ξεχωρίζουν το ποδόσφαιρο από το ράγκμπι, που παίζεται πλέον ως χωριστό άθλημα. Μαζί γεννιέται και ο όρος «soccer», όπως ονομάζεται το ποδόσφαιρο στα αγγλικά. Η λέξη προέρχεται από τη σύντμηση δύο λέξεων: Social Ceremony (κοινωνική τελετή).
Στις 24 Οκτωβρίου 1857, δημιουργήθηκε επίσημα το Sheffield Football Club, το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο στον πλανήτη και ένα χρόνο αργότερα ο σύλλογος συνέταξε τους «Κανόνες του Σέφιλντ» με βάση τους οποίους θα παιζόταν το παιχνίδι. Τον Οκτώβριο του 1863 δημιουργείται η FA (αγγλική Ομοσπονδία) και οι κανόνες αυτοί αναθεωρούνται αλλά συνεχίζουν να αποτελούν τη βάση του ποδοσφαίρου.
Στις 20 Ιουλίου 1871, στα γραφεία της εφημερίδας «The Sportsman» , ο γραμματέας της FA, Τσάρλς Άλκοκ, πρότεινε την δημιουργία μιας διοργάνωσης στην οποία θα συμμετείχαν όλοι οι σύλλογοι που ανήκαν στην Ένωση και πράγματι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους διεξάγεται για πρώτη φορά το Κύπελλο Αγγλίας, ο αρχαιότερος ποδοσφαιρικός θεσμός, το οποίο εκείνη τη χρονιά κατέκτησαν οι Wanderers.
Την επόμενη χρονιά θα δώσει τον πρώτο της επίσημο αγώνα και η εθνική ομάδα της Αγγλίας κόντρα σε αυτή της Σκωτίας στη Γλασκώβη, σε ένα ματς που τελείωσε ισόπαλο 0-0.
Μέχρι το 1885, η FA απαγόρευε ρητά τον επαγγελματικό χαρακτήρα των ομάδων ωστόσο πολλοί σύλλογοι παραβίαζαν αυτούς τους κανόνες και πλήρωναν κανονικά επαγγελματίες ποδοσφαιριστές για να αυξήσουν τη δυναμική τους με αποτέλεσμα να έρχονται σε σύγκρουση με τις ομάδες που ήταν νομοταγείς.
Όλα αυτά άλλαξαν όταν η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας επέτρεψε τελικά τον επαγγελματισμό των ομάδων, ωστόσο το πρωτάθλημα παρέμενε ερασιτεχνικό με τους συλλόγους να διοργανώνουν από μόνοι τους αγώνες.
Ο Γουίλιαμ ΜακΓκρέγκορ, αναγνώρισε ότι το ποδόσφαιρο στο «Νησί» είχε επείγουσα ανάγκη για ένα οργανωμένο σύστημα συνεχών αγώνων με τη συμμετοχή των κορυφαίων συλλόγων της Ενωσης. Έτσι πήρε την πρωτοβουλία και έγραψε σε μερικούς από τους συλλόγους παρουσιάζοντάς τους την ιδέα του για την δημιουργία μιας «ποδοσφαιρικής Λίγκας» στα πρότυπα του πρώιμου αμερικανικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου κολεγίων, που δημοσιοποιήθηκε στα αγγλικά μέσα ενημέρωσης το 1887.
Για ένα χρόνο ο ΜακΓκρέγκορ προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες συνθήκες για να οργανωθεί ένα τέτοιο πρωτάθλημα. Οι ομάδες δεν επιλέχθηκαν τυχαία καθώς ο Σκωτσέζος παράγοντας είχε βάλει ως βασικό όρο συμμετοχής στο πρωτάθλημα το να διαθέτει η δικό της γήπεδο. Επίσης, η επιλογή είχε και γεωγραφικά κριτήρια καθώς προτιμήθηκαν σύλλογοι μόνο από τη Βορειοδυτική Αγγλία και τα Μίντλαντς.
Οι δώδεκα σύλλογοι που πληρούσαν τις προϋποθέσεις και υπέγραψαν την ιστορική συμφωνία ήταν οι Άστον Βίλα, Μπλάκμπερν, Μπόλτον, Πρέστον, Γουέστ Μπρόμιτς Άλμπιον, Μπέρνλι,Έβερτον, Ντέρμπι, Νοτς Κάουντι, Γουλβς, Στόουκ και η Άκρινγκτον Στάνλεϊ. Η συνάντηση της 17ης Απριλίου 1888 στο Μάντσεστερ, οριστικοποίησε την δημιουργία του πρωταθλήματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Football League συμφώνησε επίσης και στο σύστημα βαθμολογίας όπου θα δίνονταν δύο πόντοι για κάθε νίκη, ένας βαθμός για κάθε ισοπαλία και κανένας σε περίπτωση ήττας. Αυτό το σύστημα θα ίσχυε για σχεδόν έναν αιώνα και θα χρησιμοποιούταν παγκοσμίως. Το 1981 οι Άγγλοι, μετά από προτροπή του Τζίμι Χιλ, άλλαξαν τον τρόπο βαθμολογίας στη σημερινή μορφή του και φυσικά όλοι τους ακολούθησαν ξανά.

 

 

1880 – Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος αναλαμβάνει Πρωθυπουργός της Ελλάδας για 10η φορά (ρεκόρ στην ελληνική πολιτική ιστορία). Το 1850 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας, (τότε Μεσσήνης). Από τότε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής, 4 φορές επί Όθωνα (1850-1860) και επί Βασιλέως Γεωργίου Α΄ συνεχώς μέχρι τον θάνατό του, με μια μικρή μόλις 14μηνη διακοπή (1868-1869). Από την αρχή της πολιτικής του δράσης διακρίθηκε για τη ρητορεία του κυρίως ως μετριοπαθής. Οι δε πολιτικές του αγορεύσεις, ιδίως περί την οικονομία και τη διοίκηση του κράτους, του καθιέρωσαν σχετική φήμη. Όταν το τότε λεγόμενο Υπουργείο (Κυβέρνηση) Κατοχής του Μαυροκορδάτου αναγκάσθηκε να παραιτηθεί (1855), ο Κουμουνδούρος ανέλαβε επί κυβερνήσεως Βούλγαρη το Υπουργείο Οικονομικών (2 Ιουλίου 1856). Στη μετέπειτα κυβέρνηση του Μιαούλη (13 Νοεμβρίου του 1857) ο Κουμουνδούρος συνέχισε ως υπουργός των Οικονομικών και στην κυβέρνηση Βούλγαρη τα υπουργεία κατά σειρά Δικαιοσύνης (1862), Παιδείας και Εκκλησιαστικών (1864) και Εσωτερικών (1864-1865,1877), και για τρεις θητείες υπουργός των εξωτερικών ενώ χρημάτισε και δύο φορές πρόεδρος της Βουλής (1855).
Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη. Το 1865 ίδρυσε το Εθνικό Κόμμα (ή Εθνικοφρόνων).
Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο όμως κατάφερε να το ξεπεράσει με επιτυχία αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του θεωρείται η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα) αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος φρόντισε για τη διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων. Φρόντισε με νόμους τη ρύθμιση της φορολογίας ενώ με τα κατάλληλα μέτρα κατάφερε να περιορίσει τη ληστεία, (νόμος ΤΟΔ΄ 1871, «Περί ληστείας», καθώς ήταν η εποχή που είχε συμβεί η σφαγή στο Δήλεσι, καθώς και η απαγωγή του πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Σωτήριου Σωτηρόπουλου από τον Λήσταρχο Λαφαζάνη στα Φιλιατρά Μεσσηνίας.
Σημαντικός ήταν και ο νόμος ΦΠΣΤ΄, «περί ευθύνης υπουργών», με τον οποίο αμέσως παραπέμφθηκαν σε ειδικό δικαστήριο όλοι οι συνεργάτες του υπουργείου του Δημητρίου Βούλγαρη (1877) με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής. Επίσης μερικά από τα σημαντικά μέτρα που έλαβε ήταν η ανακατανομή 2.650.000 στρεμμάτων γης καθώς και η αμνηστία που έδωσε σε 100 ληστές με σκοπό να πολεμήσουν στην Κρήτη.

 

 

1912 – Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη απ’ τους Οθωμανούς. Την ίδια μέρα οι Σέρβοι καταλαμβάνουν τα Σκόπια.
Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στις 26 και 27 Οκτωβρίου 1912 με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη έπειτα από τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στα Γιαννιτσά και στο Σαραντάπορο. 20 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις υπό των εντολών του Βασιλιά Κωνσταντίνου, κατευθυνόταν στην Βόρεια Ήπειρο, προς απελευθέρωση αυτής. Μετά απο έντονη διαφωνία όμως του Ελευθέριου Βενιζέλου με τον Βασιλιά, επικράτησε η διαταγή του Πρωθυπουργού και τα Ελληνικά στρατεύματα οδηγήθηκαν προς απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ωστε να προλάβουν την επέλαση των Βουλγάρων, οι οποίοι ενδιαφερόταν να καταλάβουν την πόλη και να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο. Μετά απο τις προαναφερόμενες μάχες τα Ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε θριαμβευτική είσοδο στην Θεσσαλονίκη. Ο Οθωμανός στρατηγός της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταχσίν Πασάς, παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες, άνευ όρων και μαζί με 25.000 αιχμαλώτους, με συμφωνία που υπεγράφη στο χωριό Τοψίν (σημερινή Γέφυρα Θεσσαλονίκης).
Με αφορμή το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, με τις βαλκανικές χώρες να στρέφονται εναντίον των Οθωμανών, οι χώρες ξεκίνησαν την επεκτατική πορεία. Οι Έλληνες αφού κατάφεραν να προσαρτήσουν μεγάλο μέρος της Μακεδονίας προσέγγισαν την Θεσσαλονίκη. Τα ελληνικά στρατεύματα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας πήραν εντολή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ να κινηθούν ταχύτατα προς την Θεσσαλονίκη πριν φτάσουν οι Βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις, γιατί τότε η Μακεδονία αποτελούσε σημείο σύγκρουσης Ελλήνων και Βουλγάρων για την κυριαρχία στην περιοχή. Τα στρατεύματα της Θεσσαλίας, με εντολή του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ κινήθηκαν βορειότερα και έπειτα από την Μάχη των Γιαννιτσών έφτασαν έξω από την Θεσσαλονίκη, ενώ τα στρατεύματα της Μακεδονίας κατευθύνθηκαν νοτιότερα, με εντολή του Ελευθερίου Βενιζέλου και ύστερα από την Μάχη του Σαρανταπόρου έφτασαν και αυτοί στην Θεσσαλονίκη[ασαφές]. Οι τουρκικές δυνάμεις μετά από την ήττα στο Σαραντάπορο, κατευθύνθηκαν στα Γιαννιτσά δίνοντας αμυντική μάχη για να ανακόψουν την ελληνική πορεία προς την Θεσσαλονίκη, όμως ο ελληνικός στρατός νίκησε την μάχη και προωθήθηκε στην πόλη. Στις 25 Οκτωβρίου 1912, τα ελληνικά στρατεύματα περικύκλωσαν την Θεσσαλονίκη. Στις 26 και 27 Οκτωβρίου 1912, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς αναγκάστηκε να υπογράψει το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, άνευ όρων και έδωσε 25.000 αιχμαλώτους. Η επικράτεια των Ελλήνων στην Μακεδονία ήταν αιτία που ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος γιατί οι Βούλγαροι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα εδάφη που κατέλαβαν.

 

 

1930 – Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέπτεται την Άγκυρα, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή ειρήνης και φιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Δεν λείπουν, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες των προσφύγων.
Με τη φράση «χος γκέλντινιζ» (καλώς ορίσατε) να επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές γραφές και προσφωνήσεις για τον έλληνα πρωθυπουργό και τη συνοδεία του, σε ατμόσφαιρα εξαιρετικής λαμπρότητας και εγκαρδιότητας, το πολεμικό καταδρομικό «Ελλη» που είχε ξεκινήσει από το Πέραμα στις 25 Οκτωβρίου 1930 για την Κωνσταντινούπολη γινόταν δεκτό με απόδοση τιμών στην ακτή του Χαϊδάρ Πασά, ένα προάστιο της Βασιλεύουσας επί της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου, νοτίως του Σκούταρι. Ηταν ένα όμορφο, ζεστό σχετικά, απόγευμα. Οι τρεις ανώτεροι διπλωματικοί υπάλληλοι που συνόδευαν τον πρωθυπουργό και τον έλληνα ΥΠΕΞ Α. Μιχαλακόπουλο με κόπο συμμερίζονταν την αισιοδοξία της πολιτικής ηγεσίας της χώρας τους. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, ατένιζε με αισιοδοξία την ακτή.
Για την επιτυχία εκείνης της επίσκεψης, η οποία κατέληξε στη συνομολόγηση μιας σειράς διμερών συμφωνιών, δηλωτική της ελεύθερης και ανεξάρτητης βουλήσεως των δύο λαών να χαράξουν από κοινού την οδό της φιλίας και της συνεργασίας, ο ίδιος ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος πλέον στην αντιπολίτευση, τρία χρόνια αργότερα, το 1933, θα ομολογούσε, παρουσία του έλληνα πρεσβευτή στην Αγκυρα Σπ. Πολυχρονιάδη, στον τούρκο ομόλογό του σε δεξίωση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα: «Αι συμφωνίαι αύται είναι το μεγαλύτερον πολιτικόν έργον το οποίον θα αφήσω μετά τον θάνατόν μου». Μάλιστα, γράφοντας στη σύζυγό του Ελενα Βενιζέλου, την επομένη κιόλας των εκλογών, έχοντας ήδη ενώπιόν του το πρόγραμμα της εξωτερικής πολιτικής, με κυρίαρχη την ελληνοτουρκική προσέγγιση, εκμυστηρευόταν: «Τώρα,ο Θεός βοηθός! Αν η υγεία μου δεν με προδώσει, πιστεύω πραγματικώς ότι εις μίαν τετραετίαν η Ελλάς ημπορεί να γίνη αγνώριστη» (30 Ιουλίου 1928).

 

 

1931 – Κορυφώνονται οι συγκρούσεις στη Λευκωσία μεταξύ των Κυπρίων και των αγγλικών δυνάμεων κατοχής. 17 νεκροί και πολλοί τραυματίες. (Οκτωβριανή Εξέγερση).
Με τον όρο Οκτωβριανά αναφέρεται η εξέγερση που έγινε τον Οκτώβριο του 1931 στην Κύπρο κατά του αποικιακού καθεστώτος. Από το 1925 η Κύπρος ήταν επίσημα αποικία του Βρετανικού στέμματος, έως τότε τελούσε υπό καθεστώς ενοικίασης της νήσου από τους Τούρκους η οποία αδυνατούσε να πληρώσει δάνειο από την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου. Τη εξουσία είχε ο κυβερνήτης και το νομοθετικό συμβούλιο οι αποφάσεις του οποίου μπορούσαν να ανατραπούν με βασιλικό διάταγμα, ταυτόχρονα ο Κυπριακός Ελληνισμός ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα.
Το αποικιακό καθεστώς είχε επιβάλει βαριά φορολογία και ο λαός ζούσε υπό οικονομική ανέχεια. Το 1931 ο κυβερνήτης Ρόναλντ Στορς προσπάθησε να επιβάλει την πολιτική του με νέους φόρους αλλά το νομοθετικό συμβούλιο δεν την ενέκρινε κάτι που κατάφερε με βασιλικό διάταγμα. Οι ενέργειες του και παρά τις προσπάθειες του να καταλαγιάσει την ένταση προκάλεσαν μεγάλες διαδηλώσεις έξω από το κυβερνείο πρωτόγνωρες για τη Κύπρο. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αποφασίζει να επιβάλει νέους φόρους αλλά με την ψήφο του μέλους του νομοθετικού συμβουλίου Τούρκου Νεγιατί Μπέη δεν εγκρίνονται, ωστόσο με διάταγμα παρακάμπτει την απόφαση του συμβουλίου. Ακολουθεί παραίτηση του Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά, μέλος του συμβουλίου, ο οποίος στις 18 Οκτωβρίου με λόγο του που αναγνώστηκε σε όλους τους ναούς ζητάει από τον Κυπριακό λαό τη συμφιλίωση και ένωση για τον κοινό σκοπό, την ένωση με την Ελλάδα.
Στις 21 Οκτωβρίου παραιτούνται και οι υπόλοιποι Έλληνες βουλευτές σε κοινή απόφαση που έλαβαν σε εκδήλωση της Εμπορικής λέσχης Λευκωσίας. Μετά το τέλος της εκδήλωσης ξεκίνησε πορεία διαμαρτυρίας προς το κυβερνείο παρά τις παραινέσεις των βουλευτών να διαλυθούν ησύχως. Η πορεία έφτασε ειρηνικά στο κυβερνείο, εκεί από άγνωστη αιτία άρχισε ο λιθοβολισμός του κτιρίου. Στον χώρο κατέφθασαν αστυνομικές δυνάμεις που προσπάθησαν να διαλύσουν τους διαδηλωτές ανεπιτυχώς και δέχτηκαν και αυτοί λιθοβολισμό ενώ οι διαδηλωτές έκαψαν και τρία οχήματα που μετέφεραν τους αστυνομικούς. Κάποιοι διαδηλωτές άναψαν ραβδιά και πετώντας τα στα παράθυρα του κυβερνείου το πυρπόλησαν. Η αστυνομία έβαλλε με πραγματικά πυρά κατά του πλήθους καταφέρνοντας να διαλύσει την πορεία, από τα πυρά τους σκοτώθηκε ένας 15χρονος. Την επόμενη μέρα ελήφθησαν αυστηρά μέτρα ασφαλείας με απαγόρευση κυκλοφορίας, λογοκρισία στα έντυπα ενώ στις 23 Οκτωβρίου κατέφθασαν 4 πλοία με Βρετανούς στρατιώτες. Τις επόμενες μέρες συνελήφθησαν και αργότερα εξορίστηκαν ως υπαίτιοι της εξέγερσης, ο μητροπολίτης Νικόδημος και άλλοι 5 Κύπριοι, μεταξύ των οποίων και οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1795 – Νικόλαος (Χαλκιόπουλος) Μάντζαρος. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εύπορη οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων της νήσου, που ιδιοκτησιακά της στοιχεία βρίσκονται σε έγγραφα από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο πατέρας του, Ιάκωβος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ήταν έγκριτος νομικός με τίτλους σπουδών από την Ιταλία και ήταν ιππότης που αργότερα προάχθηκε και σε ταξίαρχος του τάγματος των ιπποτών. Η μητέρα του, Ρεγγίνα Τουρίνη, ποιήτρια και μουσικός, προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, τους Ζάρα (λίμνη της Δαλματίας)[6]. Λόγω της ευγενικής και πλούσιας καταγωγής του, ο Μάντζαρος πήρε κληρονομικά τον τίτλο του ιππότη. Το πνευματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ξεχωριστό ταλέντο του Νικολάου.
Πράγματι, σε ηλικία 8 ετών έδειξε φλογερό ενδιαφέρον για τη μουσική και από τη μητέρα του πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και θεωρίας. Σε ηλικία 12 ετών συνέχισε τα μαθήματα πιάνου με το μουσικοδιδάσκαλο Ιερώνυμο Πογιάγο και 14 ετών με τον Στέφανο Πογιάγο, αδελφό του πρώτου, άρχισε μαθήματα βιολιού. Δάσκαλός του υπήρξε επίσης ο καταγόμενος από την Ανκόνα Στέφανο Μορέττι (θεωρητικά). Σε ηλικία 15 ετών ο Μάντζαρος είχε την εξαιρετική τύχη να έχει δάσκαλο τον επιφανή θεωρητικό της μουσικής, τον Ιταλό Μπαρμπάτι, ο οποίος εθεωρείτο από τους φημισμένους μουσικοδιδάσκαλους της Ευρώπης. Από αυτόν ο Μάντζαρος διδάχτηκε συστηματικά για τρία χρόνια αρμονία, αντίστιξη και φούγκα, καθώς επίσης σύνθεση, οργανογνωσία και ενορχήστρωση.
Το 1813, σε ηλικία μόλις 18 χρονών, παντρεύτηκε τη Μαριάννα, μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Μερκαντάντε Ιουστινιάνη, της αριστοκρατικής οικογένειας των Κομνηνών Ιουστινιανών, και απέκτησαν μαζί τρεις κόρες και δύο γιους. Οι ευθύνες του γάμου δεν εμπόδισαν τον συνθέτη να εξακολουθεί εντατικά τη μελέτη του στη μουσική και συγχρόνως να παραδίδει μαθήματα δωρεάν στους συμπατριώτες του, πράγμα που εξακολούθησε να κάνει μέχρι το τέλος της ζωής του γιατί πίστευε βαθιά πως είχε καθήκον να ανυψώσει το μουσικό επίπεδο των Ελλήνων. Στη γενέθλια πόλη του παρουσίασε και τα πρώτα του έργα ήδη από το 1815. Από το 1819 συνέχισε τις μουσικές ενασχολήσεις του στην Ιταλία (την οποία επισκεπτόταν κατά διαστήματα), όπου συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Βασιλικού Ωδείου της Νάπολης και τον περίφημο διευθυντή του Νικολό Αντόνιο Τσινγκαρέλι. Ο Τσινγκαρέλι, μεγάλος δάσκαλος και των Τζοακίνο Ροσσίνι, Βιντσέντζο Μπελίνι, Σαβέριο Μερκαντάντε, εκτίμησε την αφοσίωσή του στη γνήσια ιταλική μουσική σχολή, τον ζήλο του και την ευγένεια της ψυχής του. Επέμενε να τον κρατήσει κοντά του δηλώνοντας δημοσίως ότι ο Μάντζαρος ήταν σε θέση να διδάξει όλους τους δασκάλους της Νάπολης. Το περιβάλλον του ωδείου και η συναναστροφή με σπουδαίους μουσικοδιδασκάλους και συνθέτες σφράγισαν την τέχνη του Μάντζαρου, ο οποίος επέστρεψε οριστικά στην Κέρκυρα το 1826, χωρίς ποτέ να λησμονήσει τους δεσμούς του με τη Νάπολη.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της συχνής αλληλογραφίας του συνθέτη με τον Τσινγκαρέλι και η επιθυμία του δεύτερου (την οποία εκφράζει με επιστολή του το 1885) να του εμπιστευθεί μετά τον θάνατό του τη διεύθυνση του ωδείου της Νάπολης. Τιμή μεγάλη, την οποία αρνήθηκε ο Μάντζαρος ευγενικά γιατί είχε αποφασίσει να ζήσει ανεξάρτητος στην Κέρκυρα και να μορφώσει μουσικά την ελληνική νεολαία.
Για να το επιτύχει αυτό, έδινε δωρεάν μαθήματα θεωρίας και μουσικής και ίδρυσε την Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας το 1840 της οποίας έγινε και ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής. Χάρη σ’ αυτές τις εκπαιδευτικές ενέργειες του Μάντζαρου, πολλοί Επτανήσιοι μορφώθηκαν μουσικά και δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών, μεταξύ αυτών και ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Παύλος Καρρέρ και ο Φραγκίσκος Δομενιγίνης. Γι’ αυτό ο Μάντζαρος θεωρείται και ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής. Στον χαρακτήρα ήταν ανεξίκακος, γενναιόδωρος, ευγενικός και μετριόφρων. Ήταν πολύ δημοφιλής. Λόγω του έργου του και της κοινωνικής του θέσης, πολλοί Ιταλοί συνθέτες αλλά και Έλληνες ποιητές συνήθιζαν να παρευρίσκονται και να μιλάνε μαζί του, καθώς είχε και στενή σχέση φιλίας με τον Διονύσιο Σολωμό. Αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες ζητούσαν την κριτική του. Ο Μάντζαρος εκτός από την άριστη μουσική του κατάρτιση γνώριζε φιλοσοφία, ιστορία, φυσικομαθηματικά και φιλολογία. Μιλούσε πολλές γλώσσες και ασχολήθηκε στη νεότητά του και με τη μουσικοκριτική δημοσιεύοντας ανώνυμα σε πολλά ιταλικά περιοδικά. Ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό και αυτοχαρακτηριζόταν “ερασιτέχνης” (αυτός είναι και από τους λόγους που δεν δεχόταν χρήματα για τις υπηρεσίες του).
“Ευγενής στους τρόπους, ευχάριστος στας συναναστροφάς”, ο Μάντζαρος ήταν αληθινός αριστοκράτης, ωστόσο είχε πολύ απλή συμπεριφορά. Ήταν ψηλός και φορούσε πάντοτε σκούρα και σοβαρά ρούχα. Όταν έγραφε, μελοποιούσε ή δίδασκε, στεκόταν πάντοτε όρθιος, γι’ αυτό είχε ψηλό γραφείο. Αγαπούσε την τάξη και ήταν υπερβολικά ιδιόρρυθμος. Η τέχνη ήταν γι’ αυτόν το παν. Ήταν καλός και στοργικός πατέρας και στους φίλους του ευεργετικός.
Δυστυχώς, την 29η Μαρτίου του 1872, ο Μάντζαρος έπεσε σε κώμα κατά τη διάρκεια μαθήματος και τελικά πέθανε στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους. Πέθανε τελείως φτωχός καθώς δίδασκε δωρεάν ακόμα και την εποχή που βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια.

 

 

1879 – Λέων Μπρονστάιν, γνωστότερος ως Τρότσκι. Ο Λεβ (Λέων) Νταβίντοβιτς Τρότσκι (ρωσικά: Лев Давидович Троцкий‎, γεννηθείς Μπρονστέιν (ρωσικά: Бронштейн‎), 7 Νοεμβρίου 1879, Γιάνοβκα, Ρωσική Αυτοκρατορία – 21 Αυγούστου 1940, Κογιοακάν, Μεξικό) ήταν Ρώσος επαναστάτης, κομμουνιστής, συγγραφέας, Μενσεβίκος και αργότερα Μπολσεβίκος σοβιετικός πολιτικός, θεωρητικός του Μαρξισμού, ιδρυτής της 4ης Διεθνούς (Παρίσι 1938) και θεμελιωτής του μαρξιστικού ρεύματος που έμεινε γνωστό με το όνομα του, του τροτσκισμού.
Το 1917 διετέλεσε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης (την περίοδο 20 Σεπτέμβρη 1917 — 26 Δεκέμβρη 1917). Ένας από τους διοργανωτές της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 και ένας από τους ιδρυτές του Κόκκινου Στρατού. Αποτέλεσε ένας από τους ιδρυτές και ιδεολόγους της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλος της Εκτελεστικής της Επιτροπής. Διετέλεσε Λαϊκός Επίτροπος των Εξωτερικών Υποθέσεων στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση 9 Νοέμβρη 1917 — 13 Μάρτη 1918 και στη συνέχεια το 1918-1925 Λαϊκός Επίτροπος των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων και Πρόεδρος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της RSFSR και στη συνέχεια της ΕΣΣΔ. Από το 1923 – αντιτάχθηκε στη γραφειοκρατικοποίηση του Σοβιετικού Κράτους και ηγήθηκε της Αριστερής Αντιπολίτευσης του κόμματος. Μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ την περίοδο 1919-1926. Το 1927 απομακρύνθηκε από όλες τις θέσεις και στάλθηκε στην εξορία. Το 1929 απελάθηκε από την ΕΣΣΔ ενώ το 1932, στερήθηκε τη σοβιετική υπηκοότητα.
Μετά την απέλαση από την ΕΣΣΔ – υπήρξε ο δημιουργός και επικεφαλής θεωρητικός της Τέταρτης Διεθνούς (1938). Συγγραφέας έργων για την ιστορία του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία («Η Επανάστασή μας», «Προδομένη Επανάσταση»), δημιουργός κεφαλαιώδους σημασίας ιστορικών έργων για την επανάσταση του 1917 («Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»), άρθρα κριτικής για τη λογοτεχνία και την τέχνη («Λογοτεχνία και Επανάσταση») και την αυτοβιογραφία “Η ζωή μου” (1930). Στις 20 Αυγούστου 1940, τραυματίστηκε θανάσιμα από τον πράκτορα του NKVD Ραμόν Μερκαντέρ στο Κογιοακάν του Μεξικού όπου και κατέληξε την επόμενη μέρα.

 

 

1916 – Φρανσουά Μιτεράν. Ο Μιτεράν γεννήθηκε στην πόλη Ζαρνάκ (Jarnac) της περιφέρειας Σαράντ (Charente). Ο πατέρας του ήταν αρχικά πράκτορας της Εταιρίας Σιδηροδρόμων «Παρίσι-Ορλεάνη» και στη συνέχεια έγινε παρασκευαστής όξους και πρόεδρος της γαλλικής συνομοσπονδίας οξοποιών. Είχε τρεις αδελφούς και τέσσερεις αδελφές. Ο Φρανσουά φοίτησε αρχικά στο Κολλέγιο του Αγίου Παύλου στο Ανγκουλέμ και στη συνέχεια σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, από το οποίο αποφοίτησε το 1937. Τα δύο επόμενα χρόνια (1937-39) εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, κατατασσόμενος στο Πεζικό των αποικιών. Το 1938 σχετίζεται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον Εβραίο και Σοσιαλιστή Ζωρζ Νταγιάν (Georges Dayan), τον οποίο διασώζει από αντισημιτική επίθεση της ακροδεξιάς εθνικιστικής οργάνωσης Action Francaise.
Το 1939 ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Νομική στο Παρίσι και με την αναμενόμενη εμπλοκή της Γαλλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καλείται εκ νέου υπό τα όπλα και αποστέλλεται στη Γραμμή Μαζινό ως υπαξιωματικός, κοντά στο Μονμεντύ. To 1940 τραυματίστηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει (1941)[1]. Επιστρέφοντας στη Γαλλία αρραβωνιάστηκε τη Μαρί-Λουίζ Τεράς (Marie-Louise Terrasse), με την οποία χώρισε το 1942. Έλαβε ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Ονομάσθηκε από το Στρατηγό ντε Γκωλ Γενικός Γραμματέας για τους Αιχμαλώτους Πολέμου και με την ιδιότητα αυτή έλαβε ενεργό μέρος στο Πρώτο Συμβούλιο της Προσωρινής Κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκε στο ελεύθερο πλέον Παρίσι στις 17 Αυγούστου 1944.

 

 

Θάνατοι

 

 

1822 – Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης. Ο Μαχμούτ Αλή Πασάς Δράμαλης (1770 – 26 Οκτωβρίου 1822) ήταν Οθωμανός Αλβανικής καταγωγής αρχιστράτηγος, επικεφαλής μεγάλης τουρκικής στρατιάς που στάλθηκε το 1822 στην Πελοπόννησο προκειμένου να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Τελικά η εκστρατεία του απέτυχε και ο στρατός του υπέστη μεγάλη πανωλεθρία στη Μάχη των Δερβενακίων.
Γεννήθηκε το 1770 στην Δράμα, γεγονός στο οποίο όφειλε την προσωνυμία του Δράμαλης. Συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες στα Βαλκάνια όπου και διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Το 1808 διαδέχτηκε τον πατέρα του Χαλίλ Μεχμέτ στην τοπαρχία της Δράμας. Το 1820 διορίστηκε διοικητής της Λάρισας. Τον ίδιο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Χουρσίτ Πασά στην εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον επόμενο χρόνο αντιμετώπισε με επιτυχία τις εξεγέρσεις των Ελλήνων στα Άγραφα και το Πήλιο. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά ανακηρύχτηκε «Μόρα βαλεσή», δηλαδή διοικητής του Μωριά (Πελοποννήσου), αντικαθιστώντας τον Χουρσίτ Πασά που είχε πέσει στην δυσμένεια του Σουλτάνου. Με αυτή του την ιδιότητα το καλοκαίρι του 1822 ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο.
Ο Δράμαλης επικεφαλής μιας στρατιάς 30.000 περίπου ανδρών έφτασε την 1η Ιουλίου του 1822 στη Θήβα και την πυρπόλησε. Στην συνέχεια καταλαμβάνει διαδοχικά την Αττική, την Κόρινθο και στις 12 Ιουλίου φτάνει στο Άργος. Εκεί συναντά την πεισματική αντίσταση 700 Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη που βρίσκονται κλεισμένοι στην ακρόπολη του Άργους. Όσο οι Τούρκοι πολιορκούσαν την ακρόπολη, με διαταγή του Κολοκοτρώνη, καίγονται τα σπαρτά της πεδιάδας του Άργους και μολύνονται οι πηγές προκειμένου να λιμοκτονήσει ο τουρκικός στρατός[2]. Όταν οι τροφές εξαντλούνται, ο Δράμαλης αποφασίζει να επιστρέψει στην Κόρινθο περνώντας από τα Δερβενάκια. Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι επιχειρούν να περάσουν από τα στενά των Δερβενακίων αλλά κατατροπώνονται από τους Έλληνες που έχουν καταλάβει τους γύρω λόφους και οπισθοχωρούν. Δύο μέρες αργότερα επιχεἰρησαν να διαφύγουν από τα στενά του Αγιονορίου αλλά και εκεί υπέστησαν πανωλεθρία. Ο ίδιος ο Δράμαλης κατάφερε τελικά να φτάσει στην Κόρινθο αλλά η εκστρατεία στην Πελοπόννησο ήταν καταστροφική. Από τους 30.000 περίπου άνδρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, έφτασαν στην Κόρινθο μόνο 6.000. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο από τη λύπη του για τη μεγάλη καταστροφή του στρατού του, σε ηλικία 52 ετών. Στην πραγματικότητα ο θάνατός του φαίνεται να προκλήθηκε από τον τύφο που εκείνη την περίοδο μάστιζε το στράτευμά του.

 

 

1957 – Νίκος Καζαντζάκης. Μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός. Ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τεράστιο σε όγκο, αλλά και σε εύρος έργο.
Κέρδισε παγκόσμια φήμη μεταθανάτια από τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη τού μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» από τον Μιχάλη Κακογιάννη το 1964.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος έλληνας συγγραφέας.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Μιχάλης, ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από τους Βαρβάρους, όπου σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Καζαντζάκη. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην γενέτειρά του και τη Νάξο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1902 για να σπουδάσει νομικά.
Το 1906 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με το δοκίμιο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο». Το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα, παρακολούθησε τις διαλέξεις του υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν και μελέτησε το έργο του Νίτσε. Και οι δύο αυτοί φιλόσοφοι άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω του.
Το 1907 ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον τεκτονισμό. Το 1909, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Κερδίζει το ψωμί του από τις μεταφράσεις και συζεί με τη συμπατριώτισσά του διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου. Συμμετέχει στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής.
Μέσω του σωματείου αυτού συνδέθηκε φιλικά το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπερξόν. Με τον Σικελιανό ονειρεύονται τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας.
Τον Οκτώβριο του 1916 πραγματοποιεί το πρώτο του επιχειρηματικό βήμα. Ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το Άγιο Όρος. Τον επόμενο χρόνο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο και προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες αυτές θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ’ έναν πρωτόγονο λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά είναι η προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής». Το 1918 γνωρίζει και συνδέεται αισθηματικά με την Έλλη Λαμπρίδου.
Από τα νεανικά του χρόνιαν ο νους του Καζαντζάκη είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά, μια αγωνία μεταφυσική και υπαρξιακή, όπως τονίζουν οι μελετητές του έργου του. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν τον άπιστο αυτό νιτσεϊστή. Ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού –«αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ’ ένα γράμμα του– τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του.
Σε ένα διάλειμμα της συγγραφικής δραστηριότητας του Καζαντζάκη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διορίζει το 1919 Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, έχοντας ως αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες αυτές αξιοποιούνται πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», με θέμα την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού, σ’ ένα ελληνικό χωριό της Ανατολής. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη, ξεκινώντας τη δική του Οδύσσεια σε όλο τον κόσμο.
Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τον Βουδισμό. Επισκέφτηκε, ακόμα, τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Στο Βερολίνο, ο Καζαντζάκης μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες κι έγινε θαυμαστής του Λένιν. Ποτέ, όμως, δεν έγινε πιστός κομουνιστής. Την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά του ιδεώδη αντικαταστάθηκαν από μια πιο διεθνιστική ιδεολογία.
Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε, επίσης, αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο και στην Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων «Ελεύθερος Λόγος» και «Καθημερινή». Το 1924 γνώρισε την Ελένη Σαμίου και το 1926 χώρισε τη γυναίκα του Γαλάτεια.
Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα, με σκοπό την ολοκλήρωση του πιο φιλόδοξου έργου του, της «Οδύσσειας». Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου («Ταξιδεύοντας») , ενώ το περιοδικό του Δημήτρη Γληνού «Αναγέννηση» δημοσίευσε το φιλοσοφικό του έργο «Ασκητική», ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Καζαντζάκη, στο οποίο εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του. Ο ίδιος θεωρούσε την «Ασκητική» ως το σπόρο για όλο το κατοπινό έργο του.
Στις 11 Ιανουαρίου 1928 μιλά στην Αθήνα με θέμα τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τον φίλο του συγγραφέα Παναίτ Ιστράτι, εξυμνώντας το σοβιετικό μοντέλο. Για την οργάνωση αυτής της ομιλίας στο θέατρο «Αλάμπρα», η οποία κατέληξε σε μία ανοιχτή διαδήλωση, τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γληνός διώχθηκαν δικαστικά, ωστόσο η δίκη τους τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ο δε Ιστράτι απειλήθηκε με απέλαση. Tον Aπρίλιο, ο Kαζαντζάκης ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση.
Το Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα της Tσεχοσλοβακίας, όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά, τα μυθιστορήματα «Toda-Raba» και «Kapetan Elia», προάγγελο του «Καπετάν Μιχάλη». Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος «Toda-Raba» κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.
Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός Γαλλοελληνικού λεξικού για βιοποριστικούς λόγους. Μετέφρασε, ακόμα, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη κι έγραψε ένα μέρος των ωδών που αργότερα ενσωματώθηκαν στις «Τερτσίνες» (1960). Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Kίνα, εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα, ενώ ως απεσταλμένος της «Καθημερινής» κάλυψε τον Ισπανικό Εμφύλιο (1936).
Το 1938 ολοκλήρωσε την «Οδύσσεια», ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της ομηρικής «Οδύσσειας», αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν από την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Το ποίημα ξεκινά από την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και αποτελεί μια νέα περιπλάνηση του ανικανοποίητου ήρωα, που προσπαθεί να κατακτήσει την «πλέρια λευτεριά». Ο Καζαντζάκης θέλησε να γράψει το έπος του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό θεωρούσε την «Οδύσσεια» ως το σπουδαιότερο έργο του.
Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ γράφει στα γαλλικά το μυθιστόρημά του «Le Jardin des Rochers» («Ο Βραχόκηπος»), αντλώντας στοιχεία από τις πρόσφατες εμπειρίες του από την Άπω Ανατολή.
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Καζαντζάκης παρέμεινε στην Αίγινα και συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για τη μετάφραση της ομηρικής «Ιλιάδας». Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή. Διετέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Το Νοέμβριο του 1945 παντρεύεται την πιστή του σύντροφο Ελένη Σαμίου.
Το 1946, η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε τον Kαζαντζάκη μαζί με τον Σικελιανό για το Βραβείο Nόμπελ. Η υποψηφιότητά του, όμως, πολεμήθηκε από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε, τελικά, το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για το σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία δημιούργησε τις μεγάλες μυθιστορηματικές του συνθέσεις.
Το 1952 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι, ωστόσο τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει στην Αντίμπ, στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του «Kαπετάν Mιχάλη» (αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για το Ηράκλειο της παιδικής του ηλικίας) και του «Τελευταίου Πειρασμού» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης Φύσης του), που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Στις αρχές του 1954 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που ανακηρύχθηκε το καλύτερο ξένο βιβλίο εκείνης της χρονιάς. Το 1955 ανέλαβε μαζί με τον Κακριδή την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, με προσωπικά τους έξοδα, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός». Τη χρονιά αυτή αρχίζει να γράφει στο Λουγκάνο της Ελβετίας το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», την πνευματική του αυτοβιογραφία.
Έπειτα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του και νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και το Φράιμπουργκ. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Η σορός του μεταφέρθηκε και εκτέθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Ηρακλείου, χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν ιδιαιτέρως και τον έθαψαν σ’ ένα προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών του Ηρακλείου. Στον τάφο του, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories