23 Νοεμβρίου 2023
Είναι η 327η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 38 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:13 – Δύση ήλιου: 17:09 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 55 λεπτά
🌔 Σελήνη 10.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αμφιλόχιο, Αμφιλοχία, Έλενο και Λένο
Γεγονότα
1904 -Τελετή λήξης των 3ων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στον Άγιο Λουδοβίκο (St Louis) των ΗΠΑ. Οι πρώτοι αγώνες επί αμερικανικού εδάφους στέφθηκαν με παταγώδη αποτυχία. Η Ελλάδα κατέκτησε ένα χρυσό μετάλλιο, στην άρση βαρών με τον Περικλή Κακούση.
Οι Αμερικανοί ακολούθησαν το παράδειγμα των Γάλλων και ενέταξαν στους αγώνες σε μία Εμπορική Έκθεση, με αποτέλεσμα να διαρκέσουν κοντά στους πέντε μήνες… Οι Γ’ Ολυμπιακοί Αγώνες διεξήχθησαν στο Σεντ Λούις (Άγιος Λουδοβίκος) της πολιτείας Μιζούρι των ΗΠΑ, από την 1η Ιουλίου έως τις 23 Νοεμβρίου 1904. Ήταν οι πρώτοι που έγιναν σε αγγλόφωνη χώρα και οι πρώτοι εκτός Ευρώπης. Τη διοργάνωση είχε αναλάβει αρχικά το Σικάγο, αλλά στην πορεία απέκτησε αντίπαλο το Σεντ Λούις. Οι αρχές του Σεντ Λούις φοβήθηκαν ότι η τέλεση των αγώνων στο Σικάγο θα έπληττε τη Διεθνή Έκθεση που θα γινόταν στην πόλη τους. Απείλησαν, μάλιστα, ότι θα διοργάνωναν δικούς τους αγώνες, με τη συμμετοχή των κορυφαίων αμερικανών αθλητών, μετατρέποντας έτσι τη διοργάνωση του Σικάγο σε εκδήλωση… φιάσκο.
Ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Πιερ Ντε Κουμπερτέν, ο οποίος δεν ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για τους Αγώνες, «έριξε το μπαλάκι» στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Θίοντορ Ρούσβελτ. Αυτός επέλεξε το Σεντ Λούις, τονίζοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο το αμερικανικό κράτος θα τιμούσε τα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Λουϊζιάνα στη χώρα. Όπως ήταν φυσικό, οι Αμερικανοί τους ενέταξαν στην Εμπορική Έκθεση, όπως είχαν πράξει και οι Γάλλοι τέσσερα χρόνια νωρίτερα, με αποτέλεσμα να διαρκέσουν κοντά στους πέντε μήνες.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεντ Λούις συμμετείχαν 651 αθλητές (645 άνδρες και 6 γυναίκες) από 12 χώρες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Αυστρία, Καναδάς, Κούβα, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Νότιος Αφρική, Ελβετία). Για πρώτη φορά απονεμήθηκαν χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια, ενώ κατοχυρώθηκαν και οι αρχές του ερασιτεχνισμού. Για να είχε κάποιος αθλητής την ταυτότητα του ερασιτέχνη, θα έπρεπε να μην έχει: Δεχτεί χρήματα, αγωνιστεί με ψευδώνυμο, πουλήσει ή έχει βάλει σε ενέχυρο τα έπαθλά του, βάλει χρηματικό στοίχημα και τέλος να αποτελεί αποδεδειγμένα μέλος ερασιτεχνικού σωματείου. Στα μετάλλια επικράτησαν συντριπτικά οι ΗΠΑ, αφού είχαν και τους περισσότερους αθλητές στη διοργάνωση. Κέρδισαν συνολικά 239 (78-82-79), έναντι 13 της Γερμανίας (4-4-5) και 9 της Κούβας (4-2-3).
Αδιαμφισβήτητα, η πιο ηρωική μορφή των αγώνων υπήρξε ο 34χρονος αμερικανός αθλητής της γυμναστικής Τζορτζ Άιζερ, ο οποίος κατέκτησε 6 μετάλλια (3 χρυσά, 2 αργυρά, 1 χάλκινο), παρότι το ένα του πόδι ήταν ξύλινο. Άλλες μεγάλες μορφές της 3ης Ολυμπιάδας ήταν οι συμπατριώτες του Άρτσι Χαν, με 3 χρυσά (60 μ., 100 μ., 200 μ.,), Τζέιμς Λαϊτμπόντι, με 3 χρυσά (800 μ., 1.500 μ., 2.590 μ. στιπλ) και Ρέιμοντ Ιράι, επίσης, με 3 χρυσά στα αγωνίσματα άνευ φοράς (μήκος, τριπλούν, ύψος). Στον Μαραθώνιο νίκησε ο Αμερικανός Φρεντ Λορτζ, με χαρακτηριστική άνεση. Όπως, όμως, γρήγορα αποδείχθηκε, διάνυσε 11 από τα 42 χιλιόμετρα της διαδρομής πάνω σε φορτηγό. Έτσι, του αφαιρέθηκε το χρυσό και τιμωρήθηκε με ισόβιο αποκλεισμό. Νικητής ανακηρύχθηκε ο δεύτερος Τόμας Χικς, επίσης Αμερικανός.
Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε με 14 αθλητές, 12 ελληνοαμερικανούς, που συμμετείχαν στον μαραθώνιο και το αγώνισμα της διελκυνστίνδας χωρίς επιτυχία και δύο αθλητές από την πατρίδα, τον Περικλή Κακούση (χρυσό μετάλλιο στην άρση βαρών) και τον Νίκο Γεωργαντά (χάλκινο μετάλλιο στη δισκοβολία). Και οι δύο επιτυχίες των ελλήνων αθλητών σημειώθηκαν στις 3 Σεπτεμβρίου.
1964- Ο αμερικανός καρδιοχειρουργός Μάικλ ΝτιΜπέικι πραγματοποιεί την πρώτη παράκαμψη στεφανιαίας αρτηρίας (μπάι-πας).
Η επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (CABG, προφέρεται “cabbage”), γνωστή ως εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς ή μπαϊπάς (bypass), είναι μια χειρουργική διαδικασία για την αποκατάσταση της κανονικής ροής του αίματος στην καρδιά. Πραγματοποιείται όταν οι στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς παρουσιάζουν στένωση ή έχουν φράξει. Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών για άτομα που πάσχουν από αποφρακτική στεφανιαία νόσο, έναν τύπο ισχαιμικής καρδιακής νόσου. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπως σοβαρή καρδιακή προσβολή.
1970 – Ο Τζορτζ Χάρισον κυκλοφορεί στις ΗΠΑ το τραγούδι του «My Sweet Lord», που θα γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του.
Το ” My Sweet Lord ” είναι ένα τραγούδι του Άγγλου μουσικού George Harrison, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1970 στο τριπλό του άλμπουμ All Things Must Pass . Κυκλοφόρησε επίσης ως σινγκλ, το πρώτο του Harrison ως σόλο καλλιτέχνης και ήταν στην κορυφή των charts παγκοσμίως. ήταν το σινγκλ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του 1971 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Αμερική και τη Βρετανία, το τραγούδι ήταν το πρώτο νούμερο ένα σινγκλ από πρώην Beatle . Ο Harrison έδωσε αρχικά το τραγούδι στον συνάδελφό του καλλιτέχνη της Apple Records Billy Preston για να το ηχογραφήσει. αυτή η έκδοση, της οποίας συμπαραγωγός ήταν ο Χάρισον, εμφανίστηκε στο άλμπουμ του Preston’s Encouraging Words τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο Harrison έγραψε το “My Sweet Lord” προς έπαινο του ινδουιστικού θεού Krishna, ενώ απηυθυνε τους στίχους ως κάλεσμα για να εγκαταλείψουμε τον θρησκευτικό σεχταρισμό μέσω της ανάμειξης της εβραϊκής λέξης hallelujah με τα άσματα του ” Hare Krishna ” και τη βεδική προσευχή. Η ηχογράφηση περιλαμβάνει την επεξεργασία Wall of Sound του παραγωγού Phil Spector και προανήγγειλε την άφιξη της τεχνικής κιθάρας slide του Harrison , την οποία ένας βιογράφος περιέγραψε ως «μουσικά τόσο διακριτική υπογραφή όσο το σημάδι του «Zorro». Ρίνγκο Σταρ , Eric Clapton , Gary Brooker , Bobby Whitlock και μέλη του γκρουπ Badfinger είναι μεταξύ των άλλων μουσικών στην ηχογράφηση.
1976 – Αεροπλάνο YS-11 της Ολυμπιακής Αεροπορίας συντρίβεται κοντά στην Κοζάνη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι 50 επιβαίνοντες, από τους οποίους τέσσερις είναι μέλη του πληρώματος. Το ” My Sweet Lord ” είναι ένα τραγούδι του Άγγλου μουσικού George Harrison , που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1970 στο τριπλό του άλμπουμ All Things Must Pass . Κυκλοφόρησε επίσης ως σινγκλ, το πρώτο του Harrison ως σόλο καλλιτέχνης και ήταν στην κορυφή των charts παγκοσμίως. ήταν το σινγκλ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του 1971 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Αμερική και τη Βρετανία, το τραγούδι ήταν το πρώτο νούμερο ένα σινγκλ από πρώην Beatle . Ο Harrison έδωσε αρχικά το τραγούδι στον συνάδελφό του καλλιτέχνη της Apple Records Billy Preston για να το ηχογραφήσει. αυτή η έκδοση, της οποίας συμπαραγωγός ήταν ο Χάρισον, εμφανίστηκε στο άλμπουμ του Preston’s Encouraging Words τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο Harrison έγραψε το “My Sweet Lord” προς έπαινο του ινδουιστικού θεού Krishna, ενώ σκόπευε τους στίχους ως κάλεσμα να εγκαταλείψουμε τον θρησκευτικό σεχταρισμό μέσω της ανάμειξης της εβραϊκής λέξης hallelujah με τα άσματα του ” Hare Krishna ” και τη βεδική προσευχή. Η ηχογράφηση περιλαμβάνει την επεξεργασία Wall of Sound του παραγωγού Phil Spector και προανήγγειλε την άφιξη της τεχνικής κιθάρας slide του Harrison , την οποία ένας βιογράφος περιέγραψε ως «μουσικά τόσο διακριτική υπογραφή όσο το σημάδι του Zorro ». Ρίνγκο Σταρ , Eric Clapton , Gary Brooker , Bobby Whitlock και μέλη του γκρουπ Badfinger είναι μεταξύ των άλλων μουσικών στην ηχογράφηση.
1988 – Ο πρόεδρος του Ολυμπιακού και της Τράπεζας Κρήτης, Γιώργος Κοσκωτάς, συλλαμβάνεται από το FBI στις ΗΠΑ για χρέη προς το αμερικάνικο δημόσιο. («Σκάνδαλο Κοσκωτά»)
Ο Γιώργος Κοσκωτάς συλλαμβάνεται από το FBI στο αεροδρόμιο Μπέντφορντ της Μασαχουσέτης. Μετά τη σύλληψή του οδηγείται στην Ελλάδα. Τα στοιχεία που δίνει στις ανακρίσεις του αποκαλύπτουν εκτεταμένη κυβερνητική εμπλοκή στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Θα ακολουθήσει σειρά παραιτήσεων κυβερνητικών στελεχών που θα αποδυναμώσουν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
«Τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα συνελήφθη από τις αμερικανικές αστυνομικές αρχές, σε ιδιωτικό αεροδρόμιο του Μπέντφορντ Μασαχουσέτης, ο φυγόδικος Γ. Κοσκωτάς. […] Στις 24.00 ώρα Ελλάδος (δηλαδή μεσάνυχτα) σήμερα περιήλθε στην πολιτική ηγεσία από αξιόπιστη πηγή, και συγκεκριμένα από τον υιό του πρωθυπουργού κ. Νίκο Παπανδρέου, η πληροφορία ότι ο Γ. Κοσκωτάς, επιβαίνων εις το αεροσκάφος Σαλιαρέλη, κατευθυνόταν από το Κίνγκστον της Τζαμάικα στο αεροδρόμιο του Μπέντφορντ, όπου θα προσγειωνόταν μετά από δυόμισι ώρες περίπου. […] Μέσα σε τριάντα με τριανταπέντε λεπτά είχαν ολοκληρωθεί οι παραπάνω τηλεφωνικές επαφές και την 1.25 έφθασε (ώρα λήψης) και πρόσθετο επίσημο τηλετυπικό σήμα στην INTERPOL Ουάσιγκτον, με αίτημα την άμεση σύλληψη του Γ. Κοσκωτά.»
Γεννήσεις
1859 – Γουίλιαμ Μπόνεϊ. Πιστολάς της Άγριας Δύσης, που πέρασε στη σφαίρα του θρύλου. Η σύντομη καριέρα του στην παρανομία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς αμερικανούς δημιουργούς από το χώρο της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου.
O Χένρι ΜακΚάρτι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1859 στη Νέα Υόρκη, από γονείς ιρλανδικής καταγωγής. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η οικογένεια μετακόμισε στο Νέο Μεξικό για αναζήτηση καλύτερη τύχης.
Το 1874 η μητέρα του πέθανε από φυματίωση και αποξενωμένος από τον πατριό του αποφάσισε να ζήσει μόνος σ’ ένα δωμάτιο, προσφέροντας εργασία στην ιδιοκτήτριά του για να πληρώνει το νοίκι του. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1875 άρχισε η σύντομη διαδρομή του στην παρανομία, καθώς συνελήφθη για κλοπή τροφίμων.
Δέκα μέρες αργότερα συνελήφθη εκ νέου για κλοπή ρούχων και δύο όπλων από ένα κινέζικο καθαριστήριο. Καταδικάσθηκε σε μικρή ποινή και φυλακίστηκε. Έμεινε μόνο δύο μέρες στη φυλακή, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει από την καπνοδόχο.
Εγκατέλειψε το Νέο Μεξικό κι εγκαταστάθηκε στην Αριζόνα. Για τις αρχές ήταν όχι μόνο παράνομος, αλλά και ομοσπονδιακός φυγόδικος. Τον Αύγουστο του 1877 έκανε τον πρώτο του φόνο, σκοτώνοντας ένα σιδερά πάνω σε καυγά σ’ ένα σαλούν. Από τότε υιοθέτησε το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Μπόνεϊ και αργότερα έγινε γνωστός ως Μπίλι Δε Κιντ (Billy the Kid) ή απλά «Δε Κιντ» (The Kid).
Κυνηγημένος από το νόμο, επέστρεψε στο Νέο Μεξικό, όπου πήρε μέρος στον αποκληθέντα «Πόλεμο της κομητείας Λίνκολν» (Lincoln County War). Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν δυο πλούσιοι Ιρλανδοί, o Τζέιμς Ντόλαν και ο Λόρενς Μέρφι, που μονοπωλούσαν το αγροτικό εμπόριο στην περιοχή, αμφισβήτησαν το δικαίωμα στον αγγλικής καταγωγής κτηνοτρόφο Τζον Τένσταλ ν’ ανοίξει μία ομοειδή επιχείρηση. Προσπάθησαν να τον εκφοβίσουν κι αυτός για να αμυνθεί προσέλαβε διάφορους πιστολάδες της περιοχής, ανάμεσά τους και τον Μπίλι Δε Κιντ. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών έφθασε στα ύψη, όταν ο σερίφης Γουίλιαμ Μπρέιντι, που ήταν άνθρωπος των Ιρλανδών, σκότωσε σε ενέδρα τον Τένσταλ στις 18 Φεβρουαρίου 1878.
Ο Κιντ και οι άλλοι πιστολάδες ορκίστηκαν εκδίκηση για το θάνατο του αφεντικού τους και συνέπηξαν συμμορία με την ονομασία «The Regulators» («Οι Ρυθμιστές»). Στις 4 Απριλίου 1878 σκότωσαν τον σερίφη Μπρέιντι, τον βοηθό του κι ένα φίλο του. Ακολούθησαν αιματηρές συγκρούσεις των Regulators και της συμμορίας «Τhe House», που δούλευε για τους Ιρλανδούς, οι οποίες έληξαν τον Ιούλιο του 1878 με συμφωνία ειρήνης.
Ο Κιντ απέκτησε φήμη ως ένας από τους πιο επιδέξιους πιστολάδες της Άγριας Δύσης, αλλά ήταν και καταζητούμενος από τις αρχές για τέσσερις φόνους και κυρίως για το φόνο του σερίφη Μπρέιντι. Ο νέος κυβερνήτης του Νέου Μεξικού Λιου Γουάλας (ο συγγραφέας του «Μπεν Χουρ») αμνήστευσε όσους αναμίχθηκαν στον «Πόλεμο της κομητείας Λίνκολν», όχι όμως και τον Κιντ. Υποσχέθηκε, όμως, να εξετάσει την περίπτωσή του, αν κατέθετε εις βάρος ενός κατηγορουμένου για φόνο.
Ο Κιντ συμφώνησε και παραδόθηκε στις 21 Μαρτίου 1879. Κλείστηκε στη φυλακή, αλλά δεν είχε κανένα νέο για την πρόταση του κυβερνήτη. Τότε, αποφάσισε ότι ήταν μάταιος κόπος να παραμείνει στη φυλακή και απέδρασε στις 17 Ιουνίου 1879. Η επόμενη φορά που ακούστηκε το όνομά του ήταν στις 10 Ιανουαρίου 1880, όταν μπλέχτηκε σε καυγά σ’ ένα σαλούν στο Φορτ Σάμνερ του Νέου Μεξικού και σκότωσε ένα νεοφερμένο στην περιοχή, τον Τζο Γκραντ. Ο Κιντ ήταν γενικά ένας ευχάριστος και άνετος τύπος, όπως τον περιγράφουν, αλλά δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Στις 2 Νοεμβρίου 1880 ο 30χρονος Πατ Γκάρετ εκλέχτηκε σερίφης της κομητείας Λίνκολν και το πρώτο του μέλημα ήταν να συλλάβει τον Κιντ, που είχε επικηρυχθεί από τον κυβερνήτη Γουάλας. Το κατόρθωσε στις 19 Δεκεμβρίου και στις 13 Απριλίου 1881 τον οδήγησε στο δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Ο Κιντ δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη, καθώς στις 28 Απριλίου απέδρασε με περιπετειώδη τρόπο από τη φυλακή, που βρισκόταν στον πάνω όροφο του δικαστηρίου, σκοτώνοντας δύο βοηθούς του Γκάρετ.
Ο Γκάρετ εξοργίστηκε και αποφάσισε να τον αναζητήσει όπου γης και να τον αποτελειώσει. Το κατάφερε, τελικά, στις 14 Ιουλίου 1881 στο Φορτ Σάμνερ του Νέου Μεξικού, όταν τον εντόπισε στο σπίτι ενός φίλου του. Μπήκε κρυφά αργά το βράδυ στο σπίτι και τον βρήκε κοιμώμενο. Ξύπνησε από το θόρυβο και το μόνο που πρόλαβε να ψελλίσει στα ισπανικά ήταν «Ποιος είναι;». Ο Γκάρετ πυροβόλησε δύο φορές και τον άφησε άπνου.
Ο θάνατός του έγινε αμέσως θέμα στις ΗΠΑ. Συγγραφείς και δημοσιογράφοι κατηγόρησαν τον Γκάρετ ότι δολοφόνησε τον Κιντ, αφού θα μπορούσε εύκολα να τον συλλάβει στη θέση που βρισκόταν. Ο Γκάρετ για να υπερασπιστεί το όνομά του έγραψε το βιβλίο «The Authentic Life of Billy, the Kid», που είναι μία βιογραφία του διάσημου παράνομου. Η λαϊκή μούσα έπλασε το τραγούδι «Billy the Kid», που το έχουν ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, Γούντι Γκάθρι και ο Ράι Κούντερ. Ο Τομ Πέτι έγραψε το τραγούδι «Billy the Kid» (1999) και ο Μπομπ Ντίλαν συνέθεσε το σάουντρακ της ταινίας του Σαμ Πέκινπα «Pat Garrett and Billy the Kid» («Η Μεγάλη Μονομαχία» στα ελληνικά, 1973), όπου περιέχεται το τραγούδι «Knockin’ on Heaven’s Door», μία από τις διαχρονικές επιτυχίες του αμερικανού τροβαδούρου.
Ο σπουδαίος αμερικανός συνθέτης Άαρον Κόπλαντ συνέθεσε το 1938 τη μουσική για το μπαλέτο «Billy the Kid», που θεωρείται το πρώτο μπαλέτο με αμερικάνικο θέμα. Το 1962, ο Μπίλι δε Κιντ πρωταγωνίστησε σ’ ένα επεισόδιο του Λούκι Λουκ, που έγραψε και σχεδίασε το ντουέτο των Γκοσινί και Μόρις. Το 1970, ο βραβευμένος με Μπούκερ καναδός συγγραφέας Μάικλ Οντάατζε («Ο Άγγλος Ασθενής») έγραψε την έμμετρη βιογραφία του Κιντ με τίτλο «The Collected Works of Billy the Kid: Left-handed Poems».
1920 – Πολ Σελάν. Η οικογένεια του Πάουλ Τσέλαν ήταν γερμανόφωνοι Εβραίοι από το ανατολικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Ζούσαν στο Τσέρνοβιτς, πρωτεύουσα της περιοχής της Μπουκοβίνας, η οποία περιήλθε στη Ρουμανία λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Τσέλαν, το 1920. Πριν ακόμα γεννηθεί, βρέθηκε ήδη σε μιαν άλλη πατρίδα. Γνώρισε στη Ρουμανία τη σοβιετική και τη γερμανική κατοχή, κατέφυγε στο Βουκουρέστι κι από εκεί στη Βιέννη και το 1948 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου έζησε όλη τη ζωή του. Εκεί σπούδασε, δίδαξε, μετέφρασε, παντρεύτηκε, εκεί έμεινε πιστός στη μητρική του γλώσσα δημιουργώντας το ποιητικό του έργο.
Το έργο του αναζητούσε πάντα «ένα διαθέσιμο Εσύ», που κάθε φορά ήταν άλλος: η μητέρα του, η γυναίκα του, οι γιοι του, φιλικά κι αγαπημένα πρόσωπα, η Νέλλυ Ζαξ, ο Ρέμπραντ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Σπινόζα, ο Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, η Εσθήρ, ο βασιλιάς Ληρ, ένα φυτό, μια πέτρα, μια λέξη. «Προχώρησα προς τη γλώσσα με όλο μου το είναι», είχε γράψει ο Τσέλαν. Μια γλώσσα, μέσω της οποίας «ο Τσέλαν έγινε ο εμβληματικός ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου, επειδή ζήτησε επίμονα να καταγράψει στα γερμανικά την καταστροφή που συντελέστηκε στη Γερμανία. Με τον κόσμο του εξαλειμμένο, κρατήθηκε σφιχτά από τη μητρική του γλώσσα, που του ανήκε όσο ανήκε και στους δολοφόνους – από το μόνο πράγμα, δηλαδή, που κυριολεκτικά του είχε απομείνει. Στο μέτρο μάλιστα που και η ίδια η γλώσσα είχε πληγεί, με τα ποιήματά του ήλπισε ίσως να θεραπεύσει τις πληγές της», γράφει ο βιογράφος του, Τζον Φέλστινερ. Μια γλώσσα που ήταν θρυμματισμένη και ελλειπτική, γεμάτη αντιφάσεις και κρυφούς υπαινιγμούς.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Πάουλ Αντσελ, αλλά το άλλαξε το 1947, όταν ήδη βρισκόταν στο Βουκουρέστι και δούλευε ως διορθωτής και μεταφραστής σ’ έναν εκδοτικό οίκο, που ονομαζόταν «Το ρώσικο βιβλίο». Ο Τσέλαν είχε επιβιώσει από τα καταναγκαστικά έργα στη διάρκεια του πολέμου, ήταν ήδη ένας επιζών, είχε χάσει πολλούς δικούς και δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του για το θάνατο των γονιών του, σ’ ένα στρατόπεδο Εβραίων στη Ρουμανία. Πίστευε ότι αν βρισκόταν στο σπίτι τη βραδιά που τους συνέλαβαν, θα είχε καταφέρει να τους προστατεύσει και να τους σώσει, όπως έκαναν πολλοί φίλοι του για τους γονείς τους. Στην καρδιά του Μεσοπολέμου, όταν η κομμουνιστική δράση τιμωρούνταν σκληρά, ο έφηβος Τσέλαν προσχώρησε σε μια περίεργη αντιφασιστική οργάνωση νεολαίας, της οποίας τα περισσότερα μέλη ήταν Εβραίοι. Τύπωναν μάλιστα κι ένα περιοδικό που λεγόταν «Κόκκινος Μαθητής», στις σελίδες του οποίου τα νεαρά μέλη της οργάνωσης μετέφραζαν κείμενα του Μάρξ από τα γερμανικά στα ρουμανικά.
1946 – Γιώργος Κούδας. Ο Γιώργος Κούδας (Άγιος Παύλος Θεσσαλονίκης, 23 Νοεμβρίου 1946) είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη γόνος του Ιωάννη Κούδα από την Τυρολόη Ανατολικής Θράκης και της Ελευθερίας Μακρή (Κούδα) από τη Σταυρούπολη Ξάνθης. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο πέμπτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.
Ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Ήταν όμως ποδοσφαιριστής του “Δικεφάλου” και στα εφηβικά τμήματα του συλλόγου, ήδη από το 1958. Οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον αποκαλούσαν “Μεγαλέξανδρο”.
Το καλοκαίρι του 1966 αποκτήθηκε από την ομάδα του Ολυμπιακού, στην οποία όμως ουδέποτε συμμετείχε σε επίσημο αγώνα, γιατί δεν δόθηκε συγκατάθεση από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ (δεν υπήρχαν ακόμη τα επαγγελματικά συμβόλαια) κι αυτό ως αποτέλεσμα είχε να μείνει για περίπου 2 χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης. Η ιστορία εκείνη προκάλεσε και βεντέτα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, που κράτησε πολλά χρόνια.
Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ στο κύπελλο σε 70 συμμετοχές σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, σκοράροντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και 2 κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε ο ίδιος να σηκώσει πρώτος αυτά τα τρόπαια.
Θάνατοι
1826 – Γιόχαν Μπόντε. Ο Μπόντε ξεκίνησε από μικρή ηλικία ν΄ ασχολείται ερασιτεχνικά με την Αστρονομία. Μάλιστα κατασκεύασε και μικρό τηλεσκόπιο για να κάνει τις παρατηρήσεις του. Παράλληλα άρχισε να γράφει αστρονομικές παρατηρήσεις που κατέληξαν να γίνουν συγγράμματα και διατριβές εκ των οποίων τα αναφερόμενα στο πέρασμα της Αφροδίτης από τον δίσκο του Ήλιου έπεισαν τον Κουκ να μεταβεί στο νότιο ημισφαίριο προκειμένου να παρατηρήσει το φαινόμενο. Το 1769 ο Μπόντε ανακάλυψε τον πρώτο γνωστό περιοδικό κομήτη βραχείας περιόδου και υπολογίζοντας την τροχιά του προανήγγειλε την επανεμφάνισή του για το επόμενο έτος. Το 1786 ανέλαβε διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Βερολίνου σχεδόν επί 40 χρόνια. Εκεί εξέδωσε την «Ουρανογραφία» του το έτος 1801, έναν ουράνιο άτλαντα που στόχευε τόσο στην επιστημονική ακρίβεια στις θέσεις των αστέρων κ.ά. ουράνιων σωμάτων, όσο και στην καλλιτεχνική αναπαράσταση των μορφών των αστερισμών. Η «Ουρανογραφία» σημειώνει το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης εποχής στην καλλιτεχνική αναπαράσταση των αστερισμών, πρόκειται για πολυσέλιδο άτλαντα που περιέχει περισσότερους από 17.000 αστέρες. Οι μεταγενέστεροι άτλαντες έδειχναν όλο και λιγότερες λεπτομερώς ζωγραφισμένες μορφές, μέχρι που σήμερα δείχνουν μόνο μερικές γραμμές.
Ο Μπόντε δημοσίευσε επίσης από το 1774 μέχρι το 1825 ένα είδος αστρονομικού αλμανάκ, μορφής αστρονομικών εφημερίδων και έναν άλλο, μικρότερο ουράνιο άτλαντα, προοριζόμενο για τους ερασιτέχνες αστρονόμους (Vorstellung der Gestirne). Επίσης, ένα εισαγωγικό βιβλίο για τους αστερισμούς και τους μύθους τους, που έκανε πάνω από δέκα ανατυπώσεις. Το 1786 ο Μπόντε, για την σπουδαία συμβολή του στην αστρονομία, εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου.
1937 – Τζαγκαντίς Τσάντρα Μπόζε. Ινδός φυσικός με πρωτοποριακό έργο στους τομείς του ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και της φυτολογίας.
Ο Τσαγκαντίς Τσάντρα Μπόζε γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1858 στο Μουνσιγκάνι της Βρετανικής Βεγγάλης (νυν Μπαγκλαντές). Γιος δημοσίου υπαλλήλου, σπούδασε φυσικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Καλκούτας και του Κέμπριτζ.
Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε καθηγητής Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλκούτας (1885-1915), το οποίο αργότερα εγκατέλειψε για να ιδρύσει και να αναλάβει τη διεύθυνση του ερευνητικού ινστιτούτου τη ίδιας πόλης (1917-1937).
Τα πειράματα του σχετικά με τις οιονεί οπτικές ιδιότητες των ραδιοκυμάτων πολύ μικρού μήκους κύματος (1895) του επέτρεψαν να επιφέρει βελτιώσεις στον φωρατή, μία πρώιμη μορφή ανιχνευτή ραδιοκυμάτων, γεγονός που συνετέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη της φυσικής της στερεάς κατάστασης.
Προκειμένου να διευκολυνθεί στο ερευνητικό του έργο, κατασκεύασε όργανα μεγάλης ευαισθησίας, κατάλληλα για την ανίχνευση των ανεπαίσθητων αντιδράσεων των ζωντανών οργανισμών σε εξωτερικά ερεθίσματα και ήταν σε θέση, με τη βοήθεια αυτών των διατάξεων, να προβλέψει τις αναλογίες ανάμεσα στους φυτικούς και τους ζωικούς ιστούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε αργότερα και από τους βιοφυσικούς.
Με τον τρόπο αυτό είχε ορισμένα θεαματικά αποτελέσματα, που του επέτρεψαν να υποθέσει την ύπαρξη μιας κάποιας ικανότητας αίσθησης στα φυτά, η οποία εξηγεί το γεγονός ότι αυτά τρέμουν ανεπαίσθητα όταν πληγωθούν.
Από τα βιβλία του αξιοσημείωτα είναι τα ακόλουθα: «Απόκριση σε ζωντανούς και μη οργανισμούς» («Response in the Living and Non-Living», 1902) και «Ο νευρικός μηχανισμός των φυτών» («The Nervous Mechanism of Plants», 1926).
Ο Τσαγκαντίς Τσάντρα Μπόζε πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1937, σε ηλικία 78 ετών.
Ανάμεσα στους διακεκριμένους μαθητές του υπήρξε ο μαθηματικός και φυσικός Σετιέντρα Ναθ Μπόουζ (1894-1974), γνωστός από τη συνεργασία του με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν.
1976 – Αντρέ Μαλρό Γεννήθηκε το 1901 στο Παρίσι. Γόνος αστικής οικογενείας, είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών και έγινε γνωστός το 1921 με το αλληγορικό του διήγημα “Χάρτινα φεγγάρια”. Κατά τη συμμετοχή σου σε αρχαιολογική αποστολή στην Ινδοκίνα συνελήφθη από την κυβέρνηση των Πνομ Πεν με την κατηγορία της παράνομης διακίνησης αρχαίων
Έγραψε τον “Πειρασμό της Δύσης” (1926) και αργότερα “Το αλλόκοτο βασίλειο” (1928), τους “Κατακτητές” (1928), τη “Βασιλική οδό” (1930), και την “Ανθρώπινη μοίρα” (1930) που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ.
Στον μεσοπόλεμο ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Τρότσκι. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι είχε καταστρώσει σχέδιο για την διάσωση του από την εξορία όπου τον είχε στείλει ο Στάλιν. Το σχετικό αποδεικτικό υλικό κατέστρεψε ο εκδότης Γκαλιμάρ λίγο πριν τη γερμανική επέλαση στο Παρίσι. Συμμετείχε στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό των δημοκρατικών με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε ενεργό μέλος της Γαλλικής Αντίστασης. Μετά το πέρας του πολέμου ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία της τέχνης και ακολούθησε πολιτικά τον στρατηγό Ντε Γκώλ, ο οποίος του εμπιστεύτηκε το Υπουργείο Πολιτιστικών Υποθέσεων από το 1958 μέχρι τον Μάη του 1968. Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1976 στο Κρετέιγ.
1991 – Κλάους Κίνσκι. Ο Κλάους Κίνσκι (Klaus Kinski) (γεννημένος ως Κλάους Γκέντερ Καρλ Ναζίνσκι, γερμανικά: Klaus Günter Karl Nakszynski, 18 Οκτωβρίου 1926 – 23 Νοεμβρίου 1991) ήταν Γερμανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Η καριέρα του κράτησε περίπου 40 χρόνια, κατά την οποία συμμετείχε σε περίπου 130 ταινίες μεγάλου μήκους. Είναι γνωστός επίσης και για τη συνεργασία του με τον Γερμανό σκηνοθέτη, Βέρνερ Χέρτζογκ, στου οποίου μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησε στο Aguirre, the Wrath of God (1972) και το Nosferatu the Vampyre (1979). Ο Κίνσκι υπήρξε μία πολυσυζητημένη φιγούρα, και πολλές από τις πτυχές της ζωής του, αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ, My Best Fiend (1999). Ο Κίνσκι, γεννήθηκε στο Σόποτ της Πολωνίας (σήμερα), ο πατέρας του ήταν αποτυχημένος τραγουδιστής της όπερας, ενώ η μητέρα του νοσοκόμα.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, μετανάστευσαν το 1931, στο Βερολίνο. Κατόπιν, απέκτησε και τη γερμανική υπηκοότητα, ενώ περί το 1936, μαθήτευσε στο Prinz-Heinrich-Gymnasium. Στην ηλικία των 17 ετών, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ για τον Πόλεμο, αλλά έως και το 1944, δεν είχε πολεμήσει. Εκεί τραυματισμένος, συνελήφθη από τους Βρετανούς. Κρατήθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους πολέμου, στο Έσσεξ, εκεί έδωσε έπαιξε για πρώτη φορά σε θεατρική παράσταση. Το 1946, επέστρεψε στη γενέτειρά του, μετά από 1,5 χρόνο στη φυλακή, για να βρει ότι και οι δύο οι γονείς του χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια χρόνια ξεκίνησε αμέσως την ενασχόλησή του με το θέατρο, αλλάζοντας και το όνομά του. Το 1948, συμμετείχε στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη Morituri.
Το 1951, συμμετείχε και στην πρώτη του αμερικανική ταινία, Decision Before Dawn. Κατά τις δεκαετίες του 1960-70, συμμετείχε σε πολλές ευρωπαϊκές exploitation ταινίες, με την πιο γνωστή να είναι το Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965). Τη συγκεκριμένη δεκαετία μετακόμισε στην Ιταλία, όπου συμμετείχε σε πολλές γνωστές spaghetti western ταινίες, όπως το Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (1965) και το The Great Silence (1968). Το 1988, κυκλοφόρησε και την αυτοβιογραφία του: All I Need Is Love. Κατά τη διάρκεια της ζωή του έπασχε κι από ASPD, δοκιμάζοντας να αυτοκτονήσει δις. Το 2013, η κόρη του Πόλα, κυκλοφόρησε το From A Child’s Mouth, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι την κακοποιούσε σεξουαλικά από τα 5 έως και τα 19. Η άλλη του κόρη, Ναστάζια υποστήριξε την αδελφή της, χωρίς όμως να ισχυριστεί κι αυτή ότι την κακοποιούσε. Ο Κίνσκι, πέθανε από ανακοπή καρδίας το 1991, στην Καλιφόρνια, και το μόνο του παιδί που παρακολούθησε τη κηδεία του, ήταν ο γιος του, ο Νικολάι.