2 Δεκεμβρίου 2023
Είναι η 336η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 29 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:22 – Δύση ήλιου: 17:06 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 43 λεπτά
🌖 Σελήνη 19.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Μερόπη, Μυρόπη, Σολομώντα, Σόλωνα, Σολομωντία, Πορφύριο, Πορφυρό, Πορφύρη, Πορφυρή, Πορφυρία, Πορφύρα, Πορφυρώ και Πορφυρούλα.
Γεγονότα
1805 – Ο Ναπολέων Βοναπάρτης νικά στη Μάχη του Αούστερλιτς τις ενωμένες δυνάμεις των Αυστριακών και των Ρώσων. Γνωστή και ως Μάχη των Τριών Αυτοκρατόρων, καθώς αντιμέτωποι τέθηκαν από τη μία πλευρά οι δυνάμεις του Ναπολέοντα και από την άλλη ο ρωσοαυστριακός στρατός με επικεφαλής τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ και τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Β’. Ο Ναπολέοντας πέτυχε μεγάλη νίκη, που εδραίωσε τη φήμη του ως μέγα στρατηλάτη.
Βρισκόμαστε στο 1805 και η Μεγάλη Βρετανία θέλει πάση θυσία να αποφύγει μια γαλλική εισβολή στο Νησί. Συμμαχεί κατά του Ναπολέοντα με την Αυστρία και τη Ρωσία (Γ’ Συνασπισμός). Ο Ναπολέων συγκροτεί ένα πανίσχυρο και μοντέρνο στρατό 200.000 ανδρών, που έγινε γνωστός ως «Μεγάλη Στρατιά» (La Grande Armee), και στρέφεται ανατολικά για να αντιμετωπίσει πρώτα τους Ρωσοαυστριακούς.
Στις 25 Σεπτεμβρίου διαβαίνει με πάσα μυστικότητα τον Ρήνο. Οι Αυστριακοί συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους στο Ουλμ της Βαυαρίας. Στις 20 Οκτωβρίου, με ένα ευφυή ελιγμό («Ελιγμός του Ουλμ»), ο Ναπολέων βρίσκεται πίσω από τους Αυστριακούς και χωρίς σχεδόν να πέσει τουφεκιά αιχμαλωτίζει 60.000 άνδρες.
Στην πορεία του προς τη Βιέννη μαθαίνει ότι ο στόλος του ηττήθηκε στο Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου) από τον Νέλσονα, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για απόβαση στην Αγγλία. Δεν πτοείται και τον Νοέμβριο καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Αψβούργων. 100.000 μουσκέτα και 500 κανόνια είναι τα λάφυρά του, ενώ οι άθικτες γέφυρες του Δούναβη εξυπηρετούν τα σχέδιά του.
Για να κεφαλαιοποιήσει τα μέχρι τώρα κέρδη του, ο Ναπολέων επιδιώκει να οδηγήσει σε μάχη τους ρωσοαυστριακούς. Οι αντίπαλοί του πέφτουν στην παγίδα και τον αντιμετωπίζουν στις 2 Δεκεμβρίου στο Αούστερλιτς, μια περιοχή που σήμερα ονομάζεται Σλάφκοφ και υπάγεται στη Σλοβακία. Οι δύο αυτοκράτορες Νικόλαος Α’ και Φραγκίσκος Β’ παρατάσσουν 73.000 άνδρες και 318 κανόνια, με επικεφαλής τους στρατηγούς Κουτούζοφ και Βαϊρότερ. Ο Ναπολέων ρίχνει στη μάχη 75.000 μπαρουτοκαπνισμένους άνδρες και 157 κανόνια.
Η μάχη αρχίζει στις 8 το πρωί με επιθετική κίνηση των ρωσοαυστριακών. Ο Ναπολέων γρήγορα αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και με ένα ευφυές στρατήγημα διασπά το κέντρο των αντιπάλων του και τους νικά εύκολα, πριν από τη Δύση του Ηλίου. Οι απώλειες για τους Γάλλους ανέρχονται σε 9.000 άνδρες και για τους ρωσοαυστριακούς σε 25.000.
Μετά τη μάχη εκφωνεί τον περίφημο λόγο του προς τους παραληρούντες στρατιώτες του: «Στο μέλλον αρκεί να λέτε… Ήμουν στο Αούστερλιτς και θα σας απαντούν: Να ένας γενναίος», ενώ σε γράμμα προς τη γυναίκα του Ιωσηφίνα την προστάζει: «Μην πλυθείς! Έρχομαι!». Την απέλπιδα προσπάθεια των Συμμάχων εξέφρασε με τον πιο παραστατικό τρόπο ο τσάρος Νικόλαος Α’: «Είμαστε μωρά στα χέρια ενός γίγαντα».
Το διπλωματικό τέλος της Μάχης του Αούστερλιτς γράφτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1805 με τη Συνθήκη του Πρεσβούργου, σημερινής Μπρατισλάβας: Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους παύει να υφίσταται, έπειτα από 900 χρόνια ύπαρξης. Η Ρωσία αποσύρεται από την Αυστρία και αναγνωρίζεται η κυριαρχία της Γαλλίας στη ιταλική χερσόνησο.
Οι ηττημένοι Αψβούργοι υποχρεούνται σε αποζημίωση 40.000.000 φράγκων στη Γαλλία, που ουσιαστικά ελέγχει όλη την Κεντρική Ευρώπη. Ο Ναπολέων θα επιστρέψει θριαμβευτής στα πάτρια εδάφη. Οι συμπατριώτες του θα του επιφυλάξουν αποθεωτική υποδοχή και θα τον αποκαλέσουν για πρώτη φορά «Μέγα Ναπολέοντα».
Η Μάχη του Αούστερλιτς απασχόλησε και τον μεγάλο ρώσο συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Ένα τμήμα του ογκώδους μυθιστορήματός του «Πόλεμος και Ειρήνη» («Γκοβόστης», «Πατάκης») αναφέρεται στο γεγονός.
1823 – Ο αμερικανός πρόεδρος Τζέιμς Μονρόε σε ομιλία του στο Κογκρέσο απαιτεί να μειωθεί η επιρροή των Ευρωπαίων στο δυτικό ημισφαίριο. Ο λόγος του αυτός θα μείνει στην ιστορία ως Δόγμα Μονρόε. Στην ίδια ομιλία του αναγνωρίζει ότι έχει δημιουργηθεί ήδη κυρίαρχη ελληνική επικράτεια και προτείνει στο Αμερικανικό Κογκρέσο την αποστολή αμερικανού πρεσβευτή στην Ελλάδα.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1823 ο αμερικανός πρόεδρος Τζέιμς Μονρόε διακήρυξε απευθυνόμενος στο Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναμιχθούν στις υποθέσεις του δυτικού ημισφαιρίου και συγκεκριμένα στη βόρεια και νότια Αμερική. Προειδοποίησε, επίσης, τους ευρωπαίους να μην προσπαθήσουν να εγκαταστήσουν μοναρχικά καθεστώτα στα νέα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, τα οποία είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους κυρίως από την Ισπανία.
Η διακήρυξη αυτή του αμερικανού προέδρου έμεινε γνωστή στη διπλωματική ιστορία ως «Δόγμα Μονρόε» και αποτελεί έκτοτε έναν από τους πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ήταν η πρώτη μεγάλη προειδοποίηση προς τη διεθνή κοινότητα ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να αποτελέσουν «ουρά» των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά θα ασκήσουν τη δική τους αυτόνομη εξωτερική πολιτική που θα εξυπηρετεί τα εθνικά τους συμφέροντα.
Από την εποχή που διατυπώθηκε ως τις μέρες μας, το Δόγμα Μονρόε προσαρμόστηκε κατά καιρούς στα εκάστοτε συμφέροντα των ΗΠΑ. Το 1840 οι ΗΠΑ δια των προέδρων Τάιλερ και Πολκ χρησιμοποίησαν το δόγμα για να δικαιολογήσουν την επέκτασή τους προς δυσμάς και προς νότο.
Στη σύγχρονη εποχή και κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, το Δόγμα Μονρόε χρησιμοποιήθηκε ως διπλωματικό εργαλείο για την αποτροπή επέκτασης της Σοβιετικής Ένωσης στην αμερικανική ήπειρο. Αφορμή στάθηκε η κουβανική επανάσταση του 1959 που έφερε στην εξουσία τον Φιντέλ Κάστρο, ένα κομουνιστικό καθεστώς υποστηριζόμενο από τη Μόσχα στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ.
1824 – Οι Κυβερνητικοί του Κουντουριώτη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, έδρα των Αντικυβερνητικών του Κολοκοτρώνη κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Οι αιματηρές συγκρούσεις στρατιωτικών και πολιτικών (Α’ Εμφύλιος) και Πελοποννησίων από τη μία πλευρά και Στερεοελλαδιτών και Νησιωτών από την άλλη (Β’ Εμφύλιος), συνθέτουν το προφίλ της εμφύλιας διαμάχης κατά τη διάρκεια της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Λάφυρο, η εξουσία και ο «λουφές», όπως έλεγε ο Φωτάκος.
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (18 Απριλίου 1823). Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργό ανάμιξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. Το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Πελοπόννησος.
Αφορμή στάθηκε η καθαίρεση του υπουργού Δημητρίου Περούκα από τον νέο πρόεδρο του Βουλευτικού (Βουλή), Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό και κηρύσσει νέο, με επικεφαλής τον υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο. Συσπείρωναν τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Ο Κολοκοτρώνης μπορεί να ήταν η ψυχή των «Αντικυβερνητικών», αλλά οι δυνάμεις που τον υποστήριζαν ήταν περιορισμένες.
Όπλο στα χέρια της κυβέρνησης του Κρανιδίου ήταν και το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας, που συνήφθη για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά κατασπαταλήθηκε στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Σχεδόν αμέσως, η νικήτρια φατρία του Κουντουριώτη άρχισε να ταλανίζεται από αντιθέσεις και εξαιτίας της διαχείρισης του δανείου. Οι Πελοποννήσιοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν δώσει μεγάλη δύναμη στους νησιώτες (Υδραίους και Σπετσιώτες), οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο στην ηγεμονία τους. Οι παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και οι παλιοί εχθροί σύμμαχοι. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους πελοποννήσιους προκρίτους. Τελικά, οι τελευταίοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σκληρά για την εξασφάλιση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Κουντουριώτης έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος το Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.
Ο Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου εξαγόραζε μικροκαπεταναίους και πλήρωνε τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε την Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να «προσφέρη εις την Διοίκησιν την υπόκλισίν του και την ευπείθειάν του εις τους νόμους της πατρίδος…». Είχε λάβει αόριστες διαβεβαιώσεις ότι η Κυβέρνηση θα χορηγούσε αμνηστία στους αντιπάλους της. Όμως, ο Κουντουριώτης δεν πίστεψε τα λόγια του μεγάλου του αντιπάλου και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Κολοκοτρώνης είχε διαφορετική μοίρα. Αφέθηκε ελεύθερος την ίδια περίοδο, όταν οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Εθνικός Ξεσηκωμός. Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μωριά έπρεπε να τεθεί και πάλι στη διάθεση της Επανάστασης.
1971 – Έξι κρατίδια του Περσικού Κόλπου ενώνονται και ιδρύουν το κράτος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Πρόκειται για τα Ντουμπάι, Αμπού Ντάμπι, Σαρζάχ, Φουτζάιρα, Αϊμάν και Ουμ αλ Κουάιν, τα οποία έως τότε συνδέονταν με τη Μεγάλη Βρετανία με διμερή σύμφωνα προστασίας που είχαν συνάψει την περίοδο 1820-92.Ένα έβδομο εμιράτο, το Ρας αλ Κάιμα, εντάχθηκε στο νέο κράτος στις 10 Φεβρουάριου 1972.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με την ανακάλυψη πετρελαίου στο Άμπου Ντάμπι εντάθηκαν οι προθέσεις συνεργασίας μεταξύ των εμιράτων της περιοχής. Ο σεΐχης Ζαΐντ μπιν Σουλτάν Αλ Ναγιάν ανέλαβε εμίρης του Άμπου Ντάμπι το 1966, ενώ παράλληλα οι Βρετανοί έχαναν τα συμβόλαιά τους για εξαγωγή πετρελαίου από αμερικανικές εταιρίες. Αν και οι Βρετανοί είχαν νωρίτερα ιδρύσει μία υπηρεσία για την τοπική ανάπτυξη, τα εμιράτα αποφάσισαν να συντονίσουν μόνα τους τις αποφάσεις και ανέλαβαν τη διοίκηση της υπηρεσίας. Έτσι, ίδρυσαν το Συμβούλιο των Εμιράτων, και ανέθεσαν στον Αντί Μπιτάρ, νομικό σύμβουλο του σεΐχη του Ντουμπάι, τη γενική γραμματεία και τη νομική διοίκηση του συμβουλίου. Το συμβούλιο παρέμεινε ενεργό μέχρι την ίδρυση των ΗΑΕ.
Το 1968 η Βρετανία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να τερματίσει τη συνθήκη προστασίας των επτά εμιράτων, καθώς και του Μπαχρέιν και του Κατάρ, κάτι που επιβεβαίωσε και με απόφαση το 1971. Και οι εννιά οντότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ένωση Αραβικών εμιράτων, αλλά μέχρι και το 1971 δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στους όρους της ένωσης, παρά την προθεσμία λήξης της βρετανικής προστασίας.
Το Μπαχρέιν κηρύχθηκε ανεξάρτητο τον Αύγουστο του 1971 και το Κατάρ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Με τον τερματισμό της βρετανικής προστασίας τον Δεκέμβριο του 1971, τα επτά εμιράτα έγιναν ανεξάρτητα. Οι εμίρηδες του Άμπου Ντάμπι και του Ντουμπάι αποφάσισαν να σχηματίσουν μια ένωση μεταξύ των εμιράτων τους διατυπώνοντας ένα κοινό σύνταγμα και κάλεσαν τους εμίρηδες των υπόλοιπων να συμμετέχουν. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1971 άλλα τέσσερα εμιράτα υπέγραψαν το σύνταγμα και τη συνθήκη ένωσης, ενώ το εμιράτο του Ρας Αλ-Κάιμα προσχώρησε στις αρχές του 1972.
1979 – Ο Νίκος Γκάλης κάνει το ντεμπούτο του στο ελληνικό μπάσκετ με την ομάδα του Άρη και σημειώνει 30 πόντους σε αγώνα της ομάδας του με τον Ηρακλή. Παιδί φτωχών μεταναστών από τη Ρόδο, ο Νικόλαος Γεωργαλής, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Νέα Υερσέη (New Jersey) των Ηνωμένων Πολιτειών στις 23 Ιουλίου 1957. Στα μαθητικά του χρόνια θέλησε να γίνει πυγμάχος κατά προτροπή του πατέρα του, αλλά η μητέρα του, μη αντέχοντας να τον βλέπει ματωμένο όταν επέστρεφε στο σπίτι από τις προπονήσεις, τον έστρεψε προς το μπάσκετ. Γρήγορα ξεχώρισε το ταλέντο του στο γυμνάσιο και το 1975 έγινε δεκτός στο καθολικό πανεπιστήμιο του Σίτον Χολ, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα με περγαμηνές στο άθλημα με την πορτοκαλί μπάλα.
Αμέσως, ο νεαρός Νικ έγινε ένα από αστέρια της ομάδας και στον τελευταίο χρόνο της φοίτησής του αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα του NCAA (27,5 πόντους κατά μέσο όρο), με δεύτερο τον μεγάλο Λάρι Μπερντ. Επιλέχθηκε στα ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς, αλλά ένας τραυματισμός του τον κράτησε μακριά από τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Έτσι, αποφάσισε να διαβεί τον Ατλαντικό και να αναζητήσει την τύχη του στην Ελλάδα.
Ο πρωταθλητής Άρης Θεσσαλονίκης του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του το 1979 και τον ενέταξε στη δύναμή του, αφού Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός εκδήλωσαν απλά ενδιαφέρον και μπήκαν «ζεστά» στο παιγνίδι της διεκδίκησής του. Στον Άρη αγωνίστηκε συνολικά 13 χρόνια, που αποτέλεσαν τη χρυσή εποχή για τους κιτρινόμαυρους της Θεσσαλονίκης. Ο Γκάλης τούς οδήγησε στην κατάκτηση οκτώ πρωταθλημάτων και έξι Κυπέλλων, αλλά το μεγάλο του όνειρο, η κατάκτηση ενός Ευρωπαϊκού, δεν πραγματοποιήθηκε, αν και η ομάδα αγωνίσθηκε τρεις φορές σε φάιναλ-φορ.
Αποζημιώθηκε με το παραπάνω, όταν οδήγησε την Εθνική στον ανεπανάληπτο θρίαμβο του 1987 με την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Δύο χρόνια αργότερα, η Εθνική με ηγέτη και πάλι τον Γκάλη κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου.
Ο Νίκος Γκάλης εγκατέλειψε άδοξα τον Άρη το 1992, όταν ο νέος πρόεδρος Θεόφιλος Μητρούδης προσπάθησε να βάλει μια τάξη στα οικονομικά της ομάδας, που βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας. Το συμβόλαιό του κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού του συλλόγου, ο ίδιος δεν δέχθηκε μείωση του ηγεμονικού μισθού του κι έτσι οι δρόμοι των δύο πλευρών χώρισαν, όχι με τις καλύτερες συνθήκες.
2010 – Ξεκινά η λειτουργία της εφαρμογής μηνυμάτων και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων Viber, που αναπτύχθηκε στο Ισραήλ από τον πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού Ταλμόν Μάρκο. Το Viber ιδρύθηκε από τέσσερις ισραηλινούς εταίρους: Ταλμών Marco, Ιγκόρ Megzinik, Σάνη Maroli και Ofer Smocha, με τον Marco ως Διευθύνοντα Σύμβουλο. Το Viber αρχικά ξεκίνησε για το iPhone στις 2 Δεκεμβρίου, 2010, σε άμεσο ανταγωνισμό με το Skype. Μία προ-έκδοση για το Android περιορίζονταν σε 50.000 χρήστες εμφανίστηκε Μάιο του 2011, μια απεριόριστη έκδοση κυκλοφόρησε στις 19 Ιουλίου, 2012. Το Viber για συσκευές BlackBerry και Windows ξεκίνησε στις 8 Μαΐου, 2012.
Αρχικά, φωνητική κλήση ήταν διαθέσιμη μόνο για εφαρμογές iPhone και Android, με την υπόσχεση ότι θα προστεθεί στις επερχόμενες εκδόσεις για Bada, Symbian και Windows εφαρμογές τηλεφώνου, χωρίς να αναφέρει ούτε Series 40 ή BlackBerry OS. Ο περιορισμός φαίνεται να βρίσκεται στον πυρήνα του Blackberry OS και Series 40, που δεν έχουν εύκολη υποστήριξη για εφαρμογές VoIP. Στις 13 Φεβρουαρίου, το 2014, η Rakuten ανακοίνωσε ότι είχε αποκτήσει το Viber για $ 900 εκατομμύρια.
Γεννήσεις
1859 – Ζορζ Σερά. Ο Σερά γεννήθηκε σε μια πολύ πλούσια οικογένεια στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος και καταγόταν από την Καμπανία. Σπούδασε αρχικά τέχνη με τον γλύπτη Ζαστίν Λεκιέν (Justin Lequiene) και ακολούθως παρακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1878 και το 1879. Μετά από ένα χρόνο υπηρεσίας στη στρατιωτική ακαδημία στη Βρέστη, επέστρεψε στο Παρίσι το 1880. Μοιράστηκε ένα μικρό εργαστήριο στην Αριστερή Όχθη με δύο φίλους φοιτητές, πριν μετακομίσει σε ένα δικό του στούντιο. Τα επόμενα δύο χρόνια αφοσιώθηκε στην τέχνη του ασπρόμαυρου σχεδίου. Κατά τη διάρκεια του 1883 ζωγράφισε τον πρώτο του μεγάλο πίνακα – έναν τεράστιο καμβά με τίτλο Κολυμβητές στην Ασνιέρ.
Όταν αυτός ο πίνακας απορρίφθηκε από το Σαλόν, ο Σερά απομακρύνθηκε από τα επίσημα ιδρύματα και συγκαταλέγονταν στους ανεξάρτητους καλλιτέχνες του Παρισιού. Το 1884 μαζί με άλλους καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων και ο Μαξιμιλιάν Λους) δημιούργησαν την εταιρεία Σαλόν ανεξάρτητων καλλιτεχνών. Εκεί γνώρισε και έγινε φίλος με τον καλλιτέχνη Πωλ Σινιάκ.
Ο Σερά μοιράστηκε τις νέες ιδέες του για τον πουαντιγισμό με τον Σινιάκ, ο οποίος στη συνέχεια ζωγράφισε στην ίδια τεχνοτροπία. Το καλοκαίρι του 1884 ο Σερά άρχισε να εργάζεται για το αριστούργημά του Ένα κυριακάτικο απόγευμα στο νησί Λα Γκραντ Ζατ, το οποίο χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.
1922 – Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Στη Νάξο, στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, είχε συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο.
Το 1935 η οικογένειά του μετέβη για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργαζόταν το πρωί και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο. Το φθινόπωρο του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μαγεύτηκε από τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον χειμώνα του 1945-46. Προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν έγινε αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν «Ο χορός πάνω στα στάχυα», που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2000 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγες μέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του Νίκης.
1923 – Μαρία Κάλλας. Η Μαρία Κάλλας Commendatore OMRI (2 Δεκεμβρίου 1923, Νέα Υόρκη – 16 Σεπτεμβρίου 1977, Παρίσι) ήταν κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος του 20ού αιώνα. Η φωνητική τέχνη της και οι ιδιάζουσες υποκριτικές της ικανότητες έχουν επαινεθεί από πλήθος κριτικών. Το ρεπερτόριό της εκτεινόταν από την κλασική όπερα σέρια και τα μπελ κάντο έργα των Ντονιτσέτι, Μπελίνι και Ροσίνι, φθάνοντας ως τη μεταγενέστερη όπερα των Βέρντι και Πουτσίνι. Επιπλέον, στην αυγή της καριέρας της ερμήνευσε μελοδράματα του Βάγκνερ. Τιμώντας τη μουσική και δραματική τέχνη της, το οπερατικό κοινό χαρακτήρισε την Κάλλας La Divina («Η Θεϊκή»).
Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Έλαβε τη μουσική της εκπαίδευση στην Ελλάδα σε ηλικία δεκατριών ετών και έπειτα εδραιώθηκε στο οπερατικό στερέωμα στην Ιταλία. Περνώντας από τα δεινά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και αντιμετωπίζοντας μυωπία υψηλού βαθμού που την άφησε σχεδόν τυφλή επί σκηνής, κατάφερε να διακριθεί ξεπερνώντας πλήθος εμποδίων, μεταξύ των οποίων και τη σκανδαλοθηρία του τύπου, που συχνά την αντιμετώπιζε δυσμενώς. Στα μισά της καριέρας της μια αισθητική αλλαγή, η σημαντική απώλεια βάρους της, καθόρισε τη μετέπειτα σκηνική της παρουσία.
Η Κάλλας έγινε γνωστή στο γενικό κοινό κυρίως μέσα από τις αναφορές του τύπου στα αμφιλεγόμενα γεγονότα της επαγγελματικής της συμπεριφοράς και της προσωπικής της ζωής. Ωστόσο, η καλλιτεχνική της πορεία αποτελεί τη βασική υστεροφημία της· δεκάδες χρόνια μετά τον θάνατο της, παραμένει κορυφαίο παράδειγμα «απόλυτης πριμαντόνας» (prima donna assoluta) και συνιστά μία εκ των πλέον εμπορικώς επιτυχημένων καλλιτεχνών της όπερας.
Θάνατοι
1944 – Φίλιππο Τομάσο Μαρινέτι. Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός και εκδότης. Υπήρξε ο ιδεολογικός θεμελιωτής του φουτουρισμού, ενός καλλιτεχνικού κινήματος που ανήγαγε σε φετίχ το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη, αποτελώντας το προανάκρουσμα για τις κατοπινές μορφές της πρωτοπορίας, όπως ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός. Ορισμένες τάσεις εθνικιστικού χαρακτήρα και εκθειασμού της βίας έφεραν τον φουτουρισμό και τον ίδιο τον Μαρινέτι σε στενή επαφή με τον φασισμό και τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο Φίλιπο Τομάζο Μαρινέτι (Filippo Tommaso Marinetti) γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1876 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν γιος του Ιταλού δικηγόρου Ενρίκο Μαρινέτι και της Αμάλια Γκρόλι. Από μικρός ενδιαφέρθηκε για τη λογοτεχνία και ως μαθητής του γαλλικού κολεγίου Saint-Francois Xavier, το οποίο διηύθυναν καλόγεροι ιησουίτες και στο οποίο φοιτούσαν οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών της Αλεξάνδρειας, εξέδωσε το 1892 το λογοτεχνικό περιοδικό Le Papyrus. Τον επόμενο χρόνο αποβάλλεται από το κολλέγιο, επειδή κυκλοφορεί κάποια από τα σκανδαλιστικά μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά και συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι.
Το 1895 αποφοιτά και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Παβίας και παρακολουθεί τη νομική σχολή, την οποία ολοκληρώνει το 1899 στη Γένοβα. Έχοντας κερδίσει ένα διαγωνισμό ποίησης στο Παρίσι, αποφασίζει να αφιερωθεί ολόψυχα στη λογοτεχνία το 1900. Με ορμητήριο τη Γαλλία, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ταξιδεύει συχνά στην Ιταλία και γράφει στις γλώσσες και των δύο αυτών χωρών. Συνεργάζεται με ιταλικά και γαλλικά λογοτεχνικά περιοδικά και διαδίδει τη γαλλική ρομαντική και συμβολιστική ποίηση στην Ιταλία, απαγγέλοντας σε θέατρα στίχους των Μποντλέρ, Μαλαρμέ, Ρεμπό και Βερλέν. Μερικά από τα πρώτα ποιητικά του έργα, όπως το Destruction («Καταστροφή», 1904), είναι δείγματα του ρωμαλέου αναρχίζοντος πειραματισμού του, σε φόρμες που θα χαρακτήριζαν τη μεταγενέστερη δημιουργία του. Το 1905 εκδίδει στο Μιλάνο το λογοτεχνικό περιοδικό Poesia («Ποίηση») και γίνεται υπέρμαχος του ελεύθερου στίχου.
Ο Φουτουρισμός εγκαινιάζεται επίσημα στις 20 Φεβρουαρίου 1909, όταν στην πρώτη σελίδα της γαλλικής εφημερίδας Λε Φιγκαρό δημοσιεύεται το Μανιφέστο του Φουτουρισμού, το κορυφαίο για πολλούς έργο του Μαρινέτι, που είναι φανερά επηρεασμένος από τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε. Η ιδεολογία του Φουτουρισμού («Μελλοντισμός», όπως μεταφράστηκε ο όρος εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα) έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την ολοκληρωτική ρήξη με την παράδοση («…θέλουμε να καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες και τις ακαδημίες κάθε είδους…»), τον εκθειασμό της μοντέρνας βιομηχανικής πόλης, της μηχανής και της ταχύτητας («..ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο[..] είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης»), της έντονης δράσης («…Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο -μοναδική υγεία στον κόσμο- το μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστρεπτική στάση των αναρχικών, τις ωραίες ιδέες που γι’ αυτές παθαίνει κανείς, και την περιφρόνηση στη γυναίκα…») και της ανατροπής των λογικών συμβάσεων.
Ήταν τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, εποχή έντονης εκβιομηχάνισης, σε μια Ιταλία που παρέμενε θρησκόληπτη και καλλιτεχνικά προσδεδεμένη στο άρμα ενός παρωχημένου κλασσικισμού. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα, εντελώς ανορθόδοξο και ασυνάρτητο στη γραφή του, με τίτλο Μαφάρκα ο φουτουριστής (Mafarka le furiste), στο οποίο σκιαγραφείται μέσα σε μια αλληγορική μυθολογική ατμόσφαιρα η γέννηση του φουτουρισμού. Το έργο προκαλεί σκάνδαλο, ο συγγραφέας του σύρεται στα δικαστήρια, αλλά αθωώνεται.
Οι ιδέες του Μαρινέτι υιοθετήθηκαν σχεδόν αμέσως στην Ιταλία από συγγραφείς, όπως οι Άλντο Παλατσέσκι (1885-1974), Κοράντο Γκοβόνι (1884-1965) και Αρντένγκο Σόφιτσι (1879-1964). Το μανιφέστο του Μαρινέτι υποστήριξαν και εικαστικοί καλλιτέχνες, οι οποίοι εξέδωσαν το δικό τους μανιφέστο το 1910. Ζωγράφοι και γλύπτες, όπως οι Ουμπέρτο Μποτσιόνι (1882-1916), Τζιάκομο Μπάλα (1871-1958), Λουίτζι Ρούσολο (1883-1947), Κάρλο Καρά (1881-1966) και Τζίνο Σεβερίνι (1833-1966) εφάρμοσαν τις ιδέες του σε έργα τους. Ο Φουτουρισμός αρχίζει να εξαπλώνεται μέσα από τις Φουτουριστικές Βραδιές, που διοργανώνουν ο Μαρινέτι και οι συνοδοιπόροι του. Φροντίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους με διάφορα χάπενινγκ, όπως αυτό της Βενετίας στις 8 Ιουλίου 1910. Λίγες ώρες πριν από την παρουσίαση του Φουτουριστικού Μανιφέστου, ο Μαρινέτι και οι φίλοι του ανέβηκαν στο καμπαναριό του Αγίου Μάρκου και πέταξαν 80.000 φυλλάδια με το Μανιφέστο κατά της παραδοσιακής Βενετίας (Manifesto Contro Venezia passatista). Σ’ αυτό απαιτούσε «να μπαζωθούν τα μικρά βρώμικα κανάλια από τα ερείπια των λεπρικών αρχοντικών για να προετοιμαστεί η γέννηση της βιομηχανικής και μιλιταριστικής Βενετίας, που θα κυριαρχήσει στην Αδριατική και θα την κάνει ξανά ιταλική λίμνη».
Το 1911 ως απεσταλμένος γαλλικής εφημερίδας καλύπτει τον ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη και δύο χρόνια αργότερα βρίσκεται στη Σόφια για να καλύψει τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Στις 11 Μαΐου 1912 δημοσιεύει στο Μιλάνο το Τεχνικό Μανιφέστο της Φουτουριστικής Λογοτεχνίας, όπου επιχειρεί ένα πέρασμα από τον «ελεύθερο στίχο» στις «ελεύθερες λέξεις», μέσα από την κατάργηση της σύνταξης, του επιθέτου και της στίξης. «Στο αεροπλάνο, καθισμένος στον κύλινδρο της βενζίνης, ζεσταίνοντας την κοιλιά, από τη θέση του αεροπόρου, αισθανόμουν τη γελοία ματαιότητα της αρχαίας σύνταξης, κληροδοτημένη από τον Όμηρο. Ένοιωσα μανιώδη την ανάγκη ν’ απελευθερώσω τις λέξεις, σέρνοντάς τες έξω από τη φυλακή της λατινικής περιόδου» αναφέρει στην αρχή του μανιφέστου αυτού.
Το 1914 επισκέπτεται τη Μόσχα, όπου δίδει διαλέξεις για τον φουτουρισμό, που έχει ριζώσει στη Ρωσία, με ποιητές, όπως ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Το 1915 ο Μαρινέτι εκδίδει την ποιητική συλλογή Guerra sola igiene del mundo («Πόλεμος η μόνη υγιεινή του κόσμου»), στην οποία χαιρετίζει το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενθαρρύνει τη συμμετοχή της Ιταλίας στη σύρραξη. Το 1916 εκδίδει το δοκίμιο Συνθετικό Φουτουριστικό Θέατρο, στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του και αναλύει τη θεωρία του για τον φουτουρισμό στο θέατρο. Είχαν προηγηθεί τα θεατρικά έργα Ο βασιλιάς ευωχείται (Le Roi Bombance, 1909) και Αντι-ουδετερότητα (Anti-neutralita, 1912).
Το 1918 γνωρίζει τη μελλοντική σύζυγό του, τη νεαρή ζωγράφο και συγγραφέα Μπενεντέτα Κάπα (1897-1977), την οποία θα νυμφευθεί το 1923. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρία κορίτσια, τη Βιτόρια, την Άλα και τη Λούτσε.
Το 1918 ο Μαρινέτι εισέρχεται στον πολιτικό στίβο, ιδρύοντας το Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα (Partito Politica Futurista). Γρήγορα έρχεται σε επαφή με τους φασίστες και γνωρίζεται προσωπικά με τον Μουσολίνι. Θεωρεί το Φασιστικό Κίνημα του Μουσολίνι ως φυσική συνέχεια του Φουτουρισμού και προσχωρεί ψυχή τε και σώματι. Μάλιστα, θεωρείται ένας από τους συγγραφείς του Φασιστικού Μανιφέστου, που δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου 1919 στην εφημερίδα του Μουσολίνι Il Popolo d’Italia. Την εποχή εκείνη πολλοί Ιταλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες υποστηρίζουν ή προσχωρούν στον φασισμό, πιστεύοντας ότι μέσα από το δυναμισμό του καθεστώτος αυτού θα έσπαγαν την πνευματική και καλλιτεχνική απομόνωση της Ιταλίας και θα προωθούσαν καινούργια καλλιτεχνικά ρεύματα.
Ο Μαρινέτι προσπάθησε να επιβάλει τον φουτουρισμό ως επίσημο καλλιτεχνικό δόγμα του φασισμού. Δεν θα τα καταφέρει και εξ αιτίας των ριζοσπαστικών του ιδεών θα έλθει σε ρήξη με τον Μουσολίνι. Το 1925 μετακομίζει στη Ρώμη και το 1926 επισκέπτεται την Αργεντινή και τη Βραζιλία για να διαδώσει τις ιδέες του. Το 1929 γίνεται ακαδημαϊκός και γενικός γραμματέας της Εθνικής Ένωσης Συγγραφέων της Ιταλίας. Θεωρείται πλέον εκπρόσωπος του κατεστημένου, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους οπαδούς του.
Τον Φεβρουάριο του 1933 ο Μαρινέτι επισκέπτεται την Αθήνα, όπου δίνει διαλέξεις, αλλά αντιμετωπίζει την εχθρότητα των Ελλήνων διανοουμένων. Ο κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Αιμίλιος Χουρμούζιος (1904-1973) με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζεβγάς δημοσιεύει ένα φυλλάδιο με τίτλο Ο Φουτουρισμός στο φως του Μαρξισμού, στο οποίο καταγγέλλεται η συνεργασία του Μαρινέτι με τον Μουσολίνι.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ο Μαρινέτι συμμετείχε ενεργά στον Ιταλο-Αιθιοπικό Πόλεμο του 1935, όπως και στη ναζιστική εκστρατεία κατά της Ρωσίας το 1942, ως μέλος των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, επιστρέφει εξαντλημένος από το ρωσικό μέτωπο και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη Βενετία.
Ο Φίλιπο Τομάσο Μαρινέτι πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Δεκεμβρίου 1944 στο Μπελάτζιο της Ιταλίας, σε ηλικία 79 ετών.
1991 – Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Νεοφανής άγιος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, γνωστότερος στο χριστεπώνυμο πλήρωμα ως Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας. Παιδί φτωχής οικογένειας, βοηθούσε από μικρός τους γονείς του στις αγροτικές εργασίες και εξ αυτού του λόγου πήγε μόνο στην Α’ Δημοτικού. Από μικρός όμως διάβαζε βίους Αγίων και ιδιαίτερα του Ιωάννη του Καλυβίτη. Πριν από την εφηβεία του εργάστηκε ως βοηθός σε παντοπωλεία της Χαλκίδας και του Πειραιά. Προσπάθησε να μεταβεί στο Άγιο Όρος, την πρώτη φορά ανεπιτυχώς, τη δεύτερη με επιτυχία, ενώ ακόμη ήταν 12 ετών!
Ο Γέροντας Παντελεήμων, παρουσιάζοντάς τον ως εγγονό του, τον κράτησε κοντά του από το 1918 έως το 1925, στη Σκήτη στα Καυσοκαλύβια, που βρίσκεται τρεις ώρες από τη μονή της Μεγίστης Λαύρας. Εκεί έμαθε τα της μοναχικής ζωής, να διαβάζει το Ψαλτήρι, την Καινή Διαθήκη και τις Ακολουθίες. Επιδιδόταν σε προσευχή και νηστεία, έδειχνε υπακοή και ταπείνωση, έχοντας πάντοτε ως πρότυπό του τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη.
Στα 14 του φόρεσε το ράσο και σε 2-3 χρόνια εκάρη μοναχός με το όνομα Νικήτας, από δε τον Ρώσο ασκητή Δημά έλαβε το χάρισμα της ευχής και το διορατικό. Ένα κρυολόγημα που εξελίχθηκε σε υγρή πλευρίτιδα, ανάγκασε τον Γέροντά του να τον στείλει πίσω στην Εύβοια, για να θεραπευτεί.
Αργότερα επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όχι τελείως θεραπευμένος, οπότε τον ανάγκασαν να γυρίσει στη Μονή Αγίου Χαραλάμπη στην Εύβοια. Εκεί ο αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος Γ’ τον χειροτόνησε διάκονο και ιερέα (1926), του έδωσε το όνομά του και του ανέθεσε και το έργο του πνευματικού εξομολόγου.
Το 1940 πήγε στην Αθήνα, επιθυμώντας διακαώς να διακονήσει ως κληρικός σε κάποιο Ίδρυμα. Ανέλαβε εφημέριος στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, όπου επί 33 χρόνια (1940-1973) έδωσε κυριολεκτικά τον εαυτό του στη δύσκολη ιερατική διακονία του, με συνεχείς Θείες Λειτουργίες και Ακολουθίες για το προσωπικό και τους ασθενείς, με τη στήριξη που πρόσφερε σε όλους, με την εξομολόγηση και με την επίσκεψη των αρρώστων στο κρεβάτι του πόνου. Παράλληλα, μελετούσε και ιατρικά βιβλία, κατατοπιζόταν, ρωτούσε γιατρούς και νοσηλευτές, για να μπορεί να παρηγορεί τους ασθενείς.
Ποικίλα περιστατικά στη διάρκεια της πολύχρονης διακονίας του στην Πολυκλινική μαρτυρούν όχι μόνο το χάρισμα της διορατικότητας, αλλά και την πνευματική του εμπειρία και σοφία, χάρη στις οποίες πολλές ψυχές έφερε στο δρόμο του Χριστού.
Μετά τη συνταξιοδότησή του κι αφού για ένα διάστημα έζησε με την αδελφή του και μια αφοσιωμένη ανιψιά τους σ’ ένα σπιτάκι στα Τουρκοβούνια και στο Μετόχι της Μονής Πεντέλης, στα Καλλίσια, παράλληλα με την προσφορά των ιερατικών του υπηρεσιών στην Πολυκλινική Αθηνών, βρήκε μια κατάλληλη τοποθεσία στο Μήλεσι Αττικής, όπου με τη βοήθεια αναρίθμητων πιστών, που προσέρχονταν σ’ αυτόν για ψυχική ανάπαυση και για να ζητήσουν τη μεσιτεία του προς αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών ή προβλημάτων τους, ξεκίνησε το 1979 την ανέγερση του ιερού Ησυχαστηρίου Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο οποίο έκτοτε προσέρχονται πολλοί προσκυνητές.
Αισθανόμενος ότι πλησιάζει το επίγειο τέλος του, ο ιερομόναχος Πορφύριος αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου στις 2 Δεκεμβρίου 1991, σε ηλικία 85 ετών, απεδήμησεν εις Κύριον. Στις 27 Απριλίου 2013, ο Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ανακηρύχθηκε όσιος, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
2020 – Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Γεννήθηκε το 1926 στο Κόμπλεντς της Γερμανίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως οικονομικός διευθυντής των Γαλλικών αρχών κατοχής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικογένεια ντ’ Εσταίν κατάγεται από τη νοτιοκεντρική περιοχή της Ωβέρνης με δικό τους πύργο στο Σαμελιέρ. Αποφοίτησε από το Λύκειο Ζανσόν ντε Σαλλύ του Παρισιού. Κατά την περίοδο της νεότητάς του υπηρέτησε στα τεθωρακισμένα της Στρατιάς της Ελεύθερης Γαλλίας. Μετά τις σπουδές του στην Grande Ecοle – ENA, τελείωσε την Πολυτεχνική Σχολή αποφοιτώντας έκτος στη σειρά, διορίστηκε Οικονομικός Επιθεωρητής. Με το Ανεξάρτητο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εξελέγη βουλευτής στη Γαλλική εθνοσυνέλευση. Το 1959 διορίστηκε υφυπουργός Οικονομικών και τρία χρόνια αργότερα Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας σε ηλικία 36 ετών και πέρασε στην ιστορία ως ο νεαρότερος Γάλλος Υπουργός Οικονομικών. Συγκρούστηκε με τους ορθόδοξους Γκωλικούς για ζητήματα ιδιωτικής πρωτοβουλίας ευρωπαϊκής ένωσης, και στενώτερων δεσμών με τις Ή.Π.Α.Γι’ αυτό και παύθηκε από τον Ντε Γκωλ. Από το 1974 ως το 1981 διατέλεσε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, τηρώντας κεντροδεξιά πολιτική. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε υψηλά αξιώματα η Γαλλία σταθεροποιήθηκε ως η δεύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης και τέταρτη στον κόσμο. Όπως και ο Σαρλ ντε Γκωλ, προώθησε τη σύσφιξη των σχέσεων Γαλλίας-Γερμανίας αλλά, σε αντίθεση με τον Ντε Γκωλ, υποστήριζε την ένταξη της Μ. Βρετανίας στην (τότε) ΕΟΚ. Το 1981 έχασε τις εκλογές από τον Φρανσουά Μιτεράν, ενώ παράλληλα ο Ζακ Σιράκ, πρώην πρωθυπουργός του, διέσπασε την ενότητα της παράταξης των συντηρητικών στρεφόμενος εναντίον του. Μετά από μία δυσμενή περίοδο, τελευταία αρχίζει να επανακτά την επιρροή που ασκούσε παλιά και έχει προτείνει την άμεση εκλογή Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ελπίζοντας στην ανάδειξή του στο αξίωμα αυτό.
Ο Ζισκάρ ντ’ Εσταιν είχε μακροχρόνια φιλία με τον αείμνηστο επίσης πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας και μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και ήταν αυτός που παρέδωσε το προεδρικό αεροσκάφος της γαλλικής προεδρίας στην επιστροφή του στις 24 Ιουλίου του 1974. Επίσης ήταν φανατικός φίλος της Ελλάδας και συνέβαλε αποτελεσματικά στην ένταξη της στην ΕΟΚ (μετέπειτα ΕΕ).