.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
Μνήμη χρονολογίου της 1ης Ο
[ 22 Οκτωβρίου 2024 ]
Είναι η 296η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 70 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:41 – Δύση ήλιου: 18:38 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 57 λεπτά
🌖 Σελήνη 20.2 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αβέρκιο, Αβερκία και Μαξιμιλιανό.
Γεγονότα
1798 – Ο Αλή Πασάς με τον γιο του Μουχτάρ, έπειτα από σφοδρή επίθεση, καταλαμβάνουν την Πρέβεζα, την οποία υπερασπίζονται 1.000 Έλληνες και Γάλλοι υπό τον Στρατηγό Λα Σαλσέ.
Η βραχύβια Γαλλική κατοχή της Πρέβεζας θα επισφραγιστεί το επόμενο έτος, 1798, με την άνιση σε αριθμό αντίπαλων δυνάμεων και αιματηρή Μάχη της Νικοπόλεως και τον επακόλουθο Χαλασμό της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά Τεπελενλή. Στις 12/23 Οκτωβρίου 1798, δυνάμεις 7.000 έφιππων και πεζών Τουρκαλβανών επιτέθηκαν κατά της Γαλλικής Φρουράς της Πρέβεζας, που είχε οχυρωθεί στα ερείπια της αρχαίας Νικόπολης και αποτελούταν από 280 Γάλλους γρεναδιέρους, 60 Σουλιώτες πολεμιστές υπό τον καπετάν Χριστάκη και 200 Πρεβεζάνους πολιτοφύλακες.
Η μάχη διήρκεσε ολόκληρη τη μέρα και περιγράφεται λεπτομερώς στα απομνημονεύματα του στρατηγού Λ. Α. Καμύ ντε Ρισμώντ (γαλλικά: Louis Auguste Camus de Richemont), ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη και τραυματίστηκε σοβαρά. Της Μάχης της Νικοπόλεως ακολούθησαν αψιμαχίες μέσα στην πόλη της Πρέβεζας, με σφαγές αμάχων και λεηλασίες, που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως ο Χαλασμός της Πρέβεζας. Σημαντικός αριθμός Πρεβεζάνων σφαγιάστηκε λίγες ημέρες αργότερα στο τελωνείο της Σαλαώρας. Ο Αλή πασάς εγκατέστησε στην πόλη ευνοούμενούς του. Αναγκάστηκε, όμως, να εγκαταλείψει την πόλη μετά από ενάμισι περίπου χρόνο, τον Μάρτιο του 1800, σε υλοποίηση Ρωσοτουρκικής συνθήκης. Ο Αλή στέλνει πεσκέσι στον Σουλτάνο τέσσερα σακιά με κεφάλια Γάλλων και Ελλήνων μαχητών.
1923 – Φιλομοναρχικό στρατιωτικό κίνημα, υπό τους στρατηγούς Λεοναρδόπουλο και Γαργαλίδη, καταστέλλεται από τους Πλαστήρα και Πάγκαλο. Το κίνημα εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22η Οκτωβρίου. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην οργάνωση και την εκδήλωση του κινήματος μια ομάδα κατώτερων αντιβενιζελικών αξιωματικών, γνωστή ως «Οργάνωση Ταγματαρχών»,[3] οι οποίοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τον Ιωάννη Μεταξά, ενώ ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν την κίνησή τους ως υπερκομματική, προσέφεραν την αρχηγία στους υποστράτηγους Λεοναρδόπουλο και Γαργαλίδη, που ήταν βενιζελικών πεποιθήσεων, καθώς και στο συνταγματάρχη Γεώργιο Ζήρα.
Οι κινηματίες προσκαλούσαν την Επαναστατική Κυβέρνηση να διαλυθεί, ενώ είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν τις περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει ο Ζήρας, καθώς και όλες τις στρατιωτικές φρουρές της Πελοποννήσου, όπου οι αξιωματικοί τους ήταν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντιβενιζελικοί. Ακόμη, εκδηλώθηκαν υπέρ του κινήματος και μονάδες του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο. Πιστές στην Επαναστατική Κυβέρνηση έμειναν οι φρουρές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και των Ιωαννίνων, ενώ και το Ναυτικό έμεινε πιστό στην κυβέρνηση αφού, ούτως ή άλλως, ο Γαργαλίδης είχε ταχθεί εναντίον της συμμετοχής του στόλου στο κίνημα.
Η Επαναστατική Κυβέρνηση, ενώ, αρχικά, αιφνιδιάστηκε, στη συνέχεια, αντέδρασε πολύ γρήγορα και δυναμικά. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, αφού χαρακτήρισε το κίνημα «προδοτική πράξη», κήρυξε στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στην κυβέρνηση. Η επίκληση ενότητας, αλλά και των εκλογών, που είχαν προκηρυχτεί για το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μαζί με την αποφασιστικότητα, που έδειξε η κυβέρνηση, μετά την αρχική, εφεκτική στάση του πρωθυπουργού, Στυλιανού Γονατά, απομόνωσαν τους κινηματίες. Ο βενιζελικός κόσμος, πολλές οργανώσεις, η ηγεσία του στρατεύματος, ακόμα και η Ιερά Σύνοδος, τάχθηκαν με το μέρος της κυβέρνησης και αποδοκίμασαν το κίνημα. Ταυτόχρονα, με την επίδειξη ισχύος, η κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί, στα διαγγέλματά της προς το λαό και το στρατό, ότι είχε πρόθεση να ανακινήσει και να λύσει το πολιτειακό. Οι σχέσεις των Κινηματιών με βασιλικούς κύκλους, και ιδιαίτερα με τον Μεταξά και τα Ανάκτορα, θεωρήθηκαν από την αντίπαλη πλευρά ως ενοχοποιητικά στοιχεία για το βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί. Αξιωματικοί, πιστοί στην κυβέρνηση, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο Στέφανος Σαράφης, ο Δημήτριος Ψαρρός και άλλοι, είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στη συνέχεια, αντιμετώπισαν, στις Νάρες (Νέα Φιλαδέλφεια), τις στρατιωτικές δυνάμεις που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Ζήρας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στο νότο, οι Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης, αφού συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις (στην Πελοπόννησο), πέρασαν τον Ισθμό και βάδισαν προς την Αθήνα. Τελικά, όμως, κυκλώθηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, στις 27 Οκτωβρίου, άνευ όρων. Οι δύο ηγέτες του κινήματος, Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης καθώς και οι αντισυνταγματάρχες Δημήτριος Αβράμπος και Μιχαήλ Ν. Νικολαρέας καταδικάστηκαν από στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε και, αργότερα, αμνηστεύτηκαν. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, κατόρθωσε να διαφύγει κρυφά στην Ιταλία.
1940 – Ο γιος του Τζιάκομο Πουτσίνι εγκαινιάζει τη νέα όπερα της Αθήνας στο Θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας. Εναρκτήριο έργο, η όπερα του πατέρα του «Μαντάμα Μπάτερφλαϊ».
Στα τέλη του 19ου αι. η Αμερικανίδα Τζένι Κόρελ Λονγκ έζησε για λίγο στην Ιαπωνία συνοδεύοντας το σύζυγό της, ένα μεθοδιστή ιεραπόστολο. Όσα αφηγήθηκε μετά την επιστροφή της στις ΗΠΑ, ενέπνευσαν στον αδελφό της Τζον Λούθερ Λονγκ κάποιες νουβέλες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Century. Μία από αυτές, η «Madame Butterfly», μεταφέρθηκε στο θέατρο το 1900.
Ο Πουτσίνι πιθανόν παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο και εντυπωσιασμένος ζήτησε από τους Ίλικα – Τζακόζα να γράψουν ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία της. Παράλληλα μελέτησε κι ο ίδιος τον ιαπωνικό πολιτισμό, προσπαθώντας να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κλίμα και τους χαρακτήρες – πράγμα που κατάφερε παρά κάποια λαθάκια, όπως για παράδειγμα ότι τοποθετεί ένα βουδιστή μοναχό και μια επίσης βουδίστρια υπηρέτρια να επικαλούνται (σε διαφορετικές στιγμές) σιντοϊστικές θεότητες. Φαίνεται ακόμα ότι προσέθεσε στοιχεία από άλλο ένα ευρωπαϊκό έργο που εκτυλίσσεται στη μακρινή χώρα, τη Madame Chrysanthème του Γάλλου Πιερ Λοτί.
Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως δίπρακτη το Φλεβάρη του 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά μολονότι συμμετείχαν οι κορυφαίοι ερμηνευτές της Ιταλίας, γνώρισε πολύ χλιαρή υποδοχή. Ο συνθέτης προέβη σε ριζικές αλλαγές και παρουσίασε μια νέα τρίπρακτη εκδοχή τρεις μήνες αργότερα στην Μπρέσια, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά συνέχισε να υποβάλλει το έργο σε διαρκείς αναθεωρήσεις, μέχρι που κατέληξε στην οριστική μορφή του (1907).
1950 – Αρχίζει το πρώτο Μουντομπάσκετ στο Μπουένος Άιρες. Θα ολοκληρωθεί στις 3 Νοεμβρίου, με νικήτρια την ομάδα της Αργεντινής. To Παγκόσμιο Κύπελλο Καλαθοσφαίρισης, στο οποίο μετέχουν μόνο εθνικές ομάδες ανδρών, που ανήκουν στη δύναμη της FIBA, διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια από το 1950, με τρεις εξαιρέσεις (1959, 1970, 2019). Η δομή του θυμίζει αρκετά το ποδοσφαιρικό Μουντιάλ, που ήταν άλλωστε και το πρότυπο του εμπνευστή του Ρενάτο Γουίλιαμ Τζόουνς. Την ιδέα για τη διοργάνωση ενός παγκοσμίου πρωταθλήματος είχε ο Εγγλέζος γενικός γραμματέας της FIBA Ρενάτο Γουίλιαμ Τζόουνς (1906-1981). Την κατέθεσε ενώπιον του συνεδρίου της παγκόσμιας ομοσπονδίας, που διεξαγόταν στο Λονδίνο το 1948, στο περιθώριο των Ολυμπιακών Αγώνων. Η πρόταση του Τζόουνς έγινε αποδεκτή από τους συνέδρους και η πρώτη διοργάνωση ανατέθηκε στην Αργεντινή, τη μόνη χώρα που κατέθεσε υποψηφιότητα. Για ευρωπαϊκή χώρα ούτε λόγος εκείνη την περίοδο, που η γηραιά ήπειρος μετρούσε τις πληγές της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη διοργάνωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Καλαθοσφαίρισης διεξήχθη από 22 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου 1950 στο Μπουένος Άιρες, με νικήτρια την ομάδα της διοργανώτριας χώρας.
Η χώρα μας πρωτοεμφανίστηκε σε τελική φάση Μουντομπάσκετ το 1986 στην Ισπανία, ένα χρόνο πριν από τον θρίαμβο του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, και κατέλαβε τη 10η θέση. Από τότε δίνει συνεχώς το παρών, εκτός από το 2002, με κορυφαία στιγμή την κατάκτηση του αργυρού μεταλλίου το 2006 στην Ιαπωνία και αφού στον ημιτελικό είχε αποκλείσει με «κατοστάρα» (101-95) την ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών(101 – 95).
1964 – Ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ αρνείται το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποστηρίζοντας ότι θα μειώσει το γόητρο της συγγραφικής του δουλειάς. Φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, ακτιβιστής και σύντροφος της Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
Έτσι, το 1964 ανάμεσα σε 76 υποψήφιους για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, η Σουηδική Ακαδημία τον ανέδειξε νικητή του βραβείου. “Για τη δουλειά του που, πλούσια σε ιδέες και γεμάτη με το πνεύμα της ελευθερίας και της αναζήτησης της αλήθειας, έχει ασκήσει εκτεταμένη επιρροή στην εποχή μας” θεωρήθηκε ο μοναδικός που θα μπορούσε να έχει νικήσει εκείνη τη χρονιά.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν Πωλ Σαρτρ συναντούν τον Τσε Γκεβάρα στο ταξίδι τους στην Κούβα.
Ο αντισυμβατικός Σαρτρ, όπως είναι γνωστό όμως, δεν δέχτηκε να παραλάβει το βραβείο του. Έτσι έμεινε στην ιστορία, καθώς μαζί με τον Ρώσο ποιητή Boris Leonidovich Pasternak είναι οι μοναδικοί νικητές Νόμπελ Λογοτεχνίας που αρνήθηκαν το βραβείο τους.
Ο Σαρτρ είχε αρνηθεί τόσο την παρασημοφόρηση του από τo γαλλικό Τάγμα τιμής, όσο και έδρα στο Κολέγιο της Γαλλίας. Παραμένοντας πιστός στις απόψεις του, λοιπόν, αρνήθηκε και το Νόμπελ, παρ’ όλο που αναγνώριζε ότι αποτελούσε μεγάλη τιμή.
Και ο λόγος που αρνήθηκε; Στο γράμμα του αναφέρει ότι: “Ο συγγραφέας που δέχεται μια τέτοια τιμή συνδέεται και με τον θεσμό που τον τίμησε. Ο συγγραφέας, λοιπόν, δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να μετατραπεί σε θεσμό. Εξάλλου, αυτές οι τιμές εκθέτουν και τον αναγνώστη σε μία πίεση που δεν επιθυμώ. Το να υπογράφω ως Ζαν Πωλ Σαρτρ δεν είναι το ίδιο με το να υπογράφω ως Ζαν Πωλ Σαρτρ, νικητής Βραβείου Νόμπελ”.
Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι πριν ακόμη ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των Νόμπελ, ο Γάλλος φιλόσοφος είχε στείλει άλλο ένα γράμμα στην Σουηδική Ακαδημία. Όταν ο Σαρτρ έμαθε ότι ήταν φαβορί για το Νόμπελ, αποφάσισε να γράψει στην επιτροπή για να εκφράσει δύο αιτήματα. Πρώτο αίτημα του ήταν να μην επιλεγεί για το βραβείο και δεύτερο να μην ξαναβρίσκεται ούτε στις μελλοντικές υποψηφιότητες.
Αυτό το γράμμα, όμως, άργησε να φτάσει στην Σουηδική Επιτροπή, η οποία ενημερώθηκε για τα αιτήματα του Σαρτρ όταν ήταν πολύ αργά. Έτσι, πράγματι τον ψήφισε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1964. Αν είχαν παραλάβει εγκαίρως το γράμμα, τότε πολύ πιθανόν η ιστορία αυτή να είχε γραφτεί αλλιώς.
Ο Σαρτρ είναι ένας από τους πιο διάσημους υπαρξιστές και πράγματι επηρέασε μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων φιλοσόφων του 20ου αιώνα. Ως υπαρξιστής, ο Σαρτρ πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ουσία πριν την ύπαρξη τους, καθώς δεν υπάρχει κανένας Θεός-Δημιουργός. Έτσι, όλα του τα έργα διακατέχονταν από την ιδέα ότι η ύπαρξη προϋπάρχει της ουσίας.
Άλλη μια βασική ιδέα στα έργα του Γάλλου φιλοσόφου ήταν ότι “οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι“. Αυτό που εννοούσε είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι δέσμιοι θεϊκών δυνάμεων, αλλά ελεύθεροι να αποφασίσουν οι ίδιοι για την ζωή τους, και έτσι είναι υπεύθυνοι των πράξεων τους.
Επηρεασμένος από τον μηδενισμό του Νίτσε και την ιδέα ότι “η ιστορία δεν έχει κανένα υπερβατικό νόημα” και “η ζωή καμία σημασία“, ο Σαρτρ υποστήριξε ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει κανέναν ηθικό σκοπό. Ένα ζοφερό όραμα, που κανείς δεν περίμενε να ακούσει από έναν δηλωμένο μαρξιστή.
Αυτή του η θεωρία, ότι ο κάθε άνθρωπος επιλέγει τις πράξεις του χωρίς να βασίζεται σε κάποια ηθική, τον έβαλε στο στόχαστρο πολλών κριτικών. Άλλοι τον αποκάλεσαν ατομικιστή, άλλοι ισχυρίστηκαν ότι ο υπαρξισμός είναι αντι-επιστημονικός και ανίκανος να δώσει απαντήσεις και άλλοι, με πρωτοπόρο τον διάσημο ανθρωπολόγο Κλωντ Λεβί-Στρως, ότι ο Σαρτρ αγνοούσε τους περιορισμούς που έθεταν η κουλτούρα και η κοινωνία στη διαμόρφωση των ατόμων.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα φιλοσοφικά του έργα ήταν σίγουρα επαναστατικά και πολύ σημαντικά για την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης. Εξίσου σημαντικά ήταν, όμως, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα. Μάλιστα, τα πρώτα του μυθιστορήματα, “Η Ναυτία” (1938) και “Ο Τοίχος” (1938), ήταν αυτά που τον έκαναν αρχικά διάσημο, ενώ τα πιο δημοφιλή θεατρικά του έργα ήταν “Οι Μύγες” (1944) και το “Κεκλεισμένων των Θυρών” (1947), που παρέμεναν πιστά στις φιλοσοφικές του ιδέες και ανεβαίνουν σε θεατρικές σκηνές μέχρι και σήμερα.
1988 – Ο Ανδρέας Παπανδρέου επιστρέφει από το Λονδίνο, μετά την επέμβαση μπαι-πας, στην οποία υποβλήθηκε στο νοσοκομείο Χέρφιλντ. Καθώς κατεβαίνει από τη σκάλα του αεροπλάνου, με ένα νεύμα του καλεί κοντά του τη Δήμητρα Λιάνη, επισημοποιώντας τη σχέση του.
Το Αιρ Μπας της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που είχε αναχωρήσει νωρίτερα από το Χίθροου του Λονδίνου, προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Οταν άνοιξε η πόρτα του αεροπλάνου βγήκε ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και χαιρέτησε το πλήθος που τον ανέμενε. Φαινόταν κάπου τριάντα κιλά πιο αδύνατος αφότου έφυγε, δύο μήνες νωρίτερα, για να χειρουργηθεί στο Χέρφιλντ. Αλλά έδειχνε σταθερός και χαρούμενος. Οι περιγραφές στις εφημερίδες της εποχής είναι εντυπωσιακές.
Κατεβαίνει δυο-τρία σκαλοπάτια και σταματάει για να χαιρετήσει ξανά τον κόσμο. Στο έδαφος περιμένουν οι δύο αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος και Μένιος Κουτσόγιωργας, επικεφαλής του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπάρχει ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Ο πρωθυπουργός κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι ακόμη και ξαφνικά γυρίζει πίσω κάνοντας ένα νεύμα που σήμαινε:
– Ελα μαζί μου!
Στην αρχή φαίνεται σαν να απευθύνεται στην άδεια πόρτα. Αλλά αμέσως στην κορυφή της σκάλας ξεπροβάλλει μια φιγούρα, ιδιαίτερα γνωστή στο ελληνικό – αλλά και στο διεθνές – κοινό τα τελευταία χρόνια: η ξανθιά πρώην αεροσυνοδός Δήμητρα Λιάνη. Φοράει σκούρο μπλε ταγιέρ και ένα κολιέ με δύο σειρές και την ακολουθεί ο Δημήτρης Μαρούδας. Το πλήθος στο αεροδρόμιο παγώνει. Ο Γιάννης Αλευράς μένει στήλη άλατος και γυρίζει να φύγει. Και τότε ακούγεται η φωνή του Γιώργου Παναγιωτακόπουλου.
– Μεγάλε!
Το πλήθος ξεπερνά το σοκ και ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Για πολλούς εκείνη η στιγμή και εκείνη η χειρονομία αποτελούν τομή, όχι μόνο στη διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Από εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν θα είναι ίδιο.
Η χειρονομία του Ανδρέα Παπανδρέου προς τη μετέπειτα τρίτη κατά σειράν σύζυγό του έμεινε στην Ιστορία. Για όσους τον ήξεραν καλύτερα ήταν η πρώτη από μια σειρά ενεργειών με τις οποίες ήθελε να υποδηλώσει ότι «της χρωστάει τη ζωή του». Σε πολλές περιπτώσεις δέχθηκε επικρίσεις για παραβίαση ηθικών κανόνων, καθώς επισήμως ήταν ακόμη παντρεμένος. Αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επικρότησαν την αποφασιστικότητα με την οποία αποκάλυψε τον ιδιωτικό του βίο.
Γεννήσεις
1917 – Τζόαν Φοντέιν. Η Τζόαν Φοντέιν (αγγλικά Joan Fontaine, 22 Οκτωβρίου 1917 − 15 Δεκεμβρίου 2013) ήταν Βρετανίδα ηθοποιός και Αμερικανίδα υπήκοος από το 1943, γνωστή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ρεβέκκα του 1940 και Υποψίες του 1941, καθώς και για την αντιπαλότητα με την αδελφή της, την ηθοποιό Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Η Φοντέιν ήταν βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνείας για την ταινία Υποψίες και η μοναδική ηθοποιός που κέρδισε ποτέ `Οσκαρ για πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία του Χίτσκοκ. Άλλες αξιομνημόνευτες ταινίες της είναι οι Γυναίκες (1939), Ο Πύργος του Πόνου (1943) και Το γράμμα μιας άγνωστης του 1948.
Η Τζόαν Ντε Μπουβουάρ Ντε Χάβιλαντ γεννήθηκε στο Τόκιο από Βρετανούς γονείς, τον δικηγόρο Ουόλτερ Ντε Χάβιλαντ και την ηθοποιό Λίλιαν Αυγούστα Ρουζ. Οι γονείς της χώρισαν όταν αυτή ήταν δύο χρονών και μεταφέρθηκε με τη μητέρα της και την αδελφή της Ολίβια στην Σαρατόγκα της Καλιφόρνιας. Η αντιπαλότητα με την αδελφή της υπήρχε απ’ όταν ήταν μικρές κι η έχθρα μεταξύ τους μεγάλωσε απ’ τη στιγμή που διάλεξαν να γίνουν κι οι δύο ηθοποιοί, τόσο ώστε να έχουν αποξενωθεί από το 1975. Η Τζόαν για να μην επισκιάσει την καριέρα της μεγάλης της αδελφής, όταν πήγε στο Χόλυγουντ πήρε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της μητέρας της και από τότε έγινε γνωστή ως Τζόαν Φοντέιν. Οι πρώτες της ταινίες ήταν αδιάφορες ή σε δεύτερους ρόλους, είχε την τύχη όμως να την επιλέξει ο Ντέιβιντ Σέλζνικ το 1940 για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταφορά του μυθιστορήματος της Δάφνης Ντι Μοριέ Ρεβέκκα με σκηνοθέτη τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και συμπρωταγωνιστή τον Λόρενς Ολίβιε. Προτάθηκε για Όσκαρ εκείνη τη χρονιά αλλά έχασε απ’ τη Τζίντζερ Ρότζερς. Η επόμενη χρονιά τη βρήκε ξανά υποψήφια για Όσκαρ, αυτή τη φορά είχε όμως αντίπαλο την αδελφή της, που ήταν επίσης υποψήφια με την ταινία Αύριο δε θα ξημερώσει (Hold back the dawn, 1941). Κέρδισε το Όσκαρ για την ταινία Υποψίες υπερισχύοντας της Ντε Χάβιλαντ. Είχε άλλη μια υποψηφιότητα το 1943 για την ταινία Πεθαίνω από Αγάπη και την τύχη να δουλέψει με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες όπως τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον Μαξ Όφιλς, τον Φριτς Λανγκ και τον Ρόμπερτ Ρόσσεν. Αποσύρθηκε το 1966 κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση τα χρόνια που ακολούθησαν. Απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2013 από φυσικά αίτια.
1919 – Ντόρις Λέσινγκ. Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1919 στην τότε ονομαζόμενη Περσία, (σημ.Ιράν) από Βρετανούς γονείς. Ο πατέρας ήταν υπάλληλος της «Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας» και η μητέρα της νοσοκόμα. Είχε έναν αδερφό, τον Χάρυ.
Το 1925 με την προοπτική γρήγορου πλουτισμού από την καλλιέργεια καλομποκιού στην βρετανική τότε αποικία της Νότιας Ροδεσίας, (σημ. Ζιμπάμπουε), η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αφρική. Η νεαρή Ντόρις μεγάλωσε στην 10.0000 στρεμμάτων φάρμα της οικογένειας, ζώντας όμως μια ζωή με αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς εξαιτίας των αντιλήψεων της μητέρας της περί καθωσπρεπισμού. Μάλιστα τα πρώτα χρόνια του σχολείου τα πέρασε σε ένα αυστηρό θρησκευτικό σχολείο που διήυθυναν καλόγριες. Η εγκύκλιος μόρφωσή της τελείωσε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου αφού την απέβαλαν από το Γυμνάσιο λόγω αδυναμίας προσαρμογής σε αυτό, που αργότερα θα ονόμαζε «θεσμοποίηση της βλακείας» Η Λέσσινγκ από τότε, έχοντας ήδη αναπτύξει μια αγάπη για το διάβασμα συνέχισε τη μορφωσή της (φιλολογική κυρίως), μόνη της.
Προσπαθώντας να ξεφύγει από τους περιορισμούς της μητέρας της, στα 15 της έφυγε από το σπίτι και δούλεψε σαν εσωτερική νοσοκόμα. Εκείνη την περίοδο άρχισε να γράφει ιστορίες, δύο από τις οποίες δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό της Νότιας Αφρικής.
Το 1937 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Σώλσμπερυ (σημ. Χαράρε) και δούλεψε σαν τηλεφωνήτρια. Στα 19 της, το 1939 παντρεύτηκε έναν άντρα που διάλεξαν οι γονείς της, τον Φρανκ Γουίσντομ με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1943, εγκατέλειψε την οικογένειά της, και εγκαταστάθηκε σε δικό της σπίτι. Τότε ήρθε σε επαφή με ένα όμιλο κομμουνιστών διανοούμενων. Εκεί γνώρισε και τον επόμενο άντρα της, τον Ανατολικογερμανό διπλωμάτη Γκόντφρηντ Λέσσινγκ με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945 και έκαναν ένα γιο, τον Πήτερ. Όμως και αυτός ο γάμος ναυάγησε, αφού ο Λέσσινγκ την εγκατέλεψε το 1949. Αυτή τη χρονιά αποφάσισε να μετακομίσει μαζί με το γιο της, στο Λονδίνο, χώρα στην οποία διέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής της. Στο Λονδίνο εξάλλου εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Τραγουδάει το χορτάρι» (The Grass Is Singing) που γνώρισε την επιτυχία, τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ.
Φανατικό μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος, αποχώρησε το 1956 αποδοκιμάζοντας την εισβολή των Σοβιετικών δυνάμεων στην Ουγγαρία. Το 1956 επίσης και έπειτα από τη θαρραλέα δημόσια κριτική της στα καθεστώτα, της απαγορεύτηκε η είσοδος και στην Νότια Ροδεσία και στην Νότια Αφρική. Η απαγόρευση άρθηκε το 1995 (λόγω πλέον την μεγάλης φήμης της) και η Λέσινγκ το εκμεταλεύτηκε αμέσως για να επισκεφτεί τα δυο παιδιά της και τα εγγόνια της.
Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 2013 σε ηλικία 94 χρόνων, ύστερα από σταδιακή κατάπτωση λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου.
1943 – Κατρίν Ντενέβ (Catherine Deneuve, πραγματικό όνομα Κατρίν Φαμπιέν Ντορλεάκ, γαλλικά: Catherine Fabienne Dorléac; 22 Οκτωβρίου 1943) είναι Γαλλίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια, μοντέλο και παραγωγός. Έγινε γνωστή για ρόλους απόμακρων, μυστηριωδών γυναικών που ενσάρκωσε για διάφορους σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων οι Λουίς Μπουνιουέλ, Φρανσουά Τρυφό και Ρόμαν Πολάνσκι. Το 1985 διαδέχθηκε τη Μιρέιγ Ματιέ ως το επίσημο πρόσωπο της Marianne, του εθνικού συμβόλου της ελευθερίας της Γαλλίας. Δεκατέσσερις φορές υποψήφια για Βραβείο Σεζάρ, κέρδισε τα δυο για την ερμηνεία της στην ταινία Το τελευταίο μετρό (1980), για την οποία κέρδισε επίσης το βραβείο David di Donatello στην κατηγορία Καλύτερη Ξένη Ηθοποιός, και στην ταινία Ινδοκίνα (1992).
Η Ντενέβ έκανε την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο το 1957 και ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο το 1964 με το μιούζικαλ του Ζακ Ντεμί Οι ομπρέλες του Χερβούργου, πριν γίνει πρωταγωνίστρια του Πολάνσκι στη ταινία Αποστροφή (1965), του Ντεμί στις ταινίες Τα νεαρά κορίτσια του Ροσεφόρ (1967) και Δέρμα γαϊδάρου (1970) και του Μπουνιουέλ στις ταινίες Η ωραία της ημέρας (1967) και Τριστάνα (1970).
Ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA Καλύτερης Ηθοποιού για την ταινία Belle de Jour και υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Ινδοκίνα. Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1998 κέρδισε το Volpi Cup Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Κάτω από τα φώτα της πλατείας. Άλλες σημαντικές ταινίες στην αγγλική γλώσσα περιλαμβάνουν τις Τρέλες του Απρίλη (1969), Ο αστυνόμος και το κολ γκερλ (1975), Αίμα και πάθος (1983), Χορεύοντας στο σκοτάδι (2000) και 8 γυναίκες (2002). Το 2008 έκανε την εκατοστή της εμφάνιση στην ταινία Μια νύχτα Χριστουγέννων.
1962- Ρένια Λουιζίδου. Η Αργυρώ (Ρένια) Λουιζίδου (Θεσσαλονίκη, 18 Ιουλίου 1966) είναι Ελληνίδα ηθοποιός.
Φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια, ενώ, στη συνέχεια, σπούδασε φιλολογία στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, καθώς και υποκριτική στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ).
Έχει εμφανιστεί σε αρκετές γνωστές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, όπως Οι Απαράδεκτοι Οι τρεις χάριτες, Της Ελλάδος τα παιδιά, Ο Πέτρος και τα κορίτσια του Το δις εξαμαρτείν, Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή και η σειρά Το καφέ της Χαράς. Εμφανίστηκε στις ταινίες Safe Sex, Πάμπτωχοι Α.Ε., Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο, Πολίτικη κουζίνα και πρωταγωνίστησε στην Πολίτικη κουζίνα. Στην τηλεοπτική σειρά του Alpha,Το σόι σου, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ως Χαρούλα Χαμπέα.
Από το 1997 είναι παντρεμένη με τον οικονομολόγο Θάνο Κωνσταντάκη και έχουν αποκτήσει έναν γιο, τον Βίκτωρα (γενν. 2000).
Θάνατοι
1922 – Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.
Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.
Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.
Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει.
1990 – Λουί Αλτουσέρ. Ο Αλτουσέρ γεννήθηκε στο Μπιρμαντρεϊς (Birmandreis) της Αλγερίας. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής τράπεζας. Η οικογένεια αργότερα μετακόμισε στη Μασσαλία και στη Λυών. Υπήρξε καλός μαθητής στα χρόνια αυτά και κατάφερε τον Ιούλιο του 1939 να εισαχθεί στην École normale supérieure (ENS) στο Παρίσι. Στα χρόνια αυτά ο Αλτουσέρ ήταν φανατικός Ρωμαιοκαθολικός και μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης Action Catholique (Καθολική Δράση). Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου με τη Γερμανία θα επιστρατευτεί. Θα σταλεί στη γερμανία σε στρατόπεδο εργασίας στο Σλέσβιχ (Stalag Schleswig). Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αφεθεί ελεύθερος και θα επανέλθει στη σχολή του και στις σπουδές στη φιλοσοφία. Εντούτοις, ο πόλεμος και η κράτησή του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης θα του προκαλέσουν ψυχολογικά προβλήματα που θα τον ταλαιπωρήσουν ως το τέλος της ζωής του. Το 1948 ολοκληρώνει τις σπουδές του. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, ο Αλτουσέρ λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό για τη θέση καθηγητή φιλοσοφίας στην ENS και πετυχαίνει. Εργάζεται ως καθηγητής στη σχολή από την οποία είχε αποφοιτήσει. Την περίοδο αυτή απομακρύνεται από τον καθολικισμό και ξεκινά η στράτευσή του στο κομμουνιστικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ). Το 1949 γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγό του Ελέν Ριτμάν Λεγκοτιέν, Γαλλολιθουανή εβραϊκής καταγωγής.
Στις δεκαετίες 1950 και 1960 ο Αλτουσέρ μπαίνει σε μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο της ζωής του. Στρέφεται στη Φιλοσοφία της ιστορίας, αρθρογραφεί σε μια σειρά περιοδικά και συγγράφει το έργο του για το Μοντεσκιέ Η πολιτική και η ιστορία και άλλες μελέτες. Παράλληλα, το 1956 με την Αποσταλινοποίηση έρχεται σε σύγκρουση με το Ροζέ Γκαροντί και το Ζαν Πωλ Σαρτρ που υποστηρίζουν την επαναφορά του πρώιμου Μαρξιστικού ουμανισμού. Ταυτόχρονα άσκησε σφοδρή κριτική στον οικονομισμό που ως τάση εμφανιζόταν στο ΚΚΓ. Στις κριτικές του υιοθέτησε στοιχεία της Μαοϊκής κριτικής στο λεγόμενο σοβιετικό ή σοβιετικογενή Μαρξισμό, χωρίς ωστόσο να ενταχθεί στο μαοϊκό ρεύμα.
Το 1965 δημοσιεύει με τους μαθητές του το έργο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο που προτείνει μια φιλοσοφική ανάγνωση του Κεφαλαίου και άλλων έργων του Μαρξ, θέτοντας τις βάσεις για τον “αλτουσερισμό”. Το έργο αυτό κυκλοφόρησε, μεταφράσθηκε και σχολιάσθηκε διεθνώς. Το 2003 εκδόθηκε στα ελληνικά η παγκοσμίως πρώτη πλήρης μετάφραση του έργου.
Το 1968 διοργανώνει στην ENS μαζί με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ και άλλους Μαρξιστές τα Μαθήματα Φιλοσοφίας για επιστήμονες τα οποία όμως διακόπτονται από την εξέγερση του Γαλλικού Μάη. Αρχικά, ο Αλτουσέρ κράτησε επιφυλάξεις για τις εξελίξεις, αλλά γρήγορα εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για αυτές καθώς και για την επιρροή τους στη Φιλοσοφία. Μάλιστα, χαρακτήρισε το Μάη ως Μαζική Ιδεολογική Εξέγερση. Το 1970, συγγράφει το περίφημο έργο του Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, ασκεί κριτική στο βολονταρισμό της Δύσης και διατυπώνει τη θεωρία πως η Πάλη των τάξεων και η ύπαρξή τους αποτελούν το ίδιο πράγμα. Τέλος παρουσιάζει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιεί το κράτος για να μετατρέπει τους ανθρώπους σε υποκείμενα πρακτικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η ψυχολογική κατάσταση του Λουί Αλτουσέρ, που έπασχε από Μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, το 1980 επιδεινώθηκε ραγδαία. Στις 16 Νοεμβρίου θα στραγγαλίσει τη γυναίκα του, χωρίς να έχει συνείδηση της πράξης του. Αμέσως μετά το γεγονός αυτό εισάγεται σε νοσοκομείο. Κρίθηκε δικαστικά ακαταλόγιστος. Έκτοτε πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ψυχιατρεία, ενώ η ψυχική του κατάρρευση τον εμπόδισε να συνεχίσει το έργο του. Πεθαίνει στις 22 Οκτώβρη του 1990.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia