Συνέβη 2 Αυγούστου στην Ελλάδα και τον κόσμο

2 Αυγούστου 2023

Είναι η 214η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 151 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:28 – Δύση ήλιου: 20:34 – Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 5 λεπτά
🌕  Σελήνη 15.5 ημερών
Χρόνια πολλά στον Ιουστινιανό

 

Γεγονότα

 

338 π.Χ. – Η Μάχη της Χαιρώνειας: Μία από τις πολυσυζητημένες μάχες της αρχαιότητας. Διεξήχθη στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. στην πεδιάδα του Βοιωτικού Κηφισού, κοντά στην οχυρή πόλη της Χαιρώνειας, ανάμεσα στους Μακεδόνες του Φιλίππου Β’ και στις συμμαχικές δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων. Ο Φίλιππος επικράτησε και αναδείχθηκε κυρίαρχος του ελληνικού χώρου. Το 339 π.Χ. ο Φίλιππος βρήκε την αφορμή να επέμβει στη Νότιο Ελλάδα. Το αμφικτιονικό συνέδριο των Δελφών κατηγόρησε τους Λοκρούς της Άμφισσας ότι σφετερίστηκαν γη του Μαντείου και ζήτησαν την κήρυξη ιερού πολέμου για την τιμωρία τους. Οι εκπρόσωποι των πόλεων, χωρίς τη συμμετοχή της Αθήνας και της Θήβας, όρισαν αρχιστράτηγο τον Φίλιππο.
Ο Φίλιππος, με 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, με επικεφαλής τον 18χρονο γιο του Αλέξανδρο, εξόρμησε στη Νότια Ελλάδα και αφού πέρασε τις Θερμοπύλες, κατέλαβε την Ελάτεια, όπου και στρατοπέδευσε, ενώ τμήμα του στρατού του κατέστρεψε την Άμφισσα. Η κατάληψη της Ελάτειας παρείχε στον Φίλιππο τον έλεγχο της οδού προς τη Βοιωτία και την Αττική και η κίνησή του έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να τελειώνει τους λογαριασμούς του με την Αθήνα και τη Θήβα. Η είδηση αυτή προκάλεσε ταραχή στους δυο «προαιώνιους» εχθρούς, οι οποίοι με πρωτοβουλία του ρήτορα Δημοσθένη (ηγέτη της αντιμακεδονικής μερίδας στην Αθήνα) παραμέρισαν τις διαφορές τους και συνέπηξαν συμμαχία. Οι δυο αντίπαλες στρατιές έλαβαν θέση μάχης στην πεδιάδα της Χαιρώνειας στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. Οι Μακεδόνες παρέταξαν 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, ενώ οι σύμμαχοι 30.000 άνδρες και 500 ιππείς. Επικεφαλής των Αθηναίων ήταν οι στρατηγοί Στρατοκλής, Χάρης και Λυσικλής, ενώ των Θηβαίων ο Θεαγένης. Ο στρατός του Μακεδόνων με επικεφαλής τον Φίλιππο υπερτερούσε σε συνοχή και πολεμική πείρα. Επιπλέον, διέθετε ηγήτορες υψηλού επιπέδου, όπως ο Αλέξανδρος, ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων, ενώ οι στρατηγοί των συμμάχων ήταν περιορισμένων ικανοτήτων, με ελάχιστη πολεμική εμπειρία. Εξαίρεση στην πολεμική μετριότητα της συμμαχικής δύναμης οι επίλεκτοι Θηβαίοι του Ιερού Λόχου.
Ο Φίλιππος ηγείτο της δεξιάς πτέρυγας και ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής του ιππικού και ήταν αντιμέτωπος με τους Θηβαίους. Με την έναρξη της μάχης, ο Φίλιππος τήρησε αμυντική στάση έναντι των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Θηβαίους, όταν οι ιερολοχίτες, που μάχονταν με πείσμα, έπεσαν μέχρις ενός. Τότε στράφηκε προς τα δεξιά και πλευροκόπησε τους Αθηναίους, οι οποίοι βαλλόμενοι από δύο σημεία υποχώρησαν. Η μάχη σ’ αυτό το σημείο είχε κριθεί. Οι Αθηναίοι έχασαν 1000 άνδρες, ενώ 2000 αιχμαλωτίσθηκαν. Ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων.
Μετά τη μάχη, ο Φίλιππος έδειξε επιείκεια στους Αθηναίους, αφού ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους τους και δεν προχώρησε στην κατάκτηση της πόλης τους. Απαίτησε, όμως, να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του. Αντίθετα, συμπεριφέρθηκε σκληρά στους Θηβαίους. Θανάτωσε ή εξανδραπόδισε όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και επανέφερε τους εξόριστους φίλους του. Στην Καδμεία εγκατέστησε μακεδονική φρουρά. Μετά τη βαριά ήττα τους στην Χαιρώνεια, οι Θηβαίοι έθαψαν τους νεκρούς του «ιερού λόχου» σ’ ένα κοινό τάφο κι έστησαν στον χώρο αυτό, πάνω σε ψηλό βάθρο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι. Είναι ο γνωστός «Λέων της Χαιρωνείας», ο οποίος σήμερα έχει αναστηλωθεί.
Ο Φίλιππος εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές στη Χαλκίδα, στην Αμβρακία, τα Μέγαρα και την Κόρινθο, ενώ συνήψε συνθήκες με τους Ηλείους, Αρκάδες και Μεσσηνίους, ενώ τους Σπαρτιάτες τους περιόρισε στην πόλη τους. Έχοντας κατά νου την ένωση των Ελλήνων και την εκστρατεία κατά των Περσών, ο Φίλιππος συγκάλεσε το 337 π.Χ. στην Κόρινθο συνέδριο των Ελλήνων. Όλες οι πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους τους εκτός από τη Σπάρτη. Το Συνέδριο αποφάσισε τη διάλυση όλων των συνασπισμών, την επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ των πόλεων από διαιτητικό δικαστήριο υπό την προεδρία του Φιλίππου και τη διενέργεια της εκστρατείας στην Περσία υπό την ηγεσία του μακεδόνα στρατηλάτη.
Για πολλούς αιώνες, η Μάχη της Χαιρώνειας οριοθετούσε στην ιστορική αντίληψη και θεώρηση του αρχαίου κόσμου το τέλος τής ελληνικής «πόλεως» και της ελευθερίας. Ας σημειώσουμε εδώ ότι στη Χαιρώνεια συγκρούστηκαν η Μακεδονία υπό μοναρχικό καθεστώς και οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας, που άλλες είχαν δημοκρατικό και άλλες ολιγαρχικό πολίτευμα. Για πολλούς, η Χαιρώνεια ήταν το τέλος της πιο αξιόλογης εποχής της ελληνικής ιστορίας, της κλασικής. Πόσοι μετά τον Δημοσθένη πολιτικοί, ιστορικοί και φιλόλογοι δεν θρήνησαν για την ταφόπετρα της Ελλάδας που μπήκε στη Χαιρώνεια! Με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και με ευρύτερη προοπτική κρινόμενη η μάχη αυτή μετά τον 19ο αιώνα (καθοριστική η συμβολή του γερμανού ελληνιστή Κ. Γ. Ντρόιζεν), φαίνεται να αποβάλλει μεγάλο μέρος της δραματικότητας που της είχε αποδοθεί και να θεωρείται πια ως ένα γεγονός που ανοίγει μια νέα εποχή, την Ελληνιστική, με ηγεμονεύουσα δύναμη τώρα τον Μακεδονικό Ελληνισμό.

 

216 π.Χ. – Η μάχη των Καννών (λατ. Cannensis pugna, ιτα. Battaglia di Canne, γαλλ. Bataille de Cannes, ισπ. Batalla de Cannas), σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π. Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία. Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε σε αποφασιστική σύγκρουση τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος. Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραούζιο (Οράγγη) το 105 π. Χ).
Μετά από τις ήττες στη μάχη του ποταμού Τρεβία και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης[1] (λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.

 

46 π.Χ. – Ο Ιούλιος Καίσαρας νικά τον βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Γ’. Εκείνη την περίοδο ο ρωμαϊκός εμφύλιος βρισκόταν στο απόγειό του. Ο Καίσαρας μαχόταν εναντίον των Συγκλητικών, με επικεφαλής τον Πομπηίο. Μετά τη νίκη του, ο Καίσαρας θα συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, καταλύοντας ουσιαστικά τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Το βασίλειο του Πόντου, στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αποτελούσε προβληματικό εχθρό της Ρώμης επί χρόνια. Γνωρίζοντας ότι ο Καίσαρας ήταν απορροφημένος στη μάχη εναντίον του Πομπήιου στην Αίγυπτο, ο βασιλιάς Φαρνάκης θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία να ανακτήσει ορισμένα από τα χαμένα εδάφη και έτσι εισέβαλε στην Καππαδοκία. Επέφερε βαρύ πλήγμα στην εξαντλημένη ρωμαϊκή αντίσταση, ενώ κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε βασανίσει Ρωμαίους αιχμαλώτους.
Όταν ο Καίσαρας επέστρεψε νικητής από την Αίγυπτο, αποφάσισε να δώσει ένα καλό μάθημα στον Φαρνάκη. Νίκησε στα Ζήλα το μεγάλο, καλά οργανωμένο ποντιακό στράτευμα σε μόλις πέντε μέρες και δεν μπόρεσε να μην καυχηθεί γι’ αυτό σε μια επιστολή στον φίλο του, Αμάντιο, στη Ρώμη. Έτσι προέκυψε η φράση. «Ήλθα, είδα, νίκησα». Ο Σουητώνιος μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο Καίσαρας είπε τη διάσημη φράση κάνοντας βόλτες με το άλογό του αμέσως μετά τη μάχη. Επρόκειτο για μια αποφασιστική στιγμή στον εμφύλιο κατά του Πομπήιου και των υποστηρικτών του και στην καριέρα του Καίσαρα.

 

1903 – Επαναστατούν οι βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί στη Μακεδονία, ανήμερα της γιορτής του προφήτη Ηλία (Παλαιό Ημερολόγιο). Η επανάσταση, την οποία έχει σχεδιάσει η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO), καταπνίγεται από τα τουρκικά στρατεύματα. Το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Στην ιστορία θα μείνει ως η «Επανάσταση του Ίλιντεν» (Ίλιντεν = Ημέρα του Αη Λιά).
Λίγο πριν την επανάσταση του Ίλιντεν φαίνεται πως ο αρχικός στόχος της οργάνωσης είχε πλέον διαφοροποιηθεί σε μια αυτόνομη Μακεδονία, που θα συμμετείχε ως ομόσπονδη δημοκρατία σε μια βαλκανική ένωση κρατών, την οποία επιθυμούσαν τα μέλη της, και πως είχε αποκλειστεί πλέον η ιδέα της ένωσης με τη Βουλγαρία. Γι’ αυτόν τον λόγο και άρχισε να εμπλουτίζεται και με μέλη άλλων εθνοτήτων της Μακεδονίας, πλην των Βουλγάρων. Ακόμα τάχθηκαν κατά των εδαφικών βλέψεων όλων των γειτονικών κρατών στις περιοχές της Μακεδονίας και της νότιας Θράκης, ορίζοντας αυτές ως πολυεθνικές. Παρ’ όλα αυτά, τα βουλγαρομακεδόνικα στοιχεία της οργάνωσης φαίνεται πως έβλεπαν την ιδέα της αυτονομίας ως αυστηρά πολιτική, χωρίς να απαρνούνται τη βουλγάρικη εθνικότητά τους και χωρίς να απορρίπτουν την ιδέα της κυριαρχίας του βουλγαρικού στοιχείου στις δύο επίμαχες περιοχές.
Έτσι, το 1903 η οργάνωση ΕΜΕΟ οργάνωσε την αντιοθωμανική ένοπλη Εξέγερση του Ίλιντεν, με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και βασικό στόχο την αυτονομία της Μακεδονίας. Σύμφωνα με πληροφόρηση του Ίωνα Δραγούμη προς τον πατέρα του «[ά]παντες οί σλαυόφωνοι πληθυσμοί ήκολούθησαν τό Κομιτάτον, ορθόδοξοι καί σχισματικοί καί οί πλείστοι εκουσίως». Η επανάσταση ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1903 (ημέρα της εορτής του προφήτη Ηλία) και τελικώς απέτυχε, αφού κατεστάλη σταδιακά και με ωμή βία από τους Οθωμανούς.

 

1913 – Ο Χρήστος Κάκαλος, ο Φρεντερίκ Μπουασονά και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί πατούν για πρώτη φορά στον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου (2.917 μ.). Στις 2 Αυγούστου του 1913, ο Χρήστος Κάκαλος ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε στον Όλυμπο οδηγώντας τον περίφημο φωτογράφο Φρεντερίκ Μπουασονά και τον συνοδό του, Ντανιέλ Μπο Μποβί. Φημολογείται ότι ο Έλληνας κυνηγός από το Λιτόχωρο ανέβηκε στο Στεφάνι από τα Καζάνια και ότι κοιμήθηκε σε μία «σπηλιά» κάτω από το Στεφάνι, δεμένος μόνο με σχοινιά. Οι τρεις ορειβάτες ξεκίνησαν την πορεία τους στις 29 Ιουλίου 1913, ακολουθώντας την κλασσική διαδρομή προς το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Μία μέρα μετά φθάνουν στον προορισμό τους και αντικρίζουν τον Μύτικα. Ωστόσο δεν συνεχίζουν τη διαδρομή τους και αποφασίζουν να επιστρέψουν στη βάση τους, επειδή νυχτώνει. Στις 31 Ιουλίου επιχειρήσουν το μεγάλο κατόρθωμα.
Στις 9 το πρωί της 2ας Αυγούστου βρίσκουν την ψηλότερη κορυφή στο «Βουνό των Θεών» και της δίνουν το όνομα «Κορυφή της Νίκης», προς τιμή της Μάχης του Σαρανταπόρου και τοποθετούν τις κάρτες τους και την ελβετική σημαία. Ωστόσο λόγω της ομίχλης, η ορατότητα ήταν περιδοσμένη και όταν ξεθύμανε κατάλαβαν πως ότι η πραγματική κορυφή βρίσκεται ακόμη πιο ψηλά. Η επιμονή του Χρήστου Κάκαλου, ο οποίος αναρριχάται ξυπόλητος, οδηγεί τους ορειβάτες στις 10:25 το πρωί στον Μύτικα. Christos_Kakkalos__1913
Ο Χρήστος Κάκαλος ήταν κυνηγός αγριοκάτσικων και τον πήραν οδηγό η αποστολή των Ευρωπαίων που ανέβηκαν στο βουνό το 1913. Ο ατρόμητος κυνηγός και ορειβάτης ανέβηκε πολλές φορές στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας. Ως το τέλος της ζωής του, ο μπαρμπα-Χρήστος, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, εξακολουθούσε να κάνει ορειβασία. Το 1972, λίγο πριν το θάνατό του, ανέβηκε σε ηλικία 93 ετών στον Όλυμπο. Εκτός από τους δύο Ελβετούς, ο Κάκαλος οδήγησε και την πρώτη ανάβαση από γυναίκες στις 20 Ιουλίου 1920. Οι πρώτες ορειβάτισσες ήταν οι Τασία Αποστολοπούλου και Έφη Νομίδη – Μαρκεζίνη από την Αθήνα. Ο Φρεντ Μπουασονά ήταν πολύ γνωστός φωτογράφος με έδρα τη Γενεύη, ο οποίος μέσα από τον τον φακό του αποτύπωσε την Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από μια συλλογή 7.000 φωτογραφιών. Ο συνοδοιπόρος, Ντανιέλ Μπο-Μποβί και αυτός ελβετικής καταγωγής, ήταν ποιητής και ζωγράφος.
O Μύτικας, είναι η υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και της Ελλάδος, δεύτερη υψηλότερη των Βαλκανίων, μετά τη Μουσαλά στην Βουλγαρία. Μέχρι πρόσφατα το ύψος του ανερχόταν στα 2.917 μ., οι πιο πρόσφατες όμως μετρήσεις που έγιναν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υπολογίζουν το ύψος του στα 2918 μέτρα και 80 εκατοστά. Ο Μύτικας που είναι επίσης γνωστός ως Κατοικία των Θεών, είναι καμπύλη κορυφή και μαζί με το Στεφάνι, τον λεγόμενο θρόνο του Δία, την τρίτη ψηλότερη κορυφή, σχηματίζουν τις δύο πλευρές ενός τριγώνου. Η κορφή, ως ορειβατική πρόκληση, είναι ανάμεσα στις δυσκολότερες κορυφές της Ελλάδας, ενώ το σημείο της Κακόσκαλας αποτελεί ένα από τα επικινδυνότερα σημεία ορειβασίας, λόγω της μεγάλης κλίσης και του δύσβατου της πλαγιάς.

 

1990 – Το Ιράκ εισβάλει και καταλαμβάνει το Κουβέιτ. (Α’ Πόλεμος του Κόλπου) Σχεδόν αμέσως σχηματίστηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία απελευθέρωσε το Κουβέιτ στις 27 Φεβρουαρίου 1991. Αυτός είναι με δυο λόγια ο Α’ Πόλεμος του Κόλπου (Περσικού), η «Μητέρα όλων των Μαχών» για τον ηγέτη του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, η «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου», σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία. Ήταν ο πρώτος τηλεοπτικός πόλεμος της ιστορίας, αφού χάρις στο CNN μπήκε σε κάθε σπίτι κι έγινε τηλεοπτικό θέαμα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του δεκαετούς ιρανο-ιρακινού πολέμου και των χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Όταν το Κουβέιτ ανακοίνωσε την αύξηση της παραγωγής του κατά 40%, το Ιράκ ξεσήκωσε τον κόσμο ότι οι γείτονές του κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση κι έτσι κλέβουν το δικό του πετρέλαιο. Ήταν η αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη του μικροσκοπικού εμιράτου από το Ιράκ, που πάντα το θεωρούσε τμήμα της επικράτειάς του. Ο Σαντάμ προχώρησε στο εγχείρημά του, πιστεύοντας ότι έχει την ανοχή των Αμερικανών, αφού, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι New York Times, σε συνάντησή του με την αμερικανίδα πρεσβευτή στη Βαγδάτη Έιπριλ Γκιλέσπι, αυτή δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διαμάχη Ιράκ – Κουβέιτ.
Μέσα σε λίγες ώρες από την εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και πέτυχαν την έκδοση της Απόφασης 660, με την οποία καταδικαζόταν η εισβολή και αξιωνόταν η απόσυρση των ιρακινών δυνάμεων (3 Αυγούστου 1990). Ανάλογη απόφαση πήρε και ο Αραβικός Σύνδεσμος την ίδια μέρα, ενώ στις 6 Αυγούστου με νεώτερη απόφασή του (661) το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία, φοβούμενες νέα εισβολή του Ιράκ στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα του κόσμου, με την οποία είχε διαφορές.

 

 

Γεννήσεις

 

1829 – Θεόδωρος Αρεταίος. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Κωνσταντινίδης το οποίο και άλλαξε με βασιλικό διάταγμα σε Αρεταίος. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 2 Αυγούστου 1829 εκ πατρός καταγόμενου από τη Σμύρνη. Απομένοντας ορφανός και μη έχοντας τα αναγκαία προς το ζην άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου με τη βοήθεια του Βασιλέως Όθωνα μετέβη στο Βερολίνο όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική 1853. Αφού εργάσθηκε επί τριετία σε νοσοκομεία του Βερολίνου, της Βιέννης και του Παρισιού επέστρεψε στην Αθήνα το 1856 και διορίστηκε ιατρός στη τότε ιδρυθείσα Αστυκλινική. Αργότερα χρημάτισε υφηγητής της εγχειρητικής και επιδεσμολογίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1863), έκτακτος καθηγητής της χειρουργικής (1864), τακτικός καθηγητής (1870), κοσμήτωρ (1873-4) και πρύτανης (1879-1880).
Τον θάνατό του (24 Μαρτίου 1893) πένθησε σχεδόν το πανελλήνιο. Από την μεγάλη δε περιουσία που απέκτησε, ο Θεόδωρος και η σύζυγος αυτού Ελένη κληροδότησαν το βασιλικό ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών προς ίδρυση χειρουργικού και γυναικολογικού νοσοκομείου το οποίο και ανεγέρθηκε στην Αθήνα, προς τιμή του, φέροντας το όνομά του.

 

1938 – Δήμος Μούτσης. Γεννήθηκε στον Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 – 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, σε ένα καφέ – ζαχαροπλαστείο που ήταν παλιό στέκι καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου σύχναζαν και οι δύο.
Το 1967 άρχισε ο Νίκος Γκάτσος να δίνει στίχους του στον Μούτση και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός». Είχε γράψει πρώτα αυτός την μουσική και ρώτησε ευγενικά τον Γκάτσο αν ήθελε να βάλει τους στίχους, όπως και έγινε. Το τραγούδι αυτό το ερμήνευσε ο Σταμάτης Κόκοτας. Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 με το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια»). Το 1970 ανέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διευθύνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με ερμηνεία απο τον Μητσιά.
Ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, που έγραψε ο Μούτσης, ερμηνευμένων απο παλαιούς και νέους τραγουδιστές, όπως ο Μητσιάς και η Γαλάνη και τα άλμπουμ «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο», φτάνει στο «Άγιος Φεβρουάριος», που ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1971 και κυκλοφόρησε αρχές του 1972. Στους στίχους ο Μάνος Ελευθερίου και ερμηνευτές οι Δημήτρης Μητροπάνος και Πετρή Σαλπέα. Ένα πολύ σημαντικό έργο που σφραγίζει όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα με αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στην Ελληνική δισκογραφία. Στον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» εκτός από το ομώνυμο τραγούδι θα ακούσουμε κι άλλα μεγάλα τραγούδια όπως: «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά», «Η σούστα πήγαινε μπροστά», «Άλλος για Χίο τράβηξε» και άλλα.
Το 1972 ο «Συνοικισμός Α» με στίχους κυρίως των: Γιάννη Λογοθέτη (που είχε και το ψευδώνυμο Γιάννης Μιχαηλίδης) αλλά και Γκάτσου, Ελευθερίου και Βαρβάρας Τσιμπούλη. Ερμηνευτές τους Αντώνης Καλογιάννης και Βίκυ Μοσχολιού (μουσική απ το θεατρικό έργο «50 χρόνια δάκρυα 50 χρόνια γέλιο»). Στο «Συνοικισμός Α» θα ακούσουμε αρκετές μεγάλες επιτυχίες όπως το πασίγνωστο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», «Έτσι ειν’ η ζωή» με την Μοσχολιού, «Στο παράθυρο αγναντεύοντας» με τον Καλογιάννη, το λαϊκό ορχηστρικό «Ο χορός της λεβεντιάς» κλπ. Το 1973 κυκλοφορούν οι «Στροφές», άλλη μια λαϊκή και συνάμα πολύ μελωδική δίσκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση. Με μόνη ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού και στίχους Πυθαγόρα, Λογοθέτη, Ελευθερίου, αλλά και Γκάτσου. Εκεί θα ακούσουμε επιτυχίες όπως: «Αγκαλιά και πλάι πλάι», «Και γειά χαρά», «Μια βραδιά στη Λάρισα», «Εγώ είμ’ εγώ» και το ατμοσφαιρικό «Στους μπαξέδες» που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη.
Το 1974 στη μεταπολίτευση, «Μαρτυρίες», που περιλάμβανε τα τραγούδια του Μούτση που είχε κόψει η λογοκρισία της χούντας σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και τραγουδιστές το Μανώλη Μητσιά, τη Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές και το Χρήστο Λεττονό. Το 1975 κυκλοφορεί την «Τετραλογία», ένας πρωτοποριακός κύκλος μελοποιημένης ποίησης βασισμένος σε ποιήματα των Κ.Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά, τον Χρήστο Λεττονό και με την πρωτοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία». Το 1979 κυκλοφορεί το «Δρομολόγιο» πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με την ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. Στο «Δρομολόγιο» θα ακούσουμε κομμάτια όπως «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», «Μακρυνή της αγάπης ώρα», «Ελλάδα Ελλάδα», «Στ΄ Αγιον Όρος» κλπ.
Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Με τραγούδια όπως: «Δε λες κουβέντα», «Delenda est (Ερηνούλα μου) », «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Νταλίκα» κλπ. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από την μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλου με τον Δήμο Μούτση να τραγουδάει μόνο το ρεφρέν από το πασίγνωστο «Δε λες κουβέντα». Οι ηλεκτρικές μπαλάντες του δίσκου τραγουδήθηκαν από τον ίδιο τον συνθέτη. Στην ίδια δουλειά επίσης ο Δήμος Μούτσης τραγούδησε μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κουβεντούλες με τον Φρόιντ».
Το 1983 με το «Ενέχυρο» εγκαινιάζει την μοναχική πορεία. Το 1987 ακολουθεί το «Να!» που περιέχει και τα πολύ γνωστά του τραγούδια «Το όνειρο» και το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει». Το 1990 «Ταξιδιώτης του παντός» με τη Νανά Μούσχουρη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος δίσκος που έγραψε για άλλο τραγουδιστή πλην του ιδίου. Το 1994 επέστρεψε με το «Για Πούλημα Λοιπόν!» πάλι με στίχους και ερμηνεία δική του.
Το 1999 ο Δήμος Μούτσης συνεργάστηκε ξανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Δήμητρα Γαλάνη σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο στην οποία τραγούδησαν μαζί παλαιότερες και νεότερες επιτυχίες του μεγάλου δημιουργού. Μια πολυαναμενόμενη δουλειά του με ερμηνεύτρια τη Χαρούλα Αλεξίου δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ! Στις ευρωεκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΜέΡΑ25. Τον Φεβρουάριο του 2021 η τραγουδίστρια Λυδία Σέρβου κατηγόρησε τον Μούτση για απόπειρα βιασμού και για πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, όταν αυτή ήταν σε ηλικία μόλις 15 ετών, ο οποίος όμως απάντησε πως θα κινηθεί νομικά εναντίον της.

 

1942 – Ιζαμπέλ Αλιέντε (Ισπανικά: Isabel Allende Llona, προφέρεται: [isaˈβel aˈʝende] (  ακούστε), γενν. Λίμα, Περού, 2 Αυγούστου 1942) είναι Χιλιανή μυθιστοριογράφος. Η Αλιέντε αποτελεί μια από τις πρώτες λατινοαμερικανίδες συγγραφείς που γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Είναι διάσημη για την προσφορά της στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και τα μυθιστορήματα «Το Σπίτι των Πνευμάτων» (1982) και «Η Πόλη των Θηρίων» (2002). Τα μυθιστορήματά της συχνά περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμφαση στη γυναικεία οπτική, αναμειγνύοντας μύθο και ρεαλισμό.
Είναι ανιψιά του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον θείο της, πήρε το δρόμο της εξορίας και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 51 εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κάνει πολλές διαλέξεις και μεγάλες περιοδείες προώθησης των βιβλίων της, ενώ έχει διδάξει σε δέκα κολέγια των Η.Π.Α. Τον Σεπτέμβριο του 2010 της απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της χώρας της. Το 2012 της απονεμήθηκε επίσης το Λογοτεχνικό βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Έχοντας λάβει την αμερικανική υπηκοότητα το 2003, σήμερα διαμένει με τον σύζυγό της στην Καλιφόρνια.

 

Θάνατοι

 

1970 – Γιάννης Ντεσσές. Ο Γιάννης Dessès γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 6 Αυγούστου του 1904 και ήταν ελληνικής καταγωγής. Σε ηλικία 11 ετών σχεδίασε ένα φόρεμα για την μητέρα του με πολύ μεγάλη επιτυχία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί από το 1924 με τη γυναικεία μόδα και το 1925 άρχισε να σχεδιάζει για τον οίκο ραπτικής Maison Jane στη Rue de la Paix. Το 1937, σε ηλικία 33 ετών, δημιούργησε το δικό του οίκο ραπτικής στην Avenue George V με την επωνυμία “Jean Dessès” έχοντας συνεργάτες τον φίλο του Balenciaga και τον σχεδιαστή Raphaël.
Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Οι δημιουργίες του επηρεάστηκαν από τα ταξίδια του αυτά. Κατασκεύαζε κυρίως πτυχωτές βραδινές τουαλέτες από μουσελίνα και σιφόν, ολοκέντητα φορέματα, σύνολα από φορέματα με εφαρμοστά σακάκια και αέρινες φούστες. Το 1945 συμμετείχε στην έκθεση μόδας στο Μουσείο του Λούβρου με θέμα «Théâtre de la Mode». Το 1946 δημιούργησε την εταιρία αρωμάτων Jean Dessès. Τα αρώματα με την υπογραφή του ήταν τα Celui, Gymkana και Kalispera. Το 1949 ο Dessès άρχισε την παραγωγή ετοιμοφόρετων ενδυμάτων (prêt-à-porter) για την αγορά της Αμερικής. Από το 1949 και για οκτώ χρόνια ο Guy Laroche εργάστηκε μαζί του ως σχεδιαστής και βοηθός. Συνεργάστηκαν και για τη δημιουργία του “Ινστιτούτου Laroche” και αργότερα με τους Fath, Piguet, Carven και Paquin ως μέλος στους “Associated Couturiers”.
Ο Valentino δούλεψε μαζί του την δεκαετία του 1950 και όπως αναφέρει ο ίδιος ήταν σταθμός για την εξέλιξή του. Από το 1955 σχεδίαζε για τη φίρμα Jean Dessès Diffusion και το 1956 άνοιξε μπουτίκ στις “Galeries Lafayette”. Την ίδια χρονιά στην Αθήνα άνοιξε σε συνεργασία με τον οίκο γουναρικών Σιστοβάρη τον «Οίκο Σιστοβάρη-Dessès». Το 1958 μεταφέρθηκε στο 12 Rond Point des Champs Élysées στο Παρίσι.
Το 1963, στα εξήντα του, ο Jean Dessès λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του μετακόμισε από το Παρίσι στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τον οίκο που είχε ανοίξει εκεί οκτώ χρόνια νωρίτερα. Πέθανε στην Αθήνα κατά τι πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής 2 Αυγούστου του 1970.
Την δεκαετία του ’90 αναβίωσαν οι δημιουργίες του με το ενδιαφέρον που υπήρχε για τα ενδύματα τις δεκαετίας του ’50. Το γνωστό μοντέλο Naomi Campell το 1999 σε δεξίωση των Christie’s φόρεσε δημιουργία του. Αργότερα το 2001 και το 2006 η ηθοποιός Ρενέ Ζελβέγκερ και η ηθοποιός και τραγουδίστρια Jennifer Lopez φόρεσαν τουαλέτες του στην απονομή των Όσκαρ.

 

2000 – Αριστόβουλος Μάνεσης (Αργοστόλι, 1922 – Αθήνα, 2 Αυγούστου 2000) ήταν διαπρεπής Έλληνας πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και νομικός. Γεννήθηκε το 1922 στο Αργοστόλι και σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη. Μετεκπαιδεύτηκε στο δημόσιο δίκαιο στα πανεπιστήμια της Αμιέν της Γαλλίας και στη Χαϊδελβέργη. Το 1953 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου στο οποίο και σταδιοδρόμησε ως υφηγητής (1957). Το 1961 εξελέγη έκτακτος καθηγητής και τέσσερα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα του συνταγματικού δικαίου.
Στη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας αντιστάθηκε και εντάχθηκε από τους πρώτους στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» στη Θεσσαλονίκη. Η δράση του επέφερε τη δίωξή του από το καθεστώς και από το Πανεπιστήμιο (1968) και τον εκτοπισμό του για ένα διάστημα στο Λιδωρίκι. Στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία (1970 – 1974), όπου δίδαξε Δημόσιο Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης. Στο πανεπιστήμιο αυτό αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ το 1981. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και την μεταπολίτευση επέστρεψε και δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης της οποίας διετέλεσε κοσμήτορας κατά τη διετία 1974 – 1975. Δίδαξε ως μετακλητός καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, της οποίας διετέλεσε και κοσμήτορας κατά τα έτη 1982-1983 και 1987-1988. Δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου (1964-1966 και 1975-1978) και στην έδρα του πανεπιστημίου Αθηνών (εξελέγη τακτικός καθηγητής το 1980).

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories