Η σύναξη της Λευκάδας

Από το 1817 στο νησί Λευκάδας
δρούσε μια τριμελής επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας,
την οποία αποτελούσαν ο Ιωάννης Ζαπραλής,
ο ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλης και ο Άγγελος Σούνδιας
Τρεις ήταν οι συσκέψεις που προηγήθηκαν και αποφάσισαν την έναρξη της επανάστασης του 1821: η πρώτη πραγματοποιήθηκε με εντολή του Υψηλάντη, από τις 26 έως τις 29 Ιανουαρίου του 1821, στη Βοστίτσα της Πελοποννήσου, με σκοπό να οργανώσει την εξέγερση στο Μοριά και τελική κατάληξη την «επίθεση» του συνόλου των κοτζαμπάσηδων και του Παλαιών Πατρών Γερμανού κατά του αρχιμανδρίτη Γρηγόρη Δικαίου (Παπαφλέσσα), ο οποίος υποστήριζε με ζήλο την έναρξή της. Η δεύτερη έγινε στις 16 Φεβρουαρίου του 1821 στο σπίτι του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στο Κίνσοφ της Βεσσαραβίας, στη Νότια Ρωσία, κατά τη διάρκεια της οποίας αποφασίστηκε η διάβαση του Προύθου στις 22 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, η δημοσιοποίηση της ανεξαρτησίας στις 24 Φεβρουαρίου και το ξέσπασμα τις επανάστασης στις παραδουνάβιες περιοχές ενώ η τρίτη, με εντολή και αυτή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα στις 13 Φεβρουαρίου, επίσης της ίδιας χρονιάς, για την οργάνωση της εξέγερσης στη Ρούμελη.
Από το 1817 στο νησί Λευκάδας δρούσε μια τριμελής επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας, την οποία αποτελούσαν ο Ιωάννης Ζαπραλής, ο ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλης και ο Άγγελος Σούνδιας.
«…Το 1817 ο Ιωάννης Ζαπραλής εμύησε τον τραγωδό Ιωάννη Ζαμπέλη… αναγορεύσας αυτόν ιερέα […]. ενώ δε εσκέπτετο ο Ζαμπέλης πώς να διαδώση το μυστήριον εις τους συμπολίτας αυτού και μάλιστα προς πολλούς των εν Λευκάδι και Ιθάκη καταδιωχθέντων υπό του Αλή πασά Ακαρνάνων και Αιτωλών, απροσδοκήτως παρουσιάζεται προς αυτόν ο συμπολίτης αυτού Άγγελος Σούνδιας με οδηγίες της εν Κερκύρα Εφορείας των Φιλικών. Αμφότεροι δε συνεννοηθέντες μυσταγωγούσι τους θερμοτέρους και πιστοτέρους συμπολίτας και πολλούς των προσφύγων. Συνιστώνται αυτοί εις επιτροπήν και συγκοινωνούσι μετά των άλλων επιτροπών Κερκύρας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (1818)».[1]
Από τις 10 Ιανουαρίου 1821 και μετά, άρχισαν να καταφθάνουν στη Λευκάδα οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί της Ρούμελης έχοντας ως πρόσχημα τις διώξεις του Αλή Πασά σε βάρος τους. Ανάμεσά τους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος από την Ανατολική Ρούμελη, ο Γιάννης Βαρνακιώτης από το Ξηρόμερο, ο Γιώργος Τσόγκας και ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος από τη Δυτική Ρούμελη, ο Γιώργος Καραϊσκάκης από τα Άγραφα, ο Δημήτρης Μακρής από το Ζυγό, ο Νίκος Στορνάρης από τον Ασπροπόταμο, ο Δημήτρης Κοντογιάννης από την Αταλάντη, ο Πανουργιάς (Δημήτρης) Ξηρός από τα Σάλωνα και το Γαλαξίδι, ο Στάθης Κατσικογιάννης από τη Βόνιτσα, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης από το Μοριά και ο Γιακουμάκης Τομπάζης από την Ύδρα.
Όλοι οι προαναφερόμενοι βρέθηκαν την Κυριακή των Απόκρεω στο σπίτι του Γιάννη Ζαμπέλη[2] και συμφώνησαν τα παρακάτω: οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς να ξεσηκώσουν την Ανατολική Ελλάδα, οι Βαρνακιώτης, Τσόγκας και Καραϊσκάκης τη Δυτική και οι Λευκαδίτες Φιλικοί να αναλάβουν την προμήθεια και τη μυστική προώθηση των όπλων στην Ακαρνανία. «Τα όπλα θα τα έκλεβε ο Γραμματέας της Αστυνομίας, Σπύρος Μεταξάς, από τις αποθήκες οπλισμού και θα ήταν από εκείνα που είχαν κατασχεθεί κατά την καταστολή της εξέγερσης των χωρικών, εναντίον των Άγγλων το 1819. Αυτά τα όπλα θα περνούσαν στην Ακαρνανία με την βοήθεια του Λιμενάρχη Ανδρέα Φέτση. Συμφώνησαν επίσης ότι οι οπλαρχηγοί της Στερεάς έπρεπε να κλείσουν τα περάσματα για να πετύχει η επανάσταση και στο Μοριά».[3]
Ακολούθησε εκκλησιασμός όλων στο εκκλησάκι της Βλαχέραινας και η επιστροφή τους στην πόλη, όπου «έστησαν χορόν μέγαν απλωτόν» και έτσι χορεύοντας, έφτασαν, μέσω της αγοράς, ως την κεντρική πλατεία, όπου, κατά τις συνήθειες της τοπικής κοινωνίας, ο λαός της Λευκάδας χόρευε και διασκέδαζε. Έτσι κρυμμένοι ανάμεσά τους «διέφυγαν» από την προσοχή των Άγγλων και κατέληξαν στο σπίτι του Ζαμπέλη, από το οποίο την επόμενη ημέρα αναχώρησαν για τα αρματολίκια τους με βασικό στόχο να προετοιμάσουν και να ξεκινήσουν την εξέγερση.