.
Στρατής Τσίρκας
«Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο…»
«Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα.
Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο
να την πάρω απ’ το ένα καρφί, να την κρεμάσω στο άλλο»
Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 10 Ιουλίου 1911, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Κωστή Χατζηανδρέα (από την Ίμβρο) και της Περσεφόνης Σταμαράτη (με καταγωγή από τη Χίο). To 1917 γράφεται στην περίφημη Αμπέτειο Σχολή της πόλης, και αφού τελειώσει το δημοτικό της, θα εγγραφεί το 1923 στο εμπορικό τμήμα της σχολής για να σπουδάσει και παρά την επιθυμία του- ένα επάγγελμα.
Αποφοίτησε από τη σχολή το 1928 και αμέσως (17 χρονών) προσελήφθη στη “National Bank of Egypt”, στην παλαιότερη και μεγαλύτερη τράπεζα της Αιγύπτου, αγγλικών (τότε) συμφερόντων. Αυτήν την περίοδο επίσης, αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία – ενδιαφέρον που είχε από τα παιδικά του χρόνια- και μάλιστα δημοσιεύονται οι πρώτες μεταφράσεις του ποιημάτων του Χάινε, του Αλφρέ ντε Μυσσέ και του Σίλερ, στα έγκριτα ελλαδικά περιοδικά «Οικογένεια» και «Μπουκέτο», (1927) στα οποία υπογράφει με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο.
Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάσθηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.
Το 1937 νυμφεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο «Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό». Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν (Διαβάστε παρακάτω το κεφάλαιο: Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό).
Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία», της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας. Έχοντας εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο «Μπόμπα» εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.
Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη «Λέσχη», την «Αριάγνη» και τη «Νυχτερίδα», τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα. Η έκδοση της «Λέσχης» το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας «Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ’ το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο».
Λόγω της άρνησής του διεγράφη από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της, ως ολίσθημα από τα ιδεολογικά θέσφατα». Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.
Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη «σιωπή» των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων. Το μυθιστόρημα Χαμένη Άνοιξη (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο «Δίσεχτα χρόνια». Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο. Η μετάφραση των Ακυβέρνητων Πολιτειών στα Γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο των Κριτικών και των Εκδοτών του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος της χρονιάς στη Γαλλία το 1972.
Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου του 1980 σε ηλικία 69 ετών.
Στρατής Τσίρκας | Σε πρώτο Πρόσωπο
«Μας θέλουν γκαρσόνια, ταβερνιάρηδες, μαστροπούς, βαρκάρηδες, επιβήτορες, καμπαρετζούδες, μπουζουξήδες, χασισέμπορους, αχ αμάν αμάν και συρτάκι αμέ και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’αρμέγουν τον τόπο το κρασί, το λάδι, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τα ροδάκινα, το βαμπάκι, τα μάρμαρα, το βωξίτη, το λιγνίτη, τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.»
«Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φανάρι στην πόρτα του και το όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι.» «Σε άλλες χώρες που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους θα είχε αλλάξει από καιρό τέτοια κατάσταση. Εδώ τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση, τα «κλειστά επαγγέλματα», το συνάλλαγμα που σπαταλιέται σε πολυτέλειες και αργομισθίες.»
«Τετρακόσια χρόνια σκύβαμε το κεφάλι όταν σήκωνε τη φωνή κι ο τελευταίος αγάς. Ενάμιση αιώνα τώρα ελεύθερο κράτος κι ακόμη μας δυναστεύουν αγάδες κάθε λογής.»
«Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει….»
«Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν, μα είναι ετούτη η κατάρα της εποχής μας που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και στον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα. Η φωνή, τα δάχτυλα και η καρδιά μου. Και ο Απρίλης με τις πασχαλιές γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σα ξερή πέτρα να βουλιάζει σε μια άγονη και πυρωμένη αμοθάλασσα και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια και ακρίδες και σκορπιοί και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκκαλα της εξορίας και της μοναξιάς!»
Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων
για την υπεράσπιση της κουλτούρας
ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό
Όρκος στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Στις 18 Αυγούστου του 1936, σε ηλικία 38 ετών, ο Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα δολοφονήθηκε στην περιοχή της Γρανάδα. Ένα χρόνο μετά, στις 4 Ιουλίου 1937, άρχισε τις εργασίες του στη Βαλένθια της Ισπανίας το «Β΄ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας εναντίον του φασισμού», στο οποίο συμμετείχαν σπουδαίοι λογοτέχνες απ’ όλον τον κόσμο Ανάμεσά τους ήταν και ο νεαρός τότε Αιγυπτιώτης λογοτέχνης Στρατής Τσίρκας, ο οποίος εκείνη τη χρονιά είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή: «Φελλάχοι». Στο συνέδριο αυτό οι Αραγκόν, Σαν Ρισάρ Μπλοκ, Ηλία Έρεσμπουργκ και ο Άινριχ Μαν πρότειναν ψήφισμα αλληλεγγύης των συγγραφέων για τους υπερασπιστές της δημοκρατικής Ισπανίας, το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί. Είκοσι έξι χρόνια μετά ο Στρατής Τσίρκας δημοσιεύει στην «Επιθεώρηση Τέχνης» τη δική του μαρτυρία του για κείνη την ημέρα, που 46 ποιητές από 26 χώρες υπέγραψαν τον όρκο στον Λόρκα.
«Δευτέρα, 19 Ιουλίου. Είναι ή τελευταία μέρα τού Συνεδρίου. Από τ ’ άπόγεμμα ή κυβέρνηση τού Λαϊκού Μετώπου, τού Νταλαντιέ καί τού Μπλούμ, παράταξε τη Δημοκρατική Φρουρά σε διπλούς στίχους στην είσοδο τού θεάτρου: χρυσές περικεφαλαίες αλογοουρές, σειρήτια, γυμνά σπαθιά. Σέ κάθε σύνεδρο πού πατάει τό κόκκινο χαλί τής τιμητικής εισόδου, παρουσιάζουνε άρμ! Στο μπιστρό, πλάι στήν είσοδο τού θεάτρου, καθισμένος μέ τον “μεγάλο μου άδελφό”, τον Λάγκστσν Χιουγκς, πίνουμε έναν άνοστο, νερουλιασμένο καφέ. Άπό τήν πρώτη μέρα μιά κεραυνοβόλα φιλία μάς έχει κάνει αχώριστους. […]
»Ό Λάγκστον βλέπει τις περικεφαλαίες τής Φρουράς, βλέπει τά σπαθιά καί κουνάει μελαγχολικά τό κεφάλι. Ή τιμητική πρόθεση τής γαλλικής κυβέρνησης έχει μια πικρή ειρωνεία. Αυτά τά ίδια σπαθιά, στα σύνορα των Πυρηναίων, έμποδίζανε τούς αντιφασίστες εθελοντές νά περάσουνε γιά νά σώσουνε τή Μαδρίτη. Τό Συνέδριο τόνωσε τήν αποφασιστικότητα μας, μά ή έκβαση τής μάχης πού άρχισε είναι αμφίβολη. Μας περιμένουν σκληρά και αδυσώπητα χρόνια, γεμάτα αίματα καί δάκρυα… Ή δολοφονία .τού Λόρκα δεν ήτανε τυχαία. Τό μέγεθος τού έγκλήματος, έδειχνε ίσα – ίσα ώς πού ήτανε αποφασισμένος νά φτάσει ό φασισμός. Γκουέρνιχα καί Λόρκα, άνάμεσα σ ’ αυτά τά σύμβολα χαράζονταν ό αυριανός γολγοθάς τής ανθρωπότητας.
– Καλή καί άξια ή συμβουλή τού Βάγιάν Κουτυριέ, τού λέω. Καλό καί τό ψήφισμα αλληλεγγύης. Μά θαθελα κάτι άλλο, ένα πρωτόκολλο τιμής, άπ* εδώ οί ποιητές, απ ’ εκεί ό Λόρκα. Κάτι πού νά τούς δένει στα δύσκολα χρόνια πού έρχονται. “Ετσι τό νιώθω ν’ ανεβαίνει σαν ύμνος, σάν όρκος…
»Ό Λάγκστον βγάζει αμέσως μολύβι και χαρτί.
– Γράψτο!
– Μά…
– Γράψτο, γρήγορα.
»Παίρνει καί κείνος μολύβι καί χαρτί. Γράφω ελληνικά, τού μεταφράζω γαλλικά, και κείνος στό δικό του τά γράφει έγγλέζικα. “Οπου σκοντάφτω, μέ βοηθάει: “τού ζωντανού λόγου”, “μά καί μέ τή ζωή μας”». Ξαναδιαβάζουμε τό κείμενο, τό καθαρογράφει στ’ αγγλικά καί μού δίνει νά υπογράψω. Μεγάλος σταυρός! Κλείνω τά μάτια και ρίχνουμαι στό νερό. Υπογράφει άπό πίσω μου.
ΟΡΚΟΣ
Στ’ όνομά σου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,
που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά
του ζωντανού λόγου,
Εμείς, ποιητές απ’ όλες τις χώρες του κόσμου,
μιλώντας και γράφοντας στις διάφορες και ποικίλες
γλώσσες μας,
παίρνουμε εδώ τον όρκο τον κοινό,
τ’ όνομά σου να μην ξεχαστεί ποτές πάνω στη γης,
κι όσο υπάρχει τυραννία και καταπίεση
στ’ όνομά σου
να τις πολεμούμε
όχι μονάχα με το λόγο
μα και με τη ζωή μας.
– Τώρα, μού λέει, πρέπει νά πείσουμε το Νερούντα καί τον Αραγκόν. Ύστερα, ή δουλειά θά περπατήσει μόνη της.
»Μά ποιος τολμούσε νά πλησιάσει τον ’Αραγκόν; Σκοτεινός, πολυάσχολος καί βαθιά λυπημένος. Χώρια τις ευθύνες τού Συνεδρίου, είχε την Έλσα Τριολέ, βαριά άρρωστη. Εκείνη τη στιγμή δίπλα στο τραπεζάκι μας περνούσε μια ψηλή, ζωηρή Άγγλίδα. Ό Λάγκστον τήν πιάνει άπό τή μέση.
– Νάνσυ, άγάπη μου…
»Είναι ή ποιήτρια Νάνσυ Κιούναρντ. Δηλαδή ή λαίδη Nancy Cunard 6 μεγαλύτερος αμέτοχος τών ύπερωκεανείων τής Cuuard Line. Ή άνθαλογία της Negro Poetry» είναι κλασσική. Στήν υπόθεση της Ισπανίας δεν δίνει μόνο τά λεφτά της. Δίνει τά πάντα. Υπογράφει. «’Αφήστε μου αυτό το χαρτί, θά δείτε». Ό Λάγκστον τή σταματάει: «Μόνο ποιητές θέλουμε, καταλαβαίνεις;»
»Σέ λίγο μπαίνουμε κ’ έμεΐς στο θέατρο. Βλέπουμε τή Νάνσυ νά πηγαίνει άπό γκρουπο σέ γκρσυπο: Ό Νερούντα, ό Μπρέχτ… καλά πάμε. Κ’ ύστερα μάς πλησιάζει ό ’Αραγκόν, μέ χαμόγελο! «Θ ’ ανεβείτε μαζί μου» μάς λέει. “Έχω έτοιμη τή μετάφραση. Μ* αυτόν τον ορκο θά κλείσουμε το Συνέδριο”. Αλλος σταυρός!
»Τελείωσε τις άπαγγελίες του ό Ζάν ΛουΤ Μπαρρώ, ό Τόνυ Γκρέγκορυ χόρεψε τούς μίμους του, ή φωνή τής Κοντσίτα Μτταντία ήταν ένας ποταμός άπό αίμα ζεστό κι άπό κρύσταλλα, ή δεκσοχτάχρονη Ντόρα ντέ Μόντε ήταν μιά νεράιδα κ’ ένας δαίμονας: τήν αραγκονέζικη γιότα τή χόρεψε φωνάζοντας. Κλείνει ή αυλαία.
»Και τώρα ή σειρά μας. Τό πορτραίτο του Λόρκα κατεβαίνει άργά τό θόλο τής σκηνής, άπ’ όπου μάς κοίταζε μέ τά πυκνά του φρύδια πέντε μέρες τώρα. Μόλις αρχίζει τήν απαγγελία τού όρκου ό ’Αραγκόν με καμπανιστή φωνή, ένα ρΐγος στήν αίθουσα κ’ υστέρα μια ιερή σιωπή. Κι όταν ένα – ένα πέφτουνε τά μεγάλο: ονόματα τής παγκόσμιας ποίησης, τό θέατρο σειέται όλόκληρο άπό άλλαλαγμους και χειροκροτήματα.
»Ίσπανία: Χοσέ Μπεργκκχμίν, Ραμόν Σέντερ, Ρόζα Σασέλ. | Σοβ. Ένωση: Ήλία Έρεμπουργκ, ’Αλέξης Τολστόη. | Γαλλία: ’Αραγκόν, Τριστάν Τζαρά, Ρομπέρ Ντεσνός, Λύκ Ντεκώνν, ’ Iβό Γκόλλ. | Γερμανία: Μπέρτολτ Μπρέ Γιόχαν Μπέχερ. | Αγγλία: Στέφεν Σπέντερ, Νό Κιούναρντ, Στάνλεϋ Ρίτσαρντσον, Ρ. Χιούιτ. | Xιλή: Πάμπλο Νερούντα, ’Αλμπέ Ρομερο. | Η.Π.Α.: Λάγκστον Χιούγκς. | Μεξικό: Κάρλος Πελισσέρ. | Κούβα: Νιχόλας Γκιλλιέν, Καρπαντιέ, Κόρντοβα Ί τουρμπουρού. | Άργεντινή: Ρόχα Πάζ. | Ρουμανία: Γκεό Μπόγκζα. Συνολικά: 40 ποιητές, 26 χώρες.»
————————————————————————————————————————-
Πηγές κειμένου: Στρατής Τσίρκας, https://el.wikipedia.org/wiki | «Επιθεώρηση Τέχνης», Μάιος 1962, Αριθ: 89, σελ. 568 – 571
Πηγές φωτογραφιών: 1. Σπύρος Στάβερης, Στρατής Τσίρκας: Η ζωή του μεγάλου της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μέσα από τις φωτογραφίες του, Στρατής Τσίρκας, Κάιρο, 1929 (Σε ηλικία 18 χρονών), Αρχείο Αντιγόνης Χατζηανδρέα, ανακτήθηκε από lifo.gr, στις 25.1.2025
2. Στρατής Τσίρκας, https://el.wikipedia.org/wiki, από البنك الأهلي المصري – البنك الأهلي المصري, Κοινό Κτήμα, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=30320216, στις 25.1.2025
3 & 4. Σπύρος Στάβερης, Στρατής Τσίρκας: Η ζωή του μεγάλου της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μέσα από τις φωτογραφίες του, Αρχείο Αντιγόνης Χατζηανδρέα, ανακτήθηκε από lifo.gr, στις 25.1.2025
5. Λίζυ Τσιριμώκου, Γιάννης Παπαθεοδώρου: Οι αθέατες όψεις των «Ακυβέρνητων Πολιτειών», ανακτήθηκε από https://www.tovima.gr/, στις 25.1.2025
6. Θέατρο τής Porte – Saint – Martin, Παρίσι, 19 ’Ιουλίου 1937 , ανακτήθηκε από «Επιθεώρηση Τέχνης», Μάιος 1962, Αριθ: 89, σελ.569, στις 25.1.2025, εικονίζονται (από αριστερά): Ρομπέρ Ντεσνός, Τριστάν Τζαρά, Λάγκστον Χιούγκς, Άραγκόν (κέντρο), Νικόλας Γκιλλιέν, Στρατής Τσίρκας, Κάρλος Πελλισέρ – σελ. 569 – Ανακτήθηκε 25.1.2025
Αρχική φωτογραφία: Στρατής Τσίρκας (Πορτραίτο),
ανακτήθηκε από https://www.sansimera.gr/biographies/3164
στις 25.1.2025
——–————————————————
Επιμέλεια Λ.Τ.