Σωτήρης Σπαθάρης: Μας έμαθε τον καραγκιόζη

«Τα Απομνημονεύματα μου»
του καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη
«Ο Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 – 9 Μαΐου 2009)
ήταν ολιγογράμματος…»

  • του Νίκου Σαραντάκου

Ο Σπαθάρης (1924-2009) ήταν ολιγογράμματος, και για να γράψει τα απομνημονεύματά του χρειάστηκε όχι μόνο την ενθάρρυνση αλλά και την πρακτική βοήθεια άλλων, χωρίς τους οποίους το εγχείρημα δεν θα είχε δει το φως. Και πάλι όμως, το έργο πέρασε πολλές περιπέτειες, που τις εξηγεί αναλυτικά ο επιμελητής τούτης της έκδοσης, ο Γιάννης Κόκκωνας, στην απαραίτητα εκτενή (125 σελίδες) εισαγωγή του.

Μάλιστα, ο Σπαθάρης έγραψε τα απομνημονεύματά του τρεις φορές. Την πρώτη το 1944, τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη βοήθεια του ποιητή Λάμπη Χρονόπουλου, και την τρίτη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, που ήταν και η μόνη που είδε το φως της δημοσιότητας, το 1960, αρχικά σε προδημοσίευση στο περιοδικό Ταχυδρόμος και αμέσως μετά σε βιβλίο. Η έκδοση αυτή έχει κάνει πολλές ανατυπώσεις και κυκλοφορεί και σήμερα από τις εκδόσεις Άγρα (Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη).

Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από την ΠΕΚ φέτος δεν περιλαμβάνει την «τρίτη γραφή» των απομνημονευμάτων του Σπαθάρη (που όπως είπαμε κυκλοφορεί σε βιβλίο εδώ και πολλά χρόνια) αλλά τις πρώτες δύο, που τα χειρόγραφά τους θεωρούνταν χαμένα και που βρέθηκαν τελευταία υστερα από διάφορες τυχερές συμπτώσεις, όπως εξηγεί στην εισαγωγή ο Γ. Κόκκωνας.

Διάλεξα να παρουσιάσω εδώ δυο κεφάλαια από τη δεύτερη γραφή (σελ. 406-414 του βιβλίου). Σε αυτά ο Σπαθάρης αφηγείται πώς γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, στη συνέχεια εκθέτει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήδη από το 1930 για να παίζει Καραγκιόζη στις συνοικίες της Αθήνας, μετά λέει για το πώς τον προσέγγισε η σύζυγος του υπουργού Ζάννα (η Βιργινία Ζάννα, κόρη της Πηνελόπης Δέλτα) για να παίξει στο θέατρο Κεντρικό, τη γνωριμία του με τη συγγραφέα Έλλη Παπαδημητρίου και τέλος πώς έφτιαξε μια μικρή σκηνή Καραγκιόζη για το Θεατρικό Μουσείο.

 

Οπως γράφει ο επιμελητής του έργου, τα επεισόδια που διηγείται ο Σπαθάρης διαδραματίζονται το 1931-32, αλλά στο τελευταίο τμήμα του κειμένου κάνει μάλλον ένα άλμα στα 1938, αφού τότε ιδρύθηκε το Θεατρικό Μουσείο.

Η γνωριμία μου με τον ζωγράφο Τσαρούχη

 

Όταν εγώ και το Τουρκάκι παίζαμε στην Κηφισιά, στη Μάνδρα του Παρδάλη και θεατρώνη μας είχαμε τον καραγκιοζο­παίχτη Ξάνθο, μόλις επαίξαμε καμιά εικοσαριά παραστάσεις, μια βραδιά που ’παιζα, ένα παλληκαράκι καλοντυμένο με περικάλεσε να τον αφήσω να μπει μες στη σκηνή, για να δει πώς παίζω. Όταν έφυγε, μου ’δωσε συγχαρητήρια για το καλό παίξιμο πού έκανα. Μ’ αυτός ό νέος μουσαφίρης μας ερχότανε κάθε βράδυ. Μια βραδιά μάς έφερε κι έναν ξένον καλλιτέχνη κι όταν ετελείωσε η παράσταση μου είπε: Κύριε Σπαθάρη, επειδή εμένα μού αρέσει πάρα πολύ το παίξιμό σου απ’ όλους τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες που ‘χω δει, θέλω αύριο το πρωί να σε φωτογρα­φίσω μαζί με την σκηνή σου. Την άλλη μέρα η μηχανή του με φωτογράφισε και σε μια βδομάδα μου ’δωσε μια μεγάλη φωτογρα­φία που την έχω για ενθύμιο. Από τότες ερχότανε πότε μόνος του πότε με παρέα ταχτικά στο σπίτι μου, στην Κηφισιά, κι έβλεπε όλους τούς καραγκιόζηδες.

Μια μέρα μου λέει: Εγώ, κύριε Σπαθάρη, είμαι ο ζωγράφος Τσαρούχης και, επειδης βλέπω πως η τέχνη του καραγκιόζη είναι άξια προσοχής, γι’ αυτό σκέφτηκα, εάν θέλεις, να κάνουμε μαζί μια προπαγάδα, για να μάθει όλος ό κόσμος την τέχνη του ελληνικού καραγκιόζη. Εγώ, για να τον ξεφορτωθώ, του ’πα ναι, αλλά από μέσα μου είπα: Ε ρε τρέλα που την έχει ο Τσαρούχης. Μα το ναι το δικό μου αυτός το ’δεσε κόμπο στο μαντίλι του και μου κόλ­λησε σαν νηστικό τσιμπούρι κι όλη την ώρα στο σπίτι μου ήτανε. Πολλές φορές, πού ‘ρχόμουνα από την οικοδομή βουτηγμένος στη λάσπη, τον έβρισκα εκεί. Όταν μ’ έβλεπε έτσι και του ’δειχνα τα χέρια μου που τρέχανε αίματα με λυπότανε και έλεγε: Αμαρτία είναι εσύ, ένας τέτοιος καλ­λιτέχνης, να βασανίζεσαι έτσι. Πολλές φορές μου ’δωσε λεπτά όταν είχαμε ανέχεια, πολλά χρόνια φόραγα κουστούμια δικά του. Μια μέρα μου ’κανε έναν πίνακα ζωγραφικής, εμένα που κάθουμαι στην καρέκλα και, ενώ πιο πέρα είναι ο Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος, Εβραίος, Νιόνιος και Μορφονιός και το Καραγκιοζόπουλο που σηκώνει την κάλτσα μου, εγώ ρωτάω τον Καραγκιόζη τι παράσταση θα παίξουμε το βράδυ. Αυ­τός ο πίνακας έχει πολύ στολίσει αυτό το παλιόσπιτο που κάθουμαι.

Ο Τσαρούχης από τότε έλεγε όπου βρισκότανε για τον καραγκιόζη. Στην αρχή κατάφερε την τότε υπουργού Ζάννα, που έκανε μια παράστα­ση στο θέατρο το Κεντρικό για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό, να παίξω εγώ σ’ αυτή την παράσταση. με σύστησε με πολλούς πλούσιους που ’παιζα στα σπίτια τους και με την διευθύντρια της Ελληνικής Τέχνης Έλλη Παπαδημητρίου, με πρέσβηδες και πολλούς άλλους μεγάλους ανθρώπους. Τότες πολλοί φίλοι του καλλιτέχνη και όλοι οι πελάτες του λέγανε: Πάει ο Τσαρούχης, τρελάθηκε μ’ αυτόν τον παλιοκαραγκιόζη, γιατί αφ’ τον καιρό π’ αρχίνησε να κάνει την προπαγάδα του καραγκιόζη δεν λέει τίποτα για τα έργα του, ούτε έχει πια μυαλό για να ζωγραφίσει, παρά κάθε τόσο, μαζί με τους καραγκιοζοπαίχτες, φορτώνεται στον ώμο του τα τσουμπλέκια του καραγκιόζη και τα πάει από σπίτι σε σπίτι. Αυτό είναι μόνο, ή από την κάθε παράσταση που κάνει ο καραγκιόζης τα κέρδη του είναι να ξοδεύει και τα λεφτά του; Μ’ αυτό θα το δούμε παρακάτω, τι ακριβώς πρόβλεπε αυτό το παιδιάστικο μυαλό αυτουνού του μεγάλου καλλιτέχνη.

Ό Τσαρούχης έφτασε στο πρώτο σύνορο της επιτυχίας του όταν τα κατάφερε να παίξω το 1947 μες στο Αγγλικό Ινστιτούτο, που τότες γινότανε η έκθεση του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Η παράσταση πέτυ­χε τόσο που πήρα πολλά συγχαρητήρια από πολλούς μεγάλους ανθρώ­πους, Έλληνες και Άγγλους. Οι φημερίδες γράψανε, οι Άγγλοι μού δώσανε ένα πιστοποιητικό γιομάτο όλο δόξα, κι έτσι έγινε πολύ μεγά­λος ντόρος για την τέχνη του καραγκιόζη. Μ’ αυτός ο αχόρταγος Τσα­ρούχης δεν τον έφτασε αυτή η δόξα που πήρε ο καραγκιόζης, γι’ αυτό αμέσως κάνει έκθεση του καραγκιόζη μες στον Αγγλοελληνικό Σύνδε­σμο και δείχνει τα πραγματικά φώτα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ξέ­ρουνε πολλά γράμματα. Γι’ αυτό πρώτοι γράφουν σ’ όλες τις φημερίδες ο Παπανούτσος, Χατζηδάκης, Προκοπίου, Συναδινός κι ένα σωρό άλλοι.

Τα βαμμένα νύχια που ξεσκίζουνε
την τέχνη του Ελληνικού Καραγκιόζη

 

Αυτοί οι άνθρωποι που ’χουνε για πίστη τους τον παρά, σαν είδανε τη μεγάλη πρόοδο του ελληνικού καραγκιόζη και πως την τέχνη τη βαστάνε χέρια τής φτώχειας, εκάνανε ό,τι άτιμο μπορούσανε για να αφανίσουνε τον ελληνικό καραγκιόζη. Γι’ αυτό, μόλις σε καμιά συνοικία άνοιγε κανένας καραγκιόζης, όλοι μαζί στήνανε τις άτιμες παγίδες τους. Όλη τη φάρα τους τη σηκώνανε στο πόδι και με τούς λοστούς στα χέρια τρέχανε για το γκρέμισμα. Πρώτος απ’ όλα ο παστρικοφορεμένος Τουρισμός. Ακουστέ, κύριοι, τί θέλει ο Τουρισμός για να παίξει ο καραγκιόζης: αυτή η μάντρα θα γίνει όλο αμμο­κονίαση —πριν πάει ο καραγκιόζης ήτανε γιομάτη τηγανίτες, αποφτές που κάνουνε οί άνθρωποι όταν έχουνε ανάγκη—, δύο πόρτες, είσοδο και έξοδο, δυο αποχωρητήρια, οι πάγκοι θα γίνουνε καρέκλες, αλλιώς θα κλείσει ο καραγκιόζης.

Ο φόρος δημοσίων θεαμάτων: Τον καραγκιόζη θα τον παρακολουθή­σει τρεις βραδιές ο επόπτης και θα πληρώνει κατ’ αποκοπή, γιατί δεν πε­ρισσεύει υπάλληλος για κει, επειδής ο καραγκιόζης ήτανε καινούργιος στη γειτονιά και δούλευε καλά τις πρώτες μέρες, γιατί την πάθαινε κι αυτός ο κακομοίρης σαν το καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρε­μάσω. Του διευθυντή του φόρου αφού του πατάγανε το τέλι αυτοί που θέλανε να κάνουνε ή είχανε κινηματογράφο στη γειτονιά, αυτός εδιέταζε: ο καραγκιόζης θα πληρώνει τόσο κάθε βράδυ. —Μα δεν βγαίνει, κύ­ριε διευθυντά, γιατί τόσα που μάς βάζεις να πληρώσουμε δεν τα πιάνουμε όλα όλα. Διευθυντής: Κλείσ’το. —Μά… —Κλείσ’το. —Αφού… —Κλείσ’το είπααα. Ύστερα, αφού ο καραγκιόζης έκανε ταμείο, έλεγε σέ μία πα­ρέα: τα εισιτήριά σας; — Του υπουργείου. Η άλλη παρέα δεν έπαιρνε κου­βέντα, γιατί ήτανε η οικογένεια του αστυνόμου. Εσείς; —Γυναίκα του νωματάρχη. —Εσείς; — Μου είπε να ’ρθω ο Βασιλακάκης, ο χωροφύλα­κας, αυτός που έχει τα εντάλματα. —Εσείς; —Φιλενάδα αυτηνής που ’χει το οικόπεδο. —Αυτή η οικογένεια; —Καλέ, μη φωνάζετε έτσι, είμαστε ’μείς που δίνουμε φως στον καραγκιόζη. —Εσείς; — Του κυρίου έφορα, και βάλε και βάλε. Κι έτσι οι εξήντα καρέκλες που ’χε όλες όλες ο καραγκιόζης εγεμίζανε από τζαμπατζήδες και μένανε οι πάγκοι.

Ύστερα αρχινάγανε οι γυναίκες της φάρας: Καλέ, πόσο ασκήμισε η γειτονιά μας μ’ αυτό τον παλιοκαραγκιόζη. Άλλη: Καλέ, κοιμάται αυτός ο Τουρισμός και δεν τον κλείνει τον παλιοκαραγκιόζη; Αλλά δε φταίει άλλος παρά η κυρία Αλεξάνδρα, που του ’δωσε το φως. Αμ’ η κυρά Αγλαΐα, που τούς νοίκιασε τη μάνδρα; Για να δούμε… —Εισιτήριο, κυρία; —Αχ, ας γε­λάσω λιγάκι που θα πληρώσω εισιτήριο για ν’ ακούσω τις παλιοσαχλαμάρες του καραγκιόζη. —Καλέ Καλλιόπη, η τελευταία του μέρα είναι του καρα­γκιόζη που σαχλαμαρίζει στη γειτονιά μας, γιατί εχτές ο αστυνόμος είπε του Περικλή πως αύριο θα τον κλείσει τον καραγκιόζη.

Ό φτωχός επιχειρηματίας πού να μιλήσει τής κυρίας Κλεάνθης, που ’ναι του τάδε. Και εάν ο καραγκιόζης αντέχει στην ψευτοδουλειά που κάνει, ένα πρωί τον κλείνει ένας κινηματογράφος που κάνει παρα­πέρα η φάρα, ή ένα ένταλμα που του ’ρχεται από την Εφορία Δημοσίων Θεαμάτων. Ο παγκόσμιος Τύπος γράφει κάθε τόσο για τη μεγάλη αξία της τέχνης του ελληνικού καραγκιόζη, κάθε τόσο οι ξένοι που ’ρχονται εδώ για να δούνε τις Ελληνικές Τέχνες πάνε στις πιο φτωχές συνοικίες και ψάχνουνε για να βρούνε κανένα καραγκιοζοπαίκτη για να τους πει και να φωτιστούνε απάνω στην τέχνη του ελληνικού καραγκιόζη, αλλά τη φάρα τίποτα δεν τη συγκινεί για να αφήσει απ’ τα χέρια της το λοστό τής εξοντώσεως. Γι’ αυτό πολλοί καραγκιοζοπαίχται, που δεν μπο­ρούνε να ζήσουνε με δίχως τον καραγκιόζη, το χειμώνα αναγκάζονται να δουλεύουνε εργάτες, ίσως μπορέσουνε να επισκευάσουνε τα εργαλεία τους ή να τα αντικαταστήσουνε. Ένας αποφτούς ήμουνα κι έγώ.

 

Πηγή

AgrinioStories