Παύλος Σιδηρόπουλος:
«Τα τέρατα δικάστηκαν με μάρτυρα την πείνα αποκλεισμένα μια ζωή σε ακούσια καραντίνα Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες
Άντε και καλή τύχη, μάγκες»
Η«καταραμένη» γενιά του αμερικάνικου ροκ έχει ως κοινό σημείο την μοιραία ηλικία των 27, έτος θανάτου των Τζάνις Τζόπλιν, Τζίμι Χέντριξ και Τζιμ Μόρισον. Η ανάγκη του εγχώριου ροκ χώρου για την εύρεση μίας αντίστοιχης ελληνικής γενιάς «καταραμένων» καλλιτεχνών καλύφθηκε από τρεις εμβληματικές φυσιογνωμίες, την Κατερίνα Γώγου, τον Νικόλα Άσιμο και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τους λεγόμενους «Άγιους των Εξαρχείων», με την πρώτη να σημαδεύει μία γενιά με την ποίησή της, τον Άσιμο να μένει στην ιστορία για τα αυτοσχέδια «κροκ» happenings που διοργάνωνε και τον Σιδηρόπουλο να πραγματοποιεί τομή στην ελληνόφωνη ροκ μουσική.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα, γιος του εμπόρου καπνού Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Τζένης Σιδηροπούλου-Αλεξίου. Η οικογένεια του πατέρα του ασχολούταν με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού στην πατρογονική γη, στο Σοχούμ της Ρωσίας, μέχρι το 1923, όταν επηρεασμένοι από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, ενώ ο Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος ίδρυσε τα επόμενα χρόνια την ΕΛΦΩΤ, τη μόνη βιομηχανία που παρήγαγε φωτογραφικό χαρτί στην Ελλάδα. Η Τζένη Σιδηροπούλου καταγόταν από μία κραταιά οικογένεια του Ηρακλείου και ήταν ανηψιά της πεζογράφου Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, ενώ έλκυε και καταγωγή από τον Γεώργιο Ζορμπά που αποτέλεσε έμπνευση για τη συγγραφή του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη. Ο συνδυασμός του οικονομικού κεφαλαίου που παρείχε ο πατέρας του και του πνευματικού κεφαλαίου που εγγυόταν η επαφή του με την οικογένεια της μητέρας του αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια των πνευματικών ανησυχιών του νεαρού Παύλου.
Παρότι οξυδερκής, ο Σιδηρόπουλος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις σπουδές. Πέτυχε την εισαγωγή του στο Μαθηματικό τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν τελείωσε ποτέ, αλλά αποτέλεσε τόπο γνωριμίας με τη μουσική δημιουργία, καθώς ήρθε σε επαφή με τον ήχο των Animals και του Bob Dylan και ξεκίνησε να παίζει σε μπαρ της πόλης μαζί με τον συμφοιτητή και μετέπειτα συγκάτοικό του Βαγγέλη Γερμανό. Το 1969 ο Σιδηρόπουλος σχημάτισε το ντουέτο Δάμων και Φιντίας μαζί με τον κιθαρίστα των Olympians Παντελή Δεληγαννίδη και έκανε βάση του την Αθήνα. Με τα πρώτα τους κομμάτια έκλεισαν ένα single στη δισκογραφική εταιρία Lyra, γνώρισαν τους Socrates, Εξαδάκτυλο και τον Διονύση Σαββόπουλο και εξασφάλισαν τη συμμετοχή των Δάμων και Φιντίας στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο», που περιλαμβάνει τα κομμάτια «Απογοήτευση» και «Ο Γερο-Μαθιός».
Η αναχώρηση του Παύλου Σιδηρόπουλου για την Αθήνα δεν είχε να κάνει μόνο με την ανάγκη να βρει μία πιο ευρεία και ενεργή ροκ σκηνή, αλλά και με την απογοήτευσή του από την πολιτική. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής ο Σιδηρόπουλος απογοητεύτηκε από τη λεγόμενη «φοιτητική αντίσταση στη Χούντα» και την αντίστοιχη πλαισίωση που συνόδευε τη φήμη της Θεσσαλονίκης ως «κέντρο πολιτικών ζυμώσεων». Η σχέση του με την πολιτική είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλούς σχολιαστές και μουσικόφιλους στο δημόσιο λόγο, είτε αυτός αρθρώνεται σε τηλεοπτικές εκπομπές είτε σε μουσικά fora. Ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος δεν είχε ταχθεί ποτέ υπέρ κάποιου συγκεκριμένου συνδυασμού ή κινήματος, για το οποίο είχε κατακριθεί σε ύστερο χρόνο. Ωστόσο οι στίχοι του έβριθαν κοινωνικών αναφορών και προβληματισμού, διατηρώντας μία απόσταση από τα αντικείμενα παρατήρησης, την οποία κατάφερε να διατηρήσει και τα επόμενα χρόνια, παρά τις προσπάθειες έξωθεν να ντυθεί με συγκεκριμένες πολιτικές ταμπέλες.
Η αντιδραστική διάθεση του Σιδηρόπουλου και του Δεληγιαννίδη συναντήθηκε με τους Νίκο Τσιλογιάννη και Βασίλη Ντάλα, που μόλις είχαν φύγει από τα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της Χούντας το καθεστώς εξαντλούσε τις προσπάθειες λογοκρισίας στην τέχνη, γαλουχώντας τα στελέχη για τη διατήρηση της «πνευματικής τάξης». Τα τραγούδια του συγκροτήματος άλλαξαν πολλές φορές για να αποφύγουν την λογοκρισία, ενώ δεν έγινε εφικτό να βρεθεί κάποιος που θα έπαιρνε το ρίσκο να κυκλοφορήσει δίσκο μεγάλης διάρκειας, παρέχοντας δισκογραφική στέγη στους ακόλουθους στίχους: «Κλαιν τα πουλιά στη Μπαρμπαριά/πιάσαν τον Ντάμη τον ληστή/με δυο σκυλιά σε μια σπηλιά/ζούσε σα λεύτερο πουλί/από μικρός αναρχικός ζούσε μονάχος σα στοιχείο/λέγαν πως ήτανε τρελός/τον διώξανε κι απ’το χωριό». Μαζί με ένα ιδιόμορφο «εμπάργκο» του Σαββόπουλου, τα Μπουρμπούλια δεν μακροημέρευσαν, παρά την προσπάθεια τους να εγκατασταθούν στη συμπαγή και υποστηρικτική σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Η Μεταπολίτευση βρήκε τον Σιδηρόπουλο στο εργοστάσιο του πατέρα του, να παρατηρεί με πικρία την στροφή του εγχώριου μουσικού κόσμου προς το πολιτικό και «δημοκρατικό» τραγούδι. Η συνεργασία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο εμφανίστηκε ως πρόσκαιρη λύση. Παρότι μετέπειτα μίλησε αρνητικά για την συνεργασία του με τον συνθέτη, καθώς τη θεώρησε «πρόσκαιρη λύση» που προέκυψε από την έλλειψη αντιπροσώπευσης της ροκ μουσικής στην Ελλάδα, ο Παύλος συνεργάστηκε ξανά με τον Μαρκόπουλο τη διετία 1987-88, με την ιστορική ερμηνεία του «Ηλεκτρικού Θησέα». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σιδηρόπουλου, παρά τα προβλήματα της περιόδου εκείνης, είχε δύο οφέλη: αφενός, κατάφερε να πάρει απαλλαγή από τη στρατιωτική του θητεία χάρη στο «τρελόχαρτο» που κέρδισε με είκοσι μέρες στο 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ. Αφετέρου, συνειδητοποίησε ότι το λεγόμενο «σύγχρονο ελληνικό τραγούδι» δεν του προσέφερε καμία συγκίνηση, κάτι που τον έκανε να στραφεί αποκλειστικά στη ροκ μουσική και στη δημιουργία των δικών του τραγουδιών.
«Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας»:
«Φλου» και η σχέση με τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου
Μετά την απόφαση να εγκαταλείψει τα επιβλητικά στούντιο και τις ορχήστρες του Μαρκόπουλου, ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Πουλικάκο, ο οποίος του σύστησε τους Σπυριδούλα. Το όνομα του συγκροτήματος ήταν εμπνευσμένο από την ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη, θύματος ενός εργασιακού εγκλήματος που είχε σοκάρει την κοινή γνώμη το 1956 και τράβηξε το ενδιαφέρον του Πουλικάκου, που παρότρυνε τον Παύλο να μιλήσει με την μπάντα που «έφερνε κάτι νέο στην Ελλάδα».
Τον Μάιο του 1979, και μετά από άπειρες ώρες πρόβας, κυκλοφορεί το «Φλου», περιλαμβάνοντας τα κομμάτια «Ο Μπάμπης ο Φλου», «Μου πες θα φύγω», «Πού να γυρίζεις», «Η ώρα του Stuff» και «Στην Κ.», μεταξύ άλλων. Η υποδοχή δεν είναι ιδιαίτερα θερμή, εκφράζοντας μάλλον το μουσικό κλίμα της εποχής που ακόμα δεν είχε απαγκιστρωθεί από το αναρτορόκ του Τζαβέλα. Χαρακτηριστικές είναι οι κριτικές που κυκλοφόρησαν στα έντυπα της εποχής, όπου αναφέρεται ότι «το Φλου δείχνει μια γνώση των βάσεων του ροκ απ’ όλα τα μέλη και καλή, δημιουργική χρήση όλων των οργάνων» (Πητ Κωνσταντέας, Ποπ+Ροκ), ενώ ο Αργύρης Ζήλος αναφέρει στο περιοδικό Ήχος ότι «Το «Φλου» έχει συλλάβει τις βαθύτερες συναισθηματικές πτυχές της ελληνικής γενιάς που παρακολούθησε το Γούντστοκ από απόσταση και έπλασε στην ψυχή της ένα δικό της κόσμο για να πληρώσει το κενό. Και μπορεί, χωρίς κόπο, να την τοποθετήσει στο χώρο του σήμερα».
Παρ’ ότι σήμερα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους δίσκους του ελληνόφωνου ροκ, η συνεργασία με τους Σπυριδούλα δεν μακροημέρευσε. Ως αιτία συνήθως αποδίδεται η επιθυμία των αδελφών Σπυρόπουλων να στραφούν σε πιο πολιτικά μουσικά μονοπάτια, ωστόσο ο τύπος της εποχής μαρτυρά μία διάσταση έκφρασης μέσα στο συγκρότημα. Το ακατέργαστο παίξιμο και οι ριζοσπαστικές θέσεις των Σπυριδούλα τιθασεύτηκαν από τις λακωνικές φόρμες και την ευαισθησία του Σιδηρόπουλου, ο οποίος περιόρισε τα εκφραστικά μέσα ενός συγκροτήματος με έντονες ψυχεδελικές ανησυχίες. Η απόφαση των μουσικών να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους πιθανόν να οφείλεται σε καλλιτεχνικές διαφορές, όμως σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο δεύτερος μεγάλος έρωτας του Σιδηρόπουλου, μετά το ροκ: Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου.
Όπως αναφέρει η αδελφή του Παύλου Σιδηρόπουλου, Μελίνα, σε συνέντευξή της στη Lifo και στον Αντώνη Μποσκοΐτη, το τραγούδι «Στην Κ.» αναφέρεται στην Kathy, μία κοπέλα που διατήρησε σύντομη σχέση με τον Σιδηρόπουλο και υπήρξε ο σύνδεσμός του με τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Η Αναγνωστοπούλου ήταν ποιήτρια και ζωγράφος, κόρη εκδότη με σπουδές Φιλοσοφίας στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια των οποίων γνώρισε τον Σιδηρόπουλο. Η σχέση τους ήταν έντονη και βαθιά πνευματική, επηρεάζοντας το έργο και των δύο, κάτι που αποτυπώθηκε τόσο στην ποίηση της Γιόλας όσο και στους στίχους του Παύλου, ενώ έχει δώσει πρόσφορο έδαφος για την άνθηση παραφιλολογίας και αστικών θρύλων σχετικά με την βραχύβια κοινή πορεία του ζευγαριού. Η σχέση τους λέγεται ότι διήρκησε από το 1977 έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘80, περίοδο κατά την οποία γεννήθηκαν τα δύο σπουδαία άλμπουμ «Φλου» και «Εν λευκώ» και η ποιητική συλλογή «Οξείς Μετάλλου Ήχοι». Η Γιόλα ήταν η μούσα του Παύλου και ο Παύλος μία ακτίνα φωτός στην ιδιοσυγκρασιακή μελαγχολία της.
Εκτός από καλλιτεχνική και προσωπική συντροφιά, βρήκε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον ιδανικό συνοδοιπόρο για καταβύθιση στον κόσμο της ηρωίνης. Το «Κίτρινο Σούρουπο», όπως σημειώνει ο Μανώλης Νταλούκας, είναι ένας αυτοκαταστροφικός τρόπος ζωής που περιστρέφεται γύρω από τη χρήση οπιούχων ως διέξοδο από προσωπικά τέλματα και δύσκολες ψυχικές καταστάσεις, και περιγράφεται στο κομμάτι «Η ώρα του Stuff».
Το τέλος της σχέσης φαίνεται να δόθηκε από την Αναγνωστοπούλου, σαν προσπάθεια να απομακρυνθούν και οι δύο από τα ναρκωτικά, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Το «Εν λευκώ» που ακολούθησε έγινε αντικείμενο δριμείας κριτικής για τις σαφείς αναφορές του στην ηρωίνη, με τον Σιδηρόπουλο να υπερασπίζεται το πιο σκοτεινό και νευρώδες έργο του. Σε μία σημερινή αποτίμηση του δίσκου μπορούμε να μιλήσουμε για μία ροκ drug opera, μία περιπλάνηση στο μυαλό και τις σκέψεις ενός εθισμένου στα οπιούχα που υπερασπίζεται μία απόφαση που, εν τέλει, τον σκότωσε.
«Άντε και καλή τύχη»
Ο έκπτωτος πρίγκιπας και ο πρόωρος θάνατος
Μετά την κυκλοφορία του «Εν λευκώ» το 1982, ο Σιδηρόπουλος κυκλοφόρησε το «Zorba the freak» το 1985 μαζί με τους Απροσάρμοστους και τον Δημήτρη Πουλικάκο πίσω από την κονσόλα του παραγωγού, ενώ το 1985 εμφανίστηκαν στο μεγαλειώδες «Rock In Athens». Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η υγεία του Σιδηρόπουλου παρουσιάζει εξασθένιση, με τον ίδιο και φίλους του να ισχυρίζονται ότι έχει ξεμπλέξει από τα ναρκωτικά. Μάλιστα, σε συνεντεύξεις της εποχής δήλωνε «καθαρός» και ενθουσιασμένος από το νέο υλικό που επεξεργαζόταν, το οποίο, όπως έλεγε «είχε επιρροές από Poe και De Quincey». Την άνοιξη του 1990 ο Σιδηρόπουλος χάνει την αγαπημένη του μητέρα, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αρχίζει να παραλύει το αριστερό του χέρι, χωρίς να μπορεί να αποδοθεί σε κάποια σαφή ιατρική αιτία, με τη διάγνωση να είναι «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος». Τα δύο αυτά γεγονότα επηρέασαν την εύθραυστη ψυχολογική του κατάσταση και εικάζεται ότι επίσπευσαν το -προδιαγεγραμμένο, λόγω της συστηματικής χρήσης ναρκωτικών- τέλος του. Στις 4 Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος προμηθεύεται από άτομο σε κεντρικό ξενοδοχείο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας τη μοιραία δόση και το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου εντοπίζεται σε κωματώδη κατάσταση σε σπίτι φίλης του στον Νέο Κόσμο. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στον «Ευαγγελισμό» εξέπνευσε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ήταν μόλις 42 ετών.
Ο θάνατός του ήταν μία αφορμή ώστε τα media να δείξουν τα αντανακλαστικά τους άμεσα. Από «ξεπεσμένο πρεζόνι» μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε «ροκ είδωλο», με τα στελέχη δισκογραφικών εταιριών που είχαν τα πνευματικά δικαιώματα να δίνουν παραγγελίες για κοπές νέων δίσκων και να ψάχνουν ξεχασμένες ηχογραφήσεις που θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιηθούν, λόγω της μεγάλης έκτασης που είχε λάβει ο χαμός του Παύλου. Όπως είναι λογικό, η φημολογία δεν άργησε να ξεσπάσει, με διάφορους να κάνουν νύξεις για «εσκεμμένη υπερβολική δόση» ή για δολοφονία από «τη ναρκομανία που κυνηγούσε». Μέχρι και σήμερα, το τέλος του είναι κεφαλαιώδες θέμα συζήτησης στη σφαίρα της μουσικής συνωμοσιολογίας. Μετά τον θάνατο του Σιδηρόπουλου κυκλοφόρησαν τα «Άντε και καλή τύχη μάγκες» (1991) και «Τα μπλουζ του πρίγκιπα» (1992), αποτελούμενα από ακυκλοφόρητο υλικό.
Ο Σιδηρόπουλος ήταν μία μοναδική ενσάρκωση της ροκ φυσιογνωμίας στην ελληνική κοινωνία, ενσωματώνοντας ποικίλες αντιφάσεις των δύο κόσμων: ευαίσθητος και αντισυμβατικός, ωμός και λυρικός, ροκ και ρεμπέτης, ταλαντούχος και αυτοκαταστροφικός, «κουλός με χρυσαφένια πένα». Όπως ο ίδιος είχε πει, αναφερόμενος στην οικογενειακή του γενεαλογία «έχω μέσα μου και τον διανοούμενο και τον αλήτη. Από την σύγκρουση αυτών των δύο βγαίνει άλλοτε η καταστροφή και άλλοτε η δημιουργία». Και αυτή ήταν η ουσιαστική αντίφαση που τον οδήγησε σε ένα ταξίδι με σπασμένα τα φρένα στη φρενήρη ενσάρκωση του τριπτύχου «sex, drugs, rock ‘n’ roll».
Παύλος Σιδηρόπουλος – Σε πρώτο πρόσωπο
«Όχι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος
να κάνει χρήση ηρωίνης
–το λέω κατηγορηματικά, γιατί έχω εμπειρία–
δεν αξίζει το τράβηγμα.»
«H Αθήνα είναι ήδη πια παγκόσμιο ξενοδοχείο και στη μουσική έχουμε φαινόμενα όπως ο Fela Kuti, που τραγουδάει στα αφρικάνικα, η Nina Hagen στα γερμανικά, ένα ρώσικο συγκρότημα που τραγουδάει στη γλώσσα του και που ακούσαμε στο Live Aid. Η ελληνική γλώσσα έχει ήδη ταιριάξει στον ρυθμό του ροκ, και αυτό το ίδιο είναι παγκόσμιο φαινόμενο – είναι διεθνιστικό φαινόμενο, μπορούμε να πούμε, δεν έχει εθνικά σύνορα. Δεν έχει εθνική συνείδηση».
«Σκέφτομαι πάντα οικουμενικά, παγκόσμια. Υπάρχει η ελληνική ταυτότητα, όμως εμένα η σκέψη μου δεν έχει τέτοια σύνορα. Αυτή τη στιγμή θεωρείται παράδοση ο Αττίκ και ο Χαιρόπουλος – παρ’ όλα αυτά η μουσική τους είναι καθαρά γαλλικής κουλτούρας. Τα ρεμπέτικα είναι πάλι τούρκικη-αραβική κουλτούρα και τώρα κυριαρχεί η αγγλοσαξονική κουλτούρα, η δυτική κουλτούρα, με ματζόρε-μινόρε. Το ροκ τελικά έχει όμως και ανατολικά στοιχεία, είναι παγκόσμιο ξενοδοχείο, συγχωνεύει τα πάντα. Σήμερα υπάρχει ροκ που έχει δρόμους δικούς μας, λαϊκούς, αφρικάνικες κλίμακες, ινδικές ragas».
«…υπάρχουν οι παλιοί μπλουζίστες, που ο τρόπος ζωής τους μοιάζει πολύ με αυτόν των ρεμπέτηδων, κάτω βέβαια από άλλες συνθήκες και από άλλες εκφραστικές εικόνες. Άλλες φωτογραφίες θα είχαμε με λιμάνια, λουλάδες κ.λπ., κι άλλες θα ήταν οι φωτογραφίες με μπλουζίστες στην Αμερική, με κουνιστές πολυθρόνες, φυτείες και τέτοια. Όμως το feeling είναι το ίδιο. Απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως οι δυο κουλτούρες έχουν κάποια συγγένεια. Επίσης η blue, η μελαγχολική κλίμακα των μπλουζ μοιάζει με το παράπονο των ρεμπέτηδων και με ορισμένους δρόμους τους. Αν αυτό το σκεφτεί κανείς και μουσικά μπορεί να βγάλει ένα μείγμα –ας το πούμε έτσι– που θα ‘ναι όμως δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να βγει κάτι ωραίο ή κάτι τελείως απαράδεκτο. Θα το καταλάβεις μόνο αν το κάνεις στην πράξη, γιατί όπως έλεγε κι ο Lou Reed –και το υποστηρίζω κι εγώ– μεταξύ ιδέας και έκφρασης υπάρχει μια ζωή ολόκληρη. Και στην Ελλάδα πολύς κόσμος έχει κάνει τέτοιες κρούσεις. Προσωπικά έχω ξεχωρίσει τον Νίκο Παπάζογλου, που είναι πιο «ρεμπέτης» απ’ όσο θα ήθελα εγώ, και τους Φατμέ (Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά.), που είναι πιο υποτονικοί, απ’ όσο θα ήταν η δικιά μου μουσική.»
«Δεν πήρα ποτέ πτυχίο, πρώτον, επειδή είχα την εντύπωση ότι έχανα τον καιρό μου, και δεύτερον, γιατί με ενοχλούσε πάρα πολύ εκείνη η εποχή της δικτατορίας. Βρίσκομαι πια σε μια θέση όπου δεν μπορώ να είμαι «μαθητής» με τίποτα – αισθάνομαι ότι πρέπει να εκφραστώ. Ακούω τους μουσικούς και αισθάνομαι συνάδελφος. Αρχίζω να νοιώθω αυτό που αργότερα έγινε παγκόσμια φάση: το “get together”.»
«Κατά το ’73 αρχίζω να γράφω μουσική και να μαθαίνω κιθάρα – όχι με σκοπό να γίνω κιθαρίστας, αλλά για να μπορώ να τραγουδάω τα τραγούδια στο σπίτι, για δική μου ευχαρίστηση και ταυτόχρονα για να έχω ένα όργανο, που πάνω του να μπορώ να συνθέσω.»
«Πρώτα-πρώτα είναι αδύνατο να παίζεις ροκ εντ ρολ με μουσικούς που δεν εμπιστεύεσαι. Δεν γίνεται τζουκ-μποξ με τίποτα. Οπότε, βασική προϋπόθεση είναι η εμπιστοσύνη σ’ αυτούς, όχι μόνο σαν μουσικούς, αλλά και σαν άτομα – το πώς κινούνται. Ο τρόπος που παίζουν στη σκηνή, τα κύματα που δίνουν, όλα αυτά λειτουργούν στο ροκ εντ ρολ. Ο τρόπος συνεργασίας μας με την Σπυριδούλα ήταν ο εξής: εμείς δεχόμαστε τις απόψεις σου κι εσύ τις δικές μας. Αν είχαμε κοινά σημεία, καλώς. Στην ενορχήστρωση των κομματιών έχει «άποψη» η Σπυριδούλα, κάτι που αναφέρεται και στον δίσκο.»
«Τότε ήταν διαχωρισμένοι οι ηρωινομανείς λαϊκοί (μπουζούκια, σκυλάδικα) και το κύκλωμα των ηρωινομανών στο ροκ. Αυτά μιξαρίστηκαν από το 1979 και μετά. Στους ρεμπέτες υπήρχε ο Ανέστης Δελιάς, που ήταν πρεζάκι. Η δική μου γενιά είναι της drug culture. Αυτή δεν είχε σχέση με την πρέζα ή με το body building, με τα δύο άκρα. Τώρα βλέπω μπλουζάκια νεαρών με το σύνθημα «no drug generation», έτσι απροκάλυπτα. Η ηρωίνη σαν ναρκωτικό του νευρικού συστήματος το καταστέλλει μέχρι πλήρους αδράνειας. Τότε, στη γλώσσα της ηρωίνης, έχουμε το «νοντάρισμα», το κουτούλημα. Όχι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει χρήση ηρωίνης –το λέω κατηγορηματικά, γιατί έχω εμπειρία– δεν αξίζει το τράβηγμα. Είναι πολύ άνισο αυτό που παίρνεις μ’ αυτό που δίνεις –πέρα από την πρέζα–, ώστε να ξαναέρθεις σε κάποια ισορροπία. Εκτός αν αποφασίσεις να είσαι σε όλη σου τη ζωή πρεζάκιας, οπότε εκεί δεν ξέρω τι συμβαίνει, δεν μπορώ να πω τίποτα.»