«Οι υποψήφιοι γερουσιαστές και καπνέμποροι,
Αν. Παπαπέτρος και Ι. Παπαστράτος γυρίζουν στους δρόμους
και στους συνοικισμούς και σκορπούν φιλόφρονα μειδιάματα
και ύποπτα κεράσματα στους αγρότες και εργάτες.»
- Κείμενο – Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας
Στις 8 Απριλίου του 1929 ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης του Ενιαίου Μετώπου[1] επιτίθεται με άρθρο του κατά των δύο κορυφαίων μεγαλεμπόρων του Αγρινίου, Γιάννη Παπαστράτου και Τάσου Παπαπέτρου, οι οποίοι έβαζαν υποψηφιότητα για γερουσιαστές, με το κόμμα του Βενιζέλου (Φιλελεύθεροι) ο πρώτος, και με το κόμμα του Καφαντάρη ο δεύτερος.
«Οι υποψήφιοι γερουσιαστές και καπνέμποροι», αναφέρει, «Α. Παπαπέτρος και Ι. Παπαστράτος γυρίζουν στους δρόμους και στους συνοικισμούς και σκορπούν φιλόφρονα μειδιάματα και ύποπτα κεράσματα στους αγρότες και εργάτες.
Πού οφείλεται αυτή η καλοσύνη τους; Είναι φανερό πως οφείλεται στην ανάγκη να αποσπάσουν από τις εργαζόμενες μάζες την ψήφο τους για να πετύχουν τον γερουσιαστικό λουφέ[2]. Είναι ανάγκη όμως οι εργατοαγρότες Αγρινίου να προσέξουν πολύ στην περίπτωση αυτή, γιατί οι ανωτέρω κύριοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι χειρότεροι εκμεταλλευτές τους. Και για να πεισθούνε με χειροπιαστά ντοκουμέντα θα αναφέρουμε μερικά γεγονότα, εγκλήματα μάλλον, που στοίχισαν και στοιχίζουν στις εργατοαγροτικές μάζες το ψωμί τους και το αίμα τους».
Στη συνέχεια ο συντάκτης του άρθρου θυμίζει στους καπνοπαραγωγούς της περιοχής πως με «προκηρύξεις και με τους μεσίτες» διεκήρυτταν στους καπνοπαραγωγούς την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν στην Κυβέρνηση να αρθεί η φορολογία του καπνού οπότε θα τους πλήρωναν ακριβότερα τα καπνά. «Και το μεν ψητό το πέτυχαν οι καπνέμποροι», σημειώνει. «Οι καπνοπαραγωγοί όμως τι πέτυχαν; Πέτυχαν τ’ αντίθετο. Όχι μόνο αύξηση δεν έκαναν οι καπνέμποροι της τιμής των καπνών, αλλά απεναντίας έκπτωση κατά 20 – 25 δρχ. την οκά».
Θυμίζει επίσης το άρθρο, το γεγονός της προσπάθειας των καπνεμπόρων να πείσουν τους παραγωγούς να πουλάνε τα καπνά σε «αρμαθοδέματα» για να τους τα πληρώνουν ακριβότερα, αλλά αυτοί συνέχιζαν να αγοράζουν «πασταλισμένα» και να αφήνουν τα αρμαθοδέματα «αναγκάζοντας με αυτό τον τρόπο τους φτωχούς παραγωγούς να πωλούν τα καπνά τους για ένα ξεροκόμματο.
Στη συνέχεια ο συντάκτης του άρθρου απευθύνεται στους καπνεργάτες, θυμίζοντάς τους τον Ματωμένο Αύγουστο του 1926, υπογραμμίζοντας ότι την ημέρα που οι εργάτες διεκδικούσαν «100 δράμια ψωμί παραπάνω», ο Παπαστράτος και ο Παπαπέτρος έτρωγαν με το διοικητή της χωροφυλακής Ζαμπετάκη γουρουνόπουλα και αυτός «για αντάλλαγμα του γουρουνόπουλου που έφαγε τους έδωσε με τις σφαίρες του τα κορμιά και το αίμα του Αρβανίτη[5], της Γεωργατζέλη και το δεξί χέρι του Τσαμπά».
Το άρθρο αναφέρεται επίσης στο ξεφόρτωμα των καπνών από το τρένο και την επιστροφή τους στις αποθήκες της πόλης για να μην χαθούν μεροκάματα, συμπληρώνοντας ότι «οι κύριοι όμως αυτοί (οι δύο υποψήφιοι γερουσιαστές) τους εξεδικήθησαν με τη σύλληψη 22 εργατών, από το όργανό τους και το πέρασμά τους από κακούργημα».
Κλείνοντας το άρθρο, εφιστά την προσοχή των καπνοπαραγωγών και των καπνεργατών να προσέξουν τις παγίδες «των παραπάνω εκμεταλλευτών, γιατί ψηφίζοντάς τους χαλκεύουν έναν κρίκο ακόμα στην αλυσίδα της εκμετάλλευσης που τους περισφίγγει» και τους καλεί «να ξεχωρίσουν το μοναδικό κόμμα τους, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών – Αγροτών, που υπό την καθοδήγηση του κόμματος αγωνίζεται πραγματικά για τα συμφέροντά τους».
Δείτε όλοκληρο το άρθρο στο link που ακολουθεί ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 8/4/1929 Σελίδα 3 agrinio_stories