Ο όγκος της πληροφορίας: Μια νέα λογοκρισία

Η ταχύτητα της διάδοσης της πληροφορίας
έχει οδηγήσει σε μια πραγματικότητα
στην οποία κάθε νέο ερώτημα που προκύπτει,
ξεχνιέται και ξεπερνιέται χωρίς να απαντηθεί

  • του Νίκου Καψάλη

Η ταχύτητα που ανανεώνεται και διαδίδεται η πληροφορία είναι ευλογία και κατάρα ταυτόχρονα. Ευλογία γιατί αποτελεί ακόμα μία νίκη του ανθρώπου πάνω στο χώρο και το χρόνο. Κάθε τεχνολογικό επίτευγμα είναι μια κατάκτηση της ανθρώπινης ιδιοφυίας και μπορεί υπό προϋποθέσεις να βελτιώσει τη ζωή των πολλών. Φυσικά προσφέρει και ικανοποίηση στην εγωιστική ανθρώπινη φύση όπως κάθε επιστημονικό επίτευγμα που δίνει εκείνη την αίσθηση της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή όμως είναι και κατάρα, όπως κάθε τεχνολογικό επίτευγμα που δεν μοιράζεται σε όλους δίκαια αλλά ακολουθεί αυτήν ακριβώς τη λογική που υπαγορεύει η καπιταλιστική κοινωνική διάρθρωση για τα περισσότερα αγαθά. Όποιος πιστεύει ότι αυτή η κατανομή έχει γίνει δίκαια έχει πέσει στην πλάνη.

Η ταχύτητα της διάδοσης της πληροφορίας έχει οδηγήσει σε μια πραγματικότητα στην οποία κάθε νέο ερώτημα που προκύπτει, ξεχνιέται και ξεπερνιέται χωρίς να απαντηθεί. Μαζεύεται έτσι και στοιβάζεται με το επόμενο και εκείνο με αυτό που θα ακολουθήσει μετά. Η ταχύτητα της πληροφορίας είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη με την οποία μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος να την επεξεργαστεί και αυτό είναι το νέο υπερόπλο κάθε εξουσίας.

Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης το 1789, όταν η είδηση για την πτώση της Βαστίλης έφτασε στη Μαδρίτη σε δεκατρείς μέρες και στην Περόν –  133 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα –  “τα νέα από το Παρίσι” έφτασαν την εικοστή όγδοη μέρα, μέχρι σήμερα που η ταχύτητα της πληροφορίας φαίνεται ότι θα περιοριστεί τελικά μόνο από την ταχύτητα του φωτός, η τεχνολογική πρόοδος δεν θα μπορούσε να συμβαδίζει με τη βιολογική εξέλιξη που θα επέτρεπε και την αντίστοιχη ταχύτητα στην επεξεργασία αυτού του όγκου πληροφορίας από τον ανθρώπινο νου. Ο κόσμος έχει γίνει μικρότερος αλλά ταυτόχρονα και πιο θολός από ποτέ. Την στιγμή που μπορούμε πολύ εύκολα να συλλέξουμε κάθε πληροφορία, ο όγκος αυτών των δεδομένων αλλά και ο ρυθμός με τον οποίον τα λαμβάνουμε επιφέρουν σύγχυση και τελικά αποπροσανατολισμό.

Όπως λέει και ο Hobsbawm για τη διάδοση των νέων στην “Εποχή των Επαναστάσεων” για τον τρόπο που μεταφέρονταν τα νέα στα τέλη του 18ου αιώνα:

Δεν υπήρχαν εφημερίδες, αν εξαιρέσει κανείς ελάχιστες για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις (5.000 φύλλα ήταν η συνήθης κυκλοφορία μιας γαλλικής εφημερίδας το 1814), και άλλωστε πολύ λίγοι ήξεραν έτσι κι αλλιώς να διαβάσουν. Στους περισσότερους τα νέα έφταναν από τους ταξιδιώτες και από το μετακινούμενο τμήμα του πληθυσμού: από εμπόρους και γυρολόγους, περιοδεύοντες μεροκαματιάρηδες, πλανόδιους τεχνίτες και εποχικούς εργάτες, από τον μεγάλο και μεικτό πληθυσμό των περιπλανώμενων, που κινούνταν ελεύθερα και περιλάμβανε από μοναχούς ή προσκυνητές έως λαθρέμπορους, ληστές και πανηγυριώτες και, φυσικά, από τους στρατιώτες, που είτε έκαναν επιθέσεις στον πληθυσμό σε καιρό πολέμου είτε τον φρουρούσαν σε καιρό ειρήνης.

Είναι εντυπωσιακό και καταδεικνύει αυτή την αντίφαση με την παρατήρηση του Siegfried Streufert, που περίπου 180 χρόνια μετά, τη δεκαετία του 1960 και πολύ πριν την επανάσταση του Ίντερνετ, σε μια σειρά εργασιών ανέφερε πως η σχέση ανάμεσα στο φόρτο της πληροφορίας και στο χειρισμό της έμοιαζε με ένα αντεστραμμένο U. Αρχικά η μεγαλύτερη ποσότητα πληροφορίας είναι χρήσιμη, όμως καταλήγει να είναι τελικά βλαβερή. Τα τελευταία χρόνια πια, η “Πληροφοριακή Υπερφόρτωση” έχει αρχίσει να αποκτά κοινά χαρακτηριστικά, ως ένα σύνδρομο των καιρών. “Απάθεια, αδιαφορία ή διανοητική εξάντληση που προέρχεται από την έκθεση σε υπερβολική ποσότητα πληροφορίας. Στρες που οφείλεται στην προσπάθεια αφομοίωσης υπερβολικών ποσοτήτων πληροφορίας από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή την εργασία”. Μια εκ θεμελίων αντίφαση ανάμεσα στην κατάκτηση της Γνώσης και της Πληροφορίας που αποτυπώθηκε και από τον Άγγλο ποιητή T.S.Elliot:

          Που βρίσκεται η Σοφία που χάθηκε στη Γνώση
Που βρίσκεται η Γνώση που χάθηκε στην Πληροφορία.

Στον κόσμο αυτό που οι αποστάσεις έχουν μικρύνει ο άνθρωπος απομονώνεται από την πραγματικότητα αντί να είναι περισσότερο από ποτέ συνδεδεμένος με τον κόσμο. Αυτή η ολοένα και αυξανόμενη αδυναμία να επεξεργαστεί το πλήθος των στοιχείων που λαμβάνει, πέρα από το αίσθημα παραίτησης – που δεν είναι πάντοτε τόσο εμφανές – μοιραία οδηγεί σε στρεβλώσεις της κρίσης, δυσκολία συγκέντρωσης και σύγχυση ή αμηχανία.

Όταν ο Lewis Mumford, το 1970 ζητούσε να βάλουμε αυτοπεριορισμούς απέναντι στην πληθώρα των βιβλίων που έχουν εκδοθεί ώστε να αποτραπεί μια “κατάσταση διανοητικής αποχαύνωσης που δύσκολα θα μπορούσε να τη διακρίνει κανείς από τη μαζική άγνοια”, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο προφητικός σε εκείνο που ήρθε αργότερα και διατύπωσε ο συγγραφέας David Foster Wallace όταν προσπαθούσε να διαχωρίσει την Μυθοπλασία από την Πραγματικότητα, δηλαδή ένα μυθιστόρημα που αφηγείται μια φανταστική ιστορία από την εξιστόρηση της επικαιρότητας

..και τα δύο είδη γραφής είναι τρομαχτικά, και τα δύο μοιάζουν σαν να ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί πάνω από την άβυσσο. Είναι η άβυσσος που διαφέρει κάθε φορά. Η άβυσσος της μυθοπλασίας είναι η σιωπή, το τίποτα. Ενώ η άβυσσος της Πραγματικότητας είναι ο Απόλυτος Θόρυβος, η καυτή στατικότητα κάθε εμπειρίας και της απόλυτης ελευθερίας για εκείνα που κάποιος θα επιλέξει να ακολουθήσει, να εκπροσωπήσει και να συνδεθεί, τον τρόπο που θα το κάνει, τον λόγο κλπ.

Αυτός ο Απόλυτος Θόρυβος είναι ακριβώς ο ήχος της κυρίαρχης δυτικής κουλτούρας. Μιας κουλτούρας όπου ο όγκος της πληροφορίας είναι αδύνατον να αφομοιωθεί στο ίδιο βαθμό που θα θεωρείτο κάποτε ενημερωμένος ένας μορφωμένος πολίτης.

Η απάντηση σε κάθε κρίση είναι ο βομβαρδισμός με περισσότερη πληροφορία. Όσοι έχετε διαβάσει αυτό το κείμενο ως τώρα έχετε δεχτεί πληροφορία ίση με 8,9ΚByte. Δεν έχει καμία διαφορά αν το περιεχόμενο του κειμένου σας βρίσκει σύμφωνους ή όχι. Αυτή η πληροφορία “απασχολεί” τον εγκέφαλο και ισορροπεί πάνω από αυτό τον Απόλυτο Θόρυβο. Δεν διαφέρουν σε τίποτα οι φράσεις: “H Ελλάδα ηγείται στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση” και “Στην Ελλάδα συμβαίνει μια κοινωνική καταστροφή” αναφορικά με τον όγκο πληροφορίας που μεταφέρουν. Είναι η ανθρώπινη νόηση που τις αξιολογεί και τους δίνει διαφορετική ερμηνεία.

Η Κοινή Γνώμη δεν δικάζει και δεν καταδικάζει, σε κάθε συντεταγμένη κοινωνία υπάρχουν θεσμοί που είναι υπεύθυνοι για την απόδοση ευθυνών. Ακόμα όμως και εκεί που οι θεσμοί αυτοί ελέγχονται από μία καταπιεστική κυβέρνηση ή είναι συνδεδεμένοι με ένα δικτατορικό καθεστώς, η επίσημη κρατική λογοκρισία επιβάλλεται διαχρονικά γιατί πάντα ο λαός ή αυτό που λέμε Κοινή Γνώμη τρομάζει και κάθε αντίδρασή του μπορεί να είναι απρόβλεπτη. Ανέκαθεν ο έλεγχος του Τύπου ήταν από τις προτεραιότητες κάθε καταπιεστικού καθεστώτος και επέβαλε την μοναδική επίσημη γραμμή, ελέγχοντας πολλές φορές οτιδήποτε πριν αυτό δημοσιευθεί, τιμωρώντας “απείθαρχους” συντάκτες που ξέφευγαν από τον έλεγχο είτε κλείνοντας εφημερίδες ή και στις μέρες μας την πρόσβαση σε ιστοσελίδες και ηλεκτρονικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.

Φυσικά στις σύγχρονες “πολιτισμένες” δημοκρατίες δεν χρειάζεται πια να υπάρχει ο αυστηρός έλεγχος με τον τρόπο που γίνεται στις δικτατορίες. Από την εποχή του Μακαρθισμού έως και σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πέρα από εκείνο που είχε εντοπίσει ο Λένιν λίγους μήνες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση:

“…η ελευθερία αυτή είναι μια απάτη, εφόσον τα καλύτερα τυπογραφεία και τα τεράστια αποθέματα χαρτιού βρίσκονται στα χέρια καπιταλιστών και εφόσον διατηρείται η εξουσία του κεφαλαίου πάνω στον Τύπο. Για να κατακτηθεί η αληθινή ισότητα και η αληθινή δημοκρατία πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο η δυνατότητα να μισθώνει συγγραφείς, να αγοράζει εκδοτικούς οργανισμούς και να εξαγοράζει εφημερίδες…..” ,

σήμερα επιτρέπεται στον καθένα να εκφραστεί και να δημοσιεύσει ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όμως και πάλι κάποιοι μπορούν να επιβάλλουν τη φωνή τους, να κυριαρχούν την επικαιρότητα και τελικά να χειραγωγούν το δημόσιο λόγο, ξεγλιστρώντας από ενδεχόμενες επικοινωνιακές κρίσεις. Το Κεφάλαιο μπορεί με μικρότερο κόστος από εκείνο που περιέγραφε ο Λένιν να έχει τα ίδια αποτελέσματα και την ίδια στιγμή να βγάλει από πάνω του το στίγμα του δεσποτισμού.

Επιπλέον, αυτή η πληροφοριακή κυριαρχία του κεφαλαίου έχει και ένα καινούργιο όπλο. Η διαχείριση μεγάλου όγκου πληροφορίας είναι εφικτή στην περίπτωση που γίνει στοχευμένη επεξεργασία και ανάλυση. Καθώς όμως πρόκειται για αμφίδρομη διαδικασία, η επεξεργασία αυτή είναι σχεδόν ανέφικτη για το βομβαρδιζόμενο από αδιάκοπα μηνύματα κοινό σε αντίθεση με εκείνους που διαθέτουν τους πόρους και τα μέσα για αυτό. Είναι νωπές οι καταγγελίες από απολυμένους του Twitter μετά την εξαγορά της εταιρείας από τον celebrity μεγιστάνα Έλον Μασκ, πως όσοι εκφράστηκαν αρνητικά για τη νέα διοίκηση μέσω του Slack – της ενδοεταιρικής πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων όπου θεωρητικά οι συνομιλίες είναι κρυπτογραφημένες και δεν παρακολουθούνται – είδαν την πόρτα της εξόδου. Οι ενδοεταιρικές επικοινωνίες γίνονται σχεδόν αποκλειστικά μέσω κλειστών καναλιών επικοινωνίας, που ανήκουν στις εταιρείες αυτές και δεν παρέχεται καμία εγγύηση για το απόρρητο τους. Κάθε νομοθεσία προστασίας αυτής τη επικοινωνίας σκοντάφτει στη δυσκολία απόδειξης του διάτρητου αυτής της πρακτικής.

Θα ήταν η λύση να σταματήσουμε να συμμετέχουμε σε αυτό; Να γίνουμε κάτι σαν τους Λουδίτες του 19ου αιώνα και να καταστρέψουμε τις “νέες μηχανές”; Άλλωστε, πέρα από την πληροφορία και τη διακίνησή της αυτές οι μηχανές έχουν επιδράσει και στον καταμερισμό της εργασίας, στην παραγωγική διαδικασία εν γένει. Τα στοιχεία που συνθέτουν τις ομοιότητες με τις συνθήκες γέννησης του κινήματος των Λουδιτών είναι πολλά. Στα πλαίσια αυτού του αναπόφευκτου δυισμού, απάντηση έχει δοθεί ήδη καθώς αυτή η πρακτική θα μας έστρεφε απέναντι στα τεχνικά μέσα και όχι στο πραγματικό αίτιο, την κοινωνική εκμετάλλευση και τώρα πια και στην αναγκαιότητα μια Παιδείας με ανεπτυγμένη την κριτική σκέψη απέναντι σε αυτόν τον Απόλυτο Θόρυβο της Αβύσσου της πραγματικότητας. Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς στην απάντηση στο Λουδισμό που είχε δώσει ο Μαρξ την αντιστοιχία με το σήμερα: “Χρειάζεται χρόνος και πείρα για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση κι έτσι να στρέψει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους”

Ανάγκη για Παιδεία είναι η απάντηση.

 

Πηγή

AgrinioStories