Ο μύθος του Μελεάγρου – Μοίρες και κατάρα της Μάνας

Ο πιο ξακουστός
και πολυδοξασμένος ήρωας της Αιτωλίας
είναι ο Μελέαγρος και αυτός είναι μύθος του

 

γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας

Προΐμιο

Η Αιτωλία και η Ακαρνανία, περιοχές με πλούσια βλάστηση, μεγαλειώδη βουνά, σημαντικά ποτάμια και πολλές λίμνες, ήταν τόποι όπου συναντήθηκαν, έζησαν, βασίλεψαν και συγκρούσθηκαν θεοί, ημίθεοι και ήρωες.

Αιτωλία ονομάστηκε η χώρα από τον πρώτο βασιλιά Αιτωλό, εγγονό του Δευκαλίωνα. Ακαρνανία λέγανε τη γειτονική χώρα, από τον Ακαρνάνα, εγγονό του περίφημου μάντη Αμφιάραου και γιου του Αλκμέωνα από το Άργος και της Καλλιρόης, κόρης του Αχελώου.

Πρωταρχική και καθοριστική θεοποιημένη μορφή στην περιοχή ήταν αυτή του ποταμού Αχελώου. Βασιλεύς των ποταμών, «ποταμός των πάντων άρχων», ο Αχελώος ήταν ένα παράξενο τρίμορφο πλάσμα: άλλοτε ταύρος, άλλοτε φίδι και άλλοτε πάλι άνθρωπος με κεφάλι ταύρου. Ο Αχελώος, γιος του Ωκεανού και της νύμφης Τηθύος ή της Γαίας, συνευρίσκετο με την κόρη του Κληστορία χωρίς να το γνωρίζει. Όταν το συνειδητοποίησε, απελπισμένος ρίχτηκε στον ποταμό που από τότε ονομάστηκε Αχελώος. Κόρες του Αχελώου, εκτός από την Καλλιρρόη και την Κληστορία, ήταν οι Σειρήνες, η Δίρκη, η Κασταλία, η οποία έδωσε το όνομά της στην περίφημη πηγή των Δελφών, και η Πειρήνη, πηγή ονομαστή της Κορίνθου.

Με τον Αχελώο πάλεψε ο Ηρακλής διεκδικώντας τη Δηιάνειρα, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον αδελφό της Μελέαγρο να την προστατέψει. Ο ποτάμιος θεός πήρε τη μορφή ταύρου και μετά από πολύωρη μάχη ο Ηρακλής κατόρθωσε να του αποσπάσει ένα κέρατο. Αυτό θεωρήθηκε και ως ήττα του Αχελώου, ο οποίος για να ξαναπάρει πίσω το κέρατό του, αναγκάστηκε να δώσει στον Ηρακλή το κέρας της Αμαλθείας. Κέρας που πρόσφερε άφθονη τροφή και ποτά. Ο Ηρακλής χάρισε το κέρας αυτό της αφθονίας στους Καλυδώνιους. Οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας ήταν οι Κουρήτες, αλλά μετά ήρθαν οι Επειοί με τον Αιτωλό και τους έδιωξαν προς τα βόρεια και προς την Ακαρνανία. Οι γιοι του γενάρχη Αιτωλού, Καλυδώνας και Πλευρώνας, πάντρεψαν τα παιδιά τους Επικάστη και Αγήνορα, που έμελλε να γίνουν οι πρόγονοι του Θέστιου, πατέρα της Λήδας και της Αλθαίας, και έχτισαν τις δύο ξακουστές πόλεις Καλυδώνα και Πλευρώνα.

Ανάμεσα στις δυο πόλεις αναπτύχθηκαν φιλίες και έχθρες, δεσμοί και πόλεμοι. Πρώτος βασιλιάς της Αιτωλίας ήταν ο Ορεσθέας, γιος του Δευκαλίωνα. Η σκύλα του γέννησε μια μέρα ένα κούτσουρο και αυτός το έθαψε. Φύτρωσε όμως ένα κλήμα, γεμάτο σταφύλια, και, έτσι, ο γιος του βασιλιά ονομάστηκε Φύτιος και ο εγγονός του Οινέας. Ο Οινέας από την Καλυδώνα και η Αλθαία από την Πλευρώνα απέκτησαν τρεις γιους, τον Τοξέα, τον Μελέαγρο και τον Αγέλαο, και δύο κόρες, την Γόργη και τη Δηιάνειρα.

 

Μοίρες και κατάρα της Μάνας

 

Όταν ο βασιλιάς της Καλυδώνας και πατέρας του Μελέαγρου, Οινέας λησμόνησε να θυσιάσει στην Άρτεμι, η θεά προστάτις της περιοχής στέλνει ένα γιγάντιο και καταστροφικό κάπρο στα βασιλικά κτήματα. Ο Μελέαγρος καλεί από όλα τα μέρη ήρωες γνωστούς και δυνατούς να κυνηγήσουν το αγρίμι. Είναι η περίφημη θήρα του Καλυδωνίου Κάπρου. Πρώτοι και καλύτεροι οι θείοι, αδελφοί και ξάδελφοι του Μελέαγρου από την Καλυδώνα και την Πλευρώνα.

Έφτασαν όμως και άρχοντες από παντού: οι δίδυμοι Κάστορας και Πολυδεύκης από τη Λακεδαίμονα, από τη Μεσσηνία οι γιοι του Ποσειδώνα, Ιδέας και Λυγκέας, από το Άργος ήρθε ο μάντης θεραπευτής Αμφιάραος, από τη Θεσσαλία μεταξύ άλλων ο Λαπίθης, φίλος του Θησέα, Πελίας, ο τρανός Ιάσονας και ο άνδρας της Άλκηστης, Άδμητος, από την Ιθάκη ο πατέρας το Οδυσσέα, Λαέρτης, ο ανηψιός και βοηθός του Ηρακλή, Ιόλαος, ο σοφός και δίκαιος Νέστορας από την Πύλο, από τη Σαλαμίνα ο Τελαμώνας, από την Αθήνα ο Θησέας και από την Αρκαδία μία γυναίκα, η Αταλάντη. Ποιός θα σκοτώσει το αιμοβόρο θεριό και θα πάρει το δέρμα για αριστείο; Στο κυνήγι η μοίρα θέλει να είναι η Αταλάντη αυτή που του έδωσε το μοιραίο χτύπημα.

 

Το Κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου (Μελέγρος και Αταλάντη). Πίνακας ζωγραφικής του Πίτερ Πολ Ρούμπενς (1577–1640). Δημιουγήθηκε από το 1616 έως 1620, περίπου Η τεχνοτροπία είναι λάδι σε καμβά. Το ύψος είναι 257cm, και το πλάτος 416cm

 

Ο Μελέαγρος, θαμπωμένος από την ομορφιά της, αποφασίζει να της χαρίσει το αριστείο. Αγανακτισμένοι όλοι οι ήρωες για την προσβολή, να είναι μία γυναίκα η πιο αντρειωμένη, ξεσηκώνονται εναντίον του Μελεάγρου και πάνω στον καυγά ο ήρωας θυμώνει και σκοτώνει τους θείους του, αδελφούς της μητέρας του Αλθαίας προκαλώντας την κατάρα της.  (Ι 568-572 «πολλά δε γαίαν πολύ φόρβην χερσίν αλοία / κικλήσκουσ’ Αϊδην και επαινήν περσεφάνειαν,/ προχνυ καθεζομενη, δένεντο δε δακρυσι κόλποι, / παιδιδόμεν θάνατον» {Αιτωλοακαρνανία, ΤΕΛΚ Αιτ/νίας ΕΕΤΑΑ 1997}

Μόλις η Αλθαία μαθαίνει ότι ο γιος της σκότωσε τα αδέλφια της   «πολύ τον καταριόταν στους θεούς και πολλές φορές χτυπούσε με τα χέρια της την πολυτρόφογη, φωνάζοντας τον Άδη και φοβερή Περσεφόνη, πεσμένη στα γόνατα και το στήθος της βρεχόνταν από τα δάκρυα για να δώσουν το θάνατο στο παιδί της» (απόδοσις Όλγα Κομνηνού – Κακριδή – Όμηρος Ιλιάδα).

Όταν ο Μελέαγρος επληροφορήθη την κατάρα της μάνας του αποσύρεται από την μάχη και παραμένει μέσα στο σπίτι του με την σύζυγό του Κλεοπάτρα. Οι Κουρήτες ανεθάρρησαν από την απουσία του πιο γενναίου πολεμιστή των Αιτωλών και έτσι η έκβαση της μάχης άρχισε να γέρνει προς το μέρος τους. Έντρομοι οι Καλυδώνιοι προστρέχουν στον Μελέαγρο και τον ικετεύουν να ξαναγυρίσει στη μάχη. Ο Μελέαγρος πείθεται από την γυναίκα του, αλλά η Ερινύα άκουσε την κατάρα της Αλθαίας – μάννας του και έτσι ο Μελέαγρος σκοτώνεται στην μάχη (Τον θάνατο του Μελέαγρου δεν αναφέρει ο Όμηρος προδήλως γιατί ήταν γνωστό το τέλος του παραμυθιού στους ακροατές του, στην Ομηρική βέβαια παραλλαγή).

Σύμφωνα με την άλλη παραλλαγή, όταν γεννήθηκε ο Μελέαγρος, η μητέρα του θέλοντας να μάθει την τύχη του παιδιού της άκουσε τις Μοίρες που ήλθαν να μοιράνουν το νεογέννητο, τι όρισαν για την ζωή του. Η πρώτη είπε ότι θα γίνει ωραίος, η δεύτερη παλληκάρι, ενώ η τρίτη αναφώνησε: Βλέπετε τον δαυλό στη φωτιά. Όταν καεί εντελώς το παιδί θα πεθάνει. Τρομαγμένη η Αλθαία παίρνει και κρύβει το δαυλό.

Όταν ύστερα από χρόνια άκουσε πως ο γυιος της σκότωσε το αδελφό της και θυμήθηκε την τρίτη μοίρα, βγάζει τον δαυλό από το σεντούκι της που τον είχε κρύψει και τον ρίχνει στη φωτιά. Αμέσως ο Μελέαγρος ξεψύχησε. (Φρύνιχος απ. 6 στην έκδοση Α. Νauck, Tragicorum Graecorum fragmenta, Λειψία 1889 αναθεωρημένη από τον Β. Snell, Hildesheim Zuirich – New York 1983 6.721.722 Παυσανίας 10, 31, 4 εις Ν.Δ Παπαχατζής. Παυσανίa Ελλάδος περιήγησις , Βοιωτικά – Φωκικά, Αθήνα 2004, )

 

Δείτε το δεύτερο μέρος στο link που ακολουθεί:
Ο Μύθος του Μελεάγρου – Διαπιστώσεις, κρίσεις και σχόλια