Ντίνα Κώνστα: «Το κέρδος για μένα είναι
ότι έκανα αυτό που ήθελα,
δεν έπληξα στη ζωή μου με γάμους και παιδιά»
Η Ντίνα Κώνστα γεννήθηκε σαν σήμερα, 31 Δεκεμβρίου το 1938, στη Σάμο και ήταν το δεύτερο κορίτσι της οικογένειας. Ο πατέρας της πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννηση της.
Ήταν αντιδραστικό και επαναστατικό παιδί. Δεν ήθελε να πηγαίνει στις σχολικές γιορτές, να λέει ποιήματα και να κάνει οτιδήποτε θεωρείτο υποχρεωτικό. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να σπουδάσει δημοσιογράφος – επειδή ήταν μια δουλειά που δεν θα είχε ρουτίνα. Ωστόσο, ο θείος της που θα πλήρωνε τις σπουδές της σε σχολή δημοσιογραφίας στις Βρυξέλλες άλλαξε γνώμη, διότι πίστευε πως «η δημοσιογραφία είναι τυχοδιωκτικό επάγγελμα και δεν κάνει για τις γυναίκες».
Η μητέρα της ήθελε να παντρευτεί και να δουλέψει ως τραπεζικός υπάλληλος αλλά εκείνη το θεωρούσε καταδίκη και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. «Είμαι αυτοκαταστροφικό άτομο. Με ενοχές και πάρα πολλά συμπλέγματα. Γι’αυτό και κάνω αυτή τη δουλειά», δήλωσε σε συνέντευξή της. Παρακολουθούσε παραστάσεις στο Εθνικό και παράλληλα εργαζόταν σε εταιρεία χρωμάτων για να πληρώσει τις σπουδές της στη σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Σπούδασε υποκριτική κρυφά από τους γονείς της και είχε καθηγήτρια τη Μαίρη Αρώνη.
Τα πρώτα χρόνια στη σχολή τις έδιναν μόνο δραματικούς ρόλους, γιατί όπως της έλεγαν οι καθηγητές της ταίριαζαν στο δραματικό πρόσωπό της. Πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι το 1965. Ασχολήθηκε κυρίως με το ελεύθερο θέατρο, ενώ δούλεψε επτά χρόνια στο Εθνικό. Τότε έπαιξε στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο αλλά απογοητεύτηκε από το αλισβερίσι των επιτροπών και επέστρεψε στο ελεύθερο θέατρο, επειδή της έλειπε η ουσία. Είχε πρόταση από τον Κάρολο Κουν για παράσταση στο θέατρο Τέχνης αλλά απέρριψε την πρόταση διότι είχε κλείσει σε μια άλλη παράσταση. Πρόκειται για απόφαση που σκέφτεται μέχρι σήμερα, είχε δηλώσει σε συνέντευξή της. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές. Μερικοί από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους που υποδύθηκε ήταν στις σειρές «Τρεις Χάριτες», «Δις Εξαμαρτείν» και το «Σόι μας». Ωστόσο, αγαπήθηκε από το κοινό για την ερμηνεία της ως Ντένη Μαρκορά στη σειρά «Δύο ξένοι».
Όπως είχε πει, οι κωμικοί ρόλοι είναι πιο επικίνδυνοι και δύσκολοι γιατί μπορεί εύκολα να γίνεις γελοίος. Από τις καλύτερες εμφανίσεις της στο θέατρο ήταν στην παράσταση «Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας» που αφορούσε τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Όπως είχε αναφέρει ήταν ρόλος- ρίσκο και το σκέφτηκε πολύ πριν τον αποδεχτεί. Η Κώνστα ήταν συγκλονιστική στην ερμηνεία της και στην πρεμιέρα οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και τη χειροκροτούσαν.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ επειδή δεν της άρεσε η δέσμευση του γάμου. Σήμερα, μένει μόνη της στο κέντρο της Αθήνας , γιατί θέλει να βρίσκεται κοντά στους κινηματογράφους και τα θέατρα.
Ντίνα Κώνστα
Σε πρώτο πρόσωπο
«Μεγάλωσα σε ένα πολύ μικρό χωριό της Σάμου, τους Σπαθαραίους. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ήταν πολύ μεγάλο χωριό, αλλά όταν ξαναπήγα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ μικρό. Δεν ήθελα να επιστρέψω, αλλά μου το επέβαλε πραξικοπηματικά η φίλη μου η Έρη Ρίτσου. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να είναι πολύ όμορφο. Βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού και επειδή η γιαγιά μου ήταν πολύ πλούσια και είχε πολλά κτήματα, το σπίτι μας, κτισμένο το 1813, ήταν γεμάτο κισσούς.
Ήταν ένα υπέροχο κομμάτι γης με ρέμα, αλώνια και πολλά δέντρα. Θυμάμαι την εποχή των μεγάλων σεισμών της Κεφαλονιάς, που, παρ’ ότι στην άλλη άκρη της Ελλάδας, κουνιόμασταν κι εμείς κι έτσι κοιμόμασταν στρωματσάδα έξω για έναν ολόκληρο μήνα. Γύρω-γύρω υπήρχαν κυπαρίσσια και απέναντι στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις τους Φούρνους της Ικαρίας ‒ ένα όνειρο! Την ομορφιά που είδα μεγαλώνοντας εκεί δεν την ξαναντίκρισα ποτέ. Σ’ αυτά τα μικρά μέρη μαθαίνεις να ξεχωρίζεις όλα τα δέντρα και τα φυτά, έρχεσαι σε επαφή με τον κύκλο της ζωής: γεννήσεις, γάμοι, κηδείες, πανηγύρια, όλα εκεί. Κι αυτό σε κάνει πιο ανθρώπινο».
«Από την ιταλική κατοχή θυμάμαι την ημέρα που ένας Ιταλός μού έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε “mama, mama”. Οι Ιταλοί ήταν πιο αλέγκροι από τους Γερμανούς, αλλά πεινάσαμε πολύ. Μας έπαιρναν όλη την παραγωγή από τα χωράφια και όλο το λάδι. Η μάνα μου αναγκαζόταν να κρύβει κουνέλια στο υπόγειο μέσα σε μεγάλα κιούπια. Η γιαγιά ήταν πάντα εχθρική, και απέναντι στη μάνα και απέναντι στα παιδιά. Πρόσφυγες μας ανέβαζε, πρόσφυγες μας κατέβαζε».
«Τότε ψηφίζαμε στα 21 και περίμενα πότε θα έρθει η ώρα να πάρω το βιβλιάριό μου. Είπα σε μια παλιά αριστερή στη γειτονιά ότι ήθελα να ψηφίσω έναν καλλιεργημένο νέο που να πρόσκειται στην ΕΔΑ και μου πρότεινε τον Μάρκο Δραγούμη, τον πατέρα της Ναταλίας. Θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς να ψηφίσω. Και η μαμά μου αριστερή ήταν. Από κείνη έμαθα να τρέχω στα νοσοκομεία και να βοηθώ τους ανθρώπους».
«Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό και να βλέπω τις σπουδαίες παραστάσεις που παίζονταν εκεί. Βαριόμουν πολύ. Έβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι. Άρχισε να με γοητεύει το θέατρο, αλλά επειδή ήξερα ότι ήμουν επιπόλαιη, ανέβαλλα συνεχώς την εγγραφή μου σε κάποια σχολή. Φοβόμουν ότι μπορεί να βαριόμουν γρήγορα. Άσε που δεν ήξερα κανέναν από τον κόσμο του θεάτρου και ντρεπόμουν. Πήγαινα μέχρι τα Εξάρχεια, στη σχολή του Κουν, αλλά δεν είχα την αυτοπεποίθηση να μπω μέσα.
Τελικά, πήγα στου Κωστή Μιχαηλίδη κι εκεί είχα για βασική δασκάλα τη Μαίρη Αρώνη. Μου έδινε όλο δραματικά έργα. Έμοιαζε σαν να ζούσε σε έναν άλλο κόσμο. Ο Μιχαηλίδης δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ, αλλά όταν ερχόταν έλεγε ένα πράγμα κι αυτό ήταν! Πολύ καλός σκηνοθέτης, όταν ήθελε.
Δούλευα κρυφά σε μια εταιρεία με χρώματα για να πληρώνω τη σχολή. Σταμάτησα την τρίτη χρονιά, που είχα πολύ διάβασμα. Στη μητέρα μου δεν το είπα από την αρχή γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έμενα. Εκείνη πάλι ήξερε ότι αν μου πήγαινε κόντρα, θα έκανα το αντίθετο. Νόμιζε ότι δούλευα όλη μέρα, μέχρι που της το είπα. Στις εξετάσεις αποφοίτησης ήρθε ο πλούσιος θείος μου και είπε “τουλάχιστον, είναι καλή”.
Συχνάζαμε τότε στο “Βυζάντιο” γιατί μας άρεσε ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και όλοι όσοι ακούγαμε. Πίναμε έναν καφέ και μετά δεν είχαμε λεφτά και γυρίζαμε με τα πόδια στο σπίτι ‒ τότε ήταν ήσυχα τα πράγματα, το πολύ-πολύ να σου έλεγε κανένας μάγκας μια κουβέντα. Εκεί γνώρισα τον Μποστ και τον Γιώργο Εμιρζά. Θα ανέβαζαν τη “Φαύστα” και μου λέει ο Μποστ: “Έρχεσαι”; Εμείς ήμασταν τρελοί και παλαβοί μαζί του. Και πήγα κι έκανα τη “Φαύστα”. Θυμάμαι, φορούσα ένα πλούσιο φόρεμα και τους βλέπω στο καμαρίνι όλους μεμιάς: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσαρούχη, Κατράκη! Ήταν και ο Ξαρχάκος, που όμως δεν ήρθε στα καμαρίνια, αλλά αργότερα μου είπε ότι την είδε τελικά τέσσερις φορές, όπως και ο Μυράτ».
«Παίζαμε μέσα στη χούντα το “Ω, τι κόσμος μπαμπά” του Μουρσελά με τον Μιχαλακόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και μας το απαγόρευσαν. Σε κάθε πόλη που πηγαίναμε μας σταματούσε ο εκάστοτε στρατιωτικός διοικητής. Στη Θεσσαλονίκη ήμασταν γεμάτοι και μας έδιωξαν κακήν κακώς, όπως και στην Κρήτη. Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν λιγότερο “σκοτεινά”. Μας κατέβασαν την “Τελετή” του Μάτεσι που σκηνοθετούσε ο Μιχαηλίδης και ανεβάσαμε στη Νέα Ιωνία μετά από μια καταπληκτική πρεμιέρα. Λογόκριναν μέχρι και αρχαίες τραγωδίες!
Εμείς ακούγαμε τους λόγους του Παπαδόπουλου και γελάγαμε. Υπογράφαμε για τους φυλακισμένους. Εγώ ήμουν μέχρι και σε black list. Παίζαμε στο Πορεία και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μόλις βλέπαμε την αστυνομία, τρέχαμε να κρυφτούμε σε ένα μαγαζάκι. Στο Πολυτεχνείο δεν πρόλαβα να μπω γιατί είχε πάθει μια αιμορραγία η αδελφή μου και τη βοηθούσα. Άκουγα όλη τη νύχτα το “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο” από ένα τρανζιστοράκι. Πολύ σκληρά χρόνια.
Το καλοκαίρι του ’74 δεν πίστευα ότι σηκώθηκα να πάω να υποδεχτώ τον Καραμανλή! Είχα γνωρίσει και τον Μακάριο σε μια περιοδεία στην Κύπρο μαζί με τον Κατράκη. Θυμάμαι ακόμα ότι είχε πάρα πολύ ωραία χέρια και ότι κοίταζε συνέχεια κάτω. Μας είχε πει ο Κατράκης να μην καπνίζουμε και να μην κάτσουμε σταυροπόδι. Τότε ήταν που έκανα τη μεγαλύτερη γκάφα της ζωής μου, όταν ρώτησα τον Μακάριο γιατί δεν λέει τίποτα για την κατάσταση στην Ελλάδα. Φυσικά, δεν απάντησε. Δεν ήξερα ότι ήξερε τι του ετοίμαζαν. Γνωρίσαμε και τον Σαμψών!»
«Οι σκηνοθέτες βάζουν ταμπέλες στους ηθοποιούς που δεν μπορούν να τις βγάλουν με τίποτα. Αν κάποιος με επηρέασε πολύ, ήταν ο Τσαρούχης, ο οποίος ερχόταν σε όλες τις παραστάσεις. Θαύμαζα πάρα πολύ και τον Μίνωα Βολανάκη, αν και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ. Στην Επίδαυρο είδα όλους τους μεγάλους ηθοποιούς: Παξινού, Μινωτή, Μανωλίδου. Αν και δεν ήταν όλοι τους τόσο σπουδαίοι, υπήρχαν και κάποιοι που ήταν υπερεκτιμημένοι. Ο Μουσούρης έλεγε για την Παπαδάκη ότι χλώμιαζε στη σκηνή και την έβλεπε όλο το θέατρο. Τη σκότωσαν κάτι αλήτες και το πλήρωσε η αριστερά».
«Εξαιτίας δύο απαίσιων γεγονότων που μου συνέβησαν δεν ήθελα να περνάω ούτε έξω από δύο θέατρα που μου έφαγαν έξι χρόνια από τη ζωή μου. Με έκαναν να πιστεύω ότι δεν αξίζω να είμαι ηθοποιός. Τι ταπείνωση, τι εκβιασμοί. Δεν περίμενα ότι θα αντιμετώπιζα τέτοιες συμπεριφορές στο θέατρο.
«Στο Εθνικό κάποτε είχαν προτομές μεγάλων ηθοποιών, τώρα έχουν βάλει τους τεχνικούς. Οι σκηνοθέτες εκδικούνται. Ο συγγραφέας πια αναφέρεται με μικρά γράμματα και οι ηθοποιοί σαν κοπάδι. Το έκαναν πρώτοι οι επιχειρηματίες για να κόψουν τα φτερά των ηθοποιών. Απομυθοποίησα ανθρώπους. Είναι τόσο ανταγωνιστικός ο χώρος, που συχνά έσπευδαν να μας το θυμίζουν ρωτώντας: “Ξέρεις πόσοι περιμένουν απ’ έξω;”. Έχω ευτυχήσει να βρεθώ σε θέατρα όπου πέρασα πολύ καλά.
Οι παραστάσεις παλιά τέλειωναν την Κυριακή των Βαΐων και υπήρχαν περιπτώσεις που λέγαμε “άντε να έρθει η Κυριακή των Βαΐων” και άλλες που λέγαμε “oχ, ήρθε!”. Πέρασα καλά στου Ληναίου και στον Μιχαλακόπουλο. Υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός.
Κάποιες συνεργασίες ήταν ευτυχείς και κάποιες άλλες όχι. Δεν μου άρεσε το κουτσομπολιό, δεν ήθελα να ακούω τι έλεγαν για μένα, δεν με αφορούσε. Είχα πάντα ειλικρινείς σχέσεις με τους ανθρώπους».
«Φοβόμουν πάντα μην έρθει το κόμμα μου στην εξουσία. Πάντα αναγκάζεσαι να κάνεις συμβιβασμούς. Θυμάμαι το δραματικό βράδυ που είπε ο Μεϊμαράκης στον Τσίπρα “πήγαινε Αλέξη και υπόγραψε ό,τι σου ζητήσουν”.
Κι εκείνο το ψώνιο που έκανε όλη τη ζημιά και τώρα βγάζει και βιβλίο. Δεν ήθελα να το ζήσω αυτό. Και με όλο το ΠΑΣΟΚ μέσα, τα λεφτά που φαγώθηκαν. Τι λαός είμαστε… κλέφτες. Τόσα σκάνδαλα. Θέλω να ελπίζω ότι κάτι θα γίνει».
«Οι φιλίες μετράνε πιο πολύ από τους έρωτες. Έχουν φύγει οι φίλες μου, μία-μία. Η Μαριλένα Γεωργιάδου, η Κίττυ Αρσένη, που τράβηξε πολλά στη ζωή της, η Λίλλη Παπαγιάννη, η Δέσπω, η Ντένη Βαχλιώτη, η Νέλλη Αγγελίδου. Είχαμε τα ίδια γούστα, μας άρεσαν τα ίδια πράγματα. Έχω μια φίλη που με ξεκουνάει και πάμε στα θέατρα. Υπάρχουν πολύ σπουδαίοι ηθοποιοί, αγόρια-κορίτσια. Έχω φύγει, βέβαια, και από παραστάσεις».
«Το κέρδος για μένα είναι ότι έκανα αυτό που ήθελα, δεν έπληξα στη ζωή μου με γάμους και παιδιά. Τα έβλεπα όλα αυτά ως εφιάλτη. Τους έβλεπα να παντρεύονται κι έλεγα “πού πάτε;”. Ευτυχώς, τώρα δουλεύουν οι γυναίκες. Παλιά, ήξερα πάρα πολλές γυναίκες που ήθελαν να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ήταν πάμφτωχες και αναγκάζονταν να ζουν δυστυχισμένες ζωές. Τα ήξερα και δεν ήθελα να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Ήθελα να είμαι ελεύθερη και να κάνω αυτά που έκανα. Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές αλλά και πολύ σπουδαίες. Τι μετράει; Οι σπουδαίες στιγμές».