…Καθώς γυροφέρναμε από ώρα τα Ακαρνανικά Όρη(1),
βγήκαμε στον οικισμό Βάτο(2). Κόντευε μεσημέρι.
Τούτα τα μεγάλα καρυδόδενδρα μπροστά μας,
πρόσφεραν δροσιά και ανάσα σε μας
που είχαμε φάει τον ήλιο στο κεφάλι. Το είδαμε σαν ορεινή όαση!
- του Τάκη Ντάσιου | Καλοκαίρι 1989
Γύρω μας τα περισσότερα σπιτάκια του οικισμού πεσμένα και μονάχα κάνα – δυο να στέκονται όρθια. Από το μοναδικό που κάπνιζε η καμινάδα, καταλάβαμε ότι υπάρχει ζωή και είδαμε να βγαίνουν κάμποσοι νομάτοι, που ήρθαν και σμίξαμε κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς.. Η παρουσία μας είχε γίνει αισθητή στο χωριό από ώρα. Σιμώσαμε και εμείς δισταχτικά και χαιρετηθήκαμε, σφίγγοντας τα χέρια. Τώρα έπρεπε να μιλήσω. «Καλημέρα,.. δεν είχαμε έρθει από δω, στον τόπο σας και κλέψαμε μια ευκαιρία».. Σημείωση: στα Ακαρνανικά δεν πας έτσι, ευκαιριακά. Πας επί τούτου. Απάντηση «Α, καλά κάνατε.. αλλά πώς το βρήκατε τούτο το μέρος;» «Έχουμε χάρτη, που κοιτάμε τα μέρη και πώς πάμε στα βουνά. Έτσι είπαμε ναρθούμε και απ’ το χωριό σας, για να βγούμε ψηλά» «Θα πάτε στο βουνό;» «Ναι, θα θέλαμε ν’ ανέβουμε στην Ψηλή Ράχη (Κορυφή)» «Α, ξέρετε και πώς λένε την κορφή»;
Κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς, έσπρωξαν τις καρέκλες και τον ξύλινο πάγκο και ο μπάρμπα Γιάννης μίλησε: «Για καθίστε να ξαποστάσετε, να φτειάξουμε ένα καφεδάκι;» «Δεν χρειάζεται, είμαστε καλά, ευχαριστούμε, μην..» Οι καρέκλες ήταν λιγότερες απ’ ό,τι είμασταν όλοι. Το να στριμωχτείς σε μια καρέκλα την στιγμή που μπορείς να κινείσαι εδώ και εκεί στον χώρο είναι καλλίτερα. Στο σπίτι σου μπορείς να βολεύεσαι σε καρέκλα, εδώ ψηλά στο ορεινά, δεν αποζητάς να καθίσεις σε μια καρέκλα, τη στιγμή πούχεις κάνει τόσα χιλιόμετρα ίσαμε εδώ.. Προβληματισμός και αυτός!
«Το χωριό δεν έχει κόσμο;», ρωτάω, και παίρνω την απάντηση «πoιό χωριό.. εμείς που βλέπεις είμαστε. Βγαίνουμε το καλοκαίρι με τα ζωντανά στα ψηλώματα της κοινότητας, τον Χειμώνα δεν μένει άνθρωπος εδώ. Κτηνοτρόφοι είμαστε..» «Βλέπω τόσα σπίτια ρημαγμένα ολόγυρα, κάποτε θα είχε κόσμο..» « Ναι παλιά είχε 70 οικογένειες εδώ, Χειμώνα – Καλοκαίρι. Με το σχολείο του, την εκκλησία του τα μαγαζιά του εδώ γύρω στα δένδρα που βλέπεις. Ήταν δύσκολα όμως τα πράγματα. Δεν υπήρχε δρόμος, τίποτα. Θέλαμε 3 – 4 ώρες για να βγούμε στον Μύτικα και 3 ώρες για το Μοναστηράκι. Όλα με τα πόδια και με τα ζώα φορτωμένα.. Πού να μείνει κόσμος εδώ! Μαζευτήκαμε όλοι στα κέντρα.. Εμείς είμαστε κτηνοτρόφοι, σκορπιστήκαμε στο χ. Μοναστηράκι, Κατούνα, Πάλαιρο, Βόνιτσα».
«Από πού είναι εσύ;» «Από την Αγόριανη Παρνασσού αλλά μαζευτήκαμε στην Αθήνα». «Ναι και εσύ αυτό έκανες»! Πετάχτηκε ο νεότερος, που δεν είχε μιλήσει ως τα τώρα. «Ναι έχει δίκιο, αυτό έκανα κι’ εγώ..» «Δεν γύρισες όμως;» «Όχι, δεν είναι εύκολο.. Κάποτε μαζευτήκαμε στην Αθήνα, όταν οι αποφάσεις και οι εποχές δεν ήταν τόσο εύκολα. Μιλάω για τα χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τότε ήμουν παιδάκι. Αργότερα που απέκτησα αντίληψη για τα πράγματα, η ζωή μου διαμορφώθηκε στην πόλη. Τώρα εγώ βγαίνω στην επαρχία και στα βουνά! Ακόμη και το χωριό μου όταν πάμε, η κόρη μας που είναι 15χρονώ δεν έρχεται. Το βλέπω δύσκολο τώρα να γυρίζω πίσω..»
Όση ώρα μίλαγα, ο νέος δεν με κοίταζε στα μάτια. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και νομίζω ότι δεν τον έπεισα μ’ αυτά που είπα. Ακριβώς από πίσω μου καθόταν ο μπάρμπα Γιώργης, που σκάλιζε με το κοφτερό του μαχαίρι ένα κομμάτι ξύλο. Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να δικαιολογηθώ. Ένοιωσα σαν η κουβέντα του νέου να αγκυλώνει το μέσα μου και ότι έπρεπε να δικαιολογήσω τη θέση μου. Γυρόφερναν στο μυαλό μου σκέψεις και ερωτηματικά ανάκατα. για το πώς θα μας βλέπουν οι άνθρωποι των ορεινών εμάς τους περαστικούς επισκέπτες.. Αισθανόμουν ότι κρινόμουν για ό,τι «κτύπαγε» πάνω μου, και έδειχνε «φανταχτερό» γι’ αυτούς. Το ότι είχαμε φτάσει ως εκεί με το αυτοκινητάκι έδειχνε την κυριαρχία και συγχρόνως την ασυμμετρία των λόγων μας σε σχέση αυτών που θέλαμε να δείχνουμε με αυτό που φαινόταν στα μάτια των χωρικών.. Είμασταν «πολλά λόγια» και λόγια της πόλης, που από μια θέση ισχύος μπορούσαμε αβίαστα, να αραδιάζουμε.. Κενό, σιωπής..
Μετά το γυρίσαμε το θέμα και ρωτήσαμε για το μονοπάτι που οδηγεί στην Ψηλή Κορυφή, υψ. 1.589μ. και πρόθυμα μας οδήγησαν πιο πέρα, για να έχουμε καλλίτερη ορατότητα και μας έδειξαν πώς ανηφορίζει αυτό: «να το κλαρί (δένδρο) το ξεχωριστό, να η σάρα, να το δάσος ψηλότερα, μέχρι εκεί που «κολλούσε» το μάτι μας» (μας έδειξαν με το χέρι). Μας το εξήγησαν δυο και τρεις φορές και ακόμη περισσότερες. Όση ώρα κάναμε να ετοιμαστούμε εν όψει της ανάβασης στο βουνό, οι κουβέντες του νέου δεν λέγαν να ξεκολλήσουν από πάνω μου. Οι απαντήσεις μου περιλάμβαναν περισσότερα «λόγια», αλλά δεν ξέρω εάν ήταν αυτά που πίστευα εγώ ή αυτά που ήθελα να ακουστούν. (Κρίση ύπαρξης.. «τι είναι όλα αυτά που σκέπτομαι τούτη την ώρα»; διερωτήθηκα.
Φορτωθήκαμε τα σακίδια, χαιρετήσαμε προσωρινά τους ανθρώπους του χωριού, που μας κοιτούσαν σκεπτόμενοι «πού να πηγαίνουν τούτοι οι τρελοί καταμεσήμερο πάνω στα βουνά..»!. Ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο με τον σχοινοσύντροφό μου, κάνοντας την ίδια σκέψη, τους ευχαριστήσαμε άλλη μια φορά για τις τόσες πληροφορίες και πιάσαμε το μονοπάτι, που ανηφόριζε. Διαλέξαμε το στρωτό ανέβασμα, που κάποτε ανέβαιναν τα φορτιάρικα ζώα στα ψηλώματα και όχι αυτό που έφευγε κατ’ ευθείαν για την Ψηλή Κορυφή, γιατί αυτό, όπως μας είπαν, το ξέρουν μόνον αυτοί και είναι ζόρικο. «Από την πόλη είσαστε, δεν είσαστε εσείς για τέτοια»!..
Κάναμε κάμποσο να βγούμε στα ψηλά, γυροφέραμε στην Ψηλή Ράχη συντροφιά μ’ ένα ζευγάρι χρυσαετών και ξαποστάσαμε στο σπασμένο «κολονάκι» της κορφής (Ψηλή κορυφή, 1.589μ.) Από το χωριό Βάτος, υψ.820μ., κάτοικοι 81/απογραφής 1981, βρίσκεται μεταξύ των κορυφών Αγραπιδάκι και Ψηλή Κορφή των Ακαρνανικών Ορέων. Βόρεια της Ψηλής Κορυφής κάτω από την κορφή Φλάμπουρα, βρίσκεται το μοναστήρι Ρόμβου, ανάμεσα στις Φλάμπουρα, Γούβες, 1.228μ. και την περιοχή της Χόλιανης (ποιμ. εγκαταστάσεις). Από κάτω διέρχεται ο δρόμος: χ. Βάτος, τοποθεσία Λιβάδι, χ, Μοναστηράκι. Έχει ιστορία(3) ο τόπος, τούτα τα χώματα.. Τα ψηλώματα είναι πάντα ξεχωριστά. Η θέα από ψηλά ανεβάζει και σένα ψηλότερα. Θες το φως, θες ο αγέρας, πάντως στη μαγεία της σιωπής υποκλίνεσαι. Να, όπως η μονή Ρόμβου, παραδίπλα «μονάζει», μέσα σε εξωπραγματικό ορεινό σκηνικό κατακερματισμένων όγκων.
Όταν πήραμε τον δρόμο για να χαμηλώσουμε, είδαμε και την «σάρα» που κατέβαινε κατ’ ευθείαν στο χωριό. Ήταν απότομη, αλλά έβγαινε. Εμείς προτιμήσαμε μία δική μας παραλλαγή μεταξύ «αυτής» και της «κλασσικής» και πέσαμε αρκετά γρήγορα στο χωριό Βάτος. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει και ήταν πιότερα όμορφα όλα γύρω μας. Το κεφάλι μας βούιζε, τα αυτιά μας τσουρουφλισμένα και η μούρη μας κοκκινισμένη, όταν ξαναφτάσαμε στον ίσκιο της καρυδιάς. Τώρα ο μπάρμπα Γιάννης μας χαιρέτησε πρώτος και πίσω του έτρεχε ο νεότερος. Οι κουβέντες ήταν πιο ζεστές, φιλικές και αυθόρμητες. Είχαμε βλέπεις τώρα «ιστορικό», δεν ήμασταν δυο ξένοι. Οι ερωτήσεις βροχή και οι απαντήσεις λιτές, τόσο, όσο. Τους είπαμε για τις κορφές, για τους χρυσαετούς και για το πεσμένο κολονάκι. Τα μάτια τους άνοιξαν. ‘Όλα τα μυστικά του βουνού, του βουνού τους, τα είχαμε «φέρει» πίσω, σημάδι ότι πήγαμε εκεί. Τώρα τα μάτια του νέου ήταν αλλιώτικα, μας κοίταξε και δεν ήταν απ’ το φως του ήλιου που γλιστρούσε στη δύση του. Ήταν φιλικά, εγκάρδια, ζωηρά και μ’ ένα ίχνος θαυμασμού.. όχι δεν ήταν το «κατόρθωμά μας».. είχαμε καταφέρει «κάτι». Είχαμε τώρα «πάρει» και εμείς μια θέση στα ορεινά, με τον ήλιο να γλύφει τα πρόσωπά μας. Είμασταν ίσοι άνθρωποι φαινομενικά ξένοι, ερχόμενοι από μακριά, αλλά τούτη η ανάβασή μας στα βουνά των ντόπιων, μας τοποθετούσε δίπλα – δίπλα. Καταλαβαίναμε τις δυσκολίες των ανθρώπων, που προσπαθούσαν αγωνιζόμενοι σκληρά, στύβοντας και κάνοντας την πέτρα να «καρπίσει» και να βγάλουν απ’ αυτήν το μεδούλι της.
Γυρίσαμε ένα σωρό βουνά και λαγκάδια για να μάθουμε, να ζήσουμε έστω και λίγο απ’ τη βουνήσια ζωή, που χάσαμε οριστικά σαν κλειστήκαμε στην πόλης τα τείχη. Η αναγνώριση από τον ορεινό κάτοικο της προσπάθειας έφτανε σε μας με το εγκάρδιο σφίξιμο του χεριού και μιας κουβέντας που βγήκε από καρδιάς. Δεν αποζητούσαμε τίποτε πιότερα απ’ αυτό. Μα την αλήθεια, είναι όμορφος ο τόπος και οι άνθρωποί του!